Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σε πρόσφατα έργα της Αγγελικής Βαρελλά και της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Συμμετοχή σε συλλογικό τόμο/Εισήγηση σε συνέδριο) και 7 ακόμη σχετικά άρθρα

Ελένης Α. Ηλία, Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σε πρόσφατα έργα της Αγγελικής Βαρελλά και της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, στο (Τ. Τσιλιμένη, επιμ.) Σύγχρονα κοινωνικά θέματα στην Ελληνική Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία. Ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της σύγχρονης κοινωνίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2009,  σσ. 149 – 157.

ISBN: 978-960-6786-03-7

 

Σημαντικό μέρος των βιβλίων της Αγγελικής Βαρελλά και της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου που εκδόθηκαν κατά τη νέα χιλιετία, αναφέρεται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Οι δύο καταξιωμένες συγγραφείς προσεγγίζουν με αφηγηματική δεξιοτεχνία και κοινωνική ευαισθησία ποικίλα ζητήματα της εποχής μας. Αποδίδουν τα χαρακτηριστικά της εύστοχα, ρεαλιστικά αλλά και με αισιοδοξία.

Η τεράστια διαφορά του βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στον αναπτυγμένο και στον τρίτο κόσμο συνιστά το θέμα του βιβλίου της Αγγελικής Βαρελλά, Το πιάτο του Αλέξανδρου (Πορτοκάλι). Σύμφωνα με την αφηγηματική υπόθεση, η ώρα του φαγητού για ένα μικρό αγόρι είναι πολύ διασκεδαστική, καθώς παίζει νοερά με παιδιά από όλο τον κόσμο, που απεικονίζονται στο πιάτο του. Κάποια μέρα όμως μια άλλη εικόνα, αυτήν τη φορά στην οθόνη της τηλεόρασης, το κλονίζει. Παιδάκια σαν κι εκείνα στο πιάτο του τον κοιτάζουν με ικετευτικό βλέμμα, δείχνοντάς του το αδειανό τσίγκινο πιάτο τους. Ο μικρός Αλέξανδρος δεν μπορεί να ξεχάσει τη θλίψη τους και να απολαύσει το φαγητό του. Έτσι, ζητά από τη μητέρα του να τον οδηγήσει στην τράπεζα, όπου άκουσε στην τηλεόραση ότι μπορεί να προσφέρει κάτι για να τους βοηθήσει.  «Καταθέτει» ένα κομμάτι χορτόπιτα, που είναι το αγαπημένο του φαγητό, προκαλώντας συγκίνηση σε όλους όσοι τον παρακολουθούν.

Στο  έργο της Αγγελικής Βαρελλά, Ο Θεός αγαπά τα πουλιά (Πατάκης), θίγεται ένα ακόμη σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο οξύνεται μέρα με τη μέρα. Πρόκειται για την περιθωριοποίηση των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Ένας τραυματισμένος πελαργός γίνεται αφορμή να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν και να συνδεθούν φιλικά οι μαθητές της έκτης τάξης κάποιου σχολείου και οι τρόφιμοι ενός γηροκομείου. Καθοριστικός σε αυτήν την προσέγγιση είναι ο ρόλος της δασκάλας των παιδιών. Το αποτέλεσμα της συναναστροφής ανάμεσα στα αφηγηματικά πρόσωπα που απέχουν τόσο ηλικιακά, είναι ευεργετικό για το καθένα τους, με αποκορύφωμα τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του κυρίου Ευάγγελου για τη μικρή Νίτα, η οποία νοσηλεύεται τραυματισμένη ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό που πλήττει το Αίγιο όπου βρίσκεται εκδρομή, αγνοώντας την τύχη των δικών της.

Η κοινωνική προσφορά ενός ογδοντάχρονου αναδεικνύεται επίσης στο βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου με τον τίτλο Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (Πατάκης), που  αναφέρεται στην πολυπολιτισμικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. εδώ η τετράχρονη Νεφέλη που κατοικεί στα Εξάρχεια, συναντά μέσα στον Ιούλιο κάπου στη γειτονιά της έναν παππού με άσπρα μαλλιά και γένια, κόκκινη φόρμα και  σάκο. Αν και η μικρή είναι βέβαιη πως πρόκειται για τον αγαπημένο ΄Αγιο των παιδιών, κανένας από τους γύρω της δεν έχει την ίδια γνώμη μαζί της για την ταυτότητά του. Όταν δε το κοριτσάκι ενημερώνει τους δικούς της ότι ο σχεδόν συνομήλικός της Φραγκίσκος ήταν μαζί του, εκείνοι αναστατώνονται. Σύντομα όμως διαπιστώνουν ότι πρόκειται για το γνώριμό τους κύριο Λευτέρη, ο οποίος είναι χρόνια εγκατεστημένος στην Αυστραλία και φορώντας τη στολή του εθελοντή πυροσβέστη, παίζει το ρόλο του Αϊ – Βασίλη για τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων της Αθήνας.

Στο θεματικό άξονα της πολυπολιτισμικότητας κινείται και το βιβλίο Δώσε την αγάπη (Πατάκης) της Αγγελικής Βαρελλά, η υπόθεσή του οποίου εκτυλίσσεται σε μια σχολική τάξη. Η δασκάλα, προκειμένου να επιτύχει την προσέγγιση μεταξύ των εξάχρονων συμμαθητών που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, τους παροτρύνει να ανταλλάξουν μεταξύ τους δώρα, για να τιμήσουν τον άγιο της Φιλίας. Ο Γιάννους, ο μικρός Πολωνός που υφίσταται διαρκώς την απόρριψη του ελληνόπουλου με το οποίο μοιράζονται το θρανίο, προσφέρει σε όλα τα παιδιά από ένα μήλο, τραγουδώντας ένα τραγούδι της πατρίδας του, που μιλά γι’ αγάπη. Κάθε μαθητής το μεταφράζει στη δική του γλώσσα και όλοι μαζί συνειδητοποιούν την αξία, την απλότητα και τη δύναμη της αγάπης.

Οι ακραίες ρατσιστικές συμπεριφορές οι οποίες αναπτύσσονται ως συνέπεια της πολυπολιτισμικότητας  που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες απασχολεί τη Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου στο βιβλίο της Τα τέρατα του λόφου (Πατάκης). Αναλυτικότερα, αποδίδεται η εγκληματική δράση μιας συμμορίας  που βασίζεται σε ναζιστικά πρότυπα και δρα στην περιοχή των Εξαρχείων, ενάντια σε άτομα διαφορετικής φυλετικής ταυτότητας. Δύο δεκάχρονα κορίτσια, η ΄Ολγα και η Ειρήνη, γίνονται μάρτυρες του βίαιου ξυλοδαρμού ενός μικρού Νιγηριανού και της δολοφονίας του πατέρα του από την ίδια περιθωριακή ομάδα. Στη δράση της συμμορίας περιλαμβάνονται επίσης δύο εμπρηστικές επιθέσεις, η πρώτη στο υπόγειο εργαστήριο όπου ο κύριος Λευτέρης δέχεται τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών και τους χαρίζει τα παιχνίδια που επισκευάζει, με θύμα τον ίδιο και ένα κοριτσάκι από τις Φιλιππίνες. Η δεύτερη σε ναό της περιοχής την ώρα του γάμου του εξαδέλφου της ΄Ολγας. Η αναβολή της τελετής ως συνέπεια αυτού του περιστατικού αποδεικνύεται τελικά ευεργετική για το ζευγάρι, αφού ανατρέπει το πρόγραμμα του γαμήλιου ταξιδιού του, σύμφωνα με το οποίο θα επισκέπτονταν τους δίδυμους πύργους την 11η Σεπτεμβρίου, οπότε κατέρρευσαν.

Στο μυθιστόρημά της με τον τίτλο Ο κόκκινος θυμός (Πατάκης), ο έφηβος  ήρωας  Απελλής αντίθετα, εκτονώνει δημιουργικά την οργή του για την εγκατάλειψη της  δεκαεξάχρονης τότε μητέρας του από το φυσικό του πατέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, μέσα από την τέχνη της ζωγραφικής. Με τη συνομήλικη φίλη του Νιόβη, η οποία παράλληλα με το σχολείο εργάζεται για να βοηθήσει την οικογένειά της και φροντίζει τον ανάπηρο αδερφό της, μοιράζονται το πάθος για τη ζωγραφική, τις ανησυχίες και τα διλήμματά τους, με κορυφαίο ανάμεσά τους την επιλογή των σπουδών τους. Ο Απελλής προσανατολίζεται προς την αρχιτεκτονική, σύμφωνα και με την επιθυμία της μητέρας του, ώσπου η προσφορά μιας υποτροφίας για σπουδές στη ζωγραφική σε Πανεπιστήμιο του Καναδά, η οποία προέρχεται από έναν διάσημο παγκοσμίως άνθρωπο των τεχνών που εκδηλώνει έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για το έργο του, ανατρέπει τα σχέδιά του. Όταν ο νεαρός ήρωας ανακαλύπτει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ο φυσικός του πατέρας, οι παρεξηγήσεις λύνονται και η αγάπη διαλύει το θυμό. Παράλληλα με το γεμάτο αξίες και όνειρα κόσμο των δύο παιδιών, παρουσιάζεται και εκείνος όπου κυριαρχούν η βία, η παραβατικότητα, η αυτοκαταστροφή και η εκδίκηση, από τον οποίο ένας πρώην ναρκομανής, παλιός γνώριμος του Απελλή, επιδιώκει να ξεφύγει.

Η πολυτιμότητα των παραπάνω έργων έγκειται ωστόσο στο γεγονός ότι προσφέρουν διαχρονικά  στον αναγνώστη τη δυνατότητα να βιώσει  τη σημερινή πραγματικότητα. Αυτό οφείλεται στην αφηγηματική τους αρτιότητα, χάρη στην οποία βιώνουμε καταστάσεις και συναισθήματα των λογοτεχνικών ηρώων. Αξίζει λοιπόν να σταθούμε στους συγγραφικούς χειρισμούς και τεχνικές που εξασφαλίζουν την εμπλοκή μας στον αφηγηματικό κόσμο, που ευθύνονται για τη συγκινησιακή μας φόρτιση κατά την ανάγνωση.

Στα τρία παραπάνω έργα της Βαρελλά ο αφηγητής έχει επίσης την ευχέρεια να εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο των διαφόρων ηρώων [1]  και να αποδίδει κατά περίπτωση την επιμέρους οπτική τους [2]. Έτσι στο βιβλίο «Δώσε την αγάπη» ο αναγνώστης γνωρίζει τα αρνητικά συναισθήματα του μικρού Έλληνα μαθητή, καθώς αναγκάζεται να αποχωριστεί τον αγαπημένο συμμαθητή του με τον οποίο καθόταν ως τότε μαζί στο θρανίο, προκειμένου να καθίσει με ένα άγνωστό του παιδάκι, που δεν μιλά καν την ελληνική γλώσσα με κανονική προφορά και που ακόμη και το όνομά του είναι παράξενο. Επίσης, στο «πιάτο του Αλέξανδρου», αντιλαμβανόμαστε την εντύπωση του ήρωα ότι το συνομήλικό του αγόρι που προβάλλεται στην τηλεοπτική οθόνη, τον κοιτάζει στα μάτια με παράπονο να τρώει τη νόστιμη χορτόπιτά του και περιμένει από εκείνον προσωπικά να γεμίσει και το δικό του αδειανό πιάτο. Στο δε βιβλίο «Ο Θεός αγαπά τα πουλιά», ο χώρος και τα πρόσωπα του οίκου ευγηρίας αποδίδονται μέσα από το σύνολο των αισθήσεων των μαθητών, οι οποίοι εισέρχονται για πρώτη φορά σε αυτόν. Η σιωπή και οι ανάσες που την διακόπτουν, οι μυρωδιές των φαρμάκων και της κλεισούρας που επικρατούν στους διαδρόμους, δημιουργούν μια εντυπωσιακή αντίθεση [3] με την εικόνα του δωματίου του κυρίου Ευάγγελου, όπου τα παιδιά εκπλήσσονται τρομερά, αντικρίζοντας ένα παιδικό παιχνίδι  σε λειτουργία. Παρόμοια είναι και η αφηγηματική προσέγγιση του κορυφαίου δραματικού γεγονότος του μυθιστορήματος, του σεισμού που συνέβη στο Αίγιο τη βραδιά που η Νίτα φιλοξενήθηκε εκεί. Ο αναγνώστης μοιράζεται την οπτική της μικρής ηρωίδας και βιώνει τα συναισθήματά της όταν αυτή βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ερείπια, όπου προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τα τραύματά της και παράλληλα αγωνιά για την τύχη της οικογένειάς της. Επίσης, κατά την παραμονή της στο νοσοκομείο όσο δεν της δίνεται η δυνατότητα να επικοινωνήσει, για να δώσει τα στοιχεία της και να μάθει νέα για τους δικούς της, εξαιτίας της διάσεισης και του σοκ που έχει υποστεί. Επιπλέον, συμμετέχουμε στη συγκινησιακή φόρτιση και το βάρος της ευθύνης που συναισθάνεται ο κύριος Ευάγγελος, τη στιγμή που η μικρή τον αποκαλεί παππού, σκεπτόμενος το ενδεχόμενο να μην έχουν διασωθεί οι γονείς της, οπότε θα αναλάμβανε εκείνος να την μεγαλώσει.

Ας παραμείνουμε σε αφηγηματικά στοιχεία του έργου που αναφέρονται στο σεισμό του Αιγίου του ’95, προκειμένου να επισημάνουμε συγκεκριμένες προσδοκίες, που αναπτύσσουμε αναφορικά με τις αφηγηματικές εξελίξεις, καθώς η δημιουργία προσδοκιών συνιστά μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Η ανάγκη που νιώθει η μητέρα της Νίτας να στρέψει το βλέμμα στο σπίτι τους καθώς ξεκινούν για την εκδρομή στο Αίγιο, το αινιγματικό σχόλιο του αφηγητή «όταν όλα συνωμοτούν να γίνει αυτό που είναι να γίνει» (σ. 120), ο ταραγμένος ύπνος του κοριτσιού στο σπίτι της θείας που τους φιλοξενεί, το τραγούδι του γκιόνη που μοιάζει με κλάμα, η απόλυτη σιγή που επακολουθεί, συνιστούν μερικές από τις ενδείξεις που συντελούν στο να αναμένουμε τη δυσάρεστη έκβαση αυτού του ταξιδιού, προσδοκία που σύντομα επαληθεύεται.

Στην επιτυχία του βιβλίου συμβάλλουν καθοριστικά και οι επιτυχημένοι συμβολισμοί που επιλέγει η συγγραφέας, όπως οι αναφορές σε διάφορα πουλιά, για να αποδοθούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές. Ενδεικτικά σημειώνω τον πελαργό, που έπεσε έξω από το γηροκομείο, ο οποίος ξεχωρίζει για την ιδιότητά του να προστατεύει τους ηλικιωμένους γονείς του, φτάνοντας ακόμη και στην αυτοθυσία. Επίσης τα σπουργίτια, όπως οι ηλικιωμένοι αποκαλούν τα παιδιά για την ενέργεια και τη ζωτικότητά τους, τα χελιδόνια, όπως η δασκάλα τους τα χαρακτηρίζει επειδή φλυαρούν, τους κύκνους, των οποίων το τελευταίο άσμα μιμείται ο γεράκος με το σάκο λίγο πριν ξεψυχήσει κ.ο.κ. Αντίστοιχα, στο βιβλίο Δώσε την αγάπη, το μήλο που προσφέρεται στους συμμαθητές, συμβολίζει εξίσου εύστοχα την αγάπη.

Στα βιβλία Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη και Ο κόκκινος θυμός επιλέγεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Στα δε Τέρατα του λόφου παρατηρείται εναλλαγή του ετεροδιηγητικού αφηγητή με ένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, την Ειρήνη, που στέλνοντας στη γιαγιά της στην Αμερική ηλεκτρονικά μηνύματα, παρέχει στον αναγνώστη πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στη δική της ζωή  καθώς και στων υπολοίπων λογοτεχνικών ηρώων. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο και στα τρία έργα, καθώς τα κρισιμότερα γεγονότα αποδίδονται μέσα από την οπτική των προσώπων τα οποία αφορούν, κατά τη στιγμή μάλιστα που βρίσκονται σε εξέλιξη. Αναλυτικότερα, η μικρή Νεφέλη που έχει δει μερικές φορές να περιφέρεται στη γειτονιά της ο Αϊ – Βασίλης με κόκκινη καλοκαιρινή στολή, επιδιώκει συχνά να τον ξανασυναντήσει όταν βρίσκεται μαζί με κάποιο μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας, προκειμένου να γίνει πιστευτή, χωρίς ωστόσο να το κατορθώνει. Επίσης, επιθυμεί να τον πλησιάσει όποτε εμφανίζεται με τη μορφή ζητιάνου, όμως δεν της δίνεται ευκαιρία, αφού πρέπει να ακολουθήσει τα υπόλοιπα παιδιά, για να μην χαθεί. Αντίστοιχα, στο μυθιστόρημα Τα τέρατα του λόφου το επεισόδιο της απαγωγής της Όλγας από τη συμμορία των νεοναζί αποδίδεται με αναδρομή της αφήγησης, καθώς  το κορίτσι που βρίσκεται αιχμάλωτο σ’ έναν άθλιο χώρο, αναλογίζεται όσα συνέβησαν έως τη στιγμή αυτή. Επίσης, το κίνητρο και οι απαιτήσεις των απαγωγέων γνωστοποιούνται στον αναγνώστη όταν η ηρωίδα ακούει τον αρχηγό να υπαγορεύει το κείμενο που θα διαβάσουν τηλεφωνικώς στους γονείς της. Εκεί, με αφορμή την πρόσκληση για το γάμο που οι δύο φίλες έχασαν στο λόφο, στην οποία έχει γραφτεί το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος, πληροφορούμαστε την πρόθεση της συμμορίας να δημιουργήσει πρόβλημα στην οικογένεια κατά τη γαμήλια τελετή του ξαδέρφου της Όλγας. Η αναγνωστική αγωνία για την τύχη του αιχμάλωτου κοριτσιού κορυφώνεται όταν το ίδιο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του σημαντικού ξένου που υποδέχονται οι απαγωγείς της, τον Χανς, τον αδερφό του γαμπρού. ΄Οταν εκείνος μιλώντας γερμανικά, της εξηγεί πως συμμετέχει σε σχέδιο απελευθέρωσής της, μοιραζόμαστε την ελπίδα της για αίσια έκβαση της περιπέτειάς της  που ενισχύεται όταν ο Χανς απευθύνει στα μέλη της συμμορίας την πρόταση να αναλάβει ο ίδιος τη φρούρησή της ΄Ολγας, για όση ώρα εκείνοι θα λείπουν στο λόφο, για να παραλάβουν τον τραυματισμένο σύντροφό τους. Η αναμονή των δύο παιδιών μέχρι οι νεοναζί να απομακρυνθούν, βιώνεται εξίσου έντονα και από τον αναγνώστη.

Στη διατήρηση της συγκινησιακής μας φόρτισης συμβάλλουν εξίσου οι συνεχείς αντιθέσεις ανάμεσα στις αλλεπάλληλες σκηνές βίας και στις προετοιμασίες του γάμου. Επίσης, αξίζει να επισημάνουμε την όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, που προκαλεί η ματαίωση των προσδοκιών μας[4] για συμμετοχή του Χανς σε ναζιστική οργάνωση. Οι σχετικές προσδοκίες  δημιουργούνται μέσα από μια σειρά ενδείξεων, με προεξάρχουσα την αναφορά στην ενασχόληση του νεαρού με την ξιφασκία, που συνδυάζεται με τη δοκιμασία του «μάνσουρεν» όπου υποβάλλονται οι νεοναζιστές. Ενδεικτική για την ποικιλία των συγγραφικών χειρισμών, που επίσης  μεγιστοποιεί τη δυνατότητα εμπλοκής μας στα αφηγηματικά δρώμενα, είναι   η τελική επαλήθευση[5] της προσδοκίας για επίθεση της συμμορίας στο γάμο.

Αντίστοιχα, στον Κόκκινο θυμό μέσα από την ταύτιση της οπτικής μας με του Απελλή και της δυνατότητάς μας να εισερχόμαστε στον εσωτερικό του κόσμο, βιώνουμε την ανυπομονησία του για τη συνάντηση με το Τζίσεν, που θα είναι καθοριστική για τη μελλοντική καλλιτεχνική πορεία του, και ειδικότερα την αγωνία του αν  τελικά συγκατατεθεί η μητέρα του για να φύγει για σπουδές στη ζωγραφική με υποτροφία σε Πανεπιστήμιο του  Καναδά. Επιπλέον, όταν η Κλειώ αντιλαμβάνεται ότι ποτέ ο Τζίσεν δεν έπαψε να την αγαπά και δεν αδιαφόρησε για εκείνη και για το παιδί τους, όπως έως τότε πίστευε, συμμετέχουμε πλήρως στο φόβο και την ένταση που προκαλεί στον Απελλή το ενδεχόμενο εκείνη να εγκαταλείψει το σημερινό σύζυγό της, για να ακολουθήσει τον εφηβικό της έρωτα. Τέλος, συμμεριζόμαστε  την απορία του νεαρού ήρωα για την ταυτότητα του Λάζαρου και την περιέργειά του για την προτίμηση και τη συμπάθεια που του έδειχνε.

Η δραστηριοποίησή μας κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση και ειδικότερα η ταύτισή μας με τα αφηγηματικά πρόσωπα  όπου προαναφερθήκαμε, έχουν ως συνέπεια την τεράστια παιδαγωγική δύναμη των συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων, που θα ήταν ασφαλώς σκόπιμο να αξιοποιηθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία.  Αναλυτικότερα, τα εν λόγω έργα  που καλύπτουν όλες τις ηλικίες των μαθητών – αναγνωστών, συμβάλλουν στην κοινωνική και ψυχική ωρίμασή τους, αποδίδοντας ρεαλιστικά και διακριτικά τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και παράλληλα υποβάλλοντας σταθερές, οικουμενικές πολιτισμικές αξίες και στάσεις. Στους παράγοντες που υπαγορεύουν την εκπαιδευτική αξιοποίηση, θα προσθέταμε τη σύγχρονη διδακτική τάση για διαθεματική προσέγγιση της γνώσης και τη δυνατότητα των εκπαιδευτικών να διαθέτουν το 25% του χρόνου του προγράμματος διδασκαλίας σύμφωνα με την προσωπική επιλογή τους. ΄Ετσι, ανάμεσα στα  στοιχεία των παραπάνω κειμένων που θα μπορούσαν να δώσουν την αφορμή για ανάγνωσή τους από τους μαθητές, με γνώμονα την επικαιρότητα, την αμεσότητα και τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα του ωρολογίου προγράμματος, σημειώνουμε εντελώς ενδεικτικά για τον  Κόκκινο θυμό όσα αφορούν στις τέχνες της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της μουσικής. Επίσης, για Τα τέρατα του λόφου επισημαίνουμε τα ιστορικά στοιχεία που παρέχονται για το ναζισμό, τις πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά των νεοναζιστικών οργανώσεων που δρουν παγκοσμίως, για τις άλλες ρατσιστικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν στο δυτικό κόσμο και για τις οργανώσεις που ιδρύονται με πρωτοβουλία πολιτών με στόχο την αντιμετώπιση και καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων. Τέλος, οι κλασικοί και σύγχρονοι μύθοι για το πρόσωπο του Αϊ – Βασίλη[6] και η πραγματικότητα τόσο για τον ΄Αγιο της Ορθοδοξίας όσο και για τη δημοφιλή μορφή της Πρωτοχρονιάς, θα μας φέρουν σε επαφή στη σχολική τάξη με το βιβλίο Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη.

Το γεωλογικό φαινόμενο του σεισμού και η προσφορά των ομάδων διάσωσης είτε οι ειδυλλιακές περιγραφές των υδροβιότοπων και των αποδημητικών πτηνών συνιστούν θαυμάσιες αφορμές για την προσέγγισή μας στο έργο «Ο Θεός αγαπά τα πουλιά». Η παγκόσμια ημέρα του παιδιού, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στον τρίτο κόσμο κ.λπ. μπορούν να συζητηθούν με τα μικρότερα παιδιά με επίκεντρο το βιβλίο ‘Το πιάτο του Αλέξανδρου”.

Ας κλείσουμε με ένα ποίημα που δημιουργήθηκε συλλογικά από μαθητές δημόσιου νηπιαγωγείου [7] που διδάχθηκαν το έργο Δώσε την αγάπη, ώστε να διαφανεί η κυριότερη ίσως παιδαγωγική ιδιότητα της λογοτεχνίας, που αφορά στην ανάπτυξη της φαντασίας. Παραθέτουμε πρώτα τους στίχους του πολωνικού τραγουδιού στους οποίους βασίστηκαν τα νήπια: “Δώσε την αγάπη, όπως δίνεις ένα μήλο. Έτσι απλά”. Οι στίχοι που συνέταξαν τα παιδιά σύμφωνα με το παραπάνω πρότυπο, έχουν ως εξής:

«Δώσε την αγάπη, όπως δίνεις ένα ποτήρι νερό.

Δώσε την αγάπη, όπως παίζεις στο σχολείο.

Δώσε την αγάπη, όπως στολίζεις ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Δώσε την αγάπη, όπως τα δέντρα σου δίνουν τους καρπούς τους.

Δώσε την αγάπη, όπως ένας κλόουν σε κάνει να γελάς.

Δώσε την αγάπη έτσι απλά».

 

Σημειώσεις

[1] Περισσότερα για το είδος και το ρόλο των αφηγητών στα λογοτεχνικά κείμενα βλ. στο βιβλίο του W. C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex, 1987, σσ. 282-284.

[2] Ο W. Iser στο βιβλίο του The Implied Reader, The John Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990, σ. 116, αναφέρεται στην αναγνωστική εμπλοκή ως αποτέλεσμα της ταύτισης της οπτικής μας με των αφηγηματικών προσώπων.

[3] Η αφηγηματική λειτουργία των αντιθέσεων αποδίδεται ό.π., σσ. 48-49. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι η επισήμανση του Τέλλου Άγρα ότι η τέχνη με την αντίθεση προκαλεί δυνατότερες συγκινήσεις από την πλέον σπαραχτική πραγματικότητα (βλ. σχετικά στο βιβλίο του Κριτικά. Μορφές και Κείμενα της Πεζογραφίας, τ. 3ος, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1981, σ. 35).

[4]     Όπως ο M. Riffaterre επισημαίνει, αποτέλεσμα της ματαίωσης των αναγνωστικών προσδοκιών είναι να εντείνεται το ενδιαφέρον μας για τη συνέχεια της υπόθεσης (βλ. τη μελέτη του «Describing Poetic Structures. Two approaches to Baudelaire’ s “The Chats”», στον τόμο Reader Response Criticism, From Formalism to Post-Structuralism, επιμ. J. P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1988,  σσ. 38 – 39).

[5]     Στην ευχαρίστηση και την αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας που αποκομίζει ο αναγνώστης ως αποτέλεσμα της επαλήθευσης των προσδοκιών του αναφέρεται ο Αντ. Κάλφας στο βιβλίο του Ο Μαθητής ως Αναγνώστης, εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 40.

[6]     Αναφέρω ενδεικτικά το «Βλογημένο Μαντρί» του Φώτη Κόντογλου.

[7] Πρόκειται για το 4ο μπνοθέσιο νηπιαγωγείο Ασπροπύργου Αττικής.

 

Βιβλιογραφία

Άγρας, Τέλλος (1981),  Κριτικά. Μορφές και Κείμενα της Πεζογραφίας,  επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, τ. 3ος

Booth, Wayne, C. (1987), The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex

Iser, Wolfgang (1990), The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, The John Hopkins University Press, Baltimore and London

Κάλφας, Αντώνης (1993), Ο Μαθητής ως Αναγνώστης, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη

Riffaterre, M. (1988), Describing Poetic Structures. Two approaches to Baudelaire’ s “The Chats”. Στο Reader Response Criticism, From Formalism to Post-Structuralism, επιμ. Tompkins, Jane, P., The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σχετικές δημοσιεύσεις και λοιπά δημοσιευμένα άρθρα μου για τις συγγραφείς Αγγελική Βαρελλά, Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, κ.ά.:

H σύγχρονη ελληνική κοινωνία σε πρόσφατα έργα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, “Το υφαντό της Πηνελόπης – διαχρονικές αναγνώσεις για το έργο και την προσωπικότητα της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου”, εκδ. Εργαστήρι Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος, 2008, σσ. 97-102.

ISBN 978-960-6786-01-3

Της Ελένης Α. Ηλία, Διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Σημαντικό μέρος των βιβλίων της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου που εκδόθηκαν κατά τη νέα χιλιετία, αναφέρεται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Η καταξιωμένη συγγραφέας προσεγγίζει με αφηγηματική δεξιοτεχνία και κοινωνική ευαισθησία ποικίλα ζητήματα της εποχής μας. Αποδίδει τα χαρακτηριστικά της εύστοχα, ρεαλιστικά αλλά και με αισιοδοξία.

Στο βιβλίο της με τον τίτλο Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη (Πατάκης), που  αναφέρεται στην πολυπολιτισμικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύεται η κοινωνική προσφορά ενός ογδοντάχρονου. Η τετράχρονη Νεφέλη που κατοικεί στα Εξάρχεια, συναντά μέσα στον Ιούλιο κάπου στη γειτονιά της έναν παππού με άσπρα μαλλιά και γένια, κόκκινη φόρμα και  σάκο. Αν και η μικρή είναι βέβαιη πως πρόκειται για τον αγαπημένο ΄Αγιο των παιδιών, κανένας από τους γύρω της δεν έχει την ίδια γνώμη μαζί της για την ταυτότητά του. Όταν δε το κοριτσάκι ενημερώνει τους δικούς της ότι ο σχεδόν συνομήλικός της Φραγκίσκος ήταν μαζί του, εκείνοι αναστατώνονται. Σύντομα όμως διαπιστώνουν ότι πρόκειται για το γνώριμό τους κύριο Λευτέρη, ο οποίος είναι χρόνια εγκατεστημένος στην Αυστραλία και φορώντας τη στολή του εθελοντή πυροσβέστη, παίζει το ρόλο του Αϊ – Βασίλη για τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων της Αθήνας.

Οι ακραίες ρατσιστικές συμπεριφορές οι οποίες αναπτύσσονται ως συνέπεια της πολυπολιτισμικότητας  που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες απασχολεί τη Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου στο βιβλίο της Τα τέρατα του λόφου (Πατάκης). Αναλυτικότερα, αποδίδεται η εγκληματική δράση μιας συμμορίας  που βασίζεται σε ναζιστικά πρότυπα και δρα στην περιοχή των Εξαρχείων, ενάντια σε άτομα διαφορετικής φυλετικής ταυτότητας. Δύο δεκάχρονα κορίτσια, η ΄Ολγα και η Ειρήνη, γίνονται μάρτυρες του βίαιου ξυλοδαρμού ενός μικρού Νιγηριανού και της δολοφονίας του πατέρα του από την ίδια περιθωριακή ομάδα. Στη δράση της συμμορίας περιλαμβάνονται επίσης δύο εμπρηστικές επιθέσεις, η πρώτη στο υπόγειο εργαστήριο όπου ο κύριος Λευτέρης δέχεται τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών και τους χαρίζει τα παιχνίδια που επισκευάζει, με θύμα τον ίδιο και ένα κοριτσάκι από τις Φιλιππίνες. Η δεύτερη σε ναό της περιοχής την ώρα του γάμου του εξαδέλφου της ΄Ολγας. Η αναβολή της τελετής ως συνέπεια αυτού του περιστατικού αποδεικνύεται τελικά ευεργετική για το ζευγάρι, αφού ανατρέπει το πρόγραμμα του γαμήλιου ταξιδιού του, σύμφωνα με το οποίο θα επισκέπτονταν τους δίδυμους πύργους την 11η Σεπτεμβρίου, οπότε κατέρρευσαν.

Στο μυθιστόρημά της με τον τίτλο Ο κόκκινος θυμός (Πατάκης), ο έφηβος  ήρωας  Απελλής αντίθετα, εκτονώνει δημιουργικά την οργή του για την εγκατάλειψη της  δεκαεξάχρονης τότε μητέρας του από το φυσικό του πατέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, μέσα από την τέχνη της ζωγραφικής. Με τη συνομήλικη φίλη του Νιόβη, η οποία παράλληλα με το σχολείο εργάζεται για να βοηθήσει την οικογένειά της και φροντίζει τον ανάπηρο αδερφό της, μοιράζονται το πάθος για τη ζωγραφική, τις ανησυχίες και τα διλήμματά τους, με κορυφαίο ανάμεσά τους την επιλογή των σπουδών τους. Ο Απελλής προσανατολίζεται προς την αρχιτεκτονική, σύμφωνα και με την επιθυμία της μητέρας του, ώσπου η προσφορά μιας υποτροφίας για σπουδές στη ζωγραφική σε Πανεπιστήμιο του Καναδά, η οποία προέρχεται από έναν διάσημο παγκοσμίως άνθρωπο των τεχνών που εκδηλώνει έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για το έργο του, ανατρέπει τα σχέδιά του. Όταν ο νεαρός ήρωας ανακαλύπτει ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ο φυσικός του πατέρας, οι παρεξηγήσεις λύνονται και η αγάπη διαλύει το θυμό. Παράλληλα με το γεμάτο αξίες και όνειρα κόσμο των δύο παιδιών, παρουσιάζεται και εκείνος όπου κυριαρχούν η βία, η παραβατικότητα, η αυτοκαταστροφή και η εκδίκηση, από τον οποίο ένας πρώην ναρκομανής, παλιός γνώριμος του Απελλή, επιδιώκει να ξεφύγει.

Η πολυτιμότητα των παραπάνω έργων έγκειται ωστόσο στο γεγονός ότι προσφέρουν διαχρονικά  στον αναγνώστη τη δυνατότητα να βιώσει  τη σημερινή πραγματικότητα. Αυτό οφείλεται στην αφηγηματική τους αρτιότητα, χάρη στην οποία βιώνουμε καταστάσεις και συναισθήματα των λογοτεχνικών ηρώων. Αξίζει λοιπόν να σταθούμε στους συγγραφικούς χειρισμούς και τεχνικές που εξασφαλίζουν την εμπλοκή μας στον αφηγηματικό κόσμο, που ευθύνονται για τη συγκινησιακή μας φόρτιση κατά την ανάγνωση.

Στα βιβλία Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη και Ο κόκκινος θυμός επιλέγεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Στα δε Τέρατα του λόφου παρατηρείται εναλλαγή του ετεροδιηγητικού αφηγητή με ένα από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, την Ειρήνη, που στέλνοντας στη γιαγιά της στην Αμερική ηλεκτρονικά μηνύματα, παρέχει στον αναγνώστη πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στη δική της ζωή  καθώς και στων υπολοίπων λογοτεχνικών ηρώων. Το αναγνωστικό ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο και στα τρία έργα, καθώς τα κρισιμότερα γεγονότα αποδίδονται μέσα από την οπτική των προσώπων τα οποία αφορούν, κατά τη στιγμή μάλιστα που βρίσκονται σε εξέλιξη. Αναλυτικότερα, η μικρή Νεφέλη που έχει δει μερικές φορές να περιφέρεται στη γειτονιά της ο Αϊ – Βασίλης με κόκκινη καλοκαιρινή στολή, επιδιώκει συχνά να τον ξανασυναντήσει όταν βρίσκεται μαζί με κάποιο μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας, προκειμένου να γίνει πιστευτή, χωρίς ωστόσο να το κατορθώνει. Επίσης, επιθυμεί να τον πλησιάσει όποτε εμφανίζεται με τη μορφή ζητιάνου, όμως δεν της δίνεται ευκαιρία, αφού πρέπει να ακολουθήσει τα υπόλοιπα παιδιά, για να μην χαθεί.

Αντίστοιχα, στο μυθιστόρημα Τα τέρατα του λόφου το επεισόδιο της απαγωγής της Όλγας από τη συμμορία των νεοναζί αποδίδεται με αναδρομή της αφήγησης, καθώς  το κορίτσι που βρίσκεται αιχμάλωτο σ’ έναν άθλιο χώρο, αναλογίζεται όσα συνέβησαν έως τη στιγμή αυτή. Επίσης, το κίνητρο και οι απαιτήσεις των απαγωγέων γνωστοποιούνται στον αναγνώστη όταν η ηρωίδα ακούει τον αρχηγό να υπαγορεύει το κείμενο που θα διαβάσουν τηλεφωνικώς στους γονείς της. Εκεί, με αφορμή την πρόσκληση για το γάμο που οι δύο φίλες έχασαν στο λόφο, στην οποία έχει γραφτεί το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος, πληροφορούμαστε την πρόθεση της συμμορίας να δημιουργήσει πρόβλημα στην οικογένεια κατά τη γαμήλια τελετή του ξαδέρφου της Όλγας. Η αναγνωστική αγωνία για την τύχη του αιχμάλωτου κοριτσιού κορυφώνεται όταν το ίδιο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του σημαντικού ξένου που υποδέχονται οι απαγωγείς της, τον Χανς, τον αδερφό του γαμπρού. ΄Οταν εκείνος μιλώντας γερμανικά, της εξηγεί πως συμμετέχει σε σχέδιο απελευθέρωσής της, μοιραζόμαστε την ελπίδα της για αίσια έκβαση της περιπέτειάς της  που ενισχύεται όταν ο Χανς απευθύνει στα μέλη της συμμορίας την πρόταση να αναλάβει ο ίδιος τη φρούρησή της ΄Ολγας, για όση ώρα εκείνοι θα λείπουν στο λόφο, για να παραλάβουν τον τραυματισμένο σύντροφό τους. Η αναμονή των δύο παιδιών μέχρι οι νεοναζί να απομακρυνθούν, βιώνεται εξίσου έντονα και από τον αναγνώστη.

Στη διατήρηση της συγκινησιακής μας φόρτισης συμβάλλουν εξίσου οι συνεχείς αντιθέσεις ανάμεσα στις αλλεπάλληλες σκηνές βίας και στις προετοιμασίες του γάμου. Επίσης, αξίζει να επισημάνουμε την όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, που προκαλεί η ματαίωση των προσδοκιών μας[1] για συμμετοχή του Χανς σε ναζιστική οργάνωση. Οι σχετικές προσδοκίες  δημιουργούνται μέσα από μια σειρά ενδείξεων, με προεξάρχουσα την αναφορά στην ενασχόληση του νεαρού με την ξιφασκία, που συνδυάζεται με τη δοκιμασία του «μάνσουρεν» όπου υποβάλλονται οι νεοναζιστές. Ενδεικτική για την ποικιλία των συγγραφικών χειρισμών, που επίσης  μεγιστοποιεί τη δυνατότητα εμπλοκής μας στα αφηγηματικά δρώμενα, είναι   η τελική επαλήθευση[2] της προσδοκίας για επίθεση της συμμορίας στο γάμο.

Αντίστοιχα, στον Κόκκινο θυμό μέσα από την ταύτιση της οπτικής μας με του Απελλή και της δυνατότητάς μας να εισερχόμαστε στον εσωτερικό του κόσμο, βιώνουμε την ανυπομονησία του για τη συνάντηση με το Τζίσεν, που θα είναι καθοριστική για τη μελλοντική καλλιτεχνική πορεία του, και ειδικότερα την αγωνία του αν  τελικά συγκατατεθεί η μητέρα του για να φύγει για σπουδές στη ζωγραφική με υποτροφία σε Πανεπιστήμιο του  Καναδά. Επιπλέον, όταν η Κλειώ αντιλαμβάνεται ότι ποτέ ο Τζίσεν δεν έπαψε να την αγαπά και δεν αδιαφόρησε για εκείνη και για το παιδί τους, όπως έως τότε πίστευε, συμμετέχουμε πλήρως στο φόβο και την ένταση που προκαλεί στον Απελλή το ενδεχόμενο εκείνη να εγκαταλείψει το σημερινό σύζυγό της, για να ακολουθήσει τον εφηβικό της έρωτα. Τέλος, συμμεριζόμαστε  την απορία του νεαρού ήρωα για την ταυτότητα του Λάζαρου και την περιέργειά του για την προτίμηση και τη συμπάθεια που του έδειχνε.

Η δραστηριοποίησή μας κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση και ειδικότερα η ταύτισή μας με τα αφηγηματικά πρόσωπα  όπου προαναφερθήκαμε, έχουν ως συνέπεια την τεράστια παιδαγωγική δύναμη των συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων, που θα ήταν ασφαλώς σκόπιμο να αξιοποιηθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία.  Αναλυτικότερα, τα εν λόγω έργα  που καλύπτουν όλες τις ηλικίες των μαθητών – αναγνωστών, συμβάλλουν στην κοινωνική και ψυχική ωρίμασή τους, αποδίδοντας ρεαλιστικά και διακριτικά τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και παράλληλα υποβάλλοντας σταθερές, οικουμενικές πολιτισμικές αξίες και στάσεις. Στους παράγοντες που υπαγορεύουν την εκπαιδευτική αξιοποίηση, θα προσθέταμε τη σύγχρονη διδακτική τάση για διαθεματική προσέγγιση της γνώσης και τη δυνατότητα των εκπαιδευτικών να διαθέτουν το 25% του χρόνου του προγράμματος διδασκαλίας σύμφωνα με την προσωπική επιλογή τους. ΄Ετσι, ανάμεσα στα  στοιχεία των παραπάνω κειμένων που θα μπορούσαν να δώσουν την αφορμή για ανάγνωσή τους από τους μαθητές, με γνώμονα την επικαιρότητα, την αμεσότητα και τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα του ωρολογίου προγράμματος, σημειώνουμε εντελώς ενδεικτικά για τον  Κόκκινο θυμό όσα αφορούν στις τέχνες της ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της μουσικής. Επίσης, για Τα τέρατα του λόφου επισημαίνουμε τα ιστορικά στοιχεία που παρέχονται για το ναζισμό, τις πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά των νεοναζιστικών οργανώσεων που δρουν παγκοσμίως, για τις άλλες ρατσιστικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν στο δυτικό κόσμο και για τις οργανώσεις που ιδρύονται με πρωτοβουλία πολιτών με στόχο την αντιμετώπιση και καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων. Τέλος, οι κλασικοί και σύγχρονοι μύθοι για το πρόσωπο του Αϊ – Βασίλη[3] και η πραγματικότητα τόσο για τον ΄Αγιο της Ορθοδοξίας όσο και για τη δημοφιλή μορφή της Πρωτοχρονιάς, θα μας φέρουν σε επαφή στη σχολική τάξη με το βιβλίο Το μυστήριο του καλοκαιρινού Αγιοβασίλη.

________________________________________

[1]     Όπως ο M. Riffaterre επισημαίνει, αποτέλεσμα της ματαίωσης των αναγνωστικών προσδοκιών είναι να εντείνεται το ενδιαφέρον μας για τη συνέχεια της υπόθεσης (βλ. τη μελέτη του «Describing Poetic Structures. Two approaches to Baudelaire’ s “The Chats”», στον τόμο Reader Response Criticism, From Formalism to Post-Structuralism, επιμ. J. P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1988,  σσ. 38 – 39).

[2]     Στην ευχαρίστηση και την αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας που αποκομίζει ο αναγνώστης ως αποτέλεσμα της επαλήθευσης των προσδοκιών του αναφέρεται ο Αντ. Κάλφας στο βιβλίο του Ο Μαθητής ως Αναγνώστης, εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 40.

[3]     Αναφέρω ενδεικτικά το «Βλογημένο Μαντρί» του Φώτη Κόντογλου.

 

Ελένης Α. Ηλία, Θαλασσινά διηγήματα, Διαδρομές, τχ. 54, Καλοκαίρι 1999, σσ. 85-90.

https://drive.google.com/file/d/1Ob9P_YoM5kCAMcxviGuh_pYIa0uAENco/view

http://languageculturelab.ece.uth.gr/node/43

Τα διηγήματα στα οποία θα σταθούμε σε αυτό το άρθρο, είναι «Ο κύριος λιμενάρχης» και «Μαιευτήριο η ζωή» από το βιβλίο Τα βούκινα της φύσης [1] της Αγγελικής Βαρελλά, «Οι γλάροι» από τη διηγηματογραφική συλλογή Αιγαίο [2] του Ηλία Βενέζη, «Το μεγάλο σαλπάρισμα», του Στράτη Μυριβήλη που περιλαμβάνεται στο έργο του Το γαλάζιο βιβλίο [3], «Η βαρκούλα» από τις Νησιώτικες ιστορίες [4] του Αργύρη Εφταλιώτη και τα διηγήματα «Το δελφίνι» και «Καταπληκτική ψαρόσουπα», που συναντάμε στο βιβλίο του Θέμου Ποταμιάνου με τον τίτλο Ο Ψευτοθόδωρος [5].

Αν και ορισμένα από τα παραπάνω διηγήματα δεν θεωρούνται παιδικά, εδώ παρατίθενται με βάση την εκτίμηση ότι όλα τους, ανάμεσα ασφαλώς σε πολλά άλλα, μπορούν εξίσου ευχάριστα να διαβαστούν και από παιδιά και από ενηλίκους [6]. Εκείνο που κυρίως συνδέει τα συγκεκριμένα διηγήματα, είναι η σχέση τους με το θαλασσινό στοιχείο. Σε άλλα από αυτά εμφανίζεται κυρίαρχος ο αφηγηματικός ρόλος διαφόρων θαλάσσιων οργανισμών ενώ κάποια αναφέρονται στις ναυτικές δραστηριότητες και τους δεσμούς με τη θάλασσα, που αναπτύσσουν οι ήρωες τους. Σε κάθε περίπτωση η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται αποκλειστικά μέσα στο θαλάσσιο περιβάλλον, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα διηγήματα να αποδίδουν πληρέστατα τη θαλασσινή ατμόσφαιρα, να υποβάλλουν την αίσθηση της επαφής μαζί της. Οι εμπειρίες από το θαλάσσιο χώρο που προσφέρονται στον αναγνώστη, καλλιεργούν την οικολογική του συνείδηση ενώ παράλληλα οδηγούν στην αυτογνωσία, καθώς συχνά η ίδια η ανθρώπινη ζωή αντικατοπτρίζεται στον κόσμο της θάλασσας.

Το διήγημα της Αγγελικής Βαρελλά «Ο κύριος λιμενάρχης» αναφέρεται σε ένα γλάρο που ζει στη Λευκή Θάλασσα της Ρωσίας και κατά τη χειμερινή περίοδο αποδημεί προς το νότο. Η αφήγηση γίνεται εδώ σε τρίτο ενικό πρόσωπο και συχνά εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο του γλάρου, οπότε παρέχεται η εντύπωση ότι τα διάφορα περιστατικά αποδίδονται μέσα από τη δική του οπτική. Οι κυριότερες τεχνικές στο συγκεκριμένο διήγημα είναι η αναδρομή, μέσα από την οποία γνωρίζουμε τις προηγούμενες ταξιδιωτικές εμπειρίες του γλάρου, καθώς και το χιούμορ, που απορρέει όταν πράξεις και χαρακτηριστικά των θαλάσσιων όντων ερμηνεύονται με βάση τον ανθρώπινο κώδικα συμπεριφοράς.

Ο γλάρος με το ρωσικό όνομα Γκουμπούιφ, που τα παιδιά στην Ελλάδα το μετέφρασαν «κύριος λιμενάρχης», εμφανίζεται να αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις φτερούγες του. Θεωρεί το πέταγμα του τη μοναδική δυνατότητα που έχει να εκφραστεί, να επικοινωνήσει:

Για τα φτερά του μπορούσε να δώσει τη ζωή του ο γλάρος. Τα φτερά του ήταν η προσωπικότητά του. Αυτό ήταν το μεγάλο δώρο που του χάρισε ο Θεός. Μ’ αυτά μπορούσε να εκφραστεί, όπως ο Ιβάν εκφραζόταν με την ομιλία και το τραγούδι.

Παράλληλα ο ήρωάς μας χαρακτηρίζεται για τα φιλικά του συναισθήματα απέναντι στον Ιβάν, έναν ερευνητή που μελετά την εξέλιξη και τη συμπεριφορά των οργανισμών που ζουν στη Λευκή Θάλασσα. Μάλιστα αν και επισημαίνεται στο κείμενο ότι ο γλάρος διαφωνεί με τις επιλογές, τον τρόπο ζωής και τις δραστηριότητες του επιστήμονα, ωστόσο τα αποδέχεται και τον διευκολύνει στις έρευνές του. Φροντίζει, για παράδειγμα, να πλησιάζει τους ανθρώπους, όπου ταξιδεύει, ώστε αυτοί να απαντούν στα ερωτήματα του Ιβάν για τα ταξίδια του, που ο ίδιος ο Γκουμπούιφ μεταφέρει σε έναν κρίκο περασμένο στο πόδι του: «Γκουμπούιφ πού πας όταν φεύγεις»

Με το να γίνεται ο γλάρος μέσο και αιτία επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών τόπων που έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν μεταξύ τους, ο φυσικός κόσμος αναδεικνύεται στο ενιαίο εκείνο πλαίσιο που υπαγορεύει την πανανθρώπινη ενότητα και συνεργασία. Παράλληλα, στην καλλιέργεια συλλογικής οικολογικής συνείδησης συμβάλλει η μεγάλη εικονοπλαστική δύναμη του κειμένου, που αναδεικνύει την ομορφιά, την αρμονία και τη γαλήνη, ως κοινά στοιχεία του φυσικού κόσμου σε τόσο διαφορετικά σημεία του πλανήτη, όπως είναι η Λευκή Θάλασσα και ο Κορινθιακός κόλπος.

Παρόμοια εντύπωση αποκομίζουμε από την ανάγνωση ενός ακόμη διηγήματος της Βαρελλά, το οποίο τιτλοφορείται με την αλληγορική έκφραση «Μαιευτήριο η ζωή». Αναφέρεται στη γέννηση τεσσάρων σαλαχιών πάνω στην άμμο, όπου βρέθηκε η έγκυος μητέρα τους, χτυπημένη από ψαροντούφεκο. Η γέννα και στη συνέχεια ο θάνατος της σαλαχίνας, καθώς και οι πρώτες στιγμές της ζωής των μικρών της, παρουσιάζονται μέσα από την οπτική των παρισταμένων κολυμβητών σε αλλεπάλληλους διαλόγους. Το γεγονός ότι ο θάνατος της μάνας αντισταθμίζεται από τη γέννηση των παιδιών της, καθιστά το διήγημα πλήρες και αληθινό, ρεαλιστική απεικόνιση της ίδιας της ζωής.

Είναι αξιοσημείωτο πως ο ρεαλισμός διανθίζεται με το στοιχείο του χιούμορ, όπως όταν στους διαλόγους των κολυμβητών η παραλία αποκαλείται αρχικά «φούρνος», για να αποδοθεί η ανθρώπινη συνήθεια της ηλιοθεραπείας, έπειτα «ναυαρχείο», καθώς γίνεται συζήτηση για τορπίλες και ηλεκτρισμό, με αφορμή τις ιδιότητες των σαλαχιών και τέλος «μαιευτήριο», εξαιτίας της γέννας της σαλάχινας. Το χιούμορ αμβλύνει τη συναισθηματική ένταση που προκαλούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις σκηνές της ζωής και του θανάτου και ενισχύει την αισιόδοξη προοπτική του κειμένου.

Θα σταθούμε τέλος στην αοριστία με την οποία ολοκληρώνεται το διήγημα, σε σχέση με το μέλλον των τεσσάρων νεογέννητων σαλαχιών, καθώς κανένα από τα αφηγηματικά πρόσωπα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα αν αυτά θα κατορθώσουν να επιβιώσουν μόνο με τη φροντίδα του πατέρα τους, κοντά στον οποίο τα τοποθετεί ο ψαροντουφεκάς. Η αοριστία αυτή επιτρέπει στον αναγνώστη να αναπτύξει προσδοκίες για την τύχη τους, με βάση την ιδιοσυγκρασία και τις εμπειρίες του, καθώς και προβληματισμούς γύρω από τις συνέπειες των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο φυσικό περιβάλλον.

Περνώντας στο διήγημα του Ηλία Βενέζη «Οι Γλάροι», από τη συλλογή Αιγαίο (εκδ. Εστία, σσ. 41-52), παρακολουθούμε τη σχέση ενός ηλικιωμένου φαροφύλακα με δύο γλάρους. Ο ήρωας, που  ζει μακριά από τους ανθρώπους λόγω του επαγγέλματός του, έχει χάσει και τους δύο γιους του στον πόλεμο. Έτσι οι γλάροι, που τους αποκαλεί με τα ονόματα των γιων του, υποκαθιστούν τα νεκρά παιδιά του. Κάποτε οι γλάροι εξαφανίζονται και ο ήρωας με τους αναγνώστες μοιράζονται την ίδια αγωνία και τα ίδια ερωτηματικά για την απουσία τους από το ερημονήσι. Ήρωας και αναγνώστες πληροφορούμαστε ταυτόχρονα από νεαρούς κολυμβητές που φτάνουν στο νησάκι, το θάνατο των δύο πουλιών. Το διήγημα ολοκληρώνεται με την εικόνα του φάρου που αναβοσβήνει ασταμάτητα, υποβάλλοντας την αίσθηση της σιωπής, της μονοτονίας, που χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή του ήρωα, το οριστικό συναισθηματικό κενό του.

Αν στο διήγημα του Βενέζη «βλέπουμε» το φως του φάρου να υποδηλώνει τη μοναξιά του ήρωα, στο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη «Η βαρκούλα», από τη συλλογή με τίτλο Νησιώτικες Ιστορίες, κυριαρχεί η εικόνα μιας βάρκας. Το κύριο αφηγηματικό πρόσωπο περιγράφει την ευχάριστη εντύπωση που του προξένησε κάποτε η θέα μιας βαρκούλας με λευκό πανί, που ταξίδευε ανοιχτά στο πέλαγος. Η αίσθηση ωστόσο αυτή ανατράπηκε για τον ήρωα-αφηγητή όταν είχε την ευκαιρία να δει την ίδια βάρκα από κοντά. Καθώς επρόκειτο για ψαρόβαρκα, η άσχημη οσμή που ανέδιδε, η ακαταστασία που επικρατούσε σε αυτήν, καθώς και η αποκρουστική μορφή του ναύτη άλλαξαν εντελώς την αρχική εντύπωσή του. Η βάρκα εξελίχθηκε στην αντίληψή του σε σύμβολο της διάψευσης των ανθρώπινων προσδοκιών, της απόστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο ιδανικό και επιθυμητό. Η ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα μέσα από την κοινή οπτική τους, καθώς και η αλληγορική διάσταση του κειμένου συμβάλλουν στη συμμετοχή μας στο συγκεκριμένο βίωμα.

Εξίσου διαχρονικό είναι το διήγημα του Στράτη Μυριβήλη «Το Μεγάλο Σαλπάρισμα»,  της συλλογής Το Γαλάζιο Βιβλίο, που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης να επιθυμεί και να ελπίζει. Συγκεκριμένα, εδώ αποδίδεται το πάθος του ηλικιωμένου ναυτικού που είναι ο κύριος ήρωάς του, για τα ταξίδια. Πρόκειται για πάθος που υπερβαίνει τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, εφόσον εκφράζεται κατά την τελετή της κηδείας του και την ταφή του. Η συμπάθεια του αναγνώστη για το ναυτικό, προκύπτει αρχικά από τη ματαιότητα των προσπαθειών του τελευταίου να πείσει με τα αφελή επιχειρήματά του τις αρμόδιες αρχές, που του απαγορεύουν να κυβερνήσει το πλοίο του, επειδή έχει μείνει μονόφθαλμος. Καθώς ο ήρωας, ισχυριζόμενος ότι ο καθένας, προκειμένου να κοιτάξει με το ναυτικό κιάλι, κλείνει το ένα του μάτι, δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει την πολυπόθητη άδεια, περνά πολλές ώρες στο δεμένο πλοίο του, μην αντέχοντας να το αποχωριστεί ούτε να χρησιμοποιήσει μισθωτό καπετάνιο, προκαλώντας την απορία και τον οίκτο των γύρω του. Μετά τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας του, ο δεσμός του με τη θάλασσα εκδηλώνεται με την ίδια ένταση και σταθερότητα μέσα από τα ταξίδια που ονειρεύεται καθημερινά. Κορυφώνεται δε με την εικόνα του φέρετρού του, στο οποίο πάνω βρίσκεται τοποθετημένη η γοργόνα που στόλιζε την πλώρη του κατεστραμμένου πλέον καϊκιού του. Αυτή η εικόνα του μεταφερόμενου φέρετρου στην οποία δεσπόζει η μορφή της Γοργόνας, κατά την επιθυμία του ήρωα, ερμηνεύεται από τον αφηγητή ως εκπλήρωση της κυρίαρχης στη ζωή του επιθυμίας να ξαναταξιδέψει:

Όλα αυτά μοιάζανε πάλι σαλπάρισμα για ένα μεγάλο ταξίδι, ένα πρωτάκουστο ταξίδι σε μια θάλασσα αλλιώτικη, όμως κι αυτή γαλάζια, κι αυτή άπατη. Πάντα μπροστά η γοργόνα της πλώρης. Κι ο καπτα-Μανώλης εκεί. Στο πόστο του.

Η αισιοδοξία που απορρέει από αυτήν τη σκηνή, στην οποία ενώνονται η θάλασσα με τον ουρανό και ο φυσικός με το μεταφυσικό κόσμο κατά την «εκπλήρωση» του ανικανοποίητου πάθους του ήρωα, συνιστά επίσης το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στα «Θαλασσινά διηγήματα» του Θέμου Ποταμιάνου, «Το δελφίνι» και «Καταπληκτική ψαρόσουπα», ως αποτέλεσμα του χιουμοριστικού ύφους της αφήγησης, του φαντασιακού στοιχείου και της εντατικής δράσης. Στο πρώτο διήγημα συμπρωταγωνιστούν ένα παιδί, ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τη θάλασσα, και ένα δελφίνι. Το αγόρι ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη Μεσόγειο, καθισμένο στη ράχη του δελφινιού. Κάποτε κατορθώνει να επιστρέψει με το κήτος στο νησί του, μιμούμενο τον τρόπο που ένας χωρικός οδηγούσε το γάιδαρο του.

Στο δεύτερο διήγημα ένας έμπειρος ναυτικός ψαρεύει κοντά στο ηφαίστειο της Σαντορίνης μια βρασμένη σφυρίδα. Με αξιοσημείωτη αφηγηματική απλότητα εξηγείται ότι το ψάρι έβρασε κατά το χρονικό διάστημα που ο ήρωας το ανέσυρε από το βυθό, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του νερού στο συγκεκριμένο σημείο. Το στοιχείο της υπερβολής κλιμακώνεται με την αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα υλικά της ψαρόσουπας, κρεμμύδια, χυμό ντομάτας και λάδι, που βρέθηκαν επίσης βρασμένα στον ίδιο χώρο, όπου είχαν πέσει από διερχόμενα πλοία. Η απροσδόκητη έκβαση των δύο διηγημάτων, η πρωτότυπη συνύπαρξη ετερόκλητων στοιχείων μέσα στο θαλάσσιο πλαίσιο και η υπέρβαση των φυσικών νόμων οξύνουν αδιάκοπα το αναγνωστικό ενδιαφέρον τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων.

Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνουμε ότι η θάλασσα συνιστά το ζωτικό χώρο των κύριων ηρώων στα διηγήματα της Βαρελλά ενώ για τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα δύο κείμενα του Ποταμιάνου, αποτελεί τόπο αναψυχής, πεδίο έμπνευσης και περιπέτειας. Για το φαροφύλακα στους «Γλάρους» του Βενέζη, ο κόσμος της θάλασσας προσφέρει παρηγοριά, απαλύνει τη μοναξιά του. Ο δε ήρωας του Μυριβήλη εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί της ακόμα και όταν οι συνθήκες τον απομακρύνουν από αυτήν. Τέλος, ο Εφταλιώτης αντιμετωπίζει τη θάλασσα ως πεδίο φιλοσοφικών και υπαρξιακών αναζητήσεων του ήρωά του, ως έκφραση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Διαπιστώνουμε συνεπώς την πολυδιάστατη σχέση της θάλασσας με την ανθρώπινη ύπαρξη και την πολλαπλότητα των αφηγηματικών λειτουργιών που εμφανίζει το θαλάσσιο στοιχείο στα παραπάνω διηγήματα.

Σημειώσεις

  1. Το βιβλίο έχει τιμηθεί από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου με το βραβείο Πηνελόπης Δέλτα. Εκδόσεις: Φ. Πατσούρης.
  2. Έκδοση 11η, Εστία, σσ. 41-52.
  3. Έκδοση 9η, Εστία, σσ. 104-118.
  4. Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1989, σσ. 116-118.
  5. «Το δελφίνι» περιλαμβάνεται στο Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, μέρος β, σσ. 264-268 και η «Καταπληκτική ψαρόσουπα» σε παλαιότερο Αναγνωστικό της Πέμπτης Δημοτικού. Και τα δύο διηγήματα προέρχονται από το βιβλίο «Ο Ψευτοθόδωρος», που έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Ατλαντίς.
  6. Την άποψη αυτή, με παραπλήσιο τρόπο. έχουν διατυπώσει για το παιδικό βιβλίο η Σέλμα Λάγκερλεφ, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ισχύει, θεωρούμε, εξίσου και για οποιοδήποτε κείμενο που απευθύνεται μεν σε ενηλίκους, κατορθώνει ωστόσο συμπτωματικά έστω, να ανταποκριθεί στα ενδιαφέροντα και τις ψυχοδιανοητικές ικανότητες των παιδιών.

 

Ελένης Α. Ηλία, Τρία παιδικά βιβλία της τελευταίας δεκαετίας με ήρωες ζώα, Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ. 15, Μάιος – Ιούνιος 2000 (Αφιέρωμα: Παιδική λογοτεχνία. Παραμύθι),  σσ. 18 -20.

Η παρουσία των ζώων -θηλαστικών πτηνών, εντόμων, ψαριών ή ερπετών- στην «επώνυμη» παιδική λογοτεχνία(1) είναι συνεχής και έντονη. Σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, ενδεικτικά αναφέρω από τους δημιουργούς του δέκατου ένατου αιώνα, την περίπτωση του Γεωργίου Βιζυηνού(2), του Αλέξανδρου Πάλλη(3), του Δημητρίου Καμπούρογλου, του Ηλία Τανταλίδη κ.λπ. Στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, τα ζώα εξακολουθούν να εμφανίζονται ως λογοτεχνικά πρόσωπα στο έργο πλήθος Ελλήνων ποιητών ή πεζογράφων. Θυμίζουμε ενδεικτικά το Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα, τα κείμενα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Χάρη Σακελλαρίου, της Καλλιόπης Σφαέλλου, της Σοφίας Ζαραμπούκα, της Θέτης Χορτιάτη, της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη κ. ά.

Από την ξένη παιδική λογοτεχνία ας περιοριστούμε στους Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Σέλμα Λάγκερλεφ,  Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Σε πολλά από τα παραπάνω έργα τα ζώα χρησιμοποιούνται για να εκφραστεί αλληγορικά ο συγγραφέας, συνιστούν πρότυπα προς μίμηση ή συχνότερα προς αποφυγή, άλλοτε πάλι στα λογοτεχνικά κείμενα αποδίδεται η σχέση τους με κάποιους ανθρώπους, ιδιαίτερα η αγάπη των παιδικών αφηγηματικών προσώπων απέναντί τους (4).

Η επιλογή ζωών από λογοτέχνες διαφορετικών εποχών και τόπων ως αφηγηματικών προσώπων σε κείμενα που διαβάζονται κυρίως από παιδιά, εξηγείται καταρχήν από το αναμφισβήτητο ενδιαφέρον που, όπως είναι γνωστό, πάντα εκδηλώνουν για τα ζώα οι μικρές ηλικίες(5). Επιπλέον, οι απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει στην αφήγηση η χρησιμοποίηση ηρώων που ανήκουν στο ζωικό βασίλειο, κυρίως ως προς το χιούμορ και την υποβολή που απορρέει από υποδηλωτικές αναφορές(6) συνιστούν έναν ακόμη βασικό λόγο προτίμησης των λογοτεχνών στα ζώα.

Εδώ θα μας απασχολήσουν τρία από τα βιβλία με πρωταγωνιστές ζώα που εκδόθηκαν την τελευταία δεκαετία. Πρόκειται για Τα τρία μικρά λυκάκια, του Ευγένιου Τριβιζά (7), το έργο Ο βάτραχος και ο ξένος, του Μαξ Βέλθουις (8) και το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά, 9 τηλεφωνήματα και ένας λαγός (9). Στις δύο πρώτες περιπτώσεις μέσα από την παρουσία των ζώων στο κείμενο αναδεικνύεται ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, ο ρατσισμός. Στο δε έργο της Βαρελά στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή λαγού φανερώνεται η ακατανίκητη δύναμη της φύσης.

Ο Τριβιζάς ανατρέποντας τους ρόλους του καλού και του κακού στο πασίγνωστο και πολύ αγαπητό στα παιδιά παραμύθι Τα τρία γουρουνάκια αναφέρεται σε τρία λυκάκια στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, που ξεκινούν τη ζωή τους δέσμια της προκατάληψης που τους έχει μεταδώσει η μητέρα τους απέναντι σε ένα μεγαλόσωμο γουρούνι με το όνομα Ρούνι -Ρούνι. Οπότε ο Ρούνι- Ρούνι επιδιώκει να πλησιάσει τα μικρά λυκάκια, εκείνα τον αποδιώχνουν με τρόπο προκλητικό και θρασύ, θεωρώντας τούς εαυτούς τους ιδιαίτερα ασφαλείς μέσα στο καλοφτιαγμένο σπίτι τους. Ο Ρούνι-Ρούνι όμως βρίσκει τελικά τον τρόπο να τα εκδικηθεί, γκρεμίζοντας τους τοίχους που τον κρατούν απομονωμένο.

Η επανάληψη τρεις φορές τής παραπάνω σκηνής, σε συνδυασμό με την απορία που εκφράζουν τα λυκάκια για την αναποτελεσματικότητά τους να αντιμετωπίσουν το γουρούνι, αν και κορυφώνουν τις προσπάθειές τους –« Κάτι φταίει, αλλά τι;»-, δίνει το ερέθισμα στην αναγνωστική αντίληψη να αναζητήσει στην ίδια τη συμπεριφορά των αφηγηματικών προσώπων, την αιτία των προβλημάτων και των δυσχερειών τους. Το ευτυχισμένο τέλος συνίσταται στην αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα τους, η οποία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ενός τυχαίου περιστατικού, γεγονός που προσφέρει άλλη μια ευκαιρία δραστηριοποίησης του αναγνώστη για την αναγνώριση των συνθηκών και των δεδομένων κάτω από τα οποία πραγματοποιήθηκε η μεταστροφή τής στάσης του Ρούνι-Ρούνι.

Η τεράστια ανταπόκριση των μικρών παιδιών στο συγκεκριμένο κείμενο οφείλεται κυρίως στα μεγάλα περιθώρια ταύτισης με τα αφηγηματικά πρόσωπα που προσφέρονται τόσο από τη φύση των προσώπων αυτών όσο και από τις αφηγηματικές τεχνικές που επιλέγει ο συγγραφέας. Τα παιδιά δεν δυσκολεύονται να ταυτιστούν με τα λυκάκια, καθώς τα τελευταία εμφανίζονται χαριτωμένα και ενωμένα και συμπεριφέρονται σκληρά επειδή δεν γνωρίζουν το γουρούνι και το φοβούνται. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο κάποια να ταυτιστούν με το Ρούνι-Ρούνι, που διακρίνεται για την ικανότητά του να τρομάζει τους αντιπάλους του παρά το ότι μάχεται μόνος (10).

Η σχετικότητα ανάμεσα στο καλό και στο κακό και η αμφίδρομη επίδραση τής στάσης τού καθενός που κυριαρχούν στην αφήγηση, συμβάλλουν στην ωρίμαση των μικρών αναγνωστών. Παράλληλα με τα στοιχεία του κειμένου, ο τρόπος ανάγνωσης ή αφήγησής του -η ένταση και η χροιά της φωνής μας κατά την ανάγνωση, οι παύσεις κ. λπ.- επιτρέπει στα παιδιά να αντιληφθούν ότι τα θύματα είναι ταυτόχρονα και θύτες,  να υποψιαστούν ότι όλοι οι ήρωες είναι συνυπεύθυνοι για όσα τούς συμβαίνουν.

Στο έργο του Βέλθουις, Ο Βάτραχος και ο Ξένος παρακολουθούμε μέσα από την οπτική των ζώων του αφηγήματος που κατοικούν μόνιμα στο δάσος, την άφιξη εκεί ενός άγνωστου Ποντικού.  Η Πάπια και το Γουρούνι αντιμετωπίζουν το νέο κάτοικο με προκατάληψη από την πρώτη στιγμή, σε αντίθεση με το Βάτραχο, που επιθυμεί να γνωρίσει προσωπικά τον Ποντικό, πριν σχηματίσει οποιαδήποτε γνώμη για αυτόν. Και ενώ όταν ο βάτραχος έρχεται σε επαφή μαζί του, εντυπωσιάζεται από την πνευματική καλλιέργεια, την επιδεξιότητα και το δυναμισμό του. Τα υπόλοιπα ζώα εξακολουθούν να επιδιώκουν με κάθε τρόπο την απομάκρυνσή του από την περιοχή, θεωρώντας την παρουσία του επιζήμια. Ωστόσο, τα γεγονότα δεν τους δικαιώνουν, αφού ο Ποντικός δεν διστάζει να διακινδυνεύσει τη ζωή του, προκειμένου να σώσει άλλα ζώα. Ως αποτέλεσμα της αυτοθυσίας του αναπτύσσεται μεταξύ τους μια ισχυρή φιλία, που διαρκεί ακόμη και μετά την αναχώρηση του Ποντικού.

Έτσι, παρά την ουδετερότητα του αφηγητή, ο αναγνώστης που παρακολουθεί τους ίδιους τους ήρωες να νοσταλγούν τις μέρες που πέρασαν κοντά στον Πολικό, διαπιστώνει την καταλυτική επίδραση του τελευταίου στην προσωπικότητά τους, την ουσιαστική συμβολή του στην ψυχική ωρίμασή τους. Αν όμως ο Ποντικός καθίσταται ελκυστικότατο πρότυπο χάρη στην καθολική τελικά αποδοχή των ζώων στο πρόσωπό του, εξίσου συμπαθή γίνονται και τα υπόλοιπα ζώα, εφόσον η παλαιότερη εχθρότητά τους απέναντι του αποδίδεται αποκλειστικά στην άγνοια τους.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, που είναι πολυπολιτισμική, όπως οι περισσότερες πλέον, όλα τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να βιώσουν παρόμοιες καταστάσεις και κατά συνέπεια να αναγνωρίσουν στα γύρω τους πρόσωπα τα διαφορετικά χαρακτηριστικά όλων των ηρώων του συγκεκριμένου βιβλίου. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή ο ισχυρισμός πως η ανάγνωση του παραπάνω έργου του Βέλθουις διευκολύνει στο να κατανοούμε τους συνανθρώπους μας, γεγονός που συνιστά προϋπόθεση για την προσέγγισή τους. Ιδιαίτερα θετική για την ανταπόκριση του παιδιού-αναγνώστη σε αυτό το βιβλίο κρίνεται επίσης η αισιόδοξη προοπτική που απορρέει από τα αισθήματα φιλίας και αγάπης, που αναπτύσσονται μεταξύ όλων των ζώων παρά τις όποιες διαφορές τους.

Όπως στα δύο προηγούμενα έργα με ήρωες ζώα υποβάλλονται αξίες σαν την ανεκτικότητα, έτσι και στο βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά, 9 τηλεφωνήματα και ένας λαγός, η παρουσία ενός ζώου συμβάλλει στη συνειδητοποίηση από μέρους τού αναγνώστη της σπουδαιότητας του φυσικού παράγοντα και της ανάγκης να σεβόμαστε το φυσικό κόσμο. Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ανάπτυξη και τις δραστηριότητες ενός μικρού λαγού, που ζει σε κάποιο αθηναϊκό διαμέρισμα. Η συμβίωση του λαγού με τους ανθρώπους παρουσιάζεται αποκλειστικά μέσα από διαλόγους ανάμεσα στη συγγραφέα και στον πανεπιστημιακό καθηγητή που τον φιλοξενεί, στους οποίους διαλόγους κυριαρχεί η τεχνική τού χιούμορ. Αλλά η εύθυμη διάθεση που προκαλούν οι σκανταλιές του λαγού που τραγανίζει τηλεφωνικά καλώδια και βιβλία αρχαίων ελληνικών, πηδά μέσα στην κατσαρόλα ή στο φούρνο κ. ά., μεταβάλλεται σταδιακά, για να εξελιχθεί στις τελευταίες σελίδες τού έργου, οι οποίες αναφέρονται στην εκούσια εξαφάνισή του, σε έντονο προβληματισμό και αναθεώρηση της στάσης μας απέναντι στο ζώο.

Ο λαγός, που αναζητώντας την ελευθερία της φυσικής ζωής δεν δίστασε να θυσιάσει την ασφάλεια του αλλά και να κατανικήσει τον έμφυτο φόβο του, εκπλήσσοντας εξίσου αφηγηματικά πρόσωπα και αναγνώστες, συνιστά ένα γοητευτικό σύμβολο ανεξαρτησίας, που κερδίζει ανεπιφύλακτα τη γενική συμπάθεια. Η αναγνωστική εμπλοκή πέρα από την απροσδόκητη εξέλιξη(11) οφείλεται επίσης στο απροσδιόριστο τέλος της αφήγησης, το οποίο αφήνει περιθώρια να δεχθούμε είτε την αισιόδοξη είτε την απαισιόδοξη εκδοχή για την τύχη του λαγού, σύμφωνα με την προσωπικότητά μας ή τη διάθεση τής συγκεκριμένης στιγμής. Ταυτόχρονα, δε, όταν η συγγραφέας τονίζει την πεποίθησή της πως η απόπειρα του λαγού να επιστρέψει στο δάσος θα έχει επιτυχή κατάληξη, εκφράζοντας έτσι την επιθυμία του αναγνώστη, απαλύνεται κάπως η ένταση, η αγωνία που προκαλείται στη σκέψη των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται το ζώο.

Καταλήγοντας, θα ήταν σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η αναμφισβήτητη παιδαγωγική δύναμη και των τριών κειμένων είναι αποτέλεσμα της λογοτεχνικής αξίας τους.

 

Σημειώσεις

  1. Χρησιμοποιούμε το επίθετο «επώνυμη» σε αντιδιαστολή με τη δημοτική λογοτεχνία που είναι ανώνυμη, προκειμένου να αποφύγουμε τον συνηθέστερο χαρακτηρισμό «έντεχνη», που μάλλον αδικεί τη λαϊκή τέχνη.
  2. Βλέπε τα εισαγωγικά σημειώματα του εντύπου με τίτλο Γεώργιος Βιζυηνός, Ποιήματα για παιδιά. Υπουργείο Πολιτισμού, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
  3. Βλ. Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου, Τα τραγουδάκια για παιδιά του Αλέξανδρου Πάλλη, Το θαυμαστό ταξίδι, Πατάκης. Αθήνα, 1995, σσ. 130-132.
  4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το διήγημα του Τέλλου Άγρα, Οι μεγάλες λύπες, που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Διάπλαση των Παίδων το 1936 και περιλαμβάνεται στο σχολικό ανθολόγιο, μέρος Β, σσ. 54-62.
  5. Βίτως Αγγελοπούλου, Τα ζώα στη λογοτεχνία για παιδιά. Διαβάζω. τχ. 51, Μάρτιος 1982, σσ. 95-99.
  6. Η Αλεξάνδρα Ζερβού αναφέρεται στην τεχνική της αντικατάστασης, σύμφωνα με την οποία οι συγγραφείς αξιοποιούν τα ζώα, όποτε έχουν ευαίσθητους παιδαγωγικούς στόχους. Ειδικότερα για το έργο της Άλκης Ζέη επισημαίνει ότι η παρουσία των ζώων σε αυτό δίνει την ευκαιρία να υπονοηθούν και να υποδηλωθούν τα κρισιμότερα σημεία της σύγχρονης ιστορίας. Στη χώρα των Θαυμάτων. Πατάκης. Αθήνα, 1997, σσ. 154 155.
  7. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1993, με εικονογράφηση της Έλεν Οξέρμπερι. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
  8. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1993. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από το 1995 από τις εκδόσεις Πατάκη. Μετάφραση Μάνος Kοντολέων.
  9. Εικονογράφηση Σπύρος Γούσης, Μίνωας, Αθήνα, 1999.
  10. Αντίθετα, στα παραδοσιακά παραμύθια, καθώς είναι απολύτως ξεκάθαρα και ο ρόλος του καλού και ο ρόλος του κακού δεν υπάρχουν περιθώρια ταύτισης του αναγνώστη με άλλο πρόσωπο εκτός του κεντρικού ήρωα.
  11. M. Riffaterre, Describing poetic structures, Reader-Response Criticism, Jane P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1998, pp. 38-39.

 

Λογοτεχνικά έργα κοινωνικής ευαισθητοποίησηςΟ ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 103, σσ. 5-7,
http://www.dimofon.gr/magazine/        ISSN: 1109-2653 και ISSN (Online): 2241-4037.

Το βιβλίο της Βαρελλά,  «Το πιάτο του Αλέξανδρου» (Πορτοκάλι), στοχεύει στην κοινωνική ευαισθητοποίηση. Θέμα του αποτελεί η τεράστια διαφορά του βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στον αναπτυγμένο και στον τρίτο κόσμο. Σύμφωνα με την αφηγηματική υπόθεση, η ώρα του φαγητού για ένα μικρό αγόρι είναι πολύ διασκεδαστική, καθώς παίζει νοερά με παιδιά από όλο τον κόσμο, που απεικονίζονται στο πιάτο του. Κάποια μέρα όμως μια άλλη εικόνα, αυτήν τη φορά στην οθόνη της τηλεόρασης, το κλονίζει. Παιδάκια σαν κι εκείνα στο πιάτο του τον κοιτάζουν με ικετευτικό βλέμμα, δείχνοντάς του το αδειανό τσίγκινο πιάτο τους. Ο μικρός Αλέξανδρος δεν μπορεί να ξεχάσει τη θλίψη τους και να απολαύσει το φαγητό του. Έτσι, ζητά από τη μητέρα του να τον οδηγήσει στην τράπεζα, όπου άκουσε στην τηλεόραση ότι μπορεί να προσφέρει κάτι για να τους βοηθήσει.  «Καταθέτει» ένα κομμάτι χορτόπιτα, που είναι το αγαπημένο του φαγητό, προκαλώντας συγκίνηση σε όλους όσοι τον παρακολουθούν.

Στο δε έργο της συγγραφέως «Ο Θεός αγαπά τα πουλιά» (Πατάκης), θίγεται ένα ακόμη σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο οξύνεται μέρα με τη μέρα. Πρόκειται για την περιθωριοποίηση των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Ένας τραυματισμένος πελαργός γίνεται αφορμή να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν και να συνδεθούν φιλικά οι μαθητές της έκτης τάξης κάποιου σχολείου και οι τρόφιμοι ενός γηροκομείου. Καθοριστικός σε αυτήν την προσέγγιση είναι ο ρόλος της δασκάλας των παιδιών. Το αποτέλεσμα της συναναστροφής ανάμεσα στα αφηγηματικά πρόσωπα που απέχουν τόσο ηλικιακά, είναι ευεργετικό για το καθένα τους, με αποκορύφωμα τη συμπαράσταση και τη φροντίδα του κυρίου Ευάγγελου για τη μικρή Νίτα, η οποία νοσηλεύεται τραυματισμένη ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό που πλήττει το Αίγιο όπου βρίσκεται εκδρομή, αγνοώντας την τύχη των δικών της.

Το έργο της Βαρελλά «Δώσε την αγάπη» (Πατάκης) κινείται στο θεματικό άξονα της πολυπολιτισμικότητας. Αναλυτικότερα, η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε μια σχολική τάξη. Η δασκάλα, προκειμένου να επιτύχει την προσέγγιση μεταξύ των εξάχρονων συμμαθητών που προέρχονται από διαφορετικές χώρες, τους παροτρύνει να ανταλλάξουν μεταξύ τους δώρα, για να τιμήσουν τον άγιο της Φιλίας. Ο Γιάννους, ο μικρός Πολωνός που υφίσταται διαρκώς την απόρριψη του ελληνόπουλου με το οποίο μοιράζονται το θρανίο, προσφέρει σε όλα τα παιδιά από ένα μήλο, τραγουδώντας ένα τραγούδι της πατρίδας του, που μιλά γι’ αγάπη. Κάθε μαθητής το μεταφράζει στη δική του γλώσσα και όλοι μαζί συνειδητοποιούν την αξία, την απλότητα και τη δύναμη της αγάπης.

Για το έργο Δώσε την αγάπη δημιουργήθηκε μάλιστα συλλογικά από μαθητές μου που το διδάχθηκαν, ένα ποίημα, που αποδεικνύει ότι η κυριότερη παιδαγωγική ιδιότητα της λογοτεχνίας, συνίσταται στην ανάπτυξη της φαντασίας:

«Δώσε την αγάπη, όπως δίνεις ένα ποτήρι νερό.

Δώσε την αγάπη, όπως παίζεις στο σχολείο.

Δώσε την αγάπη, όπως στολίζεις ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Δώσε την αγάπη, όπως τα δέντρα σου δίνουν τους καρπούς τους.

Δώσε την αγάπη, όπως ένας κλόουν σε κάνει να γελάς.

Δώσε την αγάπη έτσι απλά».

Στα τρία παραπάνω έργα της Βαρελλά ο αφηγητής έχει επίσης την ευχέρεια να εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο των διαφόρων ηρώων και να αποδίδει κατά περίπτωση την επιμέρους οπτική τους. Έτσι στο βιβλίο «Δώσε την αγάπη» ο αναγνώστης γνωρίζει τα αρνητικά συναισθήματα του μικρού Έλληνα μαθητή, καθώς αναγκάζεται να αποχωριστεί τον αγαπημένο συμμαθητή του με τον οποίο καθόταν ως τότε μαζί στο θρανίο, προκειμένου να καθίσει με ένα άγνωστό του παιδάκι, που δεν μιλά καν την ελληνική γλώσσα με κανονική προφορά και που ακόμη και το όνομά του είναι παράξενο. Επίσης, στο «πιάτο του Αλέξανδρου», αντιλαμβανόμαστε την εντύπωση του ήρωα ότι το συνομήλικό του αγόρι που προβάλλεται στην τηλεοπτική οθόνη, τον κοιτάζει στα μάτια με παράπονο να τρώει τη νόστιμη χορτόπιτά του και περιμένει από εκείνον προσωπικά να γεμίσει και το δικό του αδειανό πιάτο. Στο δε βιβλίο «Ο Θεός αγαπά τα πουλιά», ο χώρος και τα πρόσωπα του οίκου ευγηρίας αποδίδονται μέσα από το σύνολο των αισθήσεων των μαθητών, οι οποίοι εισέρχονται για πρώτη φορά σε αυτόν. Η σιωπή και οι ανάσες που την διακόπτουν, οι μυρωδιές των φαρμάκων και της κλεισούρας που επικρατούν στους διαδρόμους, δημιουργούν μια εντυπωσιακή αντίθεση με την εικόνα του δωματίου του κυρίου Ευάγγελου, όπου τα παιδιά εκπλήσσονται τρομερά, αντικρίζοντας ένα παιδικό παιχνίδι  σε λειτουργία.

Παρόμοια είναι και η αφηγηματική προσέγγιση του κορυφαίου δραματικού γεγονότος του μυθιστορήματος, του σεισμού που συνέβη στο Αίγιο τη βραδιά που η Νίτα φιλοξενήθηκε εκεί. Ο αναγνώστης μοιράζεται την οπτική της μικρής ηρωίδας και βιώνει τα συναισθήματά της όταν αυτή βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ερείπια, όπου προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τα τραύματά της και παράλληλα αγωνιά για την τύχη της οικογένειάς της. Επίσης, κατά την παραμονή της στο νοσοκομείο όσο δεν της δίνεται η δυνατότητα να επικοινωνήσει, για να δώσει τα στοιχεία της και να μάθει νέα για τους δικούς της, εξαιτίας της διάσεισης και του σοκ που έχει υποστεί. Επιπλέον, συμμετέχουμε στη συγκινησιακή φόρτιση και το βάρος της ευθύνης που συναισθάνεται ο κύριος Ευάγγελος, τη στιγμή που η μικρή τον αποκαλεί παππού, σκεπτόμενος το ενδεχόμενο να μην έχουν διασωθεί οι γονείς της, οπότε θα αναλάμβανε εκείνος να την μεγαλώσει.

Ας παραμείνουμε σε αφηγηματικά στοιχεία του έργου που αναφέρονται στο σεισμό του Αιγίου του ’95, προκειμένου να επισημάνουμε συγκεκριμένες προσδοκίες, που αναπτύσσουμε αναφορικά με τις αφηγηματικές εξελίξεις, καθώς η δημιουργία προσδοκιών συνιστά μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Η ανάγκη που νιώθει η μητέρα της Νίτας να στρέψει το βλέμμα στο σπίτι τους καθώς ξεκινούν για την εκδρομή στο Αίγιο, το αινιγματικό σχόλιο του αφηγητή «όταν όλα συνωμοτούν να γίνει αυτό που είναι να γίνει» (σ. 120), ο ταραγμένος ύπνος του κοριτσιού στο σπίτι της θείας που τους φιλοξενεί, το τραγούδι του γκιόνη που μοιάζει με κλάμα, η απόλυτη σιγή που επακολουθεί, συνιστούν μερικές από τις ενδείξεις που συντελούν στο να αναμένουμε τη δυσάρεστη έκβαση αυτού του ταξιδιού, προσδοκία που σύντομα επαληθεύεται.

Στην επιτυχία του βιβλίου συμβάλλουν καθοριστικά και οι επιτυχημένοι συμβολισμοί που επιλέγει η συγγραφέας, όπως οι αναφορές σε διάφορα πουλιά, για να αποδοθούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές. Ενδεικτικά σημειώνω τον πελαργό, που έπεσε έξω από το γηροκομείο, ο οποίος ξεχωρίζει για την ιδιότητά του να προστατεύει τους ηλικιωμένους γονείς του, φτάνοντας ακόμη και στην αυτοθυσία. Επίσης τα σπουργίτια, όπως οι ηλικιωμένοι αποκαλούν τα παιδιά για την ενέργεια και τη ζωτικότητά τους, τα χελιδόνια, όπως η δασκάλα τους τα χαρακτηρίζει επειδή φλυαρούν, τους κύκνους, των οποίων το τελευταίο άσμα μιμείται ο γεράκος με το σάκο λίγο πριν ξεψυχήσει κ.ο.κ. Αντίστοιχα, στο βιβλίο Δώσε την αγάπη, το μήλο που προσφέρεται στους συμμαθητές, συμβολίζει εξίσου εύστοχα την αγάπη.

Το παλαιότερο έργο της Αγγελικής Βαρελλά «Φιλενάδα Φουντουκιά μου» αναφέρεται στη φιλική σχέση του Δώρου, ενός μικρού αγοριού που ζει στην πόλη, με μια αγριοφουντουκιά, το μοναδικό δέντρο της γειτονιάς του. Στο έργο κυριαρχούν η ευαισθησία, η αγωνιστικότητα και η αισιοδοξία, καθώς όχι μόνο ο κύριος ήρωας αλλά και όλα τ’ άλλα αφηγηματικά πρόσωπα κινητοποιούνται, προκειμένου να εμποδίσουν το ξερίζωμα της φουντουκιάς, που θεωρείται αναγκαίο, για να χτιστεί στο οικόπεδο που βρίσκεται, μία ακόμη πολυκατοικία.

Πέρα από τις αξίες που διαπνέουν το κείμενο, οφείλουμε να σταθούμε ιδιαίτερα στα πρωτότυπα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του, τα οποία προκαλούν την ταύτιση του αναγνώστη με τους ήρωες, την εμπλοκή του στο συλλογικό αγώνα τους, που τελικά δικαιώνεται απόλυτα. Σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο συναντάμε έναν αφηγητή, που είτε είναι ταυτόχρονα και ήρωας του έργου, συνήθως ο κυριότερος, είτε είναι ένα τρίτο πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό άλλοτε περιορίζεται σε απλή αναφορά συμβάντων και άλλοτε υπεισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, έχει μια σφαιρική θεώρηση της αφηγηματικής πλοκής και γνωρίζει πολύ περισσότερα από εκείνους για την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό που αντίθετα συμβαίνει στο εν λόγω βιβλίο της Βαρελλά, είναι η εναλλαγή δέκα αφηγητριών. Πρόκειται για τη μητέρα του Δώρου, μια θεία του γεωπόνο με το όνομα Έλλη, τη γειτόνισσά του Αγγελική, που είναι συγγραφέας, τη δασκάλα του Μαριάννα, την Ελένη που του διδάσκει ζωγραφική, τη ρεπόρτερ Λίνα, την κυρα-Μαρία, που πουλά ξηρούς καρπούς, την κομμώτρια της μητέρας του Χρυσάνθη, τη μηχανικό Μάνια και τέλος την ίδια τη Φουντουκιά. Όλες οι αφηγήτριες απευθυνόμενες άμεσα στον αναγνώστη, αναφέρονται στην προσωπική τους εμπειρία για τη σχέση του Δώρου με το δέντρο. Συχνότατα στα κείμενά τους παρατίθενται οι διάλογοι του αγοριού μαζί τους, που έχουν ως αποκλειστικό θέμα τους τη φουντουκιά. Ο αναγνώστης, προβαίνοντας σε συνεχείς συνδυασμούς των ποικίλων οπτικών που προκύπτουν από τις αφηγήσεις των διαφορετικών προσώπων, αποκτά μια συνολική εικόνα της περιγραφόμενης σχέσης.

Ιδιαίτερη βαρύτητα ωστόσο αποδίδει ο αναγνώστης στην αφήγηση της ίδιας της Φουντουκιάς για τη φιλία της με το αγόρι: «Σκέφτομαι λοιπόν πόσο όμορφο πράγμα είναι να σ’ αγαπούν και να αγαπάς. Αλήθεια, πώς μπόρεσα να κάνω τόσα χρόνια χωρίς αυτόν; Πώς μπόρεσα να ζήσω με τη μοναξιά;» (σ. 23). Η ανταπόδοση από το δέντρο όσων νιώθει ο Δώρος για κείνο, καθώς και η τρυφερότητα, ο θαυμασμός και ο σεβασμός με τα οποία αντιμετωπίζουν το μικρό ήρωα όλες ανεξαιρέτως οι αφηγήτριες  αλλά ακόμη και η συμπαράσταση και η συμμετοχή τους στον αγώνα του για τη φουντουκιά, τον καθιστούν ένα ελκυστικότατο πρότυπο για το παιδί-αναγνώστη.

Τα παιδιά που διαβάζουν το έργο, ταυτίζονται με το Δώρο, καθώς η εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο της ίδιας της Φουντουκιάς, επιτρέπει να συνδεθούν προσωπικά μαζί της, να θεωρήσουν ότι η τύχη της τα αφορά άμεσα, όπως ακριβώς και τον ήρωα. Στην προσέγγιση των μικρών αναγνωστών με το Δώρο συντελεί επιπλέον το γεγονός πως τα χαρακτηριστικά και η συμπεριφορά του τελευταίου δεν διαφοροποιούνται από αυτά που εμφανίζουν στην πραγματικότητα τα παιδιά που βρίσκονται στην ηλικία του. Για παράδειγμα, γράφει ανορθόγραφα, ζωγραφίζει απλοϊκά, τσακώνεται με συμμαθητές του, σύντομα συμφιλιώνεται μαζί τους, είναι περίεργος, εύστροφος, έχει οξυμένη φαντασία. Στην ίδια κατεύθυνση της αναγνωστικής ταύτισης με το Δώρο συντελεί τέλος και η κοινή οπτική του αναγνώστη με αυτήν του αγοριού, κατά την κρίσιμη αφηγηματική σκηνή, που κουβεντιάζοντας με τη μηχανικό και την εργολάβο, αντιλαμβάνεται ότι η φουντουκιά του κινδυνεύει.

Η τεχνική του χιούμορ, που χρησιμοποιείται με εξαιρετική δεξιοτεχνία από τη συγγραφέα, συμβάλλει στην αναγνωστική απόλαυση. Συγκεκριμένα, εδώ το χιούμορ είτε προκύπτει από τη δισημία των λέξεων -π.χ. γίνεται λόγος για τα μάτια της φουντουκιάς, που σπανίως είναι αμυγδαλωτά- είτε απορρέει από τον παραλληλισμό των ανθρώπινων συνηθειών και συμπεριφορών με τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες της φύσης. Αναφέρουμε ενδεικτικά το ληξιαρχείο των φυτών (σ. 31-33), τα στοιχεία ταυτότητας της Φουντουκιάς (σ. 43-46), την Άνοιξη η οποία εμφανίζεται ως κομμώτρια που χτενίζει και βάφει με διαφορετικό τρόπο την κόμη του κάθε δέντρου (σ. 111-112), το ωράριο της Φουντουκιάς που εργάζεται για τη φωτοσύνθεση, το οποίο θεωρείται εξαντλητικό σε σχέση με το πενθήμερο που έχουν καθιερώσει οι άνθρωποι (σ. 84). Τέλος, τη συναυλία των χελιδονιών στο υπαίθριο θέατρο της Φουντουκιάς, για την οποία μάλιστα ο Δώρος ετοίμασε σχετική πρόσκληση.

Από το βιβλίο της Βαρελά δεν λείπουν οι διακειμενικές αναφορές, όπως αυτή στο Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ, με αφορμή το γεγονός ότι ο πατέρας του Δώρου θυμώνει με το γιο του, που περνά πολλές ώρες σκαρφαλωμένος στη φουντουκιά, ξεχνώντας πως κι εκείνος είχε την ίδια συνήθεια όταν ήταν παιδί (σ. 36).

Στη θετική αναγνωστική εμπειρία των παιδιών σε αυτό το έργο βοηθά επίσης η σύντομη έκταση και η νοηματική αυτοτέλεια όλων των κεφαλαίων, όπως και το γεγονός ότι οι ερωτήσεις που συνιστούν τους τίτλους τους απευθύνονται άμεσα στα παιδιά-αναγνώστες και τα αφορούν προσωπικά: «Έχετε πάει στο Βοτανικό Κήπο;», «Τι συμβαίνει το Φθινόπωρο;», «Γιατί θυμώνουν οι μεγάλοι με τα παιδιά;», «Τσακώνονται τα παιδιά;». Ορισμένες από αυτές τις ερωτήσεις, όπως: «Τι είναι φουντουκοφιλία:», « Παίζουν μουσικά όργανα τα δέντρα;» κ. ά. θα προκαλέσουν και θα εμπνεύσουν τα παιδιά στη δημιουργική γραφή.

Οι σύντομες και πρωτότυπες αυτές ερωτήσεις, διατηρούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενώ η αντίθεση ανάμεσα στην εξέλιξη της υπόθεσης και στο ενδεχόμενο της ανατροπής της, που παρουσιάζεται στο τελευταίο κεφάλαιο, κινητοποιεί επίσης ιδιαιτέρως την αναγνωστική φαντασία.

Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει μάλιστα τιμηθεί το 1985 με διεθνή διάκριση του Πολωνικού τμήματος της ΙΒΒΥ (Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα) που θεσπίστηκε το 1979 στη μνήμη του Πολωνού ανθρωπιστή Γιάννους Κόρτζακ (Janusk Korczak). Πρόκειται για τον παιδίατρο, παιδαγωγό και λογοτέχνη, που έζησε από το 1878 έως το 1942, οπότε και εκτελέστηκε στους θαλάμους αερίων της Τρέμπλινκα, ενός ναζιστικού στρατοπέδου, ακολουθώντας από τη Βαρσοβία στη Γερμανία τα διακόσια ορφανά εβραιόπουλα που φρόντιζε (Βλ. σχετικά, Αγγελικής Βαρελλά, Γιάννους Κόρτζακ, ένας άνθρωπος για τα παιδιά, Διαδρομές, τχ. 1, Άνοιξη 1986, σ. 54-57).

 

 

Απόσπασμα από το άρθρο Τρία πορτρέτα Ελλήνων λογοτεχνών, Ο ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 89, 2019, σσ. 8-12. http://www.dimofon.gr/magazine/        ISSN: 1109-2653 και ISSN (Online): 2241-4037

Το βιβλίο Διονύσιος Σολωμός της Αγγελικής Βαρελλά προσφέρεται θαυμάσια για τη μύηση των παιδιών στο ποιητικό έργο του Σολωμού. Καθώς η αφήγηση κατορθώνει να διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, η πρώτη επαφή τους με τους στίχους και την προσω­πικότητα του ποιητή καθίσταται εμπειρία συναρ­παστική και πολύτιμη. Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά αισιόδοξο και κατά συνέπεια απόλυτα εναρμονισμένο με τον ψυχισμό των μικρών αναγνωστών. Η αισιοδοξία του συνίσταται στην ανάδειξη της δυνατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης να υπερβαίνει μέσα από το γραπτό της λόγο τα στενά χρονικά όρια της, να επικοινωνεί με ανθρώπους μελλοντικών εποχών κι έτσι να ακυρώνει ουσιαστικά το ίδιο το γεγονός του θανάτου της.

Η συγγραφέας αναφέρεται στην ανάγνωση μιας παλιάς, σπάνιας έκδοσης με τα Άπαντα του Σολωμού, του οίκου Ν. Γ. Βασιλείου & Σια (1936), που περιλαμβάνει το σύνολο του έργου του ποιητή το οποίο συγκέντρωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς στην πρώτη έκδοση των Ευρισκομένων το 1859, σε επιμέλεια του Γεράσιμου Σπαταλά. Αναφέρεται επίσης στο  σχολικό τετράδιό της με σημειώσεις από τις παραδόσεις της καθηγήτριάς της, για τη ζωή και το έργο του ποιητή. Η εικονοπλαστική δύναμη του αφηγηματικού λόγου της Αγγελικής Βαρελλά συμβαδίζει αρμονικά με την ενδελεχή μελέτη της στο έργο του Σολωμού. Με τις βιβλιογραφικές αναφορές της σε κριτικές μελέτες για το Σολωμό, με την παράθεση αποσπασμάτων από την αλληλογραφία του και τις συζητήσεις του με πνευμα­τικές προσωπικότητες της εποχής του όπως, για παράδειγμα, ο Γεώργιος Μαρκοράς και ο Σπυρίδων Τρικούπης, με τις προσω­πικές της προτιμήσεις και τ’ αναγνωστικά της βιώματα σε σχέση με το έργο του, η συγγραφέας συν­θέτει με απίστευτη ζωντάνια και πληρότητα το πορτραίτο του Σολωμού «της», που γίνεται ο Σολωμός «μας». Κι είναι αρκετό να σκύψουμε στο κείμενο της, για να δούμε τον ποιητή, όπως τον είδε με τη φαντασία της εκείνη, να εξυμνεί, απομονωμένος στο δωμάτιο του στην Κέρκυρα, τα κατορθώματα των αγωνιζόμενων για την ελευθερία Ελλήνων, σαν τη μοναχική μορφή της Δόξας στο ποίημα του «Η καταστροφή των Ψαρών», που τριγυρνά στο ερειπωμένο νησί και στεφανώνει τους νεκρούς ήρωες. Να τον δούμε επίσης, όπως τον φαντάστηκε σε πρόσφατη επίσκεψη της στη Ζάκυνθο, μικρό παιδί να τρέχει στη συνοικία της Παλιάς Βρύσης και στη στράτα Μαρίνα ή νεαρό ποιητή στο λόφο του Στράνη ν’ αφουγκράζεται τους κανονιοβολισμούς που φτάνουν από το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Να τον δούμε, τέλος, στο Ακρωτήρι, στην άκρη του κήπου του εξοχικού του σπιτιού, να κάθεται σ’ ένα πέτρινο τρα­πέζι, καλυμμένο με βρύα, ατενίζοντας την εντυπωσιακή θέα, ενώ προσπαθεί ν’ αποδώσει με στίχους στη Δημοτική γλώσσα, όχι μόνο τους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων ενάντια στην Τουρκοκρατία, αλλά την ίδια την ιδέα της ελευθερίας, τον ελεύθερο άνθρωπο σε διαχρονικό και οικουμενικό πλαίσιο.  Ακριβώς επειδή στη θυσία των Μεσολογγιτών ο Σολωμός προβάλλει όλα τα ηθικά ιδεώδη του, όταν κυκλοφόρησαν τα Ευρισκόμενα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που απογοη­τεύτηκαν, επειδή διαπίστωσαν ότι δεν επρόκειτο για ποιήματα εθνικά, με τη στενή έννοια του όρου (Μ. Vitti, ό. π., σσ. 188, 194).

Η  αφηγήτρια συμμετέχει λοιπόν σ’ ένα διάλογο γόνιμο και ουσιαστικό, ο οποίος ξεκίνησε στα μαθητικά της χρόνια κι εξακολουθεί να διεξάγεται έως σήμερα. Στο σχολικό της αυτό τετράδιο έχει μάλιστα δώσει τον τίτλο «ο Σολωμός μου», αποδίδοντας έτσι με αξιοσημείωτη εκφραστική λιτότητα την έλξη που ασκεί πάνω της το έργο του ποιητή, την προσωπική σχέση που αισθάνεται ότι έχει αναπτύξει μαζί του. Συνεπώς ο αναγνώστης κεντρίζεται να εμπλακεί σ’ αυτή τη σχέση, να την βιώσει ολοκληρωτικά, άμεσα (Βλ. σχετικά W. Iser, The Implied Reader, The Johnhs Hopkins University Press, Baltimore and London,” 1990, σσ. 38-39, 104,233,281)..

Πολύ δε περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη εξάπτεται, εφόσον μέσα από μια ζωντανή συζήτηση της Χριστίνας με τις μαθήτριες της  προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Σολωμός ως δημιουργός είναι τόσο πολυ­διάστατος, που, αν κι έχει χαρακτηριστεί «εθνικός», «τραγικός», «σατιρικός», «θεατρικός», δεν έχει ακόμη αποδοθεί με ακρίβεια το λογοτεχνικό του στίγμα. Ο Λίνος Πολίτης ξεχωρίζει το λυρισμό ως βασικό χαρα­κτηριστικό της ποίησης του Σολωμού. Θεωρεί δε πως ο λυρισμός αυτός παραμένει ως τις μέρες μας εντελώς και­νούριος (Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τ. 5, Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1980, σ.9).

Πάμπολλες ακόμη αφηγηματικές αναφορές συντελούν στην όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Η έκπληξη που προαναγγέλλει η Χριστίνα στις μαθήτριες της αναμένεται ανυπόμονα και από τον αναγνώστη, καθώς η οπτική του τη δεδομένη στιγμή είναι κοινή μ’ αυτήν των κοριτσιών (Για την αναγνωστική οπτική, βλ. W. Iser, οπ., σ. 116). Εκτός όμως από την έκπληξη, μοιραζόμαστε απόλυτα και την απόλαυση τους, όταν εκείνες περιγράφονται να τραγουδούν ομαδικά τα μελοποιημένα ποιήματα «Αγνώριστη» και «Ξανθούλα», που η καθηγήτρια τους παίζει στην κιθά­ρα της, ξεσηκώνοντας ολόκληρο το σχολείο. Θυμίζουμε σχετικά ότι αρκετά από τα ποιήματα του Σολωμού, μεταξύ των οποίων και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», μελοποιή­θηκαν από τον Κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο, που υπήρξε στενός φίλος του ποιητή.

Εξίσου συντελεί στην κορύφωση του ενδιαφέροντος του ανα­γνώστη η παράθεση του θεατρικού αυτοσχεδιασμού τριών μαθητριών, οι οποίες υποδύονται τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στο πεζό έργο του Σολωμού, «Διάλογος»: τον Ποιητή, τον Σοφολογιότατο και τον Φίλο. Για τον Ποιητή, το ένα από τα τρία αφηγηματικά πρόσωπα του έργου «Διάλογος», η υπόθεση της γλώσσας ταυτίζεται με την υπόθεση της πατρίδας, αφορούν κι οι δύο άμεσα το λαό, το «έθνος» (Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, 1987, σ. 187). Όλοι οφείλουν να σέβονται τη γλώσσα του λαού, ο δε ποιητής πρέπει να προσπαθεί να την πλουτίσει και να την εξευγενίσει εσωτερικά, ευρύνοντας το νόημα των λέξεων (Λίνου Πολίτη, ό. π., σσ. 145 – 146).

Στο βιβλίο επίσης συχνά καταγράφονται προ­σωπικές παρατηρήσεις από το τετράδιο της αφηγή­τριας, που αναφέρονται στα κενά, στις απορίες που της δημιουργούνται κατά την παράδοση. Οι απορίες αυτές λειτουργούν θαυμάσια ως κίνητρο για τον αναγνώστη, ν’ αναζητήσει και ο ίδιος την απάντηση: π. χ. «Να μάθω περισσότερα απ’ την εγκυκλοπαίδεια για τον Μόντι», τον γνωστό Ιταλό ποιητή, που ο καθηγητής του Σολωμού θεωρεί ότι ο μαθητής του θα ξεπεράσει (στα Προλεγόμενα του Πολυλά αναφέρεται η διχογνωμία του Σολωμού με τον VINCENZO MONTI, πρύτανη τότε των ιταλών κλασικιστών, σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη (Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελ­ληνικής Λογοτεχνίας, Μορφ. Ίδρ. Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σ. 139).

Στο πλαίσιο της ανάδειξης των τρόπων με τους οποίους προκαλείται το έντονο αναγνωριστικό ενδια­φέρον στο βιβλίο της Βαρελλά για τον Σολωμό, θεωρώ ότι οφείλουμε ιδιαίτερη αναφορά στην τεχνική της αντίθεσης ( Ο Τέλλος Άγρας υποστηρίζει πως η συγκεκριμένη τεχνική μπορεί να προκαλέσει δυνατότερες συγκινήσεις από ότι η ίδια η πραγματικότητα, όσο τραγική και αν είναι «Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζο­γραφίας», τ. 3, φιλολ. επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Φιλο­λογική Βιβλιοθήκη 4, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 35).  Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας  συχνότατα την αντίθεση, επιτυγχάνει να φωτίσει τις σημαντικότερες πτυχές του έργου του ποιητή, καθώς και τα περιστατικά της ζωής του που συνδέονται μ’ αυτό και το επηρεάζουν. Έτσι, για το ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερία», τονίζει τη συνύπαρξη ειδυλλιακών φυσικών περιγρα­φών και φρικιαστικών πολεμικών σκηνών  ενώ για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», αναφέρεται στη σιωπή που κυριαρχεί ανάμεσα στους εξαντλημένους και στερημένους Μεσολογγίτες, σε αντιδιαστολή με την «κραυγή» της φύσης που τους προκαλεί να γευτούν τις ομορφιές της. Όσο για τις εξιδανικευμένες γυναικείες μορφές της σολωμικής ποίησης, την Ξανθούλα, την Αγνώριστη, την Φραγκίσκα Φραίζερ, την Μερτούλα, την Φαρμα­κωμένη, παρουσιάζονται σε αντίθεση τόσο με το στρυ­φνό και σκληρό πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του πεζού του έργου με τον τίτλο «Η γυναίκα της Ζάκυν­θος», όσο και με τη μητέρα του ποιητή, για την οποία ο ίδιος ένιωσε έντονο μίσος, όταν εκείνη, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα άνομα συμφέροντα του τρίτου της γιου, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τον Διονύσιο.

Τα δύο κορυφαία χαρακτηριστικά του μεγαλύτερου μέρους του ποιητικού έργου του Σολωμού, η αποσπα­σματικότητα   και η περιεκτικότητα, αποδίδονται επίσης με τη μεταξύ τους αντίθεση. Ο όρος «απόσπασμα» ωστόσο δεν αποδίδει, κατά το Αίνο Πολίτη, την πραγματικότητα, εφόσον ο Σολωμός δεν προχώρησε στη σύνθεση ενός ολοκληρωμένου επικολυρικού ή αφηγηματικού ποιητικού έργου, όπως σχεδίαζε. Έγραψε λυρικές ενότητες αυτοτελείς, πλήρεις (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό. π., σσ. 147 -148).

Το δε μέγεθος του ποιη­τικού αναστήματος του Σολωμού, γίνεται απόλυτα αντιληπτό από το παιδί -αναγνώστη, καθώς συμπαρατίθενται στο κείμενο δύο διαμετρικά αντίθετες εικόνες του ποιητή. Στην πρώτη, ο Σολωμός παρου­σιάζεται ως ένα ζωηρό αγόρι, που παίζει στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο, κοντά στο δάσκαλο του, τον Rossi. Στη δεύτερη εικόνα, το άγαλμα του δεσπόζει στο κέντρο της ίδιας πλατείας, που πια φέρει τ’ όνομα του ποιητή.

 

Απόσπασμα από το άρθρο Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 1896 και το 2004, μέσα από δύο λογοτεχνικά κείμενα, Ο ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 98, 2021,  σσ. 7-9.                                                                                                                        http://www.dimofon.gr/magazine/             ISSN: 1109-2653 και ISSN (Online): 2241-4037.

Ελένη Α. Ηλία

Με αφορμή τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν  κατά το φετινό Καλοκαίρι στο Τόκιο, επιχειρούμε μια αναδρομή μέσα από σύγχρονα ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και του 2004, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα.

Αναφορικά με το 1896 θα εστιάσουμε στο βιβλίο Καλημέρα Ελπίδα της Αγγελικής Βαρελλά, που κυκλοφόρησε το 2003 από τις εκδόσεες Πατάκη, με εικονογράφηση της Έλλης Σολωμονίδη-Μπαλάνου. Η κύρια ηρωίδα του είναι μια νεαρή κοπέλα με το όνομα Ελπίδα, η οποία φοιτά στο Αρσάκειο. Μετά την αποφοίτησή της εργάζεται στο Μαρούσι ως οικοδιδασκάλισσα. Στο τέλος της αφήγησης εκδηλώνεται ο αμοιβαίος έρωτας της Ελπίδας και του παιδικού της φίλου Στέφανου, που συμπίπτει με την ολυμπιακή νίκη του μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη.

Η συγγραφέας έχει αξιοποιήσει με απόλυτη επιτυχία πλήθος αφηγηματικών τεχνικών αλλά και λογοτεχνικών προσώπων, μυθοπλαστικών αλλά και πραγματικών, με αποτέλεσμα να αποδίδει με ζωντάνια, σαφήνεια και πληρότητα την ιστορική εποχή στην οποία αναφέρεται, το πολιτικό γίγνεσθαι, την πνευματική κίνηση και γενικότερα τα κοινωνικά  στοιχεία της. Χαρακτηριστική περίπτωση αξιοποίησης μυθοπλαστικού προσώπου είναι η συμμαθήτρια της Ελπίδας στο Αρσάκειο με το όνομα Αλεξανδριανή, που λόγοι υγείας την αναγκάζουν να διακόψει τις σπουδές της. Από το Παρίσι όπου εγκαθίσταται, αλληλογραφεί με την Ελπίδα, καθώς και οι δύο ενδιαφέρονται για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και συμμετέχουν με διάφορους τρόπους στις προετοιμασίες για τη διοργάνωσή τους. Εκτός από την παράθεση των επιστολών των δύο κοριτσιών, η συγγραφέας επιλέγει επίσης τις επιστολές ως τρόπο επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελπίδα και το Στέφανο, οπότε  ο Αναγνωστόπουλος  κατατάσσει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα στα «επιστολικά» (ό.π., σ. 65).

Αντίστοιχη λειτουργία με τις επιστολές επιτελούν και οι ζωντανοί διάλογοι μεταξύ των αφηγηματικών προσώπων. Σε έναν τέτοιο διάλογο, για παράδειγμα, η μητέρα της Ελπίδας υποστηρίζει τον Τρικούπη ενώ  η μητέρα της Αλεξανδριανής εκφράζει θετική στάση προς την πολιτική του βασιλιά Γεώργιου. Σχετικές επισημάνσεις για τις αφηγηματικές αναφορές σε κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιόδου 1892-1896 όπου εκτείνεται το μυθιστόρημα, περιλαμβάνονται στο άρθρο του Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, «Λογοτεχνία και Ολυμπιακοί Αγώνες», περ. Διαδρομές, τχ. 13, Άνοιξη 2004, σ. 64.

Αναλυτικότερα, στο κείμενο χρησιμοποιείται η τριτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία αναφέρεται τόσο σε εξωτερικά χαρακτηριστικά και γεγονότα όσο και στον εσωτερικό κόσμο των διαφόρων ηρώων, τις αναμνήσεις, τις σκέψεις τους που αφορούν σχέδια για το μέλλον. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, αποδίδονται συναισθήματα του Σπύρου Λούη κατά τη διάρκεια της μαραθώνιας διαδρομής, με κυρίαρχο την επιθυμία του να τερματίσει πρώτος και να στεφτεί Ολυμπιονίκης. Αποτέλεσμα της δυνατότητας του αναγνώστη να εισέλθει στον ψυχισμό του ήρωα, στη δεδομένη μάλιστα στιγμή που αισθάνεται απέραντη μοναξιά, καθώς δεν μπορεί να μοιραστεί την αγωνία του με το πλήθος που τον επευφημεί, είναι η απόλυτη ταύτιση μαζί του. Έτσι βιώνουμε ως προσωπική εμπειρία την κρίσιμη προσπάθεια του αθλητή:

«Μεγαλείο και φόβος γέμισαν την ψυχή του. Οι ήχοι έφταναν στ’ αυτιά του παράξενοι, ήχοι από πέταλα αλόγων, βήματα, φωνές, ένα κοτσύφι κελαηδούσε, ζούσε σε όνειρο και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ζήσει 24 χρόνια, για να τρέξει αυτή τη διαδρομή. Αυτός ο δρόμος, αυτή η τρεχάλα, αν προσπαθούσε, θα του χάριζε την αθανασία. Η στιγμή αυτή θα υπήρχε αιώνια κάπου γραμμένη. Ως τότε δεν το είχε σκεφτεί καθόλου αυτό…  Ο Λούης ένιωθε δίπλα του την ανάσα του κόσμου, τον παλμό του. Και τα πεύκα και πέρα οι ελιές, τα κυπαρίσσια έτρεχαν κι αυτά μαζί του. Τα τοπία εναλλάσσονταν, τα τοπία της πατρίδας του, όλη η Ελλάδα έτρεχε μαζί του. Μα είχε μια τέτοια αναστάτωση στην ψυχή, που δεν μπορούσε να χαρεί αυτή τη φυσική ομορφιά.  Μέσα του φυσούσε ένας δυνατός άνεμος και το στερέωμα της ψυχής  του δονούσαν απανωτοί κεραυνοί… Παρόλο που ένιωθε απερίγραπτη μοναξιά, χαμογελούσε συνεχώς σ’ αυτή την Ελλάδα που τον συνόδευε. Κι ο πόθος να χαροποιήσει αυτόν τον κόσμο θρονιάστηκε στην καρδιά του… Η φωτιά, η ελπίδα της νίκης φούντωσε μέσα του και κόντευε να τον κάψει… Δεν αισθανόταν κουρασμένος αλλά μόνος, παράξενα μόνος, κι ας τον συνόδευε η ψυχή του κόσμου που λαχταρούσε μια νίκη, που θα τους ενίσχυε την περηφάνια, που το είχαν τόσο ανάγκη».

Ωστόσο, πριν φτάσει ο αναγνώστης στο σημείο να μοιράζεται οπτική  και  συναισθήματα της μεγαλύτερης ελληνικής αθλητικής προσωπικότητας του 1896, έχει ήδη εξοικειωθεί μαζί του μέσα από τις αλλεπάλληλες συναντήσεις του με την Ελπίδα στο Μαρούσι, που είναι ο τόπος καταγωγής και διαμονής του Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμου. Η Ελπίδα μαζί με τη μαθήτριά της, τη Μοσχούλα, συναντούν το Σπύρο Λούη στον περίπατό τους την ώρα που επιστρέφει από τη δουλειά του. Το κοριτσάκι τον χαιρετά με εγκαρδιότητα και τον συστήνει στη δασκάλα του. Σε επόμενη εμφάνισή του στο έργο,  ο Λούης μεταφέρει την Ελπίδα στην Αθήνα με τον αραμπά που χρησιμοποιεί για τη διανομή του νερού. Ακολουθώντας τη διαδρομή που περνά από το βασιλικό δρόμο, συζητούν για τους γονείς του, για την αγαπημένη του απ’ την οποία οι δικοί της επιδιώκουν να τον απομακρύνουν, για την προσδοκία του να αγωνιστεί στο μαραθώνιο μετά την πρόταση που δέχθηκε να λάβει μέρος στους προκριματικούς αγώνες.

‘Ένα ακόμη σημαντικό ιστορικό πρόσωπο που εμπλέκεται στην αφήγηση με τους μυθοπλαστικούς ήρωες, είναι ο Πιερ ντε  Κουμπερτέν. Οι αρετές του, κυρίως το πάθος και η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του, αποδίδονται μέσα από τις εντυπώσεις του Στέφανου και της Αλεξανδριανής, που συναντιούνται μαζί του. Η συμμαθήτρια τής Ελπίδας, σε γράμμα της προς την τελευταία παραθέτει τη χαρακτηριστική φράση του Κουμπερτέν «Η αξία τού ανθρώπου δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα αλλά από τον αγώνα που καταβάλλει στο στίβο της ζωής».

Στις επιστολές που ανταλλάσσουν τα δύο κορίτσια, αποδίδονται οι εντυπώσεις τους και για άλλα πρόσωπα που συνδέονται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, όπως ο Κωστής Παλαμάς, που έγραψε τους στίχους του Ολυμπιακού Ύμνου. Η Ελπίδα, που συμμετείχε ως εθελόντρια στη διοργάνωση της Ολυμπιάδας, δηλώνει στη φίλη της ότι αισθάνθηκε συγκλονισμένη όταν  συναντήθηκε με τον ποιητή στο  σπίτι τής οδού Ασκληπιού, για  να παραλάβει τους στίχους του, που ο Σαμαράς τους περίμενε, για να τους μελοποιήσει.

Πολλά ακόμη λογοτεχνικά πρόσωπα της εποχής αναφέρονται στις σελίδες του βιβλίου, όπως ο Καβάφης και ο Δροσίνης, που συναναστρέφεται προσωπικά η μητέρα τής Αλεξανδριανής. Επιπλέον, το έργο εστιάζει σε κείμενα του Γεωργίου Βιζυηνού, που διδάσκεται από την Ελπίδα η μικρή Μοσχούλα, όπως είναι Ο Τρομάρας, Η ευτυχία του φρόνιμου και Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον. Τα κείμενα αυτά αποδίδονται εξαιρετικά ευφάνταστα ως αναγνωστικά βιώματα του μικρού κοριτσιού. Για παράδειγμα, προκειμένου η Μοσχούλα να γευτεί περισσότερα χριστουγεννιάτικα γλυκά, αξιοποιεί κατάλληλα το λογοτεχνικό πρότυπο, όπως φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: Έχοντας την έγκριση του Βιζυηνού, η Μοσχούλα όρμησε στην τραπεζαρία και άρπαξε τρεις δίπλες.. Στις φωνές της γιαγιάς της απάντησε με μια αυθάδεια που δικαιολογείται μόνο, γιατί προέρχεται από τη… λογοτεχνία. – -Με λέγει επανειλημμένως «φάγε με». Τι να κάνω κι εγώ; (σ. 154).

Πέρα από τα λογοτεχνικά, και τα παιδαγωγικά ζητήματα της εποχής αναφέρονται με αριστοτεχνικό λογοτεχνικό τρόπο στο βιβλίο, προσφέροντας στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα της Ελλάδας του 1896. Ενδεικτικά, παρουσιάζονται στοιχεία για το Αρσάκειο, όπου φοιτούν κοπέλες από όλες τις περιοχές της Ελλάδας και από τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, για το πώς αυτές οι σπουδάστριες αντιλαμβάνονται το ρόλο τους και για το πώς τις αντιμετωπίζει η κοινωνία. Επίσης, οι προβληματισμοί της Ελπίδας μετά την αποφοίτησή της σχετικά με την επαγγελματική της αποκατάσταση, συνιστούν την αφορμή για να αποδοθεί η επικρατούσα κατάσταση στη βασική εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, η Ελπίδα προσδοκά να διοριστεί στην Αττική, όπου σε αρκετές περιοχές οι κάτοικοι μιλούν αρβανίτικα, οπότε έχουν μεγάλη ανάγκη τα σχολεία που στελεχώνει και συντηρεί η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Ωστόσο, η απροθυμία των γονιών να στέλνουν τις κόρες τους στο σχολείο, περιορίζει τις θέσεις εργασίας και δυσκολεύει το διορισμό της. Η νεαρή δασκάλα απογοητεύεται πλήρως όταν η παντελής έλλειψη μαθητριών έχει ως αποτέλεσμα τη μη λειτουργία του σχολείου της Ελευσίνας. Ευτυχώς τελικά για εκείνη, της προτείνεται να υπηρετήσει ως οικοδιδασκάλισσα.

Στις σελίδες του βιβλίου θίγονται και ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, όπως η κακή εκπαίδευση και η αναποτελεσματική διοίκηση του στρατεύματος, τα οποία ο παππούς της Μοσχούλας θεωρεί ως αιτία για τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας της Ελπίδας, που υπηρετεί ως αξιωματικός.

Οι ιδιαιτερότητες της μακρινής αυτής εποχής συνυπάρχουν στο έργο με τις προφανείς ομοιότητές της ως προς την προετοιμασία των αγώνων με τους πιο πρόσφατους του 2004. Οι ένθερμοι υποστηρικτές και οι αντίθετοι στην ανάληψη της πρώτης Ολυμπιάδας των νεότερων χρόνων, τα προβλήματα και οι συγκινητικές στιγμές τους θυμίζουν στον αναγνώστη αντίστοιχες καταστάσεις των τελευταίων Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήχθησαν στην Ελλάδα, καθώς πάντα το ιστορικό μυθιστόρημα παρέχει ευκαιρίες χωροχρονικών συγκρίσεων (Β. Δ. Αναγνωστόπουλου, Τάσεις και Εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαερία 1970-1980, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1987, σ. 118).

 

Στο παρακάτω άρθρο μου παρουσιάζεται μεταξύ πολλών άλλων το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ο μικρός Αδερφός.

Ελένης Ηλία, Η Μακεδονία στην Παιδική/νεανική μας Λογοτεχνία (Διάλεξη στη μνήμη τής Πηνελόπης Μαξίμου), Δελτίο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, 2006, σσ.  43 -80.

Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα του άρθρου:

…Ολοκληρώνουμε την παρούσα ιστορική αναδρομή μας στη Μακεδονία μέσα από σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα, με το έργο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ο μικρός αδελφός, εκδόσεις Πατάκη. Ο δεκαεξάχρονος Άγγελος που ζει στη Μακεδονία όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οδηγείται όμηρος στη Βουλγαρία, που έχει ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Ο ήρωας, παρά τις κακουχίες που ο ίδιος υφίσταται, υπερασπίζεται πάντα με αυταπάρνηση το μικρότερο αδερφό του, τον Αλέξανδρο, αλλά και κάθε άλλο παιδί που κινδυνεύει, σε οποιαδήποτε εθνικότητα και αν ανήκει. Με την αποκατάσταση της ειρήνης ο Άγγελος και ο Αλέξανδρος ξαναβρίσκουν την οικογένειά τους και τιμώνται από το ελληνικό κράτος για την ηρωική δράση τους. Συμβάλλουν δε στην αναγνώριση της προσφοράς άλλων αγωνιστών και στην αποκάλυψη των προδοτών. Ο Β.Δ. Αναγνωστόπουλος σημειώνει για το έργο ότι τονίζει πως η ειρήνη είναι το ύψιστο αγαθό της ζωής και πρέπει να επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο (Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970- 1980, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1987, σ. 126). Σύμφωνα δε με το σκεπτικό της βράβευσής του από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 1975, «οι ήρωές του είναι πλασμένοι χωρίς μνησικακία, με πνεύμα καλόπιστης συμφιλίωσης».

Στις αναφορές του κειμένου στα πρόσωπα και στον τόπο της αφηγηματικής δράσης κυριαρχεί το στοιχείο της αοριστίας. Με την τακτική να μην κατονομάζονται η Ελλάδα, η Βουλγαρία, οι ήρωες των βαλκανικών πολέμων που κυριαρχούν στη μνήμη των πρωταγουνιστών κ.λπ., το έργο αποκτά τη μαγεία του παραμυθιού, τη διάσταση της οικουμενικότητας. Ο αναγνώστης του αγωνιά μαζί με τους νεαρούς ήρωες, τον Άγγελο, το φίλο του τον Ανδρέα και τον Αλέξανδρο, για την έκβαση της απόπειράς τους να ξεγελάσουν τους βουλγάρους φρουρούς τους σχετικά με την ταυτότητα των δύο τελευταίων. Το σχέδιό τους να φύγει ο Ανδρέας αντί για τον Αλέξανδρο, του οποίου το όνομα περιλαμβάνεται στη λίστα των αιχμαλώτων που πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο, ώστε να μην χωριστούν ξανά τα δύο αδέρφια, πραγματοποιείται χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα. Στην αγωνία των ηρώων συμμετέχουμε επίσης όταν η άφιξη του προδότη συντοπίτη τους Παυσανίδη στο στρατόπεδο, καθιστά πιθανή την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Αλέξανδρου. Καθώς μάλιστα ο Άγγελος αποκρύπτει το τηλεγράφημα προς το Βούλγαρο διοικητή, όπου του δίνεται εντολή να παραταθεί η παραμονή εκεί του Παυσανίδη, η αγωνία μας να μην ανακαλυφθεί αυτή του η κίνηση κορυφώνεται.

Η αίσθηση της άμεσης εμπλοκής του αναγνώστη στα διάφορα ιστορικά γεγονότα και στη γενικότερη ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης περιόδου, πέρα από την ταύτιση της οπτικής του με των ηρώων, προκαλείται κυρίως από τις τεχνικές της περιγραφής και του διαλόγου. Αναλυτικότερα, οι αναφορές στη γαλήνια λίμνη από την οποία οι έλληνες όμηροι διαρκώς απομακρύνονται, οδεύοντας προς τη γειτονική βαλκανική χώρα, αλλά και στον καυτό ήλιο, που συμπληρώνει την εικόνα του φυσικού τοπίου, υποβάλλουν έντονα τη βασανιστική αίσθηση της δίψας που βιώνουν. Ομοίως, η πείνα των κατοίκων τής κατακτημένης μακεδονικής πόλης γίνεται άμεσα φανερή, καθώς αποδίδεται αφενός μέσα από χιουμοριστικές καταστάσεις -π.χ. το τούβλο που εκλαμβάνεται από τον Αλέξανδρο ως παξιμάδι- και αφετέρου μέσα από την αντίθεση με τις αναμνήσεις των νεαρών πρωταγωνιστών από το ξένοιαστο, χωρίς στερήσεις παρελθόν τους. Όσο για τα τανκς και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα που τότε χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά, καθώς και για τη δράση διαφόρων ομάδων που φυγαδεύουν καταδιωκόμενους αγωνιστές, παρουσιάζονται συνήθως μέσα από τα διαλογικά μέρη. Με το συγκεκριμένο έργο, το οποίο με την έκβασή του αποπνέει αισιοδοξία, στοιχείο εξαιρετικά πολύτιμο για το παιδί και τον έφηβο αναγνώστη, όταν συνδυάζεται με την αγωνιστικότητα, όπως η ίδια η συγγραφέας του έχει τονίσει σε θεωρητική τοποθέτηση της (Το μικρόβιο της ευεξίας, Ο κόσμος της Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας, τ. Α’, Η Συγγραφή και η Εικονογράφηση, Καστανιώτης, 2001, σσ. 141-149), κλείνουμε την παρούσα εισήγηση, καθώς μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο προσδιορίστηκε οριστικά το καθεστώς της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μακεδονικού πρακτορείου, μετά την εγκατάσταση στη Μακεδονία ενάμιση εκατομμυρίου μικρασιατών προσφύγων επιλύθηκε οριστικά το μακεδονικό ζήτημα. Έτσι τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκεί, εμφανίζονται κοινά με της υπόλοιπης Ελλάδας…

 

Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σε πρόσφατα έργα της Αγγελικής Βαρελλά και της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Συμμετοχή σε συλλογικό τόμο/Εισήγηση σε συνέδριο) και 7 ακόμη σχετικά άρθρα
Κύλιση προς τα επάνω