Ο ρόλος της λογοτεχνίας στη διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης στη σχολική τάξη. Προτάσεις και παραδείγματα (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο) και 2 ακόμη σχετικά άρθρα

Ο ρόλος της λογοτεχνίας στη διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης στη σχολική τάξη. Προτάσεις και παραδείγματα

Εισήγηση στο 5ο διεθνές επιστημονικό συνέδριο του ΙΑΚΕ, που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, 5-7 Απριλίου 2019. Περιλαμβάνεται στον Α΄ τόμο των Πρακτικών του Συνεδρίου, Η διεπιστημονικότητα ως γνωστική, εκπαιδευτική και κοινωνική πρόκληση. https://iake.weebly.com/praktika2019.html

επιμ. Πανταζής Σπ. Χ. κ. ά., ISBN: 978-618-84507-2-1,
σσ. 541-548.

Ελένη Α. Ηλία, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ

Περίληψη

Κατά τη διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης στην τάξη, αξιοποιούμε τη λογοτεχνία. Η απόλαυση της ανάγνωσης καθιστά αποτελεσματικότερη τη διδασκαλία. Λόγω της ταύτισης του αναγνώστη με τους λογοτεχνικούς ήρωες, πληροφορίες και γνώσεις που απορρέουν από το έργο, προσλαμβάνουν χαρακτήρα βιώματος. Για να εμπεδωθεί η συμβολή της λογοτεχνίας στη διδασκαλία, παραθέτουμε τρεις προτάσεις. Η πρώτη αναφέρεται σε έργα για την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στη δεύτερη περιλαμβάνονται έργα όπου η υπόθεση διαδραματίζεται στη Μακεδονία σε διαφορετικές περιόδους. Στην τρίτη το φαντασιακό ταξίδι του Μικρού Πρίγκιπα του Εξυπερύ συμβάλλει στην κατανόηση της έννοιας του σύμπαντος. Η ύπαρξη άλλων πλανητών, ευαισθητοποιεί τα νήπια, να θεωρήσουν όλους τους κατοίκους της γης, συγκατοίκους τους.

Λέξεις-κλειδιά: ταύτιση, αναγνώστης, βιώματα.

  1. Εισαγωγή

Η δυνατότητα της λογοτεχνίας να συμβάλει στη διαπαιδαγώγηση, στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, οφείλεται αποκλειστικά στην ευχαρίστηση που προσφέρει. Ενώ ο αναγνώστης προσεγγίζει το λογοτεχνικό έργο με βασικό κίνητρο να το απολαύσει, παράλληλα ωφελείται πολύπλευρα από αυτό. Αποκομίζει γνώσεις, εξελίσσεται νοητικά, λεκτικά, ωριμάζει συναισθηματικά, κατακτά σταδιακά την αυτογνωσία. Η αναντικατάστατη παιδαγωγική δύναμη των λογοτεχνικών έργων, είναι γνωστή και δοκιμασμένη άλλωστε από την αρχαιότητα, με την τότε κυρίαρχη μορφή της τραγωδίας, (Tompkins, 1988). Με τη συνειδητή αξιοποίηση της λογοτεχνίας στο σχολικό πλαίσιο, θα μπορούσε να διασφαλιστεί για το σύνολο των μαθητών ο στόχος της επιτυχούς εκπαίδευσής τους. Προσφέροντας πλήθος αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, επιτυγχάνουμε με τον καλύτερο τρόπο τόσο να προωθήσουμε τη φιλαναγνωσία όσο και να εξυπηρετήσουμε γενικότερους και ειδικότερους στόχους, όπως είναι μεταξύ άλλων η μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων και πληροφοριών.

Το κείμενο καθίσταται αποτελεσματικό μέσο αγωγής στο βαθμό που συναρπάζει και προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση. Η λογοτεχνική ανάγνωση είναι διαδικασία όπου εκδηλώνεται η δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη (Κωτόπουλος, 2012), αφού καθώς ανταποκρινόμαστε στον αναγνωστικό μας ρόλο, γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα. Η λογοτεχνική απόλαυση ως αποτέλεσμα του δημιουργικού ρόλου που επιτελεί ο αναγνώστης, συνιστά αποκλειστική συνέπεια της αφηγηματικής αρτιότητας του κειμένου.  Κατά την ανάγνωση των πεζογραφημάτων ειδικότερα, ανακαλύπτουμε τα λανθάνοντα νοήματα, δημιουργούμε προσδοκίες για  την εξέλιξη της υπόθεσης, διαμορφώνουμε στάσεις απέναντι στα διάφορα λογοτεχνικά πρόσωπα, οπότε αποκομίζουμε την αίσθηση ότι εμπλεκόμαστε άμεσα στα αφηγηματικά δρώμενα (Iser 1990). Ταυτιζόμαστε με τους ήρωες (Booth, 1987), οπότε βιώνουμε προσωπικά τις καταστάσεις αλλά και τα συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο.

  1. Βασικές αρχές της διδακτικής προσέγγισης λογοτεχνικών κειμένων

Αν και είναι καθόλα θεμιτό να αξιοποιούμε σε κάθε ευκαιρία  τα λογοτεχνικά κείμενα για τη διδασκαλία συγκεκριμένων γνωστικών ενοτήτων, απαιτούνται ιδιαίτερα διακριτικοί χειρισμοί από τον εκπαιδευτικό. Θα ήταν άστοχο να δίνεται στους μαθητές η εντύπωση ότι προτάσσεται ο οποιοσδήποτε διδακτικός στόχος κατά την επαφή τους με τη λογοτεχνία έναντι της αναγνωστικής απόλαυσης καθαυτής. Παροτρύνσεις οι οποίες εμφανίζουν τη λογοτεχνία ως χρησιμοθηρική ενασχόληση, κυριολεκτικά υπονομεύουν τη σχέση μαζί της.

Για να αναδειχθεί η χαρά τής αναγνωστικής δημιουργικότητας, η συγκίνηση που επιφυλάσσει η λογοτεχνική ανάγνωση, επιλέγεται η διδακτική προσέγγιση η  οποία θα  προσφέρει στους μαθητές την ευκαιρία ν’ αναλάβουν ρόλο πρωταγωνιστικό, να καταθέσουν την προσωπική τους αναγνωστική εμπειρία από την επαφή τους με το λογοτεχνικό κείμενο, ν’ αναφερθούν στους ήρωες, στις σχέσεις τους και στις καταστάσεις που αυτοί αντιμετωπίζουν, έτσι όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονται. Η συγκεκριμένη διδακτική αξιοποίηση που βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας, προτρέπει κάθε μαθητή να ανταποκρίνεται στο κείμενο με πρωτότυπο, ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο. Να εκφράζει προσωπικά στοιχεία, ανακαλύπτοντας και αναδεικνύοντας νέες πτυχές τού ανεξάντλητου λογοτεχνικού έργου. Η εξασφάλιση του αναγνωστικού δικαιώματος των μαθητών να εκφράζουν ελεύθερα την ανταπόκρισή τους στα κείμενα, μπορεί να έχει ειδικότερα είτε τη μορφή της δημιουργικής μίμησης είτε της τροποποίησης είτε της ανατροπής του λογοτεχνικού προτύπου (Ματσαγγούρας, 2001).

  1. Διδασκαλία ιστορικών γεγονότων με την αξιοποίηση της λογοτεχνίας
    • Φύση και ιδιότητες του ιστορικού μυθιστορήματος

Τα ιστορικά λογοτεχνικά έργα, σε όποιες ηλικίες αναγνωστών κι αν απευθύνονται, θα πρέπει να διαπνέονται από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια (Γιάκος, 1993). Ο συγγραφέας  του ιστορικού μυθιστορήματος επιδιώκει να αποδώσει με λογοτεχνικό τρόπο συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, χαρακτηριστικά των προσώπων που συνδέονται με αυτά, καθώς  και την ατμόσφαιρα της αντίστοιχης περιόδου, ευρισκόμενος ο ίδιος σε χρονική απόσταση (Σαχίνης, 1957). Η επιτυχία του έργου του έγκειται στην πρόσμειξη του πραγματικού με το φανταστικό, προϋποθέτει αφενός την ιστορική γνώση και αφετέρου την αφηγηματική δεξιοτεχνία.  Όταν η γοητεία του παραμυθιού διακατέχει το ιστορικό μυθιστόρημα, εκμηδενίζεται κάθε εσωτερική αντίσταση του αναγνώστη, καθώς αυτός μεταφέρεται στον αφηγηματικό κόσμο.  (Καλλέργης, 1995). Οι αφηγηματικοί χειρισμοί που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπλαση μιας ολό­κληρης εποχής  (Νικολοπούλου, 1990), μας επιτρέπουν να μετακινηθούμε στο χρό­νο και  να ξεφύγουμε από τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από την ταύτιση με πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν (Χατζηθεοδώρου,1990). Προκειμένου  ο αναγνώστης να συμμετέχει με ψυχική έξαψη στην υπόθεση, το ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει τελικά να εξαίρει την αναλλοίωτη ανθρώπινη ψυχή, τα ήθη και τα αισθήματα που είναι κοινά στις διαφορετικές εποχές (Σαχίνης, 1957). Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, συντελεί στην πνευματική, κοινωνική και ψυχική μας ωρίμαση, παρέχοντας αλλεπάλληλες ευκαιρίες για χωροχρονικές συγκρίσεις. Καθώς διδάσκει τα δεινά του πολέμου, την ειρήνη ως μέγα αγαθό της ζωής και την ελευθερία ως λογική αναγκαιότητα για την κατάκτηση της ευτυχίας (Αναγνωστόπουλος, 1987), παράλληλα με την εθνική, καλλιεργεί και την οικουμενική συνείδηση του ανα­γνώστη (Καλλέργης, 1995).

 

  • Ενδεικτικές προτάσεις για Δημοτικό και Γυμνάσιο
    • Η περίοδος της Τουρκοκρατίας

Το ιστορικό μυθιστόρημα αναφέρεται ενδεικτικά ότι συνιστά το ισχυρότερο ρεύμα στην Παιδική Λογοτεχνία της δεκαετίας 1970-1980 (Αναγνωστόπουλος, 1987), ειδικότερα μάλιστα για την εποχή της Τουρκοκρατίας και την Εθνεγερσία (Καλλέργης, 1995). Έτσι ο εκπαιδευτικός έχει πλήθος επιλογών από λογοτεχνικά έργα αναφορικά με τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή, εφόσον επιδιώκει όχι απλώς τη μετάδοση πληροφοριών αλλά  την κατανόηση από τους μαθητές των συνθηκών στις οποίες τα ιστορικά γεγονότα διαδραματίστηκαν, τις συνέπειές τους στους ανθρώπους που τα βίωσαν. Προκειμένου οι μαθητές να ερμηνεύσουν τη δράση των ηρώων, να συσχετίσουν περιστατικά με ιστορικές μορφές που τα υπέστησαν ή τα δημιούργησαν ή ενεπλάκησαν σε αυτά,  στη συνέχεια επικεντρωνόμαστε σε δύο κατηγορίες κειμένων. Πρόκειται αφενός για λογοτεχνικές βιογραφίες Ελλήνων ηρώων αυτής της εποχής και αφετέρου για έργα όπου πρωταγωνιστούν  μυθοπλαστικά αφηγηματικά πρόσωπα, συνηθέστερα παιδικής και εφηβικής ηλικίας, με τα οποία οι μαθητές-αναγνώστες ευκολότερα θα ταυτίζονταν.

Από την πρώτη κατηγορία, θα επικεντρωθούμε σε πέντε έργα.

Το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη  ΣΤΙΣ  ΡΙΖΕΣ  ΤΗΣ  ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ (Δαμασκός, 1971) αναφέρεται σε εφτά διαφορετικές  ιστορικές φυσιογνωμίες που συνετέλεσαν σημαντικά στην καλλιέργεια στους υπόδουλους Έλληνες του πόθου της απελευθέρωσης απ’ τους Τούρκους κατακτητές και συνέβαλαν με τους αγώνες τους στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821, ανάμεσά τους  τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Αδαμάντιο Κοραή. Καθώς γνωρίζουμε τον εσωτερικό κόσμο των κυρίων ηρώων και μοιραζόμαστε την οπτική τους στις κρίσιμες για τη ζωή τους στιγμές, βιώνουμε πλήρως την αγωνία τους. Η αφήγηση στέκεται ιδιαίτερα στο μαρτυρικό τέλος των εφτά αγωνιστών. Άλλοτε παρουσιάζει την ψυχή τους να συναναστρέφεται με τις προσωποποιημένες ιδέες τους  για τις οποίες και θυσιάστηκαν. Άλλοτε πάλι ο ίδιος ο φυσικός κόσμος εμπλέκεται στο θάνατό τους, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνουν στην αναγνωστική αντίληψη διαστάσεις μυθικών ηρώων.

Στα δύο επόμενα έργα  η αφήγηση επικεντρώνεται στο πρόσωπο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Το μυθιστόρημα ΘΥΣΙΑ  ΚΑΙ  ΔΟΞΑ της Γιολάντας Πατεράκη (Δαμασκός, 1981) ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια στη Δημητσάνα, συνεχίζεται με την περίοδο των σπουδών του  στη Σμύρνη και στην Πατμιάδα Σχολή, τη θητεία του στη μητρόπολη Σμύρνης και στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, τα διαστήματα που εξορίστηκε και καταλήγει με τον απαγχονισμό του. Οι ιστορικές εξελίξεις, η θέση και η στάση του Πατριάρχη απέναντι σε αυτές,  ο τρόπος που ο ίδιος την ερμηνεύει,  επιχειρείται να αποδοθούν μέσα από τη συναναστροφή του με ένα συνομήλικό του μυθοπλαστικό πρόσωπο. Οι μεταξύ τους διάλογοι από τα παιδικά του χρόνια στην αρκαδική ύπαιθρο, καθώς και η αλληλογραφία τους σε κατοπινές φάσεις της ζωής του Γρηγορίου, είναι το άκρως επιτυχημένο αφηγηματικό τέχνασμα, ώστε ο αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί του.

ΣΤΟ ΤΣΟΠΑΝΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ  ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ του Ζήσιμου Βιρβίλη (Παιδικοί Ορίζοντες, 1981),   η υπόθεση ολοκληρώνεται με τη μεταφορά του λειψάνου του στην Οδησσό και αργότερα στο μητροπολιτικό ναό της Αθήνας και τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Στα τελευταία λεπτά της ζωής του Γρηγορίου η αφήγηση εστιάζεται στον εσωτερικό του κόσμο. Ο αναγνώστης μοιράζεται τη δική του οπτική, καθώς συσχετίζει τη θηλιά που ο δήμιος ετοιμάζεται να περάσει στο λαιμό του με το φωτοστέφανο που είχε ονειρευτεί όταν ήταν μικρό αγόρι. Αυτό αιτιολογεί τη γαλήνη στην έκφρασή του, που αποδίδεται σε αντίθεση με το μίσος και το φανατισμό των Τούρκων διωκτών του. Η αναγνώριση του πτώματος του Πατριάρχη που επιπλέει στη θάλασσα, αποδίδεται με ανάλογη αφηγηματική δεξιοτεχνία, καθώς προηγείται η περιγραφή του μέσα από την οπτική των επιβατών του κεφαλλονίτικου πλοίου που το περισυνέλεξε. Ακολουθεί η αποκάλυψη της ταυτότητάς του, ταυτόχρονα για αφηγηματικά πρόσωπα και αναγνώστες, από τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο που επέβαινε στο πλοίο.

Τα δύο τελευταία έργα της κατηγορίας αναφέρονται στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην παιδική του ηλικία.  ΣΤΟ  ΛΙΟΝΤΑΡΟΠΟΥΛΟ της Καλλιόπης Σφαέλλου (Εστία, 1965), ο μικρός Θοδωράκης συνιστά ένα εξαιρετικά ελκυστικό αφηγηματικό πρόσωπο, που διακρίνεται για τη γενναιότητα, τη λογική του, το σταθερό προσανατολισμό του στην αξία της ελευθερίας και τη συστηματική προετοιμασία του, ώστε να πολεμήσει για την απελευθέρωση του γένους. Η αναγνωστική συμπάθεια στο πρόσωπό του απορρέει τόσο από το θαυμασμό και την εμπιστοσύνη των λογοτεχνικών προσώπων κάθε ηλικίας που τον περιστοιχίζουν όσο και από την εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό του κόσμο σε κάθε περίπτωση που η ζωή του κινδυνεύει. Η τελευταία αυτή τεχνική που επιτρέπει στο παιδί-αναγνώστη να ταυτιστεί με το συνομήλικό του πρωταγωνιστικό πρόσωπο και να βιώσει τα συναρπαστικά περιστατικά, κυριαρχεί και στον  ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ του Νίκου Αρβανίτη (Παιδικοί Ορίζοντες, 1973). Εδώ εμφανίζεται για παράδειγμα ο μικρός λογοτεχνικός ήρωας να προσεύχεται στο εικόνισμα των Αγίων Θεοδώρων στο ομώνυμο μοναστήρι ή να ορκίζεται  στον Αϊ-Θανάση ότι θα ξαναπάει στην Τρίπολη για να την απελευθερώσει, πληγωμένος από τη στάση Τούρκου που τον είχε χτυπήσει, επειδή πέρασε με το γάιδαρό του στην κεντρική πλατεία.

Και περνάμε στα επόμενα έξι μυθιστορήματα όπου πρωταγωνιστούν τα μυθοπλαστικά πρόσωπα. ΣΤΟ  ΜΥΣΤΙΚΟ  ΤΩΝ  ΦΙΛΙΚΩΝ της Νίτσας Τζώρτζογλου (Ψυχογιός, 1989) η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και η εξέλιξή της μέχρι την έναρξη της ελληνικής επανάστασης στη Μολδοβλαχία παρουσιάζεται μέσα από την οπτική του έφηβου Παντελή, ο οποίος εγκαθίσταται στο σπίτι του συγγενή του Τσακάλωφ στην Οδησσό. Εκεί, ο αναγνώστης τον παρακολουθεί μαζί με την ενδεκάχρονη κόρη του Τσακάλωφ Μαρούσκα, να ανακαλύπτουν τη συνωμοτική δράση της οργάνωσης  και τους στόχους της, καθώς και να συνειδητοποιούν τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχουν τα μέλη της. Ο Παντελής βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην Οδησσό, στην Πόλη, στο Δραγατσάνι και συχνά απειλείται η ζωή του, καθώς αναλαμβάνει διάφορες αποστολές, όπως την παράδοση στον Υψηλάντη του γράμματος που θα σημάνει την έναρξη του αγώνα.

Στο έργο ΙΕΡΟΣ  ΛΟΧΟΣ της Βάσας Σολωμού (Εστία, 1968) παρακολουθούμε ένα μικρό αγόρι να ταξιδεύει με τον παππού του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Εκεί κατοικεί και μια έφηβη ελληνίδα αφότου διέφυγε από την Πάργα, που με τον αρραβωνιαστικό της εργάζονται επίσης για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Όταν ξεκινά η επανάσταση, οι δύο νεαροί στρατεύονται στον Ιερό Λόχο και σκοτώνονται στη μάχη στο Δραγατσάνι ενώ η κοπέλα επιστρέφει στην Ελλάδα, για να συνεχίσει την επαναστατική δράση της.

Στο βιβλίο της Αγγελικής Νικολοπούλου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΄Η  ΘΑΝΑΤΟΣ :  (Άγκυρα, 1971)  ο μικρός Φώτης φεύγει από το χωριό του στην Αρκαδία, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο δάσκαλός του, τού αναθέτει να οδηγήσει έναν άγνωστο στο μοναστήρι του Φιλοσόφου στη Δημητσάνα. Στη διαδρομή ο άγνωστος σκοτώνει έναν Τούρκο. Μετά την άφιξή τους στο μοναστήρι, καταφτάνουν εκεί Τούρκοι στρατιώτες, για να τους συλλάβουν. Ο Φώτης κατορθώνει να διαφύγει με τη βοήθεια των μοναχών. Ζει πλέον κυνηγημένος, αναλαμβάνοντας αλλεπάλληλες αποστολές της Φιλικής Εταιρείας σε Πελοπόννησο και Εφτάνησα. Η αφήγηση ολοκληρώνεται με την παρουσία του στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας κατά την κήρυξη της επανάστασης.

Στο έργο της Γαλάτειας Σαράντη ΟΙ  ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ  ΤΗΣ  ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ  (Εστία, 1971) ένα δωδεκάχρονο, ορφανό αγόρι, στις αρχές του 1821 συμβάλλει καθοριστικά στην αποτροπή της καταστροφής της Δημητσάνας που σχεδιάζουν οι Τούρκοι μετά  την πληροφορία ότι οι κάτοικοι της φυλάσσουν μπαρούτη, για να επαναστατήσουν. Το αγόρι ενεργώντας με γενναιότητα, ειδοποιεί τους κατοίκους πριν από την άφιξη των Τούρκων. Οι κάτοικοι τους παραπλανούν και τους παρασύρουν σε γλέντι, οπότε η καταστροφή ματαιώνεται.

Στο βιβλίο Ο  ΜΙΚΡΟΣ  ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη (Εστία, 1963) κύριος ήρωας είναι ένα αγόρι με το συμβολικό όνομα Λευτέρης, ο οποίος συμμετέχει αρχικά ως μούτσος στον υδραίικο στόλο, για να καταλήξει στην εφηβεία του κυβερνήτης σε μπουρλότο. Η απελευθέρωση τον βρίσκει ανάπηρο.  Σπουδάζει στην Ευρώπη και όταν επιστρέφει στην Ύδρα, εργάζεται ως δάσκαλος. Η αφήγηση εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα όταν συγκλονίζεται από την είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη κι αποφασίζει να αγωνιστεί για την ελευθερία ή όταν συγκινείται διαβάζοντας σε τυπογραφείο στο Μεσολόγγι τον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Η ταύτιση του αναγνώστη μαζί του προκύπτει και ως αποτέλεσμα της κοινής οπτικής τους κατά τη μάχη για την ανακατάληψη των κατεστραμμένων Ψαρών. Εδώ ο ήρωας από τη ναυαρχίδα προβαίνει σε συνεχείς εικασίες για την έκβαση, μέχρι που αντικρίζει την ψαριανή σημαία να υψώνεται στη θέση της τουρκικής. Αλλού, ο τραυματισμένος σε ναυμαχία Λευτέρης,  όταν ανακτά τις αισθήσεις του, αναρωτιέται αν βρίσκεται αιχμάλωτος. Οι ομιλίες στα ελληνικά που ακούει, μας φανερώνουν ότι παραμένει ελεύθερος.

Ολοκληρώνουμε αυτήν την ενότητα με Το βιβλίο ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ  ΕΞΟΔΟΣ του Τάκη Λάππα (Ατλαντίς, 1966). Αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και στην ηρωική έξοδο των κατοίκων του. Η αφήγηση επικεντρώνεται σε μια μεσολογγίτικη οικογένεια της οποίας ο μεγαλύτερος αδερφός εγκαταλείπει τις σπουδές του στην Ιταλία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη γενέτειρά του, που πολιορκείται από τον Κιουταχή και παράλληλα βοηθά στο τυπογραφείο του Μάγερ. Ο δεύτερος αδερφός σκοτώνεται σε γιουρούσι των Μεσολογγιτών ενώ ο τρίτος χάνεται στη μάχη στο νησάκι Κλείσοβα. Όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εισβάλουν στην πόλη μετά την έξοδο, δύο ακόμη μέλη της οικογένειας, ανατινάζονται σπίτι τους, για να μην αιχμαλωτιστούν.

  • Η ιστορία της Μακεδονίας

Ο μακεδονικός χώρος έχει εμπνεύσει πολλούς Έλληνες συγγραφείς, παλαιότερους, όπως η Πηνελόπη Δέλτα αλλά και σύγχρονους, ώστε θα μπορούσε να επιχειρηθεί μία αναδρομή σε ολόκληρη την ιστορία της Μακεδονίας από την αρχαιότητα μέχρι και τη νεότερη εποχή, μέσα από λογοτεχνικά κείμενα.

Ξεκινάμε την αναφορά μας με το έργο της Ελένης Δικαίου, με τίτλο Οι Θεοί δεν πεθαίνουνε στην Πέλλα (Πατάκης, 2003), όπου βασικός ήρωας είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Παρακολουθούμε τη ζωή του από την ημέρα που δολοφόνησαν τον Ξεκινάμε την αναφορά μας με το έργο της Ελένης Δικαίου, με τίτλο Οι Θεοί δεν πεθαίνουνε στην Πέλλα (Πατάκης, 2003), όπου βασικός ήρωας είναι ο Μέγας Αλέξανδρος. Παρακολουθούμε τη ζωή του από την ημέρα που δολοφόνησαν τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος το βασίλειο της Μακεδονίας έως το θάνατό του στη Βαβυλώνα. Υπάρχουν αρκετές αναδρο­μές στα παιδικά του χρόνια. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα αισθήματα του ήρωα. Ανάμεσά τους κυριαρχεί η αγάπη για τον Ηφαιστίωνα, που ενώ στη διάρκεια της ζωής τους εκδη­λώνεται ως έμπνευση, αγαλλίαση και ευφορία, γίνεται βα­σανιστική όταν τους χωρίζει ο θάνατος. Επίσης, ο άρρηκτος δεσμός του με το άλογό του Βουκεφάλα, που υπερβαίνει μια συνηθισμένη σχέση ανθρώπου με ζώο. Η αναγνωστική ταύτιση, που προκύπτει καθώς εισερχόμαστε στον εσωτερικό του κόσμο του ήρωα, συνδυάζεται με τις ενδείξεις που οδηγούν στη δημιουργία προσδοκιών για την αφηγηματική έκβαση και ειδικότερα για το τέ­λος του Αλέξανδρου. Τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν οι παραινέσεις των Χαλδαίων ιερέων ν’ αποφευχθεί η είσοδος του στη Βαβυλώνα απ’ τ’ ανα­τολικά ή το πέσιμο της κορδέλας απ’ το βασιλικό διάδημα.

Στο βιβλίο της Θέτης Χορτιάτη, Στη Βέροια στη Βεργίνα (Κέδρος, 1998),  το παρελθόν αποδίδεται μέσα από τη δράση μιας εφηβικής συντροφιάς στο παρόν. Οι ιστορικές γνώσεις που οι ήρωες  αποκομίζουν, μελετώντας τον οδηγό του αρχαιολογικού μουσείου της Θεσσαλονίκης για τα ευρήματα από τους τρεις τάφους που ανακαλύφθηκαν στη Βεργίνα, εμπνέουν το «θεατροπαίχνιδό» τους και τους προξενούν την κοινή επιθυμία να σπουδάσουν αρχαιολογία, για να συνεχίσουν τις ανασκαφές στην περιοχή.

Αντίστοιχη είναι και η αφηγηματική προσέγγιση της Κίρας Σίνου στο βιβλίο Στην πόλη του Αϊ-Αημήτρη (Κέδρος, 2000) για τη βυζαντινή περίοδο. Η ιστορία της Θεσσαλονίκης, από την ίδρυση της έως την απελευθέρωση της απ’ τους Τούρκους το 1917, παρουσιάζεται στις σελίδες του μέσα από τις παραδόσεις στη Σχολή Ξεναγών της πόλης, τις οποίες παρακο­λουθεί μια νεανική συντροφιά. Κατά την παράθεση των ιστορικών στοι­χείων η ηρωίδα ζει με τη φαντασία της συναρπαστικές σκηνές, όπως η μονομαχία του Νέστορα με το Λυαίο, η άλωση και λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς,  η επανάσταση των Ζηλωτών και η καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Τα παραπάνω γεγονότα εναλλάσσονται με τις εικό­νες της σύγχρονης πόλης, τους πολυσύχναστους κεντρικούς δρό­μους, τα στέκια των νέων ή τα ειδυλλιακά φυσικά τοπία της.

Περνώντας στη νεότερη ιστορία, στεκόμαστε στο βιβλίο της Θάλειας Σαμαρά …Και αλέκτωρ δεν ελάλησε (ιδιωτική έκδοση, χ.χ.), όπου παρουσιάζεται η ζωή στην τουρκοκρατούμενη Νάουσα από το 1803 μέχρι το 1832. Η πολιορκία της Νάουσας, η παράδοση της, η επανάσταση των Ναουσαίων, η ολοσχερής καταστρο­φή της πόλης και η ανοικοδόμηση της από τους ελάχιστους επιβιώσαντες κατοίκους της, αποδίδονται στο κείμενο μέσα από την προσωπική δράση μιας οικογένειας.

Ο αναγνώστης, αν και συγκλονίζεται από το βίαιο θά­νατο όλων σχεδόν των μελών της, δεν παύει να αισιοδοξεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες εμφανίζονται τα παιδιά του μοναδικού επιζώντα, που φέρουν τα ονόματα των νεκρών θείων τους.

Το μυθιστόρημα της Νένας Πάτρα, Χρόνια του χαλασμού και της φωτιάς (ιδιωτική έκδοση, 2005) καλύπτει τις ιστορικές περιόδους του μακεδονικού αγώνα και των βαλκανικών πολέμων. Βασικοί ήρωες τα πρόσωπα μιας οικογένειας της Στρώμνιτσας, που δραστηριοποιούνται ποικιλότροπα ενάντια στις απόπειρες εκβουλγαρισμού της περιοχής τους και πληρώνουν βαρύτατο τί­μημα για αυτή τους τη στάση. Στο έργο συναντάμε την εναλλαγή δυο αφηγητριών, μιας νεαρής κοπέλας, όποτε η συγγραφέας ανα­φέρεται στη σύγχρονη εποχή, και της ηλικιωμένης θείας της, Βά­γιας, η οποία αποδίδει τα ιστορικά γεγονότα απευθυνόμενη στην αγαπημένη ανιψιά της που παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον. Έτσι ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι παρίσταται φυσικά στη ζωντανή διήγηση που διαρκεί μια ολό­κληρη χειμωνιάτικη νύχτα.

Σε σχέση με το μακεδονικό αγώνα, θα επικεντρωθούμε επίσης στο μυθιστόρημά της Πηνελόπης Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου (Μεταίχμιο, 2013), καθώς συνιστά σημείο αναφοράς για τα κατοπινά έργα. Στο έργο συνυπάρχουν πρόσωπα ιστορικά και μυθοπλαστικά. Στα τελευταία ανήκουν οι δύο βασικοί ήρωες, Αποστόλης και Γιοβάν που βρίσκονται σε εφηβική και παιδική ηλικία αντίστοιχα. Ο πρώτος συμμετέχει στον αγώνα ως οδηγός των Ελλήνων ανταρτών. Ο δεύτερος, αν και τον έχουν αναθρέψει βούλγαροι κάτοικοι της περιοχής, προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια στον εντοπισμό κομιτατζήδων και στη μεταφορά πληροφοριών. Τα δύο ορφανά παιδιά συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς και με τη νεαρή Ηλέκτρα, ηρωική δασκάλα του χωριού Ζορμπάς. Στην υπόθεση εμπλέκονται οι λογοτεχνικοί ήρωες του βιβλίου Μάγκας. Ο Βασίλης φτάνει από την Αλεξάνδρεια, προκειμένου να αναζητήσει το μικρό γιο του, που την τύχη του αγνοεί, ύστερα από επίθεση κομιτατζήδων στο χωριό του. Ο Γιοβάν τραυματίζεται θανάσιμα ενώ μετά το θάνατό του, αποκαλύπτεται ότι αυτός ήταν ο αγνοούμενος γιος του Βασίλη. Ο αναγνώστης, βασιζόμενος στις ενδείξεις που παρέχονται στην αφήγηση, σταδιακά οδηγείται στη γνώση ότι ο μικρός Γιοβάν είναι γιος του Βασίλη. Ο τελευταίος όμως, αγνοώντας την πραγματικότητα, καθίσταται  θύμα τραγικής ειρωνείας. Η αποκάλυψης της αλήθειας στο Βασίλη συμπίπτει με το θάνατο του μικρού αγοριού.

Στο έργο της Λότης ΙΙέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Ο μικρός αδελφός (Πατάκης, 2007), παρακολουθούμε το δεκαεξάχρονο Άγγελος που ζει στη Μα­κεδονία, όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, να  οδηγείται όμη­ρος στη Βουλγαρία, που έχει ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Ο ήρωας, παρά τις κακουχίες που υφίσταται, υπερασπίζεται πάντα με αυταπάρνηση το μικρότερο αδερφό του αλλά και κάθε μικρό παιδί άλλης εθνικότητας, που κινδυνεύει. Ο αναγνώστης αγωνιά μαζί με τους νεαρούς ήρωες, για την έκβαση της απόπειρας τους να ξεγελάσουν τους Βούλγαρους φρουρούς τους, ώστε να μην χωριστούν ξανά τα δύο αδέρφια. Με την άφιξη του προδότη συντοπίτη τους στο στρατόπεδο, που καθιστά πιθανή την αποκάλυψη του σχεδίου τους, η αγωνία μας κορυφώνεται, όπως και όταν αποκρύ­πτουν τηλεγράφημα, όπου δίνεται εντολή να παραταθεί η παραμονή του προδότη εκεί. Το συγκεκριμένο έργο με την έκβαση του αποπνέ­ει αισιοδοξία, στοιχείο εξαιρετικά πολύτιμο για το παιδί και έφη­βο αναγνώστη, όταν συνδυάζεται με την αγωνιστικότητα, όπως η ίδια η συγγραφέας του έχει τονίσει σε θεωρητική τοποθέτηση της (Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, 2001).

4. Η μύηση των νηπίων στην έννοια του σύμπαντος με τη συμβολή της λογοτεχνίας

Πέρα από την ιστορία, από τα ποικίλα γνωστικά αντικείμενα, σε σχέση με τα οποία θα μπορούσαμε επίσης να καταφύγουμε στη λογοτεχνία, επιλέγουμε τη διδασκαλία στο νηπιαγωγείο βασικών στοιχείων αναφορικά με το σύμπαν. Επιδιώκοντας την κοινωνική ευαισθητοποίηση για τους πρόσφυγες, την καλλιέργεια θετικού κλίματος απέναντί τους, ανεξάρτητα από χώρα προέλευσης, χρονική συγκυρία,  ιστορική εποχή, αξιοποιήθηκε  το έργο του Εξυπερύ, ο «Μικρός Πρίγκιπας». Καθώς σε αυτό η αφήγηση αναφέρεται στη  ζωή του ήρωα στο δικό του πλανήτη και στη συνέχεια στο ταξίδι του στη Γη, μέσα από μια διαδρομή που περνά από  έξι ακόμη πλανήτες, τα νήπια κατανοούν αποτελεσματικότερα την έννοια του σύμπαντος.

Η αντιδιαστολή της  Γης με τους υπόλοιπους πλανήτες, επιτρέπει τελικά στα νήπια να την αντιληφθούν ως το κοινό «σπίτι» όλων των ανθρώπων, να νιώσουν τους κατοίκους της, ως «συγκατοίκους». Αν συνειδητοποιήσουν πως τα κοινά στοιχεία των ανθρώπων είναι σημαντικότερα από τις διαφορές τους,  προκύπτει αβίαστα, χωρίς διδακτισμό η επιλογή της αρμονικής συμβίωσης και της αλληλοβοήθειας προς εκείνους τους συνανθρώπους τους που εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο που έμεναν,  αναζητώντας ασφαλέστερες συνθήκες και ευνοϊκότερες προοπτικές διαβίωσης.

5. Συμπεράσματα

Προσφέροντας στους μαθητές πλήθος αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, επιτυγχάνεται με τον καλύτερο τρόπο τόσο η εξυπηρέτηση γενικότερων και ειδικότερων εκπαιδευτικών στόχων, όπως είναι μεταξύ άλλων η μετάδοση συγκεκριμένων γνώσεων και πληροφοριών όσο και η ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας.

Όταν καταφύγουμε σε κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο, με αφορμή ή ερέθισμα από τα άμεσο φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών αλλά και από τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα του εκπαιδευτικού προγράμματος, αξιοποιείται αβίαστα η παιδαγωγική δύναμη της λογοτεχνίας.

Σε αυτό συμβάλλει η επιλογή μιας διδακτικής προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου που να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τη φύση της λογοτεχνίας, να επιτρέπει δηλαδή στους μαθητές ν’ αναλάβουν ρόλο πρωταγωνιστικό, να καταθέσουν την προσωπική τους αναγνωστική εμπειρία από την επαφή τους με το έργο, ν’ αναφερθούν στους ήρωες, στις σχέσεις τους και στις καταστάσεις που αυτοί αντιμετωπίζουν, έτσι όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονται. Η κάθε ατομική ανάγνωση είναι διαφορετική, μοναδική, πρωτότυπη, ανεπανάληπτη και αξίζει να εκφραστεί, καθώς απορρέει από την ιδιαιτερότητα,  τη μοναδικότητα του κάθε αναγνώστη.

Οι μαθητές-αναγνώστες διατυπώνοντας ελεύθερα την ταύτισή τους με συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα, ιστορικά ή μυθοπλαστικά, υπερβαίνουν τα δεσμά του χρόνου και του τόπου, εξοικειώνονται με διάφορες ιστορικές εποχές αλλά και με το μακρινό σύμπαν. Αντιπαραβάλλοντας τη γη  σε σχέση με αυτό, τα νήπια την αντιλαμβάνονται τελικά ως κοινό σημείο αναφοράς για όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της, ως το στοιχείο που ενώνει τους ανθρώπους διαφορετικών φυλών και πολιτισμών.

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Αναγνωστόπουλος, Β. Δ. (1987). Τάσεις και Εξελίξεις της Παιδικής Λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970-1980. Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων.

Γιάκος, Δ. (1993). Ιστορία της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Παπαδήμας.

Ηλία, Ε.Α.  και Ματσαγγούρας Η. Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ), Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σσ. 307-317.

Καλλέργης, Η.Ε. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης.

Κωτόπουλος, Τ. (2012, Ιούλιος). Η «νομιμοποίηση» της δημιουργικής γραφής, ΚΕΙΜΕΝΑ 15, http://keimena.ece.uth.gr

Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.

Νικολοπούλου, Α. (1990). Γράφοντας παιδικό ιστορικό βιβλίο, Διαδρομές, τ. 18, 102-105.

Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6, 16-23.

Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Λ. (2001). Το μικρόβιο της ευεξίας, Ο κό­σμος της Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας, τ. Α’, Η Συγγραφή και η Εικονογρά­φηση. Αθήνα: Καστανιώτης, 141-149.

Ποσλανιέκ, Κ. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα (Στ. Αθήνη, μτφρ.) Αθήνα: Καστανιώτης.

Riffaterre, Μ. (1985). Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων. Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας  (Ι. Ν. Βασιλαράκης, μτφρ).  Αθήνα: Επικαιρότητα, 135-164.

Σαχίνης, Α. (1957). Το Ιστορικό Μυθιστόρημα. Αθήνα: Δίφρος.

Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση

Χατζηθεοδώρου, Α. (1990). Οι διαγωνισμοί της Γυναικείας Λογοτεχνι­κής Συντροφιάς και το ιστορικό μυθιστόρημα, Διαδρομές, τ. 18, 106-109.

Χουιζίνγκα, Γ. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος, μτφρ.) Αθήνα: Γνώση.

 

Ξενόγλωσση

Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J.  (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Tompkins, J. P. (1988). The reader in history: The changing shape of literary-response στο J. P. Tompkins ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 201-232.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στα δημοσιευμένα άρθρα μου α) στο περιοδικό Τετράμηνα και β) στο Δελτίο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου του 2006 που ακολουθούν, παρουσιάζονται λεπτομερέστερα τα βιβλία για τα οποία γίνεται λόγος στην παραπάνω εισήγηση.

Ελένης Α. Ηλία, Τα επαναστατικά κινήματα κατά της Τουρκοκρατίας και οι πρωταγωνιστές τους σε κείμενα τής Παιδικής Λογοτεχνίας, Τετράμηνα, τχ. 70-72, Χειμώνας 2003-2004, σσ.  5569 – 5591.

Ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος επιδιώκει να αποδώσει με λογοτεχνικό τρόπο συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, χαρακτηριστικά των προσώπων που τα δημιούργησαν ή ενεπλάκησαν σε αυτά και γενικότερα την ατμόσφαιρα της αντίστοιχης περιόδου [1], ευρισκόμενος ο ίδιος σε χρονική απόσταση [2]. Η επιτυχία του έργου του έγκειται στην πρόσμιξη του πραγματικού με το φανταστικό, προϋποθέτει αφενός την ιστορική γνώση και αφετέρου την αφηγηματική δεξιοτεχνία [3]. Είναι εξίσου δύσκολο και σημαντικό ο αναγνώστης μιας μεταγενέστερης εποχής να ταυτίζεται με τους λογοτεχνικούς ήρωες που κινούνται στο μακρινό παρελθόν, να εμπλέκεται στον τρόπο ζωής και δράσης τους, να υιοθετεί την οπτική τους, να συμμερίζεται τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους [4].

Τα πρώτα μυθιστορήματα με ιστορική θεματολογία χρησιμοποιήθηκαν συχνά στην Ελλάδα ως παιδικά αναγνώσματα ιδιαίτερα κατά το δέκατο ένατο αιώνα ενώ ακόμη και σήμερα τα ίδια αυτά έργα εξακολουθούν να διαβάζονται από παιδιά [5]. Η αναφορά άλλωστε της εγχώριας λογοτεχνίας στην εθνική ιστορία εξασφαλίζει την ελληνικότητα της [6], που καθώς η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά [7] την θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, επιδιώκει συστηματικά να την ενισχύσει με τους διαγωνισμούς παιδικών λογοτεχνικών κειμένων που προκηρύσσει από το 1958 [8].

Η ανάγκη ύπαρξης ιστορικών λογοτεχνικών έργων έχει επανειλημμένα επισημανθεί [9]. Με την προϋπόθεση ότι τα κείμενα αυτά διαπνέονται από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια σε όποια ηλικία και αν απευθύνονται [10], μέσα από την ανάγνωσή τους δεν εξασφαλίζεται απλώς η γνώση της ιστορίας. Οι αναγνώστες τους έχουν επιπλέον την ευκαιρία να κρίνουν και να συγκρίνουν χωροχρονικά τις διάφορες καταστάσεις, γεγονός που συντελεί στην ωρίμασή τους [11]. Ταυτόχρονα δε με την ενίσχυση της εθνικής τους συνείδησης, διαμορφώνουν και συνείδηση οικουμενική [12]. Η διαπιστωμένη δυνατότητα των αισθητικά αξιόλογων ιστορικών λογοτεχνημάτων να συνεισφέρουν πολυδιάστατα στην αγωγή των αναγνωστών τους θα μπορούσε θαυμάσια να συνδυαστεί με την σύγχρονη τάση της εκπαίδευσης για διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης [13]. Προκειμένου λοιπόν να οξύνουμε το ενδιαφέρον των παιδιών για το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο και να τα διευκολύνουμε να αφομοιώσουν τα ιστορικά στοιχεία, αναπτύσσοντας παράλληλα τη φιλαναγνωσία και την αισθητική τους καλλιέργεια, θα ήταν σκόπιμο να έχουμε στη διάθεσή μας μια πλούσια βιβλιογραφία ιστορικών λογοτεχνημάτων [14]. Είναι άλλωστε θετικό πως η παραγωγή των σχετικών έργων εμφανίζεται ιδιαίτερα εντυπωσιακή τουλάχιστον ποσοτικά [15], ειδικότερα μάλιστα για την εποχή της τουρκοκρατίας και την εθνεγερσία [16].

Εδώ επικεντρωνόμαστε σε δώδεκα τέτοια έργα τα οποία διακρίθηκαν στους διαγωνισμούς της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς [17], εφαρμόζοντας ενιαίο πλαίσιο παρουσίασης. Θα προηγηθούν πέντε βιβλία όπου το κύριο αφηγηματικό πρόσωπο είναι κάποιος πραγματικός ιστορικός ήρωας -ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κ.λπ.-, οπότε χαρακτηρίζονται λογοτεχνικές βιογραφίες. Στα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν, πρωταγωνιστούν μυθοπλαστικά αφηγηματικά πρόσωπα, συνηθέστερα παιδικής ηλικίας, καθώς πρόθεση των συγγραφέων τους είναι να απευθυνθούν πρωταρχικά σε παιδιά αναγνώστες.

Στις ρίζες της λευτεριάς

Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Εκδοτικός οίκος: Η Δαμασκός, 1971. Αριθμός σελίδων: 208. Εικονογράφος: Άννα Μενδρινού

Έπαινος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1965, στην κατηγορία «Μυθιστορηματικές βιογραφίες-μονογραφίες».

Το βιβλίο αναφέρεται σε εφτά προσωπικότητες που συνετέλεσαν σημαντικά στην απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους κατακτητές, τον Κοσμά τον Αιτωλό, καλόγερο, γιατρό και κήρυκα, τον Νικόλαο Σκουφά, συνιδρυτή της Φιλικής Εταιρείας, τον οπλαρχηγό Νικοτσάρα που πρωτοστάτησε στον συμμαχικό αγώνα Ελλήνων και Ρώσων κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ηγήθηκε της ελληνικής επανάστασης στη Μολδοβλαχία, την Μόσχω, την ηρωική Σουλιώτισσα, τον Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ, Ελβετό φιλέλληνα που σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου και τον λόγιο Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος με τα συγγράμματά του διαφώτιζε τους σκλαβωμένους Έλληνες.

Σε κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνονται ενότητες που αντιστοιχούν σε ισάριθμες χαρακτηριστικές σκηνές από όλη την διάρκεια της ζωής των εφτά κύριων ηρώων. Για παράδειγμα, το κείμενο για τον Υψηλάντη ξεκινά με μια σκηνή που διαδραματίζεται σε εξοχική τοποθεσία της Αυστρίας, στη συνέχεια μας μεταφέρει στην Πετρούπολη, όπου ο ήρωας συναντάται με δύο Φιλικούς οι οποίοι τον μυούν στους σκοπούς της οργάνωσης, κατόπιν στο Κίεβο, όπου του ανακοινώνει στη μητέρα του την απόφασή του να αναλάβει την αρχηγία του απελευθερωτικού αγώνα. Η επόμενη σκηνή εκτυλίσσεται στην Οδησσό, έπειτα ακολουθεί αυτή της μάχης στο Δραγατσάνι και η αφήγηση καταλήγει ξανά στην Αυστρία, όπου ο ήρωας παραμένει φυλακισμένος σε κάποιο μεσαιωνικό φρούριο.

Οι δραματουργικές εξελίξεις που αφορούν στα ιστορικά πρόσωπα δεν παρουσιάζονται μόνο μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση αλλά συχνά χρησιμοποιείται και ο διάλογος ή ακόμη και δημοτικοί στίχοι που εξυμνούν τα χαρακτηριστικά και τη δράση τους. Ενδεικτικά ας μνημονεύσουμε τη συζήτηση του Σκουφά με τον Ξάνθο με θέμα τη διοίκηση της Φιλικής Εταιρείας από ανώτατη δωδεκαμελή επιτροπή, τους Αποστόλους και το έμβλημά της, τον μυθικό φοίνικα, η οποία περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο για τον Σκουφά, καθώς και τις συνομιλίες ανάμεσα στον Μάγερ, ήρωα του ομώνυμου κεφαλαίου και στην Ελληνίδα γυναίκα του Αλτάνη γύρω από την επικείμενη επίθεση του Κιουταχή και την έξοδο που αποφάσισαν οι Μεσολογγίτες. Ως προς τις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η δημοτική ποίηση, θα σταθούμε στο κεφάλαιο για την Μόσχω Τζαβέλλα, όπου παρατίθεται ένα πεντάστιχο απόσπασμα στο οποίο η ηρωίδα αποκαλείται «άξιο παλικάρι», καθώς επίσης και σε αυτό για τον Νικοτσάρα, που περιλαμβάνονται τρία ποιήματα. Στο πρώτο εξυμνείται η γενναιότητα ολόκληρου του σώματος του οποίου ηγείται, το δεύτερο αναφέρεται στον σφαγιασμό των αντρών του στην Ζίχνα και το τρίτο στην επιτυχή προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις στο Πράβι.

Ο αφηγητής εστιάζεται συχνά στον εσωτερικό κόσμο των κύριων ηρώων ή ταυτίζει την οπτική του αναγνώστη με τη δική τους σε κρίσιμες για τη ζωή τους στιγμές, με αποτέλεσμα την στενή προσέγγιση μας με τα βασικά αφηγηματικά πρόσωπα. Έτσι παρακολουθούμε τόσο τον Κοσμά τον Αιτωλό όσο και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να προσεύχονται και να αγωνιούν για την τύχη του υπόδουλου γένους ή την Μόσχω να εύχεται να σκοτωθεί στη μάχη που εικάζει ότι το Σούλι θα καταληφθεί από τους τούρκους. Επιπλέον συμμεριζόμαστε την αγωνία των ηρώων στο κεφάλαιο για τον Νικοτσάρα, όπου η οπτική μας είναι κοινή κατά τη διάρκεια μιας ναυμαχίας στην οποία τα τουρκικά πλοία τον πλησιάζουν επικίνδυνα ή στο κεφάλαιο για τον Μάγερ, που ο φιλέλληνες πολεμά στα τυφλά, ακούγοντας δίπλα του την Αλτάνη, καθώς επιχειρείται η έξοδος των Μεσολογγιτών κ.λπ.

Στο βιβλίο παρέχονται επίσης ορισμένες ενδείξεις που δημιουργούν προσδοκίες στον αναγνώστη για την έκβαση της αφηγηματικής υπόθεσης, οξύνοντας έτσι το ενδιαφέρον του και ενισχύοντας την εμπλοκή του. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο σημείο που παρακολουθούμε το θλιμμένο πρόσωπο του Ιησού, στο οποίο ο Κοσμάς ο Αιτωλός απευθύνεται προσευχόμενος για τους υπόδουλους Έλληνες, καθώς ο αφηγητής αποδίδει αυτή τη θλίψη στα επερχόμενα δεινά που ο ήρωας αγνοεί.

Η αφήγηση στέκεται ιδιαίτερα στο μαρτυρικό τέλος των εφτά αγωνιστών. Άλλοτε παρουσιάζει την ψυχή τους να συναναστρέφεται με τις προσωποποιούμενες ιδέες και αξίες για τις οποίες αυτοί θυσιάστηκαν, όπως στην περίπτωση της νεκρής Μόσχως, που η Ελλάδα της φιλά τα μαλλιά και της ψιθυρίζει λόγια ευγνωμοσύνης. Άλλοτε πάλι ο ίδιος ο φυσικός κόσμος εμπλέκεται στο θάνατό τους, γεγονός που προσδίδει στους πρωταγωνιστές διαστάσεις μυθικών ηρώων. Έτσι ο Όλυμπος εμφανίζεται να σκύβει μπροστά στο λείψανο του Νικοτσάρα, την ίδια στιγμή που ο βοριάς το ραίνει με φθινοπωρινά φύλλα και η θάλασσα υψώνεται για να το ασπαστεί.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: κοντά στους εφτά κύριους ήρωες συναντάμε ένα ολόκληρο πλήθος ιστορικών προσώπων, που συνδέθηκαν ή συμπορεύτηκαν μαζί τους. Τέτοια πρόσωπα είναι ο Λάμπρος και ο Φώτος Τζαβέλλας στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη Μόσχω, ο Γεωργάκης Ολύμπιος σε αυτό για τον Υψηλάντη, ο Ξάνθος, ο Τσακάλωφ, ο Γιώργος Σέκερης στο κείμενο για τον Σκουφά, ο Μπάιρον σε εκείνο που αναφέρεται στον Μάγερ, ο Κολοκοτρώνης, ο Βλαχάβας και άλλοι στις σελίδες που παρουσιάζεται η ζωή του Νικοτσάρα κ. ο. κ.

Ιστορική τοπογραφία: Οι περιοχές όπου περιόδευσε ο Κοσμάς ο Αιτωλός, Θράκη, Ήπειρος, Θεσσαλία, το Σούλι, όπου έζησε η Μόσχω, το Μεσολόγγι, στο οποίο σκοτώθηκε ο Μάγερ αλλά και ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος και η υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, καθώς και οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες όπου έδρασαν ο Σκουφάς, ο Υψηλάντης, ο Αδαμάντιος Κοραής, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Οδησσός, το Δραγατσάνι, το Κίεβο, η Αυστρία, η Ολλανδία κ. λπ. συνθέτουν την ιστορική τοπογραφία στο συγκεκριμένο βιβλίο.

Θυσία και δόξα

Συγγραφέας: Γιολάντα Πατεράκη

Εκδοτικός Οίκος: Δαμασκός, 1981

Εικονογράφος: Άννα Μενδρινού

Αριθμός σελίδων: 124

Έπαινος του Βραβείου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Γρηγόριος ο Ε΄ και η Ελληνική επανάσταση», 1980.

Το έργο αναφέρεται στη ζωή του Πατριάρχη Γρηγορίου, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στη Δημητσάνα, συνεχίζοντας με την περίοδο των σπουδών του στη Σμύρνη και στην Πατμιάδα σχολή, την θητεία του στη μητρόπολη Σμύρνης και αυτήν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα διαστήματα που εξορίστηκε κατά τη διάρκεια της και καταλήγοντας με τον απαγχονισμό του από τους τούρκους. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο, συχνά δε εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο του κύριου ήρωα, προκειμένου να αναδειχθούν τα κίνητρα και τα αίτια που υπαγορεύουν την επιφυλακτικότητά του απέναντι σε κάθε μορφή ένοπλου αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιπλέον ο αφηγητής προβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις σε θετικά σχόλια για τον Πατριάρχη, καλύπτοντάς τον απόλυτα για τις επιλογές του. Οι ιστορικές εξελίξεις, η θέση και η στάση του Πατριάρχη Γρηγορίου απέναντι σε αυτές και ο τρόπος που ο ίδιος ως αφηγηματικό πρόσωπο την ερμηνεύει, αποδίδονται επίσης μέσα από τη συναναστροφή του με ένα συνομήλικό του μυθοπλαστικό ήρωα, που φέρει το όνομα Αλέξανδρος. Οι μεταξύ τους διάλογοι από τα παιδικά τους ακόμη χρόνια στην αρκαδική ύπαιθρο αλλά και σε όλες τις κατοπινές φάσεις της ζωής του Γρηγορίου, όπως και η αλληλογραφία τους δίνουν στον αναγνώστη την εικόνα ενός πατριάρχη που θεωρεί εξαιρετικά σημαντική τη ζωή και την ασφάλεια του ποιμνίου του, είναι σταθερά προσανατολισμένος στην αξία της μόρφωσης, προτιμά τους μετριοπαθείς και ειρηνικούς χειρισμούς και τον απασχολεί ιδιαίτερα η αποτελεσματικότητα κάθε προσπάθειας.

Η συγγραφέας επιδιώκοντας να σκιαγραφήσει ένα ελκυστικό λογοτεχνικό πρότυπο, δίνει με ιδιαίτερη έμφαση ορισμένες δραστηριότητες και επιλογές του, όπως το «κιβώτιο του ελέους», όπου με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας συγκεντρώνονταν χρήματα για την ελληνική επανάσταση, την άρνησή του να φυγαδευτεί για να μην τον θανατώσουν οι Τούρκοι αλλά και να κατονομάσει τους οργανωτές της επανάστασης με αντάλλαγμα τη σωτηρία του. Η αφήγηση ολοκληρώνεται αισιόδοξα, αφού παρά την οδυνηρή θυσία του πατριάρχη και την κακοποίηση του νεκρού σώματός του αναφέρεται ακόμη στη σημαντική επίδρασή της στην απελευθέρωση του γένους, καθώς αφενός ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και αφετέρου τόνωσε την αγωνιστικότητα των υπόδουλων Ελλήνων.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Στο κείμενο γίνεται λόγος για διάφορες ιστορικές προσωπικότητες, που συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Ορισμένες από αυτές εκφράζονται μάλιστα σε ευθύ λόγο σε διαλόγους τους με τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, συνήθως τα δευτερεύοντα. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζεται ο ίδιος ο κύριος ήρωας να απευθύνεται άμεσα, σε δεύτερο δηλαδή πρόσωπο, σε άλλες ιστορικές μορφές του έργου. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ιερωμένους, όπως ο μητροπολίτης Πάτρας Γερμανός Κοζίας, οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Προκόπιος και Καλλίνικος ο Ε΄, ο Κοσμάς ο Αιτωλός κ.λπ. Ο Φιλικός Ιωάννης Φαρμάκης, ο Φαναριώτης Κωνσταντίνος Μουρούζης, ο σουλτάνος Σελήμ κ. ά. περιλαμβάνονται επίσης ανάμεσα στα ιστορικά πρόσωπα του βιβλίου.

Ιστορική τοπογραφία: Οι περιοχές στις οποίες κινήθηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Αναλυτικότερα, η αφήγηση εκτείνεται στην Δημητσάνα με επίκεντρο τη μονή Φιλοσόφου, στη Σμύρνη και ειδικότερα στην ευαγγελική σχολή και τη μητρόπολη της, στη σχολή στην Πάτμο, στα Πριγκηπόννησα και στον Άθω, τόπους εξορίας του και κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην Κωνσταντινούπολη με το πατριαρχείο της.

Το τσοπανόπουλο της Δημητσάνας

Συγγραφέας: Ζήσιμος Βιρβίλης

Εκδοτικός οίκος: Παιδικοί Ορίζοντες, εκδόσεις αποστολικής διακονίας, 1981

Αριθμός σελίδων: 176

Εικονογράφος: Ελευθέριος Λιουκουκουδάκης

Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς «Γρηγόριος ο Ε΄ και η ελληνική επανάσταση», 1980. Αθλοθέτης: Εκκλησία της Ελλάδος

Το κείμενο αναφέρεται στο πρόσωπο του Γεωργίου Αγγελόπουλου ή Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στην Δημητσάνα και τα νεανικά στη Σμύρνη και συνεχίζοντας με την φυτεία του ως κληρικού, με αποκορύφωμα το αξίωμα του πατριάρχη, τις εξορίες του, την μαρτυρική θυσία του, την μεταφορά του λειψάνου του στην Οδησσό και των οστών του αργότερα στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, καθώς και τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του μπροστά στο πανεπιστήμιο. Η λογοτεχνική γραφή περιορίζεται στα πέντε πρώτα κεφάλαια του βιβλίου και στην απόδοση των αφηγηματικών σκηνών που αναφέρονται στο τέλος του πατριάρχη. Στην υπόλοιπη έκτασή του το κείμενο συνιστά καταγραφή ιστορικών γεγονότων με συχνότατη παράθεση επιστολών από την αλληλογραφία του κύριου ήρωα με διάφορα ιστορικά πρόσωπα της εποχής του, καθώς και αποσπασμάτων από βιογραφίες του και άλλα σχετικά ιστορικά βιβλία.

Στις λογοτεχνικές σελίδες του έργου κυριαρχεί η χαρισματική προσωπικότητα του Γρηγορίου, η οποία διαφαίνεται από τα παιδικά του ακόμη χρόνια μέσα από τον ενθουσιασμό που εκφράζει στους γονείς του ο γέροντας Δανιήλ για τις γνώσεις του, την ευφυία και το ήθος του αγοριού, μέσα επίσης από το όνειρο που αφηγείται η μητέρα του Ασημίνα αλλά και μέσα από την εκτίμηση των συνομιλητών του που ετοιμάζουν στη Δημητσάνα φυσέκια για τον αγώνα. Στην τελευταία αυτή δραστηριότητα των κατοίκων της αρκαδικής κωμόπολης δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αφήγηση. Αναλυτικότερα η οπτική μας παραμένει κοινή με του Γιώργη, που αναρωτιέται για την παράξενη συμπεριφορά του νεαρού καλόγερου Άνθιμου και κυρίως για τον τάφο στον οποίο εκείνος συχνά αναφέρεται. Η έντονη απορία του ήρωα έχει ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη κλιμάκωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος για το μυστηριώδες γεγονός που αγνοεί.

Η αφήγηση εστιάζεται επίσης στον εσωτερικό κόσμο του Γρηγορίου και στα τελευταία λεπτά που προηγούνται του απαγχονισμού του. Αντικρίζοντας ο Πατριάρχης την θηλιά που ο δήμιος ετοιμάζεται να περάσει στον λαιμό του, την συνδέει με το φωτοστέφανο που είχε ονειρευτεί όταν ήταν μικρό αγόρι. Πρόκειται για το ίδιο εκείνο όνειρο στο οποίο είχε αναφερθεί η μητέρα του. Συνεπώς το γεγονός της θυσίας του προσλαμβάνει στην αντίληψη του ίδιου του ήρωα θετική διάσταση. Η προσωπική του αυτή θεώρηση απαλύνει την αναγνωστική θλίψη για την θανάτωσή του, όπως άλλωστε και η γαλήνη που αποτυπώνεται στην ατάραχη έκφραση του Γρηγορίου, καθώς οδεύει προς το τέλος του, η οποία μάλιστα υπογραμμίζεται στην αφήγηση μέσα από την αντίθεση της με το μίσος και τον φανατισμό των Τούρκων διωκτών του απέναντί του.

Η αναγνώριση του πτώματος του πατριάρχη που επιπλέει στη θάλασσα αποδίδεται με ανάλογη λογοτεχνική δεξιοτεχνία. Συγκεκριμένα προηγείται η περιγραφή του μέσα από την οπτική των επιβατών του κεφαλλονίτικου πλοίου που το περισυνέλλεξε, κατευθυνόμενο στην Οδησσό και ακολουθεί η αποκάλυψη της ταυτότητάς του για αφηγηματικά πρόσωπα και αναγνώστες από τον αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, που επιβαίνει σε αυτό. Αξιοσημείωτη τέλος είναι η χρησιμοποίηση ενεστώτα χρόνου στην αφήγηση κατά την απόδοση της σύλληψης, της θανάτωσης αλλά και της κήδευσης του λειψάνου του πατριάρχη, που έχει ως συνέπεια την αμεσότητα, την ζωντάνια των παραπάνω περιστατικών.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Στο έργο αναφέρονται όλα σχεδόν τα ιστορικά πρόσωπα που συνδέονται με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που ως διάκονος τον ακολούθησε οικειοθελώς στην εξορία, ο Φαρμάκης, που επίσης τον επισκέφθηκε εξόριστο για να ζητήσει τη συνδρομή του στον αγώνα των Φιλικών κ.λπ.

Ιστορική τοπογραφία: Συναντάμε όλους τους τόπους που ο Γρηγόριος έζησε και έδρασε αλλά και εκείνους στους οποίους μεταφέρθηκαν τα λείψανά του και τα οστά του, την Δημητσάνα, την Αθήνα, τη Σμύρνη, την Πάτμο την Κωνσταντινούπολη, την Πρίγκηπο, τον Άθω, την Οδησσό.

Το λιονταρόπουλο

Συγγραφέας:  Καλλιόπη Σφαέλλου

Εκδοτικός οίκος: Εστία

Αριθμός σελίδων: 144

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, 1965.

Το έργο αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στο πρώτο μέρος της αφήγησης περιγράφεται ο τρόπος ζωής του στον οικογενειακό τους πύργο στην Καστάνιτσα, η πολιορκία τους από τα τουρκικά στρατεύματα, το γιουρούσι που επιχείρησαν, η θανάτωση ορισμένων μελών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, η αρπαγή των αδελφών του και τέλος η επανασύνδεση της οικογένειας. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η ζωή τους στην Αλωνίσταινα κοντά στην μητέρα του Ζαμπία, που εργάζεται σκληρά για να αναθρέψει τους γιους της.

Ο μικρός Θεοδωράκης συνιστά ένα εξαιρετικά ελκυστικό αφηγηματικό πρόσωπο, που διακρίνεται για τη γενναιότητα, τη λογική του, τον σταθερό προσανατολισμό του στην αξία της ελευθερίας και τη συστηματική προετοιμασία του ώστε να πολεμήσει για την απελευθέρωση του γένους. Η αναγνωστική συμπάθεια στο πρόσωπό του είναι αποτέλεσμα διαφόρων συγγραφικών χειρισμών, όπως αυτού της εστίασης της αφήγησης στον εσωτερικό του κόσμο στην περίπτωση που επιχειρούν να απομακρυνθούν μυστικά από το σπίτι τους στην Καστάνιτσα για να γλιτώσουν ή που αναγκάζονται να συνεχίσουν τη νυχτερινή πορεία τους χωρίς τον βαριά τραυματισμένο πατέρα του. Επίσης ο θαυμασμός και η εμπιστοσύνη των λογοτεχνικών προσώπων κάθε ηλικίας που περιστοιχίζουν τον κύριο ήρωα, συντελεί στην απόλυτα θετική στάση μας απέναντί του. Ενδεικτικά αναφέρομαι στην περίπτωση του μικρού Βασίλη Δημητρακόπουλου, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του τον συμβουλεύει συνεχώς να μην συναναστρέφεται τον Θεόδωρο, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλειά τους από την οργή των Τούρκων, εκείνος υπόσχεται στον κύριο ήρωα να αγωνιστεί στο πλευρό του σε μια ενδεχόμενη επανάσταση των Ελλήνων στο μέλλον.

Στα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του κειμένου περιλαμβάνονται η εναλλαγή της οπτικής του αναγνώστη αλλά και η παρουσία ενδείξεων που δημιουργούν προσδοκίες για τις εξελίξεις. Σε σχέση με την αναγνωστική οπτική ας σταθούμε στο σημείο που τα μέλη της οικογένειας Κολοκοτρώνη περιμένουν οχυρωμένοι στον πύργο τους να καταφτάσει βοήθεια από τη Μάνη, για να αντιμετωπίσουν τους πολιορκητές τους ενώ οι αναγνώστες έχουμε ήδη πληροφορηθεί πως οι Μανιάτες συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους.

Όσο δε για τις προσδοκίες, συνδέονται με κρίσιμα αφηγηματικά γεγονότα, όπως λόγου χάριν όταν κάποιος Έλληνας που έχει αναγνωρίσει τον μικρό Νικόλα Κολοκοτρώνη φροντίζει να τον επιστρέψει στην οικογένειά του, χωρίς να φανερωθεί η ταυτότητα του παιδιού και εμφανίζεται μπροστά τους ο αδερφός του Χρήστος Κολοκοτρώνης, συνοδευόμενος από Τούρκους, οπότε εικάζουμε ότι τα δύο αγόρια θα προδοθούν, μη μπορώντας να κρύψουν τη σχέση τους.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Κοντά στον μικρό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη εμφανίζονται πολλά από τα πρόσωπα της οικογένειάς του, ο πατέρας του Κωνσταντής, η μητέρα του Ζαμπία, τα αδέρφια του, ο θείος του Αναγνώστης, ο θείος του πατέρα του Πανάγος κ.λπ. Επίσης αναφέρονται διάφοροι συνομήλικοί του Πελοποννήσιοι, όπως ο Βασίλης Δημητρακόπουλος αλλά και ορισμένοι μεγαλύτεροι σαν τον Τρουπάκη κ.ά.

Ιστορική τοπογραφία: Τα αφηγηματικά γεγονότα εκτυλίσσονται στην Καστάνιτσα όπου ζούσαν οι Κολοκοτρωναίοι, στις Μηλιές, όπου κατέφυγε η Ζαμπία με τους γιους της μετά τον θάνατο του άντρα της μαζί με τον αδερφό του Αναγνώστη, στην Αλωνίσταινα, που έζησαν στη συνέχεια κοντά στους Κωτσάκηδες, τα αδέρφια της και στην Τρίπολη, την οποία επισκέφθηκε σε μερικές περιπτώσεις ο μικρός Θοδωρής.

Ο αντρειωμένος

Συγγραφέας: Νίκος Αρβανίτης

εκδοτικός οίκος: Παιδικοί Ορίζοντες, εκδόσεις αποστολικής διακονίας, 1973.

Αριθμός σελίδων: 210

Εικονογράφος: Ελευθέριος Λιουκουκουδάκης

Έπαινος ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, 1971.

Το έργο επικεντρώνεται στα πρόσωπα της οικογένειας Κολοκοτρώνη και κυρίως στον Θεόδωρο κατά την παιδική και νεανική του ηλικία. Αναλυτικότερα στο κείμενο παρακολουθούμε την επανασύνδεση των μελών της οικογένειας που επέζησαν στο γιουρούσι του 1780, όταν οι Κολοκοτρωναίοι επιχείρησαν να απομακρυνθούν από τον πύργο τους στην Καστάνιτσα τον οποίο είχαν πολιορκήσει τουρκικά στρατεύματα, τη διαμονή τους στη Μηλιά της Μάνης, όπου κατέφυγαν για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους από τους Τούρκους, την κατοπινή εγκατάστασή τους στην Αλωνίσταινα, τόπο καταγωγής της μητέρας του Θεόδωρου Ζαμπέτας, καθώς και τα πρώτα βήματα του Θεόδωρου στην ένοπλη δράση του κατά των Τούρκων. Κύριο άξονα της αφήγησης συνιστά η σύνδεση της απελευθέρωσης του ελληνικού γένους με το όνομα των Κολοκοτρωναίων. Η πικρία των σκλαβωμένων Ελλήνων για την θανάτωση του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου, αιτιολογείται από την βαθιά πεποίθησή τους στις δυνατότητές του να ηγηθεί σε ένα νικηφόρο, απελευθερωτικό αγώνα. Αυτή δε η πικρία μεταβάλλεται σε καθολική ελπίδα στην περίπτωση που κάποιοι από τους απογόνους του θα έχουν διασωθεί.

Τα διαδραματιζόμενα εξιστορούνται σε τρίτο πρόσωπο, ο δε αφηγητής υπεισέρχεται κατά περίπτωση στον εσωτερικό κόσμο πλήθους ηρώων του κειμένου, με αποτέλεσμα την μεγιστοποίηση της συμπάθειας του αναγνώστη για τα πρόσωπα αυτά. Έτσι ακούμε τον μικρό Θεόδωρο να προσεύχεται μπροστά στο εικόνισμα των αγίων Θεοδώρων στο ομώνυμο μοναστήρι που βρίσκεται στο Πυργάκι ή να ορκίζεται προσευχόμενος στον Άη Θανάση ότι δεν θα ξαναπάει στην Τρίπολη παρά μόνο για να πολεμήσει και να την ελευθερώσει βαθιά πληγωμένος από την στάση του Μεχμέτ αγά, που τον έχει χτυπήσει, επειδή τόλμησε να περάσει με τον γάιδαρο του από την κεντρική πλατεία της. Ομοίως μοιραζόμαστε τις μύχιες σκέψεις του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη, ο οποίος υπόσχεται σε νοερή συνομιλία του με τον σκοτωμένο αδερφό του Κωνσταντή ότι θα φροντίσει τα ορφανά του μέχρι να μεγαλώσουν και να αναλάβουν την επανάσταση για την απελευθέρωση του γένους.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η εσωτερική εστίαση οδηγεί σε αφηγηματικές αναδρομές σε παλαιότερες περιόδους, όπως στο σημείο όπου η Ζαμπέτα, κατευθυνόμενη με τα παιδιά της στην Αλωνίσταινα, θυμάται τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει με τον σύζυγό της όταν τους καταδίωκαν για τη συμμετοχή τους στα ορλωφικά.

Κάποτε ο αφηγηματικός λόγος διακόπτεται από διαλογικά μέρη, συχνά μακροσκελή, που επιτελούν πλήθος λειτουργιών, όπως η ενημέρωση του αναγνώστη για τις διεθνείς ιστορικές εξελίξεις που συμβαίνουν κατά τη χρονική περίοδο που καλύπτει η αφήγηση. Μια τέτοια συζήτηση διεξάγεται ανάμεσα στον Ζακυνθινό μπαρμπέρη της Αλωνίσταινας και στους πελάτες του. Με διάλογο επίσης παρουσιάζεται το γιουρούσι των Κολοκοτρωναίων στην Καστάνιτσα, οι περιπέτειες των παιδιών τους που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων αλλά και γενικότερα θέματα σαν την κοινωνική και πνευματική ζωή της Δημητσάνας ή το περιεχόμενο διαφόρων ιστορικών βιβλίων από τα οποία ο Θεόδωρος αντλεί τα πρότυπά του.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Εκτός από τον νεαρό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον θείο του Αναγνώστη, την μητέρα του Ζαμπέτα και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Στο έργο κινούνται πάμπολλα ακόμη ιστορικά πρόσωπα που γεννήθηκαν ή έδρασαν στην αρκαδία και στην ευρύτερη περιοχή της πελοποννήσου. Ο καπετάν Ζαχαρίας, ο Στασινάκος, ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Γιώργης, γιος του Κουκουζή, συνομήλικος του Θεοδώρου, που αργότερα έγινε ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο πατέρας Σωφρόνιος, ηγούμενος στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, ο ηγούμενος του Αγίου Προδρόμου, οι Κωτσάκηδες, αδερφοί της Ζαμπέτας κ.λπ.

Ιστορική τοπογραφία: Τα μέρη της Πελοποννήσου όπου έζησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά τον θάνατο του πατέρα του και έως τη γέννηση του πρώτου του παιδιού συνθέτουν το τοπογραφικό σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η δράση του έργου. Η Μηλιά της Μάνης, η Καστάνιτσα, η Αλωνίσταινα, η Δημητσάνα, η Τρίπολη και οι υπόλοιπες τοποθεσίες της Αρκαδίας με τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της, όπως αυτά της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Προδρόμου, των Αιμυαλών, της Κοίμησης, του Φιλοσόφου, των Αγίων Θεοδώρων, το σχολείο της Δημητσάνας κ.λπ. αναφέρονται στο έργο. Επίσης γίνεται λόγος για την Μπαρμπίτσα, όπου ο Θεόδωρος δρα ως πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά, το Λεοντάρι, όπου γίνεται αρματολός κ.λπ.

Το μυστικό των Φιλικών

Συγγραφέας: Νίτσα Τζώρτζογλου

Εικονογράφος: Βούλα Κερεκλίδου

Εκδοτικός οίκος: Ψυχογιός, 1989 (1η έκδοση: Εστία, 1972)

Αριθμός σελίδων: 182

ISBN 960-7021-80-9

Έπαινος ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1971.

Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας και στην εξέλιξή της μέχρι την έναρξη της ελληνικής επανάστασης στην περιοχή της Μολδοβλαχίας. Τα αφηγηματικά περιστατικά αποδίδονται μέσα από την οπτική του κύριου ήρωα του βιβλίου, του εφήβου Παντελή, ο οποίος είναι πρόσφατα εγκαταστημένος στην Οδησσό, στο σπίτι του συγγενή του Αθανάσιου Τσακάλωφ. Εκεί μαζί με την ενδεκάχρονη κόρη του Τσακάλωφ, Μαρούσκα, έχουν την ευκαιρία να γνωρίζουν τη συνωμοτική δράση της οργάνωσης και τους στόχους της καθώς και να συνειδητοποιήσουν τον άμεσο κίνδυνο που διατρέχει η ζωή των μελών της.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα δύο παιδιά να κατορθώνουν να ερμηνεύσουν κρυπτογραφημένα σημειώματα των εταίρων, να νιώθουν έντονη συγκίνηση ακούγοντας τα λόγια του όρκου των Φιλικών και να αυτοδεσμεύονται πως θα υπηρετήσουν με τις όποιες δυνάμεις τους την εταιρεία χωρίς κανένας να έχει αντιληφθεί ότι συμβάλλουν συνειδητά στον αγώνα της. Ειδικότερα δε παρακολουθεί τον Παντελή, που πάντα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, στην Οδησσό, στην Πόλη, το Δραγατσάνι κ.λπ., να αναλαμβάνει διάφορες αποστολές και να φροντίζει με διακριτικότητα αλλά και αποτελεσματικότητα τη διαφύλαξη των μυστικών της Φιλικής Εταιρείας. Τα παραπάνω αφηγηματικά δεδομένα έχουν ως συνέπεια την αναγνωστική εμπλοκή στην ατμόσφαιρα μυστηρίου και το ηρωικό πνεύμα που κυριαρχούν στις σελίδες του βιβλίου. Καθώς μάλιστα σε αλλεπάλληλες περιπτώσεις απειλείται η ζωή του Παντελή, όπως, για παράδειγμα, όταν αφηνιάζουν τα άλογά του στο δρόμο για το Κισνόβι όπου πρέπει να φτάσει το ταχύτερο για να παραδώσει στον ύψη λάδι ένα γράμμα που θα σημάνει την έναρξη του ένοπλου αγώνα, η αγωνία μας για τις εξελίξεις κορυφώνεται και ενισχύεται η ταύτισή μας μαζί του.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής, ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς, ο Ξάνθος, ο Παπαφλέσσας, ο Σέκερης, ο Γιωργάκης Ολύμπιος και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ζωντανεύουν στην αντίληψη του αναγνώστη μέσα από την προσωπική επαφή του Παντελή μαζί τους και την απόδοση στο κείμενο της τεράστιας εντύπωσης που του προξενούν με την αυτοθυσία, τη γενναιότητα το ήθος την αυταπάρνηση τον ενθουσιασμό και το πάθος τους για την ελευθερία.

Ιστορική τοπογραφία: Η Οδησσός, όπου οι πρωτεργάτες της φιλικής εταιρείας αποφασίζουν την ίδρυση της, η Πόλη, όπου επεκτείνεται η δράση της και γίνονται επαφές μεταξύ των στελεχών της για την προετοιμασία της επανάστασης, το Κισνόβι, από όπου συντονίζει την οργάνωση του αγώνα ο Υψηλάντης, η Πελοπόννησος, όπου εκτελείται ο προδότης Γαλάτης, το Δραγατσάνι όπου διεξάγεται η πρώτη μάχη των επαναστατών, συνιστούν τους τόπους που διαδραματίζεται η υπόθεση αυτού του βιβλίου.

Ιερός λόχος

Συγγραφέας: Βάσα Σολωμού

Εικονογράφος Βάσα Σολωμού

Εκδοτικός οίκος: Εστία, 1968

Αριθμός σελίδων: 260

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1968.

Στο έργο παρακολουθούμε το μικρό Άνθιμο με τον παππού του Αλέξανδρο Μουρούζη, που ταξιδεύουν στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας. Εκεί κατοικεί και η δεκαπεντάχρονη Μαντώ αφότου διέφυγε από την Πάργα, κυνηγημένη από τους Τούρκους. Μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Λάμπρο Σέκερη εργάζονται για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Η Μαντώ γνωρίζεται με τον Κυριάκο Καμαριώτη, του οποίου πατέρας προδίδει Φιλικούς στους Τούρκους. Το γεγονός της προδοσίας απομακρύνει τους δύο νέους παρά την αμοιβαία ερωτική έλξη που νιώθουν.

Όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κηρύσσει την έναρξη της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Άνθιμος στρατεύεται στον Ιερό λόχο, ο Λάμπρος κατατάσσεται στο ιππικό και ο Κυριάκος ενισχύει οικονομικά τον επαναστατικό αγώνα. Τελικά οι δύο πρώτοι σκοτώνονται στη μάχη στο Δραγατσάνι ενώ ο τελευταίος επιστρέφει μαζί με τη Μαντώ στην Ελλάδα, για να συνεχίσουν εκεί την επαναστατική δράση τους.

Η αφήγηση του κειμένου γίνεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή, που είναι σε θέση να εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο των διαφόρων ηρώων. Έτσι ο αναγνώστης για παράδειγμα μοιράζεται τον απεριόριστο θαυμασμό του μικρού Άνθιμου για τον γοητευτικό αρχηγό του, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Το αναγνωστικό ενδιαφέρον κορυφώνεται διαρκώς, καθώς κατά τη διάρκεια της αφήγησης προκύπτουν συνεχώς ερωτηματικά για πλήθος θεμάτων όπως η ταυτότητα του παππού του Άνθιμου, την οποία ο ίδιος κρατά μυστική από συνταξιδιώτες του που φροντίζουν επίμονα να την ανακαλύψουν, εικάζοντας πως είναι ο πρώην ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας. Μυστήριο καλύπτει επίσης το ρόλο του εμπόρου Καμαριώτη, που από την πρώτη στιγμή φαίνεται ύποπτος στους γύρω του αλλά και την εμφάνιση μιας τρελής γυναίκας, που οι ήρωες θεωρούν κατάσκοπο των Τούρκων ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μητέρα του Άνθιμου.

Ορισμένα ιστορικά γεγονότα αποδίδονται από τον αφηγητή όπως η μάχη στο Δραγατσάνι, η σύγχυση, η ασυνεννοησία, η έλλειψη συντονισμού που επικράτησαν σε αυτήν, με αποτέλεσμα την ήττα και τις τεράστιες απώλειες των Ελλήνων. Άλλες ιστορικές εξελίξεις παρουσιάζονται μέσα από διαλόγους μεταξύ των λογοτεχνικών ηρώων. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της άρνησης του τσάρου να βοηθήσει την επανάσταση, του αφορισμού της από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, της προδοσίας από τον Βλαδιμηρέσκου, της εκτέλεσης του τελευταίου κ.λπ.

Το τέλος του έργου υπερβαίνει τις διαστάσεις του εθνικού, χαρακτηρίζεται από οικουμενικότητα, διαχρονικότητα.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Σπουδαία ιστορικά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Φαρμάκης, ο Μιχαήλ Σούτσος κ.λπ. παίρνουν μέρος ως αφηγηματικά πρόσωπα κοντά στα μυθοπλαστικά πρόσωπα του έργου.

Ιστορική τοπογραφία: Η περιοχή της Μολδοβλαχίας και πιο συγκεκριμένα το Γαλάτσι με το φρούριο της Βραΐλας και την εκκλησία της Παναχράντου Μητρός, το Ιάσιο, όπου είχε εγκαταστήσει το αρχηγείο του ο Υψηλάντης, το Πλοέστι με τη σχολή όπου σπούδαζαν πολλοί από τους ιερολοχίτες, το Τιργοβίτσι, το Δραγατσάνι, όπου δόθηκε η πρώτη μάχη της επανάστασης του 1821, συνιστούν τους τόπους όπου διαδραματίζεται η υπόθεση αυτού του βιβλίου.

Ελευθερία ή θάνατος

Συγγραφέας: Αγγελική Νικολοπούλου

Εικονογράφος: Νίκος Καστρινάκης

Εκδοτικός οίκος: Άγκυρα, 1971

Αριθμός σελίδων: 110

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1971.

Ο μικρός Φώτης φεύγει από το χωριό του τη Λάστα στην Αρκαδία, συνοδευόμενος από τον πατέρα του, για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βυτίνα κοντά στον παπά-Παρθένη. Στη διαδρομή οι Τούρκοι σκοτώνουν αναίτια τον πατέρα του και το αγόρι φτάνει στον προορισμό του μόνο και τρομοκρατημένο. Ο δάσκαλός του τού αναθέτει μετά από λίγο καιρό να οδηγήσει έναν άγνωστο άντρα στο μοναστήρι του Φιλοσόφου στη Δημητσάνα. Καθώς κατευθύνονται εκεί, ο άγνωστος σκοτώνει κάποιον Τούρκο αξιωματούχο, που συναντούν τυχαία. Στο μοναστήρι καταφθάνουν σύντομα Τούρκοι στρατιώτες για να τους συλλάβουν, ωστόσο ο Φώτης με τη βοήθεια των καλόγερων κατορθώνει να διαφύγει. Ζει πλέον κυνηγημένος, αναλαμβάνοντας αλλεπάλληλες αποστολές στην Πελοπόννησο και τα Εφτάνησα, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Φιλικής Εταιρείας, τις οποίες εκπληρώνει πάντοτε επιτυχώς. Σε μερικές περιπτώσεις τραυματίζεται ενώ σε αρκετές άλλες, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, σώζει από βέβαιο θάνατο Φιλικούς και διαφυλάττει τα μυστικά της Εταιρείας. Στα κατορθώματά του συμπεριλαμβάνεται η θανάτωση του προδότη Αλή, ο οποίος ευθύνεται για τη σύλληψη των περισσοτέρων αγωνιστών που εμφανίζονται στο κείμενο. Ο νεαρός ήρωας είναι τέλος παρών στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας κατά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, με την οποία ολοκληρώνεται η αφήγηση.

Ο ρόλος του Φώτη στις αφηγηματικές εξελίξεις αποδεικνύεται καθοριστικός, εφόσον είναι το πρόσωπο που βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο της δράσης. Εκείνος μεταφέρει το μήνυμα του Απόστολου της Φιλικής Εταιρείας στον Σπηλιωτόπουλο και τον Δεληγιάννη στη Δημητσάνα, όπως άλλωστε και τα μηνύματα των κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ζει με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο ή το μήνυμα του τελευταίου στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Μάνη. Παρά το σοβαρό τραυματισμό του ειδοποιεί τους Δημητσανίτες ότι οι Τούρκοι σχεδιάζουν έφοδο εκεί ύστερα από πληροφορίες τους ότι κατασκευάζεται μπαρούτι, οπότε αυτοί αντιδρούν έγκαιρα και σώζουν τους μπαρουτόμυλους. Επίσης ο Φώτης αποτελεί τον δίαυλο επικοινωνίας του Παπαφλέσσα με τους οπλαρχηγούς που βρίσκονται στη Μάνη, προκειμένου οι τελευταίοι να πειστούν ότι έφτασε η ώρα της επανάστασης. Επιπλέον, συνιστά το πρόσωπο στο οποίο οφείλεται η έναρξή της τη δεδομένη στιγμή, εφόσον μεταφέρει το σχέδιο δράσης και ένα πολύ σημαντικό ποσό για την οικονομική ενίσχυσή της στον επίσκοπο της Πάτρας Γερμανό όταν ο Απόστολος της Εταιρείας τού τα παραδίδει μετά τον τραυματισμό του.

Εκτός από το Φώτη συχνά εμφανίζονται στο έργο ο Άγνωστος Απόστολος αλλά και ο Αλής ο Αρβανίτης. Μάλιστα σε κάθε νέα εμφάνισή τους προηγείται η περιγραφή των χαρακτηριστικών τους, οπότε δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να τους αναγνωρίσει, με αποτέλεσμα την εντατική δραστηριοποίηση της αντίληψης του, που προκαλεί την εντύπωση ότι εμπλέκεται προσωπικά στα αφηγηματικά δρώμενα. Καθώς δε η παρουσία του Αλή συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή από τον Φώτη και τους υπόλοιπους Έλληνες τους οποίους παρακολουθεί, μας δημιουργούνται συνεχείς προσδοκίες για δυσάρεστες εξελίξεις, που τις περισσότερες φορές αποτρέπονται.

Κάποτε όμως αντίθετα η αναγνωστική οπτική ταυτίζεται με αυτήν του Φώτη και των συντρόφων του, όπως κατευθύνεται τραυματισμένος στη Δημητσάνα για να ειδοποιήσει για τους μπαρουτόμυλους, με συνέπεια να μοιραζόμαστε την αγωνία του και έτσι να προσεγγίζουμε περισσότερο τον ήρωα. Αυτό άλλωστε επιτυγχάνεται και όταν η αφήγηση εστιάζεται στον εσωτερικό του κόσμο, όπου σταδιακά κυριαρχεί το όραμα της επανάστασης και η ελπίδα της απελευθέρωσης άλλοτε με αφορμή τα όπλα που βρίσκει σε κρύπτη του μοναστηριού του Φιλοσόφου άλλοτε καθώς ακούει τον επίσκοπο Γερμανό στην Αγία Λαύρα κ.λπ.

Στα αφηγηματικά στοιχεία του έργου προσθέτουμε την τριτοπρόσωπη αφήγηση και το πλήθος των διαλόγων ανάμεσα σε κύρια και δευτερεύοντα πρόσωπα. Οι περισσότεροι από τους διαλόγους αυτούς παρέχουν στον αναγνώστη σημαντικά στοιχεία για την προσωπικότητα των συνομιλούντων. Για παράδειγμα, η πληθωρική, ενθουσιώδης, χαρισματική προσωπικότητα του Παπαφλέσσα διαφαίνεται από την ικανότητά του να κάμψει τους δισταγμούς σχετικά με την έναρξη της επανάστασης που έχουν οι ΄Ελληνες οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί στη Βοστίτσα για να τον γνωρίσουν ή να διαλύσει τις αναστολές του Ντεληγιάννη στη Δημητσάνα για το ίδιο θέμα. Αρκετοί διάλογοι αναφέρονται στις εξελίξεις, όπως εκείνοι με τους οποίους ανατίθενται στο Φώτη οι διάφορες αποστολές του ή αυτοί στους οποίους ο Αλής πληροφορεί Τούρκους αξιωματούχους για τις παράνομες δραστηριότητες των Ελλήνων. Τέλος συναντώνται διάλογοι που αναφέρονται στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον των ηρώων, όπως αυτός ανάμεσα στο Φώτη και τον Απόστολο για τις ιδιότητες του νερού στην εξοχική τοποθεσία Εφτά Ψωμιά ή αυτός ανάμεσα σε ανώνυμους Τριπολιτσιώτες, για την πολυπληθή συνοδεία του Χουρσίτ πασά.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Στις σελίδες του βιβλίου ο κύριος ήρωας έρχεται προσωπικά σε επαφή με τις σημαντικότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης, τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κανέλλο Ντεληγιάννη, τον Δικαίο ή Παπαφλέσσα, τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό κ.ο.κ. Επίσης στο έργο εμφανίζονται αρκετά ακόμη ιστορικά πρόσωπα των οποίων παρουσιάζεται η δράση και κάποτε εκφράζονται σε ευθύ λόγο. Έτσι παρακολουθούμε τον Ξάνθο, τον Σκουφά και τον Τσακάλωφ να σχεδιάζουν τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας κ.λπ.

Ιστορική τοπογραφία: Ο τόπος δράσης των ηρώων εκτείνεται σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, με επίκεντρο την περιοχή της Αρκαδίας και στο νησί της Ζακύνθου. Α

Αναλυτικότερα αναφέρονται η Λάστα, η Βυτίνα, η Δημητσάνα, η Καστάνιτσα, η Μάνη, το Μεμέσι, ο Λάλας, η  Βοστίτσα, η Πάτρα, η Τρίπολη, τα Καλάβρυτα, τα Λαγκάδια, η μονή του Φιλοσόφου, η μονή Ομπλού και η Αγία Λαύρα.

Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας. Στη χαραυγή της λευτεριάς

Συγγραφέας: Γαλάτεια Σαράντη

Εκδοτικός οίκος: Εστία, 1971.

Εικονογράφος: Μάριος Αγγελόπουλος

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1970.

Στο μυθιστόρημα αυτό που διαδραματίζεται στις αρχές του έτους 1821, ένα δεκάχρονο, ορφανό, φτωχό αγόρι, ο Κωνσταντής συμβάλλει καθοριστικά στην αποτροπή της καταστροφής της Δημητσάνας που ετοιμάζουν οι Τούρκοι όταν πληροφορούνται ότι οι κάτοικοι της αρκαδικής κωμόπολης φυλάσσουν στις αποθήκες τους μπαρούτη, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν σε επανάσταση που οργανώνεται από τους Έλληνες για τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους. Συγκεκριμένα το αγόρι, ενεργώντας με εξαιρετική γενναιότητα και καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, προλαβαίνει να ειδοποιήσει τους Δημητσανίτες πριν από την άφιξη των Τούρκων και έτσι εκείνοι παραπλανούν τους τελευταίους και τους παρασύρουν σε γλέντι, οπότε η καταστροφική επιχείρηση ματαιώνεται.

Στη ζωή του Κωνσταντή σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο Βασίλης, ένας μικρός καλόγερος από τη σχολή της Δημητσάνας, κοντά στον οποίο ο ήρωας ανακαλύπτει τη γοητεία της γνώσης και της σοφίας. Στις αρετές του πατριωτισμού, του θάρρους και της ωριμότητας που διακρίνουν τον Κωνσταντή, προστίθεται τέλος και αυτή της μόρφωσης, εφόσον φοιτά και ο ίδιος στη συνέχεια στη φημισμένη σχολή.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: οι Δημητσανίτες αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, ο Νικόλαος και ο Σπυρίδων, οι οποίοι στους μύλους τους παρασκευάζουν μπαρούτη για την επανάσταση, εμφανίζονται ως δρώντα λογοτεχνικά πρόσωπα σε ένα από τα δεκατάσσερα κεφάλαια του βιβλίου. Στο έργο γίνονται δε αφηγηματικές αναφορές στον μητροπολίτη Λακεδαίμονος Ανανία Λαμπάρδη, στον καπετάνιο των κλεφτών Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη κ.λπ.

Ιστορική τοπογραφία: Η αφήγηση εκτυλίσσεται στην προεπαναστατική Δημητσάνα με την περίφημη Σχολή της και τα αρχοντικά σπίτια της, όπως αυτό των Σπηλιωτόπουλων, με τον ποταμό Λούσιο και το κεφαλόβρυσο του Αη-Γιάννη, όπου βρίσκονται οι μπαρουτόμυλοι.

Ο μικρός μπουρλοτιέρης

Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Εικονογράφος: Ε. Σπυρίδωνος

Εκδοτικός οίκος: Εστία, 1963.

Αριθμός σελίδων: 238

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1963.

Σε αυτό το βιβλίο όπου η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται επίσης στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης κατά των Τούρκων, κύριος ήρωας είναι ένα αγόρι με το συμβολικό όνομα Λευτέρης, ο οποίος συμμετέχει αρχικά ως μούτσος στον Υδραίικο στόλο, για να καταλήξει στην εφηβεία του κυβερνήτης σε μπουρλότο. Η απελευθέρωση βρίσκει τον νεαρό ήρωα ανάπηρο, το γεγονός όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να σπουδάσει στην Ευρώπη και να εργαστεί ως δάσκαλος στο νησί του, την Ύδρα.

Η συμπάθειά μας για τον ήρωα προκύπτει κυρίως από την εστίαση της τριτοπρόσωπης αφήγησης στον εσωτερικό του κόσμου, όπως όταν συγκλονίζεται από την είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και εξαιτίας της οδηγείται στην απόφαση να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας του με οποιοδήποτε τίμημα ή όταν διακατέχεται από έντονη συγκίνηση, διαβάζοντας τον « Ύμνον εις την Ελευθερίαν» σε ένα τυπογραφείο στο Μεσολόγγι.

Η αναγνωστική ταύτιση με τον Λευτέρη είναι επίσης αποτέλεσμα της κοινής οπτικής μας σε μια σειρά κρίσιμων αφηγηματικών επεισοδίων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η μάχη των Ελλήνων για να ανακαταλάβουν τα Ψαρά ύστερα από την ολοσχερή καταστροφή τους, που την παρακολουθούμε από απόσταση μέσα από τις αισθήσεις του αγοριού, το οποίο παραμένει στη ναυαρχίδα, από όπου προβαίνει σε συνεχείς εικασίες για την έκβασή της μέχρι που αντικρίζει την Ψαριανή σημαία να υψώνεται στο κάστρο του νησιού, στη θέση τής Τουρκικής. Αντίστοιχα όταν ο Λευτέρης, που έχει τραυματιστεί σε ναυμαχία κοντά στο Μεσολόγγι, ανακτά τις αισθήσεις του και αναρωτιέται αν βρίσκεται αιχμάλωτος των Τούρκων, οι ομιλίες στην Ελληνική γλώσσα που ακούει γύρω του, φανερώνουν τόσο στον ίδιο όσο και στον αναγνώστη ότι παραμένει ελεύθερος.

Τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και η γενικότερη ατμόσφαιρα αυτής της περιόδου αποδίδονται με αμεσότητα στις λεπτομερείς περιγραφές που γίνονται είτε από τον αφηγητή είτε από κάποιον ήρωα του βιβλίου. Αναλυτικότερα, η γυναίκα του Κουντουριώτη δίνει οδηγίες στην κυρά Λένη, τη μητέρα του Λευτέρη, για την ύφανση της Υδραίικης σημαίας της επανάστασης ενώ η διαδικασία της πυρπόλησης εξηγείται στον Λευτέρη από τον έμπειρο ναυτικό Πατατούκο και οι πολεμικές εξελίξεις παρουσιάζονται καθώς ο Μιαούλης τις υπαγορεύει στο αγόρι, που εκτελεί χρέη γραμματέα. Ο χαρμόσυνος τόνος που κυριαρχεί κατά την αναχώρηση του Υδραίικου στόλου, περιγράφεται από τον αφηγητή μέσα από αλλεπάλληλες ηχητικές εικόνες, τις οποίες συνθέτουν οι καμπανοκρουσίες, οι αναστάσιμες ψαλμωδίες, οι κανονιές και οι αλαλαγμοί των πληρωμάτων.

Τα χαρακτηριστικά των ιστορικών και των μυθοπλαστικών προσώπων που εμφανίζονται στο έργο, παρουσιάζονται συχνά μέσα από τους μεταξύ τους διαλόγους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Μιαούλη, που συμβούλευε τον Λευτέρη να μορφωθεί, για να βοηθήσει ουσιαστικότερα την ελεύθερη πια πατρίδα, ζητά από ένα μικρό Χιώτη να αλλάξει τη δουλοπρεπή συμπεριφορά του κ.λπ.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Ο Μιαούλης, ο Κουντουριώτης και ο Κανάρης περιλαμβάνονται ανάμεσα στα βασικά αφηγηματικά πρόσωπα ενώ εμφανίζονται και αρκετοί ακόμη αγωνιστές, όπως ο Τομπάζης, ο Θεοχάρης, ο Βατικιώτης, ο Τσαμαδός κ.λπ.

Ιστορική τοπογραφία: Το επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται στο νησί της Ύδρας. Γίνεται λόγος για το βουνό Έρε, το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τα σπίτια των προστατών του νησιού Κουντουριώτη, Σαχτούρη, Κριεζή κ.λπ. Επίσης το έργο αναφέρεται σε πολλά ακόμη μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας όπου διεξάγονται ναυμαχίες, όπως στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω, στο νησάκι της Σφακτηρίας, στα ανοιχτά της Πάτρας. Το νησί των Ψαρών και το πολιορκημένο Μεσολόγγι συνιστούν και αυτά τόπους όπου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της αφηγηματικής δράσης.

Δοξασμένη Έξοδος

Συγγραφέας: Τάκης Λάππας

Εικονογράφος: Ν. Ζωγράφου

Εκδοτικός οίκος: Ατλαντίς

Αριθμός σελίδων: 216

Βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1966.

Το βιβλίο αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Ττούρκους και την ηρωική έξοδο την οποία επιχείρησαν οι κάτοικοί του εξαιτίας της πείνας που ήταν αποτέλεσμα του αποκλεισμού του. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επικεντρώνεται σε μια μεσολογγίτικη οικογένεια, τους αδελφούς Γκόρπα, που συμμετέχουν στα σχετικά ιστορικά γεγονότα. Ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Βασίλης εγκαταλείπει τις σπουδές του στην ιατρική σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας και επιστρέφει στη γενέτειρά του, που πολιορκείται από τον Κιουταχή, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Θεραπεύει πληγωμένους και παράλληλα βοηθά στο τυπογραφείο του φιλέλληνα Μάγερ, όπου εκδίδεται η εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά. Ο αδερφός του Θανάσης σκοτώνεται σε ένα μεγάλο επιτυχημένο γιουρούσι των Μεσολογγιτών ενώ ο Λαμπρινός, ο μικρότερος από τους αδελφούς χάνεται στην τελευταία για τους Έλληνες νικηφόρα μάχη στο νησάκι Κλείσοβα όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εισβάλλουν στην πόλη μετά την έξοδο των κατοίκων της. Δύο ακόμη μέλη της οικογένειας, η Χάιδω και ο τραυματισμένος Γιάννης ανατινάζονται στο σπίτι τους, για να μην αιχμαλωτιστούν ενώ ο Ασημάκης και ο Βασίλης σκοτώνονται, επιχειρώντας να διαφύγουν.

Αν και το τέλος της αφήγησης συμπίπτει με το χαμό του κύριου ήρωα όταν όλοι οι δικοί του έχουν ήδη σκοτωθεί, δεν λείπουν οι αναφορές στη συνέχιση της ζωής στο Μεσολόγγι για χρόνια μετά την Ηρωική Έξοδο είτε με αφορμή έναν αιωνόβιο φοίνικα που μεταφυτεύτηκε στον κήπο της πόλης, είτε με αφορμή το γεγονός ότι πολλές Μεσολογγίτισσες που συμμετείχαν στην Έξοδο φορώντας ανδρική ενδυμασία, την φύλαξαν έως τα γεράματά τους και κηδεύτηκαν με αυτήν. Σε πλήθος όμως ακόμη περιπτώσεων εξιστορούνται διάφορα επιμέρους επεισόδια που, αν και συνιστούν λεπτομέρειες στην ιστορία του τόπου, συμβάλλουν ωστόσο σημαντικά στην απόδοση της ιστορίας αυτής ως ζωντανής πραγματικότητας που εμπλέκει τον αναγνώστη. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν περιγράφεται ο κεντημένος στην πόλη επιτάφιος που άρπαξε ένας Τούρκος κατά την εγκατάλειψη του Αιτωλικού από τους κατοίκους του ύστερα από τη συνθηκολόγησή τους, για να σελώσει το άλογό του, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως μόλις δοκίμασε να το ιππεύσει. Συμβαίνει επίσης στην περίπτωση του Γεράσιμου Τζόρνα, ο οποίος προτίμησε να αυτοκτονήσει στην Κλείσοβα, ανατινάζοντας το κανόνι του, που είχε ονομάσει Κοψαχείλα, παρά να το εγκαταλείψει στα χέρια του εχθρού. Ο σφαγιασμός του αλόγου τού κυβερνητικού επιτρόπου Παπαδιαμαντόπουλου από πεινασμένους Μεσολογγίτες στρατιώτες προκειμένου να το φάνε αλλά και το απολαυστικό γεύμα του ίδιου αξιωματούχου, ο οποίος αγνοούσε ότι το περιεχόμενο του προερχόταν από το σκυλάκι του, συγκαταλέγονται ακόμη στα περιστατικά αυτά.

Ορισμένες από τις λεπτομέρειες του κειμένου προσδίδουν έντονα χιουμοριστικό τόνο, που συχνά βοηθά στην αποφόρτιση του συμπάσχοντος με τους ήρωες αναγνώστη. Έτσι κάπου αναφέρεται ότι η βόμβα που έσκασε στο σπίτι του Μπότσαρη όταν φιλοξενούσε τον Κανέλλο Δεληγιάννη, κατέστρεψε μόνο τη μαγειρεμένη κότα που ετοιμάζονταν να δοκιμάσουν, ενώ θύματα βομβών έπεσαν επίσης ένα γουδί με σκορδαλιά, ένα βαρέλι με νερό, κάποιο σεντόνι κ.ά. Επίσης κάπου παρατίθεται η σύλληψη ενός Αιγύπτιου στρατιώτη του Ιμπραήμ από μια νεαρή Μεσολογγίτισσα, προκειμένου η τελευταία να λύσει την απορία των ανιψιών της σχετικά με τη μορφή που έχουν οι καλικάντζαροι.

Η δημιουργία προσδοκιών στον αναγνώστη για την εξέλιξη της αφηγηματικής υπόθεσης συνιστά ένα ακόμη χαρακτηριστικό του έργου. Έτσι η ομίχλη που καλύπτει το Μεσολόγγι, τα όνειρα του Κίτσου Τζαβέλα και της Χάιδως κ.λπ. μας προσανατολίζουν στη δυσάρεστη τροπή των γεγονότων. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε τη συχνή παράθεση δημοτικών στίχων ή αποσπασμάτων της ποίησης του Σολωμού στο κείμενο του Λάππα, οι οποίοι στίχοι αναφέρονται σε κάθε περίπτωση στα περιστατικά που παρουσιάζονται στην αφήγηση.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Στο βιβλίο αναφέρονται όλα τα ιστορικά πρόσωπα που σχετίζονται με την πολιορκία και την Έξοδο του Μεσολογγίου, με αφορμή τις επισκέψεις του Βασίλη Γκόρπα σε αυτά όταν επέστρεψε στον τόπο του. Πολλά δε από τα παραπάνω πρόσωπα συμμετέχουν σε διαλόγους και κρατούν πρωταγωνιστικό ρόλο σε συγκεκριμένα κεφάλαια. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η αφήγηση δεν στέκεται μόνο σε διάσημους αρχηγούς αλλά και σε ονόματα και πρόσωπα άγνωστων στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αγωνιστών του Μεσολογγίου, όπως οι έφηβοι Ντάης Βορύλης, Αντώνης Μπάκας, Μάνθος Τρικούπης και Σωτήρης Γαλλιώτος, ο γνωστός και από άλλα λογοτεχνικά κείμενα Γιάννης Γούναρης (Ζούκος) κ.λπ. Ενδεικτικά, ως κάποια από τα δημοφιλή ιστορικά πρόσωπα του βιβλίου αναφέρουμε τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλα, τον Θανάση Ραζηκότσικα, τον δεσπότη Ρωγών Ιωσήφ, τον Μάγερ και από την τουρκική πλευρά ασφαλώς τον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή.

Ιστορική τοπογραφία: Η ευρύτερη περιοχή του Μεσολογγίου με τα νησάκια Βασιλάδι, Ντολβά και Κλείσοβα και η κωμόπολη του Αιτωλικού συνιστούν τους τόπους όπου εκτυλίσσονται τα αφηγηματικά περιστατικά.

…Και αλέκτωρ δεν ελάλησε

Συγγραφέας: Θάλεια Χ. Σαμαρά

Τόπος και χρονολογία έκδοσης: Αθήνα, 1971

Αριθμός σελίδων: 214

Έπαινος ιστορικού μυθιστορήματος Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1968.

Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ζωή στην τουρκοκρατούμενη Νάουσα από τον Σεπτέμβριο του 1803 μέχρι και τον Μάιο του 1832. Οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, των αγροτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων, των εθίμων τους, της ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής, καθώς και της μορφωτικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης, που μαρτυρούν την οικονομική ευημερία της, εναλλάσσονται με τις αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της εποχής που συνδέονται με αυτήν. Η πολιορκία της Νάουσας από τις δυνάμεις του Αλή, η παράδοσή της, η εγκατάσταση εκεί Αλβανικής φρουράς, η προνομιακή μεταχείριση των Ναουσαίων από τους Τούρκους ύστερα από μεσολάβηση της μητέρας του σουλτάνου, η επανάστασή τους παρά τα προνόμια που απολάμβαναν, η νικηφόρα μάχη τους, η επίθεση του Λουμπούτ πασά στην πόλη τους, η ολοσχερής καταστροφή της και η ανοικοδόμησή της από τους ελάχιστους επιβιώσαντες κατοίκους της ύστερα από μια δεκαετία, αποδίδονται στο κείμενο μέσα από την προσωπική δράση του ηλικιωμένου ήρωα Νόνη, του γιου του Γιάννου, των εγγονών του Δημήτρη, Κωνσταντή και Μαρίας και του αρραβωνιαστικού της τελευταίας Αλέξη.

Ο αναγνώστης που μοιράζεται τις χαρές, τις αγωνίες, τα προβλήματα των συγκεκριμένων αφηγηματικών προσώπων, αισθάνεται άμεσα εμπλεκόμενος στα τραγικά ιστορικά γεγονότα τα οποία εκείνα βιώνουν. Ωστόσο, αν και συγκλονίζεται από το θάνατο όλων σχεδόν των μελών της οικογένειας τού Νόνη, δεν παύει να αισιοδοξεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες εμφανίζονται τα παιδιά του μοναδικού επιζώντα Κωνσταντή, που μάλιστα μοιάζουν ιδιαίτερα ως προς τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο ζωής τους με τους νεκρούς συγγενείς τους των οποίων φέρουν τα ονόματα.

Από τα σημεία της αφήγησης στα οποία διατηρείται αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ξεχωρίζουν καταρχάς όσα αναφέρονται σε περιπτώσεις που η ζωή των ηρώων κινδυνεύει, με δεδομένο ότι ο αναγνώστης δεν έχει πληροφορίες που να τον καθησυχάζουν αλλά εμπλέκεται στη δική τους αγωνία και μοιράζεται τη δική τους περιορισμένη οπτική. Αυτό συμβαίνει όταν η μικρή Μαρία έρχεται αντιμέτωπη με έναν οπλισμένο Αρβανίτη, που έχει εισχωρήσει από κάποιο άγνωστο σημείο στην οχυρωμένη πόλη, όταν, επίσης, τα αδέρφια της απομακρύνονται από τα τείχη της Νάουσας, επιδιώκοντας να πλησιάσουν στο μέρος όπου έχουν στρατοπεδεύσει οι Τούρκοι πολιορκητές της, για να ανοίξουν πυρ ενάντια στη σκηνή που διαμένει ο Λουμπούτ πασάς και κατά την επιστροφή τους δέχονται εχθρικά πυρά ή όταν όλοι οι κάτοικοι της Νάουσας συμμετέχουν στη διάνοιξη υπόγειας σήραγγας, προκειμένου να ανακαλύψουν πού οι άνθρωποι του Αλή έχουν αλλάξει την πορεία του νερού και αυτό δεν φτάνει στα σπίτια τους ενώ τα χρονικά περιθώρια στενεύουν δραματικά.

Ως αποτέλεσμα της περιορισμένης οπτικής του αναγνώστη συχνά στις σελίδες του έργου κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, που το καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικό. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, όταν εμφανίζεται στην πόλη κάποιος άγνωστος άντρας, ο οποίος επισκέπτεται τον δάσκαλο Μπαλαούρδα, που τον υποδέχεται με εξαιρετική θερμότητα και σεβασμό και τον παρουσιάζει στον άρχοντα Ζαφειράκη, που επίσης τον αντιμετωπίζει ως εξόχως σημαντικό πρόσωπο. Η ταυτότητα του αγνώστου και η ιδιότητα του, το ότι πρόκειται δηλαδή για Απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, αποκαλύπτεται ύστερα από τεσσερισήμισι σελίδες μετά την πρώτη εμφάνιση του.

Σε αντίθεση με τον αναγνώστη που αγωνιά, ακριβώς επειδή πληροφορείται σταδιακά τα συμβαίνοντα, ο αφηγητής του βιβλίου κατέχει οτιδήποτε αφορά όχι μόνο τα γεγονότα αλλά και τα πρόσωπα. Έτσι συχνότατα εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο πλήθους ηρώων και παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αναφέρεται, λόγου χάριν, στον πόνο της Μαρίας για τον θάνατο της μητέρας της ή στην απόφασή της να μην απομακρυνθεί από την πόλη για να διασωθεί αλλά να παραμείνει κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα, που εξακολουθούν να μάχονται. Παρουσιάζει επίσης την πικρία του Νόνη για τις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν τα εγγόνια του, τον πόνο του καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ολοσχερής καταστροφή της Νάουσας είναι αναπόφευκτη μα και τη χαρά του για το πάθος των υπερασπιστών της έως την τελευταία στιγμή. Εκτός δε από τα κύρια πρόσωπα ο αφηγητής συχνά στρέφεται στον ψυχισμό και των υπόλοιπων ηρώων, όπως του Λουμπούτ πασά, που ανυπομονεί να εκτελέσει τη διαταγή του σουλτάνου για αφανισμό των κατοίκων της Νάουσας ή απορεί για τις απεριόριστες ικανότητες των αντιπάλων του και κάποιες στιγμές αμφιβάλλει για την επιτυχία του, αν και η υπεροχή του τόσο σε αριθμό πολεμιστών όσο και σε μέσα είναι συντριπτική.

Ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα: Ο Απόστολος της Φιλικής Εταιρείας Δημήτριος Ύπατρος, ο οποίος ανέλαβε να οργανώσει την επανάσταση στην πόλη της Νάουσας, ο άρχοντας Ζαφειράκης, ο Καρατάσιος, που ηγήθηκε των πολεμικών επιχειρήσεων, ο Κασομούλης, που ανέλαβε τις επαφές με τον ηγεμόνα της Βλαχίας, καθώς και με τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Πελοπόννησο και από την πλευρά των τούρκων ο Αλής, ο Λουμπούτ και ο Κεχαγιάμπεης είναι τα κυριότερα ιστορικά πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται στο έργο.

Ιστορική τοπογραφία: Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης αναφέρεται στην πόλη και στις εξοχές της Νάουσας. Οι αφηγηματικές σκηνές διαδραματίζονται στον πύργο του κιοσκιού στο βουνό Ντούρλια, στις όχθες της Αράπιτσας, στη Σμίξη, στον Άγιο Νικόλαο, όπου κατέφυγαν όσοι Ναουσαίοι επέζησαν κ.λπ. Διάφορα ωστόσο αφηγηματικά επεισόδια εκτυλίσσονται και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας, όπως η Βέροια, στην οποία κατευθύνονται οι πολεμιστές της Νάουσας και αναμετριούνται με τους Τούρκους στη μονή της Παναγίας του Δοβρά ή όπως η περιοχή του Αγίου Όρους, όπου κρύβονται ο Γιάννης με τον Ζαφειράκη μετά την παράδοση της πόλης στον Αλή. Επίσης γίνεται λόγος για τα Γιάννενα, όπου πηγαίνουν να διαπραγματευτούν με τον Αλή, για την Κωνσταντινούπολη, όπου συναντούν τη μητέρα του σουλτάνου, για την Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία, στις οποίες γίνονται επαφές με διάφορους οπλαρχηγούς κ.λπ.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Ελένης Ηλία, Η Μακεδονία στην Παιδική/νεανική μας Λογοτεχνία (Διάλεξη στη μνήμη τής Πηνελόπης Μαξίμου), Δελτίο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, 2006, σσ.  43 -80.

 

 

Διάλεξη στη μνήμη της Πηνελόπης Μαξίμου

Ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου έχει καθιερώσει ετήσια διάλεξη στη μνήμη της Πηνελόπης Μαξίμου. Το 2005 η διάλεξη αυτή, τρίτη κατά σειρά, έγινε στην αίθουσα της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών στις 24/2/2005 με ομιλήτρια τη διδάκτορα Ελένη Ηλία και θέμα «Η Μακεδονία στην παιδική/νεανική μας λογοτεχνία».

Όπως προκύπτει από τον τίτλο του παρόντος κειμένου, θα ασχοληθούμε με λογοτεχνικά έργα τα οποία αναφέρονται στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, καλύπτουν δε χρονικά διαδοχικές ιστορικές εποχές. Ιδιαίτερη έμφαση τουλάχιστον ως προς το πλήθος των βιβλίων που έχουμε συμπεριλάβει, δίνεται σε παλαιότερα και σύγχρονα λογοτεχνήματα που αποδίδουν στιγμές του μακεδονικού αγώνα, καθώς τη χρονιά που πέρασε πραγματοποιήθηκαν πάμπολλες πνευματικές εκδηλώσεις για τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, με αφορμή την εκατοστή επέτειο από το θάνατο του Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου του 1904.

Ακριβώς όμως επειδή τα λογοτεχνήματα με επίκεντρο τη Μακεδονία κινούνται σε τεράστιο χρονικό εύρος, καθώς οι προσωπικότητες που προέρχονται από το μακεδονικό χώρο ή έδρασαν σε αυτόν σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της και ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε εκεί από την αρχαιότητα έχουν εμπνεύσει πολλούς σημερινούς Έλληνες συγγραφείς, θα ακολουθήσουμε κατά την παρουσίασή τους την ιστορική πορεία.

Τα έργα μάλιστα των συγκεκριμένων δημιουργών εμφανίζουν ευρύτατο αναγνωστικό ενδιαφέρον, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί από το συνδυασμό δύο παραγόντων. Πρόκειται αφενός για τους αφηγηματικούς χειρισμούς που πηγάζουν από τον ορισμό του ιστορικού μυθιστορήματος, στο οποίο επιδιώκεται η πρόσμιξη του πραγματικού με το φανταστικό, που προϋποθέτει την ιστορική γνώση και την αφηγηματική δεξιοτεχνία[1]. Οι συγκεκριμένοι χειρισμοί έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπλαση μιας ολόκληρης εποχής[2]. Έτσι μας επιτρέπουν να μετακινηθούμε στο χρόνο[3], να ξεφύγουμε από τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από την ταύτιση με πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν[4] και να βιώσουμε αισθήματα που στην εποχή μας απωλέσαμε, πάντα ωστόσο νοσταλγούμε. Κυρίως όμως μέσα από την ταύτιση με τους ήρωες των λογοτεχνικών ιστορικών έργων δίνεται έμφαση στην αναλλοίωτη ανθρώπινη ψυχή, στα ήθη και τα αισθήματα που παραμένουν κοινά[5], ειδικότερα στην αγωνία και την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία αναζητά και ανακαλύπτει τα όριά της σε συνθήκες ανεξέλεγκτες, που καθορίζουν αναπόφευκτα τις επιλογές της. Έτσι το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος κατά τον Βασίλη Αναγνωστόπουλο συντελεί στην πνευματική, κοινωνική και ψυχική μας ωρίμαση, παρέχοντας αλλεπάλληλες ευκαιρίες για χωροχρονικές συγκρίσεις[6]. Επίσης, μας διδάσκει τα δεινά του πολέμου, την ειρήνη ως μέγα αγαθό της ζωής και την ελευθερία ως λογική αναγκαιότητα για την κατάκτηση της ευτυχίας[7]. Συνακόλουθα, όπως επισημαίνει ο Ηρακλής Καλλέργης, παράλληλα με την εθνική καλλιεργεί και την οικουμενική συνείδηση του αναγνώστη[8].

Το αναγνωστικό ενδιαφέρον για τα σχετικά με τη Μακεδονία λογοτεχνικά κείμενα οφείλεται αφετέρου κατά την άποψή μας σε ένα κοινό στοιχείο του σύγχρονου κόσμου μας και της Μακεδονίας σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της. Αναφέρομαι στην πολυπολιτισμικότητα, τη συνύπαρξη ανθρώπων από διαφορετικές φυλές, με ποικίλες γλώσσες και κουλτούρες. Αναλυτικότερα, επισημαίνεται ότι στη Μακεδονία αρχικά εγκαταστάθηκαν οι Αχαιοί και ακολούθησαν οι Δωριείς. Μεταξύ των μακεδονικών φυλών ξεχωρίζουν οι Πελασγοί, οι Παίονες και οι Πρίοπες, για τους οποίους πιθανολογείται ότι ήταν Αιολείς. Στη σύνθεση του πληθυσμού κατά την αρχαιότητα περιλαμβάνονται επίσης οι Φρύγες. Στην εποχή του Φιλίππου του Β΄ η πολυπολιτισμικότητα εκφράστηκε με την ένωση των ελληνικών πόλεων- κρατών και την οργάνωση κοινής εκστρατείας στην Ασία[9] ενώ επί Αλεξάνδρου του Μεγάλου με τον ελληνικό πολιτισμό συνδέθηκαν οι λαοί ολόκληρης της ασιατικής και μέρους της αφρικανικής ηπείρου, όπου διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα και θεμελιώθηκαν εβδομήντα Αλεξάνδρειες στα πρότυπα των ελληνικών πόλεων[10]. Η Αγγελική Νικολοπούλου επισημαίνει σχετικά ότι χάρη στη μόρφωσή του Αλέξανδρου η νικηφόρα εκστρατεία του δεν έμεινε στην ιστορία τόσο ως στρατιωτικό κατόρθωμα όσο ως μια πολιτισμική εξόρμηση, που μετέβαλε την Ελλάδα σε ελληνισμό, που έδωσε στο ελληνικό πνεύμα οικουμενική διάσταση, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως ελληνιστική ιστορική εποχή [11]. Εντελώς ενδεικτικά ας σταθούμε επίσης ως προς τη νεότερη ιστορία στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, οπότε σύμφωνα με στοιχεία που παρέχονται στο διαδίκτυο από το μακεδονικό πρακτορείο ειδήσεων, το πληθυσμιακό μωσαϊκό της Μακεδονίας αποτελείτο από Έλληνες, ορισμένοι από τους οποίους ήταν σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι ή αλβανόφωνοι, Βουλγάρους, Σέρβους, Τούρκους, Εβραίους και λιγότερους Ρουμάνους και Αλβανούς. Τότε η πολυπολιτισμικότητα της Μακεδονίας προκάλεσε δεινά στους κατοίκους της, καθώς ξεκίνησαν εθνικιστικές διαμάχες, που διήρκεσαν για πενήντα σχεδόν χρόνια.

Περνάμε λοιπόν σε αυτό το σημείο στην προσέγγιση των διαφόρων έργων, διευκρινίζοντας ότι λόγω του εύρους του θέματος μας η επιλογή μας θα είναι ενδεικτική, συγκεκριμένα θα περιοριστούμε σε ένα κείμενο από κάθε εποχή, με εξαίρεση ασφαλώς την περίπτωση των λογοτεχνημάτων για τον μακεδονικό αγώνα, διαφορετικού πάντοτε συγγραφέα, προτιμώντας εκείνα που καλύπτουν εκτεταμένες χρονολογικές περιόδους. Αυτός ο χειρισμός μας δεν επιτρέπει βέβαια να αναφερθούμε στο σύνολο των σχετικών με τη Μακεδονία λογοτεχνικών κειμένων, μαρτυρεί ωστόσο την πρόθεσή μας να είμαστε όσο το δυνατόν αναλυτικότεροι και συνεπείς απέναντι στα έργα που θα παρουσιάσουμε και να επικεντρωθούμε σταθερά στις δύο παραμέτρους που παραπάνω εντοπίσαμε, δηλαδή στην αφηγηματική αρτιότητα και στην πολυπολιτισμικότητα.

Ξεκινούμε με το βιβλίο της Θέτης Χορτιάτη, Στη Βέροια στη Βεργίνα, εκδόσεις Κέδρος, όπου το παρελθόν αποδίδεται μέσα από τη δράση μιας εφηβικής συντροφιάς στο παρόν. Η ιστορία της Μακεδονίας, με αφετηρία την εγκατάσταση εκεί των Αργεαδών κατά την αρχαιότητα, βιώνεται από τους μικρούς ήρωες με ερεθίσματα τον οδηγό του αρχαιολογικού μουσείου της Θεσσαλονίκης για τα ευρήματα από τους τρεις τάφους που ανακαλύφθηκαν από τον Ανδρόνικο στη Βεργίνα, τις επισκέψεις τους στους αρχαιολογικούς χώρους της Πέλλας και της Βεργίνας, τη διαμονή και την περιήγηση τους στη Βέροια, τα ίδια τους τα ονόματα που προέρχονται από την αρχαιότητα, όπως Φίλα, Αλκέτας, Αμύντας, Κλείτα, θεία Ρωξάνη κ.λπ.

Οι ιστορικές γνώσεις που τα παιδιά αποκομίζουν με όλους τους παραπάνω τρόπους αλλά και από τις συζητήσεις τους με τα ενήλικα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους εμπνέουν το θεατροπαίχνιδό τους, όπως τα ίδια το αποκαλούν, τους οδηγούν σε ευφάνταστους αυτοσχεδιασμούς και τους προξενούν την κοινή επιθυμία να σπουδάσουν αρχαιολογία για να συνεχίσουν τις ανασκαφές στην περιοχή της Βεργίνας. Καθώς στο κείμενο παρουσιάζονται με εξαιρετική αληθοφάνεια τα παιδιά και οι έφηβοι ήρωες, για παράδειγμα τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα, η αμηχανία, η ένταση και η αγωνία που αυτά τούς προκαλούν, οι ασθένειες και οι ταλαιπωρίες με τις οποίες πληρώνουν τον ενθουσιασμό και τον παρορμητισμό που χαρακτηρίζουν την ηλικία τους, τα εύστοχα χιουμοριστικά πειράγματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους κ.λπ. ο νεαρός αναγνώστης έχει άπειρες δυνατότητες ταύτισης μαζί τους, με αποτέλεσμα να τον συναρπάζουν οι γνωστικές εμπειρίες τους.

Ειδικότερα στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄ αναφέρεται το βιβλίο της Κίρας Σίνου, Κάτω από τον ήλιο της Μακεδονίας, εκδόσεις Κέδρος, το οποίο σύμφωνα με τον Γιάκο εισάγει τον μικρό αναγνώστη σε ένα χώρο μύθου και θρύλου[12], καθώς επίσης και της Καλλιόπης Σφαέλλου, Ο Ολυμπιονίκης Μακεδόνας.

Το βιβλίο που αναφέρεται στη Μακεδονία κατά τους επόμενους χρόνους, είναι αυτό της Ελένης Δικαίου με τίτλο Οι θεοί δεν πεθαίνουνε στην Πέλλα, εκδόσεις Πατάκης, όπου παρακολουθούμε τη ζωή του Αλέξανδρου από την ημέρα που δολοφόνησαν τον πατέρα του Φίλιππο και ανέλαβε ο ίδιος το βασίλειο της Μακεδονίας έως το θάνατό του στη Βαβυλώνα. Υπάρχουν όμως και αρκετές αναδρομές στα παιδικά του χρόνια.

Την προσωπικότητα του Αλέξανδρου ως αφηγηματικού προσώπου συνθέτουν η αφοσίωση στους φίλους του, η απλότητα και η υπευθυνότητα απέναντι στους συμπολεμιστές του, το χιούμορ, ο σεβασμός προς τις γυναίκες, η μεγαλοψυχία, το ενδιαφέρον για τους διαφορετικούς πολιτισμούς, οι στρατηγικές και πολιτικές ικανότητές του, το ανήσυχο πνεύμα του και κυρίως η αδιάκοπη εσωτερική ανάγκη του για δράση και περιπέτεια. Ένα από τα βασικότερα στοιχεία της αφήγησης είναι η συνεχής εναλλαγή  της αναγνωστικής οπτικής. Όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του Αλέξανδρου αποδίδονται μέσα από τη συγκεκριμένη επιμέρους οπτική κάποιου από τα γύρω του αφηγηματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, παρακολουθούμε τη δολοφονία του πατέρα του, όπως την αντιλήφθηκε ο Ηφαιστίωνας. Επίσης, τον τραυματισμό του Αλέξανδρου κατά την πολιορκία της πρωτεύουσας της Μαλλιανής τον βιώνουμε μέσα από τις αισθήσεις του Λεοννάτου.

Παράλληλα ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εισερχόμενος συχνά στον ψυχισμό του συνόλου σχεδόν των αφηγηματικών προσώπων, αναφέρεται στις εντυπώσεις και τα αισθήματά τους απέναντι στον κύριο ήρωα. Ενδεικτικά μνημονεύω τη γοητεία που ασκεί στον Πέρση  Οξάρθη η προσωπικότητα του Αλέξανδρου, την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που νιώθει κοντά του η μητέρα του Δαρείου, τη Σισύγαμβη, την αγάπη της συζύγου του Ρωξάνης και το μέγεθος του πόνου της που είναι αναγκασμένη να τον στερείται, την ανησυχία του Παρμενίωνα, καθώς εικάζει ότι ο γιος του ο Φιλώτας δεν θα αποδεχθεί τη θεϊκή καταγωγή του Αλέξανδρου.

Ανάλογη έμφαση δίνεται στο έργο και στα αισθήματα του ίδιου του Αλέξανδρου για τους γύρω του. Ανάμεσά τους κυριαρχεί η αμοιβαία αγάπη, η αίσθηση της απόλυτης ψυχικής του ταύτισης με τον Ηφαιστίωνα, που ενώ στη διάρκεια της κοινής τους ζωής εκδηλώνεται ως έμπνευση, αγαλλίαση και ευφορία, γίνεται απόλυτα βασανιστική όταν τους χωρίζει ο θάνατος. Επίσης, η εσωτερική εστίαση της αφήγησης στον Αλέξανδρο αναφέρεται στον άρρηκτο δεσμό του με το άλογο του Βουκεφάλα, που υπερβαίνει μια συνηθισμένη σχέση ανθρώπου με ζώο, στον ερωτικό του πόθο για τη Ρωξάνη, ο οποίος του προκαλεί αδεξιότητα και αίσθηση αδυναμίας κ.λπ. Επιπλέον, στην επιθυμία του να αναπτύξει με την ήρεμη Σισύγαμβη μια τρυφερή σχέση μητέρας παιδιού, διαφορετική από αυτήν που είχε με την εκρηκτική φυσική μητέρα του, την Ολυμπιάδα. Τέλος, αναφέρεται στο ουσιαστικό ενδιαφέρον του για τους άντρες που περιλαμβάνονται στο στράτευμα του, είτε πρόκειται για Μακεδόνες είτε για πέρσες, στην ανάγκη του να εισπράττουν τα αισθήματά του και στην ευγνωμοσύνη του για την ανταπόκρισή τους σε αυτά.

Η αναγνωστική εμπλοκή πέρα από τη διαμόρφωση στάσεων απέναντι στους ήρωες εκδηλώνεται και με τη δημιουργία προσδοκιών, όπως όταν η παρουσία του αγάλματος του Φιλίππου ανάμεσα σε εκείνα των ολύμπιων θεών τρομάζει βάσιμα τον Αλέξανδρο, καθώς αποδεικνύεται με τη δολοφονία του πατέρα του. Επίσης, όπως όταν διαδοχικές ενδείξεις μάς προετοιμάζουν για το τέλος του Αλέξανδρου. Αναφέρομαι στις παραινέσεις των Χαλδαίων ιερέων να αποφευχθεί η είσοδός τους στη Βαβυλώνα από τα ανατολικά, στο πέσιμο της κορδέλας από το βασιλικό διάδημα κ.λπ.

Μέσα από τους συνδυασμούς όλων των παραπάνω αφηγηματικών τρόπων ο Αλέξανδρος συνιστά ένα λογοτεχνικό πρότυπο χαρισματικό και οικείο. Όλοι στο έργο τον ακολουθούν όχι από φόβο αλλά από αγάπη και εμπιστοσύνη όταν πάντα με επιτυχία καταστρώνει πολεμικά σχέδια σαν την κατάκτηση της πανίσχυρης Περσίας, της απάτητης Σογδιανής, της Μαλλιανής, της Ινδίας. Επίσης, όταν μάχεται τα στοιχεία της φύσης, όπως κατά το πέρασμά του από την έρημο της Γεδρωσίας ή μέσα από τον ποταμό Υδάσπη, όπου αναφέρεται το ακόλουθο απόσπασμα:

Πέρα από τον Ινδό, στον παραπόταμό του τον Υδάσπη ήταν ο τελευταίος εχθρός. Πέρα από τον Ινδό ήταν πάλι ο πόλεμος.

Στον Υδάσπη κανένας δεν θα μπορούσε να φτιάξει γέφυρα με το στρατό και τους ελέφαντες του βασιλιά Πόρου παραταγμένους αντίκρυ. Τον Υδάσπη ο Αλέξανδρος έπρεπε να τον περάσει με το άλογό του. Μονάχος ενάντια στη φύση και στον εχθρό, έτσι όπως πολεμούσαν οι θεοί στα μυθικά χρόνια.

Έσκυψε ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί του Βουκεφάλα. Το άλογο σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Καθώς τα μουσκεμένα χαλινάρια χαλάρωσαν ελαφριά, το περήφανο ζώο τινάζοντας από τη χαίτη του τη βροχή, όρμησε μπροστά.

Το άλογο του Ηφαιστίωνα το ακολούθησε.

Δύο βήματα πιο κει άρχιζε το ποτάμι. Καθώς η λασπωμένη όχθη χανόταν κάτω από τα πόδια του, Ο Βουκεφάλας βρέθηκε να κολυμπάει κρατώντας ίσα ίσα το κεφάλι πάνω από το θολό νερό. Οι αστραπές φώτιζαν το δρόμο τους. Βροχή και ποτάμι είχαν γίνει ένα, καθώς αγωνίζονταν να νικήσουν άνθρωπο και άλογο. Μα ο Βουκεφάλας κολυμπούσε μπροστά. Και το άλογο του Ηφαιστίωνα ακολουθούσε.

Πίσω τους οι στρατιώτες του Αλέξανδρου, Μακεδόνες, Πέρσες, Σκύθες, Σογδιανοί καβαλάρηδες, όλες οι φυλές της Ασίας μαζεμένες σε ένα σώμα, υπακούοντας σε μια διαταγή που είχε δοθεί χωρίς λόγια σε όλους τους και στον καθένα χωριστά, ρίχνονταν στα αφρισμένα νερά με τη σειρά τους.

Την ώρα που το πρώτο φως της αυγής πάλευε με τη βροχή και τα σκοτάδια, ο στρατός, όλος ο στρατό,ς είχε περάσει στην αντίπερα όχθη.

Πάνω στις λάσπες, οι ελέφαντες του βασιλιά Πόρου στέκονταν, υψώνοντας τις προβοσκίδες τους απειλητικά. Τους είχαν παρατάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσαν οι οδηγοί τους, όμως η ευκαιρία να τρομάξουν τα άλογα, πνίγοντάς τα στον Υδάσπη, είχε χαθεί για τους Ινδούς οριστικά. Ο Έλληνας βασιλιάς, που ήταν τόσο τρελός να περάσει το ποτάμι μια τέτοια νύχτα, τους είχε αιφνιδιάσει! (σ. 116-117).

Καθώς λοιπόν ο ήρωας, αναζητώντας τα όριά του, οδηγεί τους γύρω του να τα υπερβούν άπειρες φορές, προσφέρει στον αναγνώστη μέσα από την ταύτιση, ευκαιρίες αυτογνωσίας.

Επιπλέον, ενώ ο Αλέξανδρος αναδεικνύει τον ελληνικό πολιτισμό, αφενός με την κατασκευή πλήθους πόλεων στα πρότυπα των ελληνικών και αφετέρου με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε ολόκληρο τον ασιατικό χώρο και όχι μόνο, ταυτόχρονα τον συνδυάζει με τους διαφορετικούς πολιτισμούς. Αναφέρω ενδεικτικά τις σκηνές όπου με τους συντρόφους του συνδιασκεδάζουν στα συμπόσια των ηγεμόνων των διαφόρων σατραπειών, τον ομαδικό γάμο τους στα Σούσα, που διεξάγεται σύμφωνα με τα περσικά έθιμα, την ενδυματολογική του προσαρμογή στα δεδομένα των ανατολικών λαών. κ.λπ. Έτσι συνιστά ταυτόχρονα λογοτεχνικό πρότυπο διαπολιτισμικότητας.

Περνώντας στη βυζαντινή ιστορία της Μακεδονίας, μνημονεύουμε τα έργα της Πηνελόπης Δέλτα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, των εκδόσεων Εστία και Για την πατρίδα, επίσης Εστία. Επιπλέον, της Ζωής Κανάβα Με την προσευχή και το κοντύλι. Άγιος γρηγόριος ο Παλαμάς, που καλύπτουν το δέκατο τέταρτο αιώνα και τέλος στο πολύ πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Τζανή, Ο ζηλωτής του ονείρου, εκδόσεις Πατάκη, το οποίο αναφέρεται στην επανάσταση των ζηλωτών.

Σχετικά με τη βυζαντινή περίοδο θα σταθούμε στο βιβλίο της Κίρας Σίνου Στην πόλη του Αϊ- Δημήτρη, εκδόσεις Κέδρος. Η ιστορία της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως την απελευθέρωσή της από τους τούρκους το 1917 παρουσιάζεται στις σελίδες του μέσα από τις παραδόσεις στη σχολή ξεναγών της πόλης, τις οποίες παρακολουθεί μια νεανική συντροφιά. Η παράθεση των ιστορικών στοιχείων από το χαρισματικό καθηγητή Γεωργίου οδηγεί σε κάθε περίπτωση τη δεκαεξάχρονη Μυρτώ να βιώνει με τη φαντασία της συναρπαστικές σκηνές, όπως η μονομαχία του Νέστωρα με το Λυαίο και ο σφαγιασμός χιλιάδων Θεσσαλονικέων από τους Γότθους στρατιώτες στο ιπποδρόμιο της πόλης επί Θεοδοσίου, του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Επιπλέον κατά την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Μυρτώ παρίσταται νοερά στην άλωση και λεηλασία της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, στην κατάκτησή της από τους Νορμανδούς, στο γάμο της κόρης του αυτοκράτορα της Νίκαιας Λάσκαρη με το γιο τού Μιχαήλ του Β΄, δεσπότη της Ηπείρου, που πραγματοποιείται στο έδαφός της, με στόχο την ένωση του ελληνισμού και ακόμη στην επανάσταση των Ζηλωτών. Τέλος, ως προς τη νεότερη εποχή η ηρωίδα αισθάνεται ότι παρευρίσκεται στην πόλη το 1821 όταν ξεσπάει η επανάσταση στην Πελοπόννησο, οπότε οι Τούρκοι προβαίνουν σε πρωτοφανείς βιαιότητες, καθώς και κατά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Πέρα από τις παραπάνω περιπτώσεις αποδίδονται και οι βουλγαρικοί πόλεμοι επί τσάρου Σαμουήλ, με τη διακειμενική αναφορά στο μυθιστόρημα της Δέλτα Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου.

Τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα εναλλάσσονται με τις εικόνες της σύγχρονης πόλης, τους πολυσύχναστους κεντρικούς δρόμους της, τα στέκια των νέων είτε ειδυλλιακά φυσικά τοπία της, δημιουργώντας διαδοχικές αφηγηματικές αντιθέσεις. Από το έργο δεν λείπει η περιπέτεια και η ατμόσφαιρα μυστηρίου, καθώς σύμφωνα με την πλοκή, ο Μάκης, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της παρέας, που προκαλεί στη Μυρτώ αντιφατικά συναισθήματα, έχει ανακαλύψει έναν ασύλητο μακεδονικό τάφο στο κτήμα του στο Ρετζίκι. Σε μια εκδρομή της συντροφιάς εκεί η Μυρτώ αντικρίζει μια τρύπα στο έδαφος, για την οποία ο Μάκης τής δίνει κάποια εξήγηση που το κορίτσι με τον καιρό διαπιστώνει ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Παράλληλα, τα υπόλοιπα αγόρια της παρέας πληροφορούνται συμπτωματικά πως η οικονομική κατάσταση του Μάκη έχει πρόσφατα βελτιωθεί θεαματικά. Έτσι αποφασίζουν να εξερευνήσουν μυστικά το κτήμα, όπου ανακαλύπτουν τα ευρήματα. Ο Μάκης που έχει ήδη αρχίσει να συναλλάσσεται με αρχαιοκάπηλους, πείθεται τελικά από τους φίλους του να ενημερώσει την αρχαιολογική υπηρεσία.

Εκτός από την πλοκή η οποία ευθύνεται για τη συνεχή όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, σημεία επαφής των νεαρών αγωνιστών με το κείμενο συνιστούν οι ζωντανοί διάλογοι μεταξύ των συνομηλίκων τους ηρώων.

Περνώντας στη νεότερη ιστορία, στεκόμαστε στο βιβλίο της Θάλειας Σαμαρά …Και αλέκτωρ δεν ελάλησε, όπου παρουσιάζεται η ζωή στην τουρκοκρατούμενη Νάουσα από τον Σεπτέμβριο του 1803 μέχρι και τον Μάιο του 1832. Οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, των αγροτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων, των εθίμων τους, της ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής, καθώς και της μορφωτικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης, που μαρτυρούν την οικονομική ευημερία της, εναλλάσσονται με τις αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της εποχής που συνδέονται με αυτήν. Η πολιορκία της Νάουσας από τις δυνάμεις του Αλή, η παράδοσή της, η εγκατάσταση εκεί Αλβανικής φρουράς, η προνομιακή μεταχείριση των Ναουσαίων από τους Τούρκους ύστερα από μεσολάβηση της μητέρας του σουλτάνου, η επανάστασή τους παρά τα προνόμια που απολάμβαναν, η νικηφόρα μάχη τους, η επίθεση του Λουμπούτ πασά στην πόλη τους, η ολοσχερής καταστροφή της και η ανοικοδόμησή της από τους ελάχιστους επιβιώσαντες κατοίκους της ύστερα από μια δεκαετία, αποδίδονται στο κείμενο μέσα από την προσωπική δράση του ηλικιωμένου ήρωα Νόνη, του γιου του Γιάννου, των εγγονών του Δημήτρη, Κωνσταντή και Μαρίας και του αρραβωνιαστικού της τελευταίας Αλέξη.

Ο αναγνώστης που μοιράζεται τις χαρές, τις αγωνίες, τα προβλήματα των συγκεκριμένων αφηγηματικών προσώπων, αισθάνεται άμεσα εμπλεκόμενος στα τραγικά ιστορικά γεγονότα τα οποία εκείνα βιώνουν. Ωστόσο, αν και συγκλονίζεται από το θάνατο όλων σχεδόν των μελών της οικογένειας τού Νόνη, δεν παύει να αισιοδοξεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες εμφανίζονται τα παιδιά του μοναδικού επιζώντα Κωνσταντή, που μάλιστα μοιάζουν ιδιαίτερα ως προς τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο ζωής τους με τους νεκρούς συγγενείς τους των οποίων φέρουν τα ονόματα.

Από τα σημεία της αφήγησης στα οποία διατηρείται αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ξεχωρίζουν καταρχάς όσα αναφέρονται σε περιπτώσεις που η ζωή των ηρώων κινδυνεύει, με δεδομένο ότι ο αναγνώστης δεν έχει πληροφορίες που να τον καθησυχάζουν αλλά εμπλέκεται στη δική τους αγωνία και μοιράζεται τη δική τους περιορισμένη οπτική. Αυτό συμβαίνει όταν η μικρή Μαρία έρχεται αντιμέτωπη με έναν οπλισμένο Αρβανίτη, που έχει εισχωρήσει από κάποιο άγνωστο σημείο στην οχυρωμένη πόλη, όταν, επίσης, τα αδέρφια της απομακρύνονται από τα τείχη της Νάουσας, επιδιώκοντας να πλησιάσουν στο μέρος όπου έχουν στρατοπεδεύσει οι Τούρκοι πολιορκητές της, για να ανοίξουν πυρ ενάντια στη σκηνή που διαμένει ο Λουμπούτ πασάς και κατά την επιστροφή τους δέχονται εχθρικά πυρά ή όταν όλοι οι κάτοικοι της Νάουσας συμμετέχουν στη διάνοιξη υπόγειας σήραγγας, προκειμένου να ανακαλύψουν πού οι άνθρωποι του Αλή έχουν αλλάξει την πορεία του νερού και αυτό δεν φτάνει στα σπίτια τους ενώ τα χρονικά περιθώρια στενεύουν δραματικά.

Ως αποτέλεσμα της περιορισμένης οπτικής του αναγνώστη συχνά στις σελίδες του έργου κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, που το καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικό. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, όταν εμφανίζεται στην πόλη κάποιος άγνωστος άντρας, ο οποίος επισκέπτεται τον δάσκαλο Μπαλαούρδα, που τον υποδέχεται με εξαιρετική θερμότητα και σεβασμό και τον παρουσιάζει στον άρχοντα Ζαφειράκη, που επίσης τον αντιμετωπίζει ως εξόχως σημαντικό πρόσωπο. Η ταυτότητα του αγνώστου και η ιδιότητα του, το ότι πρόκειται δηλαδή για Απόστολο της Φιλικής Εταιρείας, αποκαλύπτεται ύστερα από τεσσερισήμισι σελίδες μετά την πρώτη εμφάνιση του.

Σε αντίθεση με τον αναγνώστη που αγωνιά, ακριβώς επειδή πληροφορείται σταδιακά τα συμβαίνοντα, ο αφηγητής του βιβλίου κατέχει οτιδήποτε αφορά όχι μόνο τα γεγονότα αλλά και τα πρόσωπα. Έτσι συχνότατα εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο πλήθους ηρώων και παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αναφέρεται, λόγου χάριν, στον πόνο της Μαρίας για τον θάνατο της μητέρας της ή στην απόφασή της να μην απομακρυνθεί από την πόλη για να διασωθεί αλλά να παραμείνει κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα, που εξακολουθούν να μάχονται. Παρουσιάζει επίσης την πικρία του Νόνη για τις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν τα εγγόνια του, τον πόνο του καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ολοσχερής καταστροφή της Νάουσας είναι αναπόφευκτη μα και τη χαρά του για το πάθος των υπερασπιστών της έως την τελευταία στιγμή. Εκτός δε από τα κύρια πρόσωπα ο αφηγητής συχνά στρέφεται στον ψυχισμό και των υπόλοιπων ηρώων, όπως του Λουμπούτ πασά, που ανυπομονεί να εκτελέσει τη διαταγή του σουλτάνου για αφανισμό των κατοίκων της Νάουσας ή απορεί για τις απεριόριστες ικανότητες των αντιπάλων του και αμφιβάλλει για την επιτυχία του παρά τη συντριπτική υπεροχή του σε αριθμό πολεμιστών και οπλισμό.

Στην επίσης τουρκοκρατούμενη Βέροια κατά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες αναφέρεται και το βιβλίο της Γιώτας Φωτιάδου – Μπαλαφούτη, Εμείς οι Βλάχοι, που εκτείνεται και στην περίοδο του μακεδονικού αγώνα αλλά και στα κατοπινά χρόνια έως τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο.

 

Λογοτεχνικά βιβλία για τον μακεδονικό αγώνα

Τα λογοτεχνικά μας βιβλία για τον μακεδονικό αγώνα αναφέρονται σε διάφορες χρονικές στιγμές του, που για τον προσδιορισμό τους συχνά χρησιμοποιείται ως ορόσημο ο θάνατος του Παύλου Μελά. ΄Αλλα επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες ιστορικές μορφές και καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της δράσης τους και άλλα σε περιοχές όπου αναπτύσσεται πολεμική δραστηριότητα.

Το τελευταίο ισχύει για το κλασικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, εκδόσεις Εστία, το οποίο συνιστά σημείο αναφοράς για όλα τα κατοπινότερα κείμενα, θέτοντας τους βασικούς άξονες του συνόλου της σχετικής αφηγηματογραφίας. Ο τίτλος του αποδίδει θαυμάσια όχι μόνο τον τόπο της αφηγηματικής δράσης αλλά και τις συνθήκες του συγκεκριμένου αγώνα, ο οποίος είναι μυστικός και ανεπίσημος, οπότε υπαγορεύει αντίστοιχους τρόπους διεξαγωγής, όπως ενέδρες, «μπρουσκάδες» όπως αναφέρονται από τη συγγραφέα και αιφνιδιασμούς.

O βάλτος περιγράφεται εκτενώς από τον αφηγητή. Η χλωρίδα και η πανίδα του, οι ανθρώπινες κατοικίες και η χρήση τους πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται σε αυτό σε ειρηνικές και σε εμπόλεμες περιόδους. Κοινά αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παλαιότερου κειμένου της Δέλτα και των σύγχρονων σχετικών έργων συνιστούν η έμφαση στην εθελοντική δράση, που εκτείνεται σε όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, δηλαδή και στις γυναίκες και στα παιδιά. Επίσης, ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, η θυσία των κάθε ηλικίας και φύλου λογοτεχνικών προσώπων. Ειδικότερα για το μυθιστόρημα της Δέλτα, επισημαίνεται ότι το αγωνιζόμενο άτομο δικαιώνεται από την αφοσίωσή τους στην ιδέα της πατρίδας, μολονότι μέσα από τη δράση του δεν οδηγείται στην αυτογνωσία. Η επικότητα των ηρώων εξυπηρετεί εδώ αποκλειστικά το όραμα για ένα σύγχρονο κράτος[13].

Στο έργο συνυπάρχουν πρόσωπα ιστορικά και μυθοπλαστικά. Για τη χρησιμοποίηση των τελευταίων η συγγραφέας σημειώνει πως εξυπηρετούν την πλοκή και αποσκοπούν στην εξασφάλιση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος του παιδικού κοινού, όπου συνειδητά κυρίως απευθύνεται[14]. Αυτό μαρτυρεί άλλωστε η επιλογή των δύο βασικών ηρώων, Αποστόλη και Γιοβάν, που βρίσκονται σε εφηβική και παιδική ηλικία αντίστοιχα. Ο πρώτος συμμετέχει στον αγώνα ως οδηγός των Ελλήνων ανταρτών ενώ ο δεύτερος, αν και έχει ανατραφεί από Βουλγάρους, κατορθώνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και συμπάθεια του ελληνικού στοιχείου, προσφέροντας ανεκτίμητη βοήθεια στον εντοπισμό συγκεκριμένων κομιτατζήδων και στη μεταφορά πληροφοριών. Τα δύο παιδιά, που είναι ορφανά, συνδέονται στενά μεταξύ τους και με τη νεαρή Ηλέκτρα, ηρωική δασκάλα του χωριού Ζορμπάς, πρόσωπο ιστορικό και βασικό αφηγηματικό.

Στην υπόθεση εμπλέκονται επίσης οι λογοτεχνικοί ήρωες του έργου της Δέλτα, Μάγκας. Ο Βασίλης φτάνει από την Αλεξάνδρεια στη Μακεδονία, τόπο καταγωγής του, για να αναζητήσει το μικρό γιο του, του οποίου αγνοεί την τύχη ύστερα από την επίθεση κομιτατζήδων στο χωριό του, όπου σκοτώθηκαν η γυναίκα και η μητέρα του. Τον συνοδεύουν οι εξάδελφοι Μήτσος και Περικλής Βασιωτάκης. Ο τελευταίος φέρνει μαζί του το σκύλο του Μάγκα, που με το αλάθητο ένστικτό του συμβάλλει καθοριστικά στην επιτυχή έκβαση διαφόρων πολεμικών επιχειρήσεων και στη σωτηρία μακεδονομάχων.

Τα πρόσωπα που διαμένουν μόνιμα στη Μακεδονία με τις οικογένειές τους, έχουν υποστεί επανειλημμένα τη βία των κομιτατζήδων και συχνότατα έχουν εξ αιτίας τους χάσει τους οικείους τους. Η συμμετοχή τους συνεπώς στον αγώνα συνιστά ανάγκη για επιβίωση και απονομή δικαιοσύνης. Έτσι δικαιολογείται το ανεξέλεγκτο μίσος του Βασίλη για τους Βουλγάρους, που έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα, όπως ο καπετάν Άγρας και ο καπετάν Νικηφόρος. Καθώς η εμπλοκή των τελευταίων είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, που υπαγορεύεται από την ιδεολογία τους, έχουν την ευχέρεια να κατανοούν και να δικαιολογούν το φανατισμό των αντιπάλων. Υποδεικνύουν την απελευθέρωση συλληφθέντων Βουλγάρων, αποφεύγουν τις εκτελέσεις, φροντίζουν κατά τις επιθέσεις τους για την προστασία του άμαχου εχθρικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο όπου ο Αποστόλης προβληματίζεται έντονα από τη διάσταση των απόψεων του Άγρα και της Ηλέκτρας αναφορικά με τη φύση του βουλγαρικού λαού. Ο Άγρας άλλωστε βρίσκει μαρτυρικό θάνατο κατά την απόπειρα συμφιλίωσης με τους κομιτατζήδες.

Στο ίδιο επεισόδιο τραυματίζεται θανάσιμα και ο Γιοβάν, γεγονός που κυριολεκτικά συγκλονίζει τον αναγνώστη, πολύ δε περισσότερο επειδή συμβαίνει όταν αποκαλύπτεται ότι το αγοράκι ήταν ο αγνοούμενος γιος του Βασίλη. Στους θανάτους που συμβαίνουν στο έργο, συγκαταλέγεται και η αυτοθυσία του θείου του μικρού, που αποκαλείται Γρέγος, και του έφηβου Περικλή. Ο Μήτσος φεύγει από τη Μακεδονία ανάπηρος, μαζί με την αρραβωνιαστικιά του την Ηλέκτρα. Ο Αποστόλης θυσιάζει το όνειρό του να μορφωθεί, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους καινούργιους εθελοντές που καταφθάνουν στο βάλτο με το τέλος της αφήγησης, για να αντικαταστήσουν τους εξαντλημένους από τις κακουχίες άντρες. Ο δε Βασίλης που έχει χάσει κάθε ελπίδα και ενδιαφέρον μετά το τέλος του μοναδικού παιδιού του, επιστρέφει στο πεδίο της μάχης, επιδιώκοντας τη λύτρωση που θα του προσφέρει ο θάνατος.

Στο έργο η αναγνωστική εμπλοκή στα αφηγηματικά δρώμενα είναι κατά πολύ αποτέλεσμα της κοινής οπτικής μας με αυτή των κύριων ηρώων, σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Η αποτυχημένη για τους Έλληνες μάχη στην κεντρική καλύβα του βάλτου που κατέχουν οι κομιτατζήδες, η διαδρομή του άρρωστου Άγρα στη Θεσσαλονίκη, η έρευνα στο σχολείο του Ζορμπά για τον εντοπισμό ενός παπά, τον οποίο πραγματικά φιλοξενεί εκεί η Ηλέκτρα, η πυρκαγιά στο ίδιο σχολείο, που οφείλεται σε εμπρησμό των Βουλγάρων, η έρευνα Τούρκων αστυνομικών στο ναό της Κάλιανης ενώ σε κρύπτη του βρίσκονται Έλληνες αντάρτες, η μάχη στα  Κουρφάλια και η αναμονή των συμμετεχόντων ανταρτών στη βάση τους, η αναζήτηση του Άγρα από τους συντρόφους του ύστερα από τη συζήτησή του με το Ζλάταν κ.λπ. αποδίδονται καθώς ο Αποστόλης, ο Γιοβάν και οι άλλοι Έλληνες αγωνιστές αναμένουν εναγωνίως τις εξελίξεις.

Η προσέγγιση του αναγνώστη στους ήρωες προκύπτει επίσης από τη δυνατότητά του να εισέρχεται στον εσωτερικό τους κόσμο, συνηθέστερα στον εσωτερικό κόσμο του Αποστόλη και του Βασίλη. Τη σκέψη του πρώτου απασχολεί σε αλλεπάλληλες περιπτώσεις το πρόσωπο του Γρέγου, που περιβάλλεται από μυστήριο. Όταν το αγόρι τον πρωτοσυναντά στο σχολείο του Ζορμπά, όπου του συστήνεται ως παπα-Γρηγόρης, εικάζει ότι δεν πρόκειται για πραγματικό ιερωμένο. Αργότερα ακούγοντας να τον αποκαλούν στο βάλτο «καπετάν Ακρίτα», απορεί έντονα, εφόσον είναι σε θέση να γνωρίζει ότι ο αντάρτης με αυτό το ψευδώνυμο βρίσκεται την ίδια περίοδο στην ελεύθερη Ελλάδα. Επιπλέον, η σωματική διάπλαση του μυστηριώδους αγωνιστή, οι κινήσεις και το περπάτημά του προβληματίζουν έντονα τον Αποστόλη, ώσπου αντιλαμβάνεται, πως του θυμίζουν το μεταμφιεσμένο σε ιερέα άντρα του Ζορμπά. Εξίσου οξύνει την περιέργειά του η βαθιά φιλία που ενώνει τον άγνωστο άντρα με τον Βασίλη, πολύ πριν πληροφορηθούμε από τον αφηγητή ότι πρόκειται για τον αδερφό της γυναίκας του τελευταίου.

Οι αναφορές στον ψυχισμό του Βασίλη συνδέονται με το πρόσωπο του γιου του. Ο ήρωας αντιμετωπίζει το δίλημμα αν θα παραμείνει δίπλα στο τραυματισμένο αγοράκι τη στιγμή που η συμβολή του στην αναζήτηση του αγνοούμενου Άγρα κρίνεται καθοριστική. Όσο φροντίζει τον γιο του, έχοντας επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασής του, υποφέρει από τύψεις, επειδή τον καιρό που τον συναναστρεφόταν στο βάλτο, δεν του συμπεριφερόταν τρυφερά, θεωρώντας τον Βουλγαράκι. Ύστερα από το τέλος του μικρού, ο άντρας καταλαμβάνεται από τη σκέψη να αυτοκτονήσει ενώ και η επιλογή του να συνεχίσει τον αγώνα ταυτίζεται στην αντίληψή του με επιδίωξη του θανάτου του.

Η τραγικότητα της ύπαρξης του Βασίλη δεν βιώνεται από τον αναγνώστη μόνο μέσα από την απόδοση του εσωτερικού κόσμου του. Ο ήρωας συνιστά επιπλέον θύμα τραγικής ειρωνείας εφόσον οι παρεχόμενες ενδείξεις ενισχύουν σταδιακά την εντύπωσή μας για την πραγματική ταυτότητα του Γιοβάν. Αρχικά αναφέρεται ότι το αγοράκι δεν μοιάζει εμφανισιακά για Βούλγαρος και ότι αντιπαθεί το λαό του ενώ αντίθετα βοηθά με κάθε τρόπο τους Έλληνες που τους πολεμούν. Στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι τα αισθήματα του Γιοβάν προς συγκεκριμένους κομιτατζήδες ταυτίζονται με το μίσος του Βασίλη και του Γρέγου απέναντί τους, καθώς τους θεωρούν υπεύθυνους για τη δολοφονία της γυναίκας του πρώτου. Σε κάποιο σημείο ο Γρέγος δηλώνει ότι ο Γιοβάν τού θυμίζει έντονα τη σκοτωμένη αδερφή του, προκαλώντας έτσι την οργισμένη αντίδραση του Βασίλη. Αλλού παρακολουθούμε κάποιο αγοράκι που δεν κατονομάζεται, να λιποθυμά, αντικρίζοντας τη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας που βρήκε πάνω στο νεκρό Γρέγο. Αργότερα, όταν στις καλύβες του βάλτου εμφανίζεται ο Γιοβάν να κλαίει μπροστά στην ίδια φωτογραφία, αναφέροντας στον Αποστόλη πως θρηνεί για το θείο του, που διευκρινίζει ότι δεν είναι ο Βούλγαρος με το όνομα Πέιο, οι έως τότε εικασίες μας για την ταυτότητά του μετατρέπονται σε βεβαιότητα. Η άγνοια συνεπώς του Βασίλη σε συνδυασμό με τη γνώση της αλήθειας από τον αναγνώστη, φορτίζει έντονα συγκινησιακά τον τελευταίο, όπως και η αποκάλυψη της για τον ήρωα, που σχεδόν συμπίπτει με τη στιγμή του θανάτου του αγοριού. Ενδεικτικό του στοιχείου της τραγικής ειρωνείας είναι το παρακάτω απόσπασμα:

– Ο παραγιός σου… ο μικρός μου… πέθανε Αποστόλη…

Βαριά κάθισε στο χώμα, έβγαλε το σκουφί του και έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, δυο-τρεις φορές. Κανένας δεν μίλησε. Το είχε πει ήσυχα ο Βασίλης.

Μα στα ήσυχα αυτά αργοειπωμένα λόγια, βάραινε όλο το γκρέμισμα μιας ζωής. Και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του Αποστόλη, που είχε δει τόσα δράματα και τόσους θανάτους. Και σιωπηλά έκλαψε. Τον άκουσε ο Βασίλης. Του είπε:

-Εσύ μην κλαις… Τον αγαπούσες εσύ… Τον αγαπούσε και ο Γρέγος… που ήταν θείος του και το μάντευε. Μόνος εγώ δεν το καταλάβαινα πως ήταν το παιδί μου… «Το Βουλγαράκι»…

Συνεχίζουμε με το μυθιστόρημα της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη με τίτλο Καπετάν- Κώττας, εκδόσεις Ψυχογιός, που αναφέρεται στην περιοχή της Μακεδονίας κατά την κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της. Η αγωνία του τοπικού πληθυσμού της για τη διαφύλαξη της ελληνικής του συνείδησης σε συνθήκες δουλείας, φτώχειας και απομόνωσης, εκφράζεται εδώ με τη ζωή και τη δράση της ομώνυμης ιστορικής προσωπικότητας του μακεδονικού αγώνα, που επιδεικνύοντας ασύλληπτη ανδρεία και μοναδικές ικανότητες, οδηγείται τελικά σε μαρτυρικό θάνατο.

Ο Καπετάν-Κώττας συνιστά ένα εξαιρετικά ελκυστικό λογοτεχνικό πρότυπο, ικανό να εμπνεύσει στον αναγνώστη οποιασδήποτε εποχής και εθνικότητας την αξία της αγωνιστικότητας και το ιδανικό της ελευθερίας. Μεταξύ των αφηγηματικών στοιχείων που συντείνουν στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης αναγνωστικής στάσης συγκαταλέγονται ο θαυμασμός που αισθάνονται για εκείνον τα άλλα αφηγηματικά πρόσωπα είτε μυθοπλαστικά είτε σημαντικά ιστορικά, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Ίωνας Δραγούμης. Επίσης, για τη θετική μας στάση απέναντι στον Κώττα ευθύνεται η συμμετοχή του φυσικού κόσμου στις ψυχικές του διαθέσεις και στις οριακές στιγμές της προσωπικής του πορείας. Κυρίως όμως η συμπάθεια του αναγνώστη για τον κύριο ήρωα απορρέει από τη δυνατότητα να εισερχόμαστε στον εσωτερικό κόσμο του όταν οφείλει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις. Οι προβληματισμοί και οι αγωνίες του αποδίδονται πρωτότυπα, συγκεκριμένα σε διαλογική μορφή, καθώς ο ήρωας απευθύνεται στον εαυτό του, αποκαλώντας τον άλλοτε «Κωνσταντή» άλλοτε «καπετάνιο».

Η κυριαρχία των διαλόγων είναι άλλωστε εμφανής ενώ ο λόγος του τριτοπρόσωπου αφηγητή περιορίζεται σε ελάχιστες αράδες. Στους διαλόγους εναπόκειται συνεπώς να επιτελέσουν πλήθος ακόμη αφηγηματικών λειτουργιών, όπως η σκιαγράφηση των συνομιλούντων προσώπων, η παρουσίαση στοιχείων και πληροφοριών για την υπόθεση, η περιγραφή του χώρου και των συνθηκών όπου εκτυλίσσεται η δράση. Παραθέτουμε ένα ενδεικτικό διαλογικό απόσπασμα:

-Το λοιπόν, πήρε απόφαση να εξηγηθεί, ήρθαμε για να μας φτιάξεις το χαρτί.

-Το χαρτί; Ποιο χαρτί; έκανε τον ανήξερο ο δάσκαλος.

-Να ντε! Στους τούρκους να στείλουμε το χαρτί, που να λέει πως ξαναγυρνάμε στην Ορθοδοξία και πως είμαστε Έλληνες.

-Φεύγετε από την εξαρχία και απαρνιέσαι την πατρίδα σας, τη Βουλγαρία; ρώτησε σοβαρά ο δάσκαλος, μα είχε πείραγμα η φωνή του.

Κούνησε το κεφάλι ο μουχτάρης, όπως το κούνησαν και όλες μαζί οι άλλες κεφαλές.

-Μα μέχρι προχθές άλλα λέγατε και γράφατε, άρχισε να αγριεύει ο δάσκαλος.

-Μέχρι προχθές ήταν αλλιώς τα πράγματα, κυρ δάσκαλε. Φόβος και τρόμος ήταν οι κομιτατζήδες. Μας κάψανε, μας ξεσπίτωσαν, ατίμασαν τις γυναίκες μας. Άνθρωποι είμαστε, φοβηθήκαμε. Σάματις είχαμε και πουθενά να βασιστούμε;

-Και μέσα σε τρεις μήνους βρήκατε αποκούμπι, θεομπαίχτες; Δεν κρατιότανε πια ο δάσκαλος.

-Ναι, βρήκαμε! Τώρα δεν φοβόμαστε πια σαν μας λένε Γραικομάνους. Δεν τρέμει το φυλλοκάρδι μας, σαν πάμε στα χωράφια μας, μη και μας χαλάσουν επειδή πήγαμε στην εκκλησία μας. Έχουμε εδώ και τρεις μήνους τον Καπετάν-Κώττα και κοιμούμαστε ήσυχοι. Είδανε και τα μάτια μας Δεσπότη και ακούσαμε το λόγο του Θεού κι είπαμε σ’ αυτόν τα κρίματά μας […]

-Να γράψουμε το χαρτί να τελεύουμε, δάσκαλε! Παρακάλεσε ο μουχτάρης σιγανά.

-Δε γίνεται αυτό τώρα. Βραχνιασμένη ήταν από τη συγκίνηση η φωνή του δασκάλου. Ξαναγύρισε από την πόρτα στο δωμάτιο.[…]

-Γιατί δεν γίνεται; Αγρίεψε ο μουχτάρης. Μας το ’πανε ο Καραβαγγέλης και ο Κώττας. Όσο πιο γλήγορα, τόσο το καλύτερο.

-Δεν γίνεται επέμεινε ο δάσκαλος κι ήταν αμήχανος.

-Ξηγήσου, κυρ-δάσκαλε! Πήρε το λόγο ένας δημογέροντας. Το κρίμα μας το είπαμε και συγχώρεση λάβαμε. Τι είναι τώρα να μας φτιάξεις το γραφτό; Τι χρειάζεται;

-Πήρε βαθιά ανάσα o δάσκαλος και τ’ αποφάσισε.

-Χρειάζεται το πρώτο να το γράψω, είπε.

-Ε! το λοιπόν ναι! Γράφ’ το.

-Δεν μπορώ! Βόγκηξε ο δάσκαλος.

-Γιατί; ρώτησαν όλοι μαζί.

-Γιατί δεν ξέρω γράμματα!!! […]

-Μα πώς μαθαίνεις γράμματα στα παιδιά μας; ρώτησε ο δημογέροντας, που ακόμα δεν το πίστευε.

-Τι γράμματα τους μαθαίνεις; ρώτησε τώρα περίεργα και ο μουχτάρης.

-Τους μαθαίνω ελληνικά να μιλάνε, να τραγουδάνε ελληνικά και προπαντός να σκέφτονται ελληνικά. Και ο Κώττας και ο Δεσπότης είπανε πως πρώτα μετράει αυτό. Μέχρι να ’ρθουν άλλοι να τους μάθουνε και γράμματα.

-Από πού να ’ρθουν, δάσκαλε; είπαν όλοι μαζί.

-Από την πατρίδα μας, από το Κέντρο κάτω.

-Θα ’ρθουνε; Όλο ελπίδα ήρθε η φωνή μέσα από το σκοτάδι που τους είχε τυλίξει.

-Εμείς κρατάμε όσο να ’ρθουνε – περήφανα μίλησε τώρα ο δάσκαλος (σσ.105-109).

Όσο για το αφηγηματικό σχόλιο, περιλαμβάνει σκέψεις και συναισθήματα των προσώπων που συμμετέχουν στους διαλόγους, αναφορικά με τους συνομιλητές τους ή το αντικείμενο της συζήτησης.

Ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η συνεχής όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος και κατ’ επέκταση η εμπλοκή μας στα αφηγηματικά δρώμενα είναι τα αλλεπάλληλα κενά στην αφήγηση. Αναλυτικότερα, στην αρχή του κεφαλαίου γίνεται αναφορά απλώς σε κάποιο χώρο ή σε πρόσωπα που αργότερα θα αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους. Σε συνδυασμό δε με το γεγονός ότι διαδοχικά κεφάλαια αναφέρονται σε αφηγηματικές στιγμές που απέχουν χρονικά σημαντικά μεταξύ τους, ο αναγνώστης επιχειρεί να τα συνδέσει και να αντιληφθεί από τις σταδιακά παρεχόμενες ενδείξεις ποια σκηνή εκτυλίσσεται, τι γεγονότα μεσολάβησαν και πού έχουν οδηγηθεί οι εξελίξεις.

Ιστορικό επίσης είναι όχι μόνο το κύριο αλλά το σύνολο των προσώπων του επόμενου μυθιστορήματος με τον τίτλο Θάρρος στη μαύρη νύχτα, που έχει γράψει η Ναννίνα Σακκά- Νικολακοπούλου. Παρουσιάζει τη ζωή της νεαρής μακεδονίτισσας δασκάλας Λίλης Βλάχου από την εποχή που δεκατετράχρονο κορίτσι φτάνει στην Αθήνα για να φοιτήσει στο Αρσάκειο έως το μαρτυρικό τέλος της στη Θεσσαλονίκη το 1908 σε ηλικία εικοσιτριών ετών. Σε ολόκληρο το διάστημα της φοίτησής της είναι αναγκασμένη να μην επισκέπτεται την Έδεσσα, φοβούμενη το ενδεχόμενο να την εμποδίσουν οι τουρκικές αρχές να επιστρέψει στην Αθήνα. Η στέρηση ωστόσο της οικογένειάς της δεν είναι η μοναδική της θυσία. Πιστή στον αρχικό σκοπό της να αγωνιστεί ως δασκάλα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, αρνείται την πρόταση γάμου του αγαπημένου της Αστυάγη. Αυτή της η απόφαση υποβάλλεται στον αναγνώστη μέσα από την ακόλουθη αφηγηματική σκηνή, που συνιστά έναν αριστοτεχνικό συμβολισμό. Η Λίλη εναποθέτει στο εικόνισμα του ναού της Αγίας Αναστασίας του Αρσακείου ως ταβά για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το δαχτυλίδι που της χάρισε ο νέος, παρά την άρνηση της στην πρότασή του, προκειμένου να δηλώσει τη δική του παντοτινή δέσμευση απέναντι της.

Κατά το διάστημα των μαθητικών χρόνων της ηρωίδας, που καταλαμβάνει το πρώτο μισό του έργου, δίνεται έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στα ενδιαφέροντα και τις δραστηριότητες των συμμαθητριών της αφενός, τα οποία περιστρέφονται στην εξωτερική τους εμφάνιση, την κοινωνικότητα και την αθηναϊκή επικαιρότητα και στις μύχιες σκέψεις της Λίλης αφετέρου, όπου κυριαρχεί η προσήλωσή της στον αγώνα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Στο δεύτερο μισό του βιβλίου η ηρωίδα έχει επιστρέψει στον τόπο της, όπου καθώς σταδιακά διαπιστώνει την επιδείνωση της κατάστασης για τους Έλληνες, επεκτείνει την αγωνιστική δράση της. Και εδώ δημιουργούνται αντιθέσεις ανάμεσα στο δικό της αγώνα και τις προσωπικές στιγμές της από τη μια πλευρά και στην οικογενειακή ζωή των πρώην συμμαθητριών και συμφοιτητριών της από την άλλη, οι οποίες αντιθέσεις αποδίδουν το μέγεθος της αυταπάρνησης που την διακρίνει.

Η δράση της Λίλης δεν ανακόπτεται ούτε μετά την απομάκρυνσή της από την Έδεσσα, που ακολούθησε τον ηρωικό θάνατο του αδελφού της, αντάρτη Τσίσκα, η οποία απομάκρυνση υπαγορεύτηκε από το ελληνικό προξενείο, προκειμένου η κοπέλα να προστατευτεί από τους υποψιασμένους πλέον για τον ρόλο της Τούρκους και Βουλγάρους. Εργάζεται στο διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης και παράλληλα συνοδεύει συχνά το συμπατριώτη της γιατρό Δημήτρη Ρίζο στις δραστηριότητές του για την προάσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας, ώσπου την δολοφονεί ο τούρκος επιστάτης του διδασκαλείου, γεγονός που βυθίζει στο πένθος σύσσωμη την πόλη, που την κηδεύει με ξεχωριστές τιμές.

Η σκηνή της θανάτωσής της αποδίδεται μέσα από την εναλλαγή της αναγνωστικής οπτικής, καθώς ενώ αρχικά παρακολουθούμε την ηρωίδα να κατευθύνεται στο υπόγειο του διδασκαλείου, για να διαμαρτυρηθεί στον επιστάτη για την προκλητική συμπεριφορά του στις συναδέλφους της, στη συνέχεια η οπτική μας ταυτίζεται με αυτήν κάποιας άλλης δασκάλας, που ακούει άγριες φωνές και πυροβολισμούς και κατεβαίνοντας αντικρίζει την Βλάχου να κείτεται αιμόφυρτη.

Το βασικότερο βέβαια αφηγηματικό πλεονέκτημα του μυθιστορήματος συνίσταται στη δυνατότητα ταύτισής μας με την ηρωίδα, κυρίως καθώς εισερχόμαστε στον εσωτερικό κόσμο της και μοιραζόμαστε τα αισθήματα, τις σκέψεις της, την επικοινωνία της με το θεό και τις επιθανάτιες στιγμές της.

Παιδιά και έφηβοι συναντώνται ως αφηγηματικά πρόσωπα στην επώνυμη ελληνική παιδική λογοτεχνία από τα πρώτα της βήματα κατά τον 19ο αιώνα. Αργότερα, καθώς οι συγγραφείς συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την ισχυρή επίδραση των μικρών λογοτεχνικών ηρώων στους συνομήλικους τους αναγνώστες, τη διαδικασία της ταύτισης δηλαδή με τα λογοτεχνικά πρόσωπα[15], ενισχύεται σημαντικά ο παιδικός ρόλος στην αφηγηματική δράση. Σε αυτήν την κατεύθυνση που, όπως ήδη αναφέραμε, πρωτοπορεί ασφαλώς η Πηνελόπη Δέλτα, ακολουθεί πλήθος συγγραφέων έως τις πλέον πρόσφατες δεκαετίες. Στα παρακάτω λοιπόν μυθιστορήματα πρωταγωνιστούν μυθοπλαστικά παιδικά και εφηβικά πρόσωπα, τα οποία οι συγγραφείς τοποθετούν στο επίκεντρο των πιο κρίσιμων πολεμικών αναμετρήσεων της εποχής τους, δίπλα στις εξέχουσες ιστορικές προσωπικότητές της.

Ξεκινάμε με τον Δημήτρη Μανθόπουλο, για τον οποίο ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος τονίζει πως ως εκπαιδευτικός έχει γνώση της ψυχολογίας του σύγχρονου παιδιού[16]. Το έργο του Στην πρώτη γραμμή, εκδόσεις Εστία, που απέσπασε το βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1978, αναφέρεται στη χρονική περίοδο από το 1896 έως το 1912. Εδώ παρακολουθούμε τους αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας αλλά και της Κρήτης και των υπόλοιπων περιοχών που ακόμη βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία. Ο κύριος ήρωας, ο δεκαεξάχρονος Θάνος, ζει στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη στιγμή που φυγαδεύεται στην ελεύθερη Αθήνα, προκειμένου να μην συλληφθεί από τους Τούρκους. Μέσα από τη δράση του παρουσιάζεται αρχικά η κινητοποίηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, που περιλαμβάνει τη σύσταση της μυστικής οργάνωσης με το όνομα Εθνική Εταιρεία με σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Αργότερα επιστρέφει στη Μακεδονία ως αξιωματικός πια του ελληνικού στρατού, για να πολεμήσει τους κομιτατζήδες, ενώ έχει δημιουργήσει στην Αθήνα τη δική του οικογένεια.

Βασικότερο χαρακτηριστικό της τριτοπρόσωπης αφήγησης συνιστά η παρουσίαση των δραματουργικών και συνάμα ιστορικών εξελίξεων μέσα από την οπτική του κύριου ήρωα, την οποία μοιραζόμαστε πάντα και οι αναγνώστες, με συνέπεια τη συμμετοχή μας στην αγωνία, στην έντασή του και συνακόλουθα την ενίσχυση της συμπάθειάς μας στο πρόσωπό του. Για παράδειγμα, ο Θάνος κρυφοκοιτάζει τα πρόσωπα που συναντιούνται μυστικά με τον πατέρα του, κάποιων από τα οποία αγνοεί την ταυτότητα, και προσπαθεί να συνδυάσει τις αποσπασματικές πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά του. Αλλού κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του όταν τρέχει στα στενά της Άνω Πόλης, για να ξεφύγει από τους τούρκους στρατιώτες που τον κυνηγούν. Το ίδιο ισχύει και στο σημείο που παλεύει με ένα κομιτατζή στη μακεδονική ύπαιθρο.

Επιπλέον, συχνότατα στο κείμενο εμφανίζονται ανατροπές των αφηγηματικών δεδομένων, απροσδόκητες εξελίξεις που εκπλήσσουν εξίσου έντονα ήρωα και αναγνώστες, αυξάνοντας κατακόρυφα το ενδιαφέρον μας. Στο πρόσωπο του κομιτατζή που προαναφέραμε, ο Θάνος αναγνωρίζει το συμμαθητή του Παβλόφ, τον οποίο διαρκώς αναζητούσε, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη σύλληψη του καθηγητή τους Φιλίππου. Ωστόσο στη μεταξύ τους πάλη παρενέβη ένας έλληνας αντάρτης, για να προστατέψει τον κομιτατζή. Ήταν ο ίδιος ο Φιλίππου, που διαβεβαίωσε τον κατάπληκτο Θάνο ότι όχι μόνο ο Παβλόφ δεν ήταν προδότης αλλά και ότι συνεργαζόταν από καιρό μαζί του, φέρνοντας στους Έλληνες πληροφορίες για τους Βούλγαρους αντιπάλους τους. Στην ίδια συζήτηση ο ήρωας ενημερώθηκε επίσης για τις άριστες σχέσεις του Παβλόφ με την οικογένειά του και για την αμοιβαία ερωτική έλξη ανάμεσα στο συμμαθητή του και την αδερφή του.

Θα ήταν επίσης σκόπιμο να επισημάνουμε την εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο του κύριου ήρωα, όπου κυριαρχούν η αγνότητα, ο νεανικός ενθουσιασμός, ο πατριωτισμός και άλλα υψηλά ιδανικά, γεγονός που προσφέρει στο μικρό κυρίως αναγνώστη, την ευκαιρία να αντιμετωπίσει θετικά τις συγκεκριμένες αξίες. Συμμεριζόμαστε την ανυπομονησία και τη χαρά του, καθώς μεταβαίνοντας στη Μακεδονία, ελπίζει να συναντηθεί ξανά με τον Παύλο Μελά ή το θαυμασμό του για τον πατέρα του και τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς, που οργανώνονται μυστικά και παράνομα για την απελευθέρωση της πόλης τους.

Στη συνέχεια θα σταθούμε στο μυθιστόρημα της Νίτσας Τζώρτζογλου Όταν τα νιάτα θέλουν, εκδόσεις Άγκυρα, που αναφέρεται αποκλειστικά στο μακεδονικό αγώνα. Εκτείνεται χρονικά από το Καλοκαίρι του 1904 έως το Καλοκαίρι του 1905. Οι βασικοί ήρωές του είναι επίσης πρόσωπα μυθοπλαστικά, μέλη μιας νεανικής συντροφιάς στη Θεσσαλονίκη. Καθώς σχετίζονται με διάφορους τρόπους με τον αγώνα, ο αναγνώστης εμπλέκεται στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή μέσα από την οπτική τους, τον ψυχισμό τους και την αφηγηματική δράση τους.

Αναλυτικότερα, ο μικρός Τέλης κατοικεί ακριβώς απέναντι από το Γενικό Προξενείο. Παρακολουθώντας από το σπίτι του την κίνηση στο δημόσιο κτήριο, αντιλαμβάνεται ότι αυτό συγκοινωνεί μυστικά με τη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, ο Τέλης βλέπει αρκετές προσωπικότητες του αγώνα που καταφθάνουν εκεί, για να συναντηθούν με το γενικό πρόξενο. Το ίδιο το αγόρι έχει μάλιστα την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Κορομηλά αυτοπροσώπως, όταν του μεταφέρει κρυπτογραφημένο μήνυμα του μητροπολίτη Καστοριάς και επιδίδει άλλο γράμμα του προξένου σε κάποιο δικηγόρο, στο πλαίσιο των προσπαθειών να απελευθερωθεί ο καπετάν Κώττας. Η μεγαλύτερη σε ηλικία φίλη του Τέλη, Ζωή Πλατανιά, διορίζεται δασκάλα στο Μαύροβο, από όπου επισκέπτεται συχνά τον Γερμανό Καραβαγγέλη στη μητρόπολη της Καστοριάς είτε για ζητήματα λειτουργίας του σχολείου είτε για να ενημερωθεί για τις εξελίξεις του αγώνα είτε για να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Αποστολές ανατίθενται στη Ζωή και διαμέσου του αδελφού της Στάθη, ο οποίος είναι μεταξύ των αξιωματικών του ελληνικού στρατού που συμμετέχουν ιδιωτικά στον ένοπλο αγώνα κατά των Βουλγάρων. Ο Στάθης συμβάλλει στη σωτηρία του Μαύροβου όταν επιτίθενται κομιτατζήδες και στη συνέχεια πολεμά στο βάλτο των Γιαννιτσών, στο σώμα του καπετάν-Κάλα. Μαζί του πολεμά και ο φίλος του, δικηγόρος Δώρος Αναστασίου, που αρραβωνιάζεται με τη Ζωή κατά την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη για τις καλοκαιρινές διακοπές. Στα φανταστικά πρόσωπα συγκαταλέγεται τέλος και ο Λάμπης, μαθητής της Ζωής από το Μαύροβο, ο οποίος επίσης συμβάλλει στον αγώνα, επιστρατεύοντας τις γνώσεις του για την περιοχή του, τη φαντασία και την οξύνοια του και την αφοσίωση στη δασκάλα του.

Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα αφηγηματικά σημεία του κειμένου ξεχωρίζει η πορεία της Ζωής από το Μαύροβο στην Καστοριά, όπου πρόκειται να πληροφορηθεί από το δεσπότη το τέλος του Παύλου Μελά και την τραγική πρωτοβουλία των αντρών του ν’ αποκεφαλίσουν το πτώμα του, προκειμένου να μην αναγνωριστεί από τους εχθρούς του. Καθ’ όλη την διαδρομή η ηρωίδα διακατέχεται από άσχημα προαισθήματα. Αναλυτικότερα, η γνώριμή της λίμνη της Καστοριάς συσχετίζεται στην αντίληψή της με την Αχερουσία, που οδηγεί στον Άδη, η πλάβα που τη μεταφέρει συσχετίζεται με φέρετρο και τα ξεγυμνωμένα κλαδιά των δέντρων που διακρίνονται στις όχθες μέσα στην ομίχλη, της μοιάζουν με ανθρώπινους σκελετούς.

Η εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο των λογοτεχνικών προσώπων παρατηρείται συχνότατα, σε συνδυασμό με την απόδοση των πλέον κρίσιμων αφηγηματικών επεισοδίων μέσα από τη δική τους οπτική. Για παράδειγμα, μοιραζόμαστε το φόβο και την αγωνία της Ζωής όταν ακούει βήματα να πλησιάζουν μέσα στη νύχτα και να σταματούν έξω από το σπίτι της στο Μαύροβο, όπου κρύβει πολεμικό υλικό, για να το παραδώσει στους Έλληνες αντάρτες. Και ενώ τότε η κοπέλα ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει το όπλο που της έχει διαθέσει ο δεσπότης για να υπερασπίζεται τη ζωή της, σε άλλη περίπτωση ο μικρός Λάμπης μεταμφιέζεται σε φάντασμα και έτσι κατορθώνει να τρέψει σε φυγή τους κομιτατζήδες που κυκλώνουν την καλύβα όπου το αγόρι βρίσκεται σε αποστολή, αξιοποιώντας τη φήμη που επικρατεί στο ντόπιο πληθυσμό, ότι η καλύβα αυτή είναι στοιχειωμένη.

Σε άλλο αφηγηματικό επεισόδιο ο Τέλης κινδυνεύει ενώ μεταφέρει γράμμα του Κορομηλά. Ο αναγνώστης συμμετέχει πλήρως στην κλιμακούμενη αγωνία του αγοριού, το οποίο αντιλαμβάνεται τον τούρκο μυστικό αστυνομικό να τον παρακολουθεί στα έρημα σοκάκια της Θεσσαλονίκης και να τον προσεγγίζει σε απόσταση αναπνοής. Η αίσια έκβαση έρχεται όταν ο σκύλος τού Τέλη επιτίθεται στον Τούρκο. Στη συνέχεια οι εξελίξεις αποδίδονται μέσα από την οπτική του νεαρού Πάνου, που πηγαίνει μεταμφιεσμένος σε εβραίο ζητιάνο στο αστυνομικό τμήμα, όπου ακούει τον διοικητή τρομερά εξοργισμένο απέναντι στον Τούρκο που έχει δεχθεί την επίθεση του σκύλου, καθώς θεωρεί την αφήγηση για το σκύλο ψευδή και τη μέθη τού Τούρκου ως τη μοναδική αιτία για τα τραύματα του.

Ωστόσο η συγγραφέας ολοκληρώνει το έργο της σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Οι νεαροί ήρωές της συγκεντρώνονται ξανά για λίγο στη Θεσσαλονίκη, κατά την άφιξη του ναυτικού πατέρα της Ζωής και του Στάθη. Εκεί πλούσιοι σε εμπειρίες και ταυτόχρονα ταλαιπωρημένοι, διασκεδάζουν ξένοιαστα και κάνουν προτάσεις γάμου, ατενίζοντας με αισιοδοξία το μέλλον.

Στο βιβλίο της Ρούλας Παπαδημητρίου, με τον τίτλο Στη δοξασμένη της Μακεδονίας ώρα, που το 1968 τιμήθηκε με έπαινο ιστορικού μυθιστορήματος από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, ο αφηγητής, γέρος μακεδονομάχος, αναφέρεται στην εποχή που δεκάχρονο αγόρι με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος πολεμά τους κομιτατζήδες, πηγαίνει κοντά στο Γερμανό Καραβαγγέλη, μητροπολίτη Καστοριάς. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε καλογερόπαιδο, αναλαμβάνει αποστολές, όπως η μεταφορά μεταξύ των οπλαρχηγών, μηνυμάτων και χρημάτων για την ενίσχυση του αγώνα. Καθώς λόγω της μικρής του ηλικίας δεν κινεί υποψίες σε Βούλγαρους και Τούρκους, επισκέπτεται τακτικά το φυλακισμένο καπετάν-Κώττα, συνιστώντας τον κύριο σύνδεσμό του με τον μητροπολίτη και τους άλλους αγωνιστές. Έτσι παρακολουθεί από κοντά όλες τις μάταιες απόπειρες απελευθέρωσής του. Επιπλέον, βιώνει άμεσα πολλά ακόμη καθοριστικά ιστορικά περιστατικά, όπως το θάνατο του Παύλου Μελά και τις ενέργειες των συμπολεμιστών του, για να διαφυλάξουν το πτώμα του από τους φανατισμένους εχθρούς. Μεγαλώνοντας ο κύριος ήρωας, συμμετέχει στον ένοπλο αγώνα, όπου τραυματίζεται, με αποτέλεσμα να απομείνει ανάπηρος, ευχαριστημένος ωστόσο, αφού οι θυσίες όλων δικαιώνονται με την απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας.

Οι αναγνώστες κάθε ηλικίας έχουν τη δυνατότητα να εμπλακούν στην ένταση και την αγωνία που συνεπάγεται η συμμετοχή στον μακεδονικό αγώνα, μέσα από την ταύτιση τής οπτικής τους με του ήρωα και τις συχνές αφηγηματικές αναφορές στον εσωτερικό κόσμο του, σε κρίσιμες στιγμές για τη ζωή τη δική του και των συναγωνιστών του και για την έκβαση του αγώνα. Αναλυτικότερα, μέσα από την οπτική του παιδιού που πρωταγωνιστεί, παρακολουθούμε την εγκατάλειψη του χωριού του από τους κατοίκους του, για να γλιτώσουν από τους κομιτατζήδες, τη μυστηριώδη συνάντησή του με κάποιον ζητιάνο που του παραδίδει ένα γράμμα, με το οποίο καλείται να συμμετάσχει στον αγώνα, τη σύλληψη του καπετάν-Κώττα, την ανταλλαγή πυροβολισμών, που είχαν ως συνέπεια το θάνατο του Παύλου Μελά. Επίσης, συμμεριζόμαστε την αγωνία του, καθώς ακολουθείται από ένα ζευγάρι βούλγαρων χωρικών τη στιγμή που μεταφέρει στο δεσπότη τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν για τον αγώνα στο Βογατσικό, αλλά και την κατάπληξή του όταν αντικρίζει την ίδια Βουλγάρα να γευματίζει με τον δεσπότη ή έναν βίαιο Τούρκο τσαούση να συνομιλεί εμπιστευτικά μαζί του. Αναφορικά με τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα-αφηγητή, ας σταθούμε ενδεικτικά στο σημείο που αισθάνεται έντονα την εύνοια της τύχης, καθώς μόνος αυτός μεταξύ των συμμαθητών του έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στον μακεδονικό αγώνα από τόσο νωρίς. Επίσης στο σημείο όπου έχει πια αναλάβει ένοπλη δράση και νιώθει ενθουσιασμό και υπεραισιοδοξία για τις εξελίξεις. Τέλος, εκεί όπου υπό την επίδραση κάποιου άσχημου ονείρου κάνει δυσάρεστες σκέψεις, που επαληθεύονται με τον τραυματισμό του στη μάχη.

Με την εσωτερική εστίαση στον κύριο ήρωα συχνά αναδεικνύεται ειδικότερα ο θαυμασμός και η συμπάθειά του για τους ηρωικούς αγωνιστές, που με αυταπάρνηση διεκδικούν την ελευθερία της Μακεδονίας, γεγονός που συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση ανάλογης στάσης και από τον αναγνώστη απέναντι στα συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα. Στο ίδιο δε αποτέλεσμα οδηγεί και η αναφορά στην καθολική αποδοχή και τον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα διάφορα ιστορικά αφηγηματικά πρόσωπα οι σύγχρονοί τους. Ενδεικτικά, στη γοητεία που ασκεί στον αναγνώστη η μορφή του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, συντελεί τόσο η εντύπωση που προξένησε στον κύριο ήρωα όταν τον πρωτοσυνάντησε να ιππεύει σαν τον Άη Γιώργη όσο και η ενθουσιώδης και εγκάρδια υποδοχή του από τους κατοίκους του χωριού Δράγος. Ομοίως μας συναρπάζει το πρόσωπο του καπετάν Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, αφενός καθώς ο Ίωνας Δραγούμης εκθειάζει τις αρετές του και αφετέρου καθώς ο κύριος ήρωας, ο μητροπολίτης αλλά και ολόκληρος ο ελληνισμός της Μακεδονίας συγκλονίζεται από το θάνατο του, τον οποίο αδυνατεί να συνειδητοποιήσει, θεωρώντας τον περισσότερο θρύλο, «άγγελο του θεού, με την τιμωρό ρομφαία στο χέρι» παρά κοινό θνητό. Ή όταν ο θαυμασμός του αναγνώστη προκύπτει μεταξύ άλλων από την επισήμανση ότι τότε που επισκέφθηκε την Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση του επεφύλαξε εξαιρετικές τιμές. Όσο για τον Παύλο Μελά, τονίζεται η αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός όλων των Ελλήνων, κατοίκων των χωριών της μακεδονικής υπαίθρου τα οποία εκείνος είχε επισκεφτεί, καθώς επίσης και η άφιξη του σουηδού στρατιωτικού Έραλντ Κλέεν στην Καστοριά, προκειμένου να προσκυνήσει τον τάφο του.

Φλογισμένα χρόνια είναι ο τίτλος της διηγηματογραφικής συλλογής που έγραψε η Φράνσις Σταθάτου, η οποία περιλαμβάνει έξι σύντομα κείμενα για το μακεδονικό αγώνα, που η δράση τους τοποθετείται χρονικά από το 1902 έως το 1908 και εκτείνεται σε ολόκληρη τη Μακεδονία, συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, την Κοζάνη, την Καβάλα, την Έδεσσα, το Μοναστήρι και σε άλλα, μικρότερα χωριά. Οι βασικοί ήρωες όλων των διηγημάτων είναι παιδιά και έφηβοι, τα οποία είτε αναλαμβάνουν συνειδητά δράση είτε συνιστούν συμπτωματικά θύματα των κομιτατζήδων. Συγκεκριμένα ο δεκατετράχρονος Σταύρος έχει την ευκαιρία μετά από καιρό να τιμωρήσει τους δύο κομιτατζήδες που ευθύνονται για το χαμό ολόκληρης της οικογένειάς του και την καταστροφή του σπιτιού του. Η μικρή Λουΐζα, κόρη του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, βρίσκει τον τρόπο να ενισχύσει οικονομικά τον αγώνα των Ελλήνων κατά του συντονισμένου σχεδίου εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας, συγκινημένη από τις θυσίες και τα ιδανικά τους. Επίσης, ο διανοητικά ανάπηρος Θοδωρής γίνεται μάρτυρας του αγώνα. Με τη θανάτωσή του από τους κομιτατζήδες, αποτέλεσμα της άρνησής του να τους αποκαλύψει πληροφορίες για την άφιξη εθελοντών στρατιωτών από την Αθήνα, που φιλοξενούνται σε σπίτια συγχωριανών του, κερδίζει τελικά την εκτίμηση και τον σεβασμό των τελευταίων, που έως τότε τον περιφρονούσαν. Ο νεαρός Ανδρέας κατορθώνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το βούλγαρο κατάσκοπο ο οποίος επιδιώκει να τον εμποδίσει να εκτελέσει την αποστολή του, στο πλαίσιο της οποίας συνομιλεί με τον Παύλο Μελά και δέχεται τους επαίνους του. Ο Πέτρος εντοπίζει κάποιο σέρβο κατάσκοπο και αποτρέπει την αρπαγή μιας βυζαντινής εικόνας κατά τη μεταφορά της στο άγιο όρος. Τέλος, μία αρραβωνιασμένη κοπέλα βοηθά στην ιατρική περίθαλψη των ανταρτών και στη μεταφορά εθελοντών και οπλισμού.

Στα τέσσερα πρώτα διηγήματα χρησιμοποιείται η τριτοπρόσωπη αφήγηση, στο προτελευταίο η επιστολική γραφή ενώ στο τελευταίο η ημερολογιακή. Μέσα από αυτήν την ποικιλία των αφηγηματικών τρόπων συχνά παρουσιάζεται ο εσωτερικός κόσμος του πρωταγωνιστή, με αποτέλεσμα την αναγνωστική ταύτιση μαζί του. Επίσης, τα κρίσιμα αφηγηματικά περιστατικά αποδίδονται συχνά μέσα από την οπτική των κύριων ηρώων, οξύνοντας έτσι το ενδιαφέρον μας για τις εξελίξεις. Στη διαρκή κορύφωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος συμβάλλουν οι παρεχόμενες ενδείξεις, οι οποίες μας δημιουργούν προσδοκίες για δυσάρεστες και συνεπώς ανεπιθύμητες εξελίξεις, που τελικά επαληθεύονται με τραγικότερο από τον αναμενόμενο τρόπο.

Συνεχίζουμε με το βιβλίο του Τάκη Χατζηαναγνώστου Ιερή γη, εκδόσεις Άγκυρα, το οποίο περιλαμβάνει δύο αφηγήματα, τα κύρια πρόσωπα των οποίων δεν είναι στο σύνολό τους παιδικά. Στο πρώτο, το χωροχρονικό πλαίσιο αποδίδεται έμμεσα, μόνο με τη συχνή χρήση του όρου κομιτατζήδες ενώ δεν γίνονται ονομαστικές αναφορές σε συγκεκριμένο τόπο. Ο τίτλος του, «Η θεία Λένκω», συμπίπτει με το κεντρικό αφηγηματικό πρόσωπο. Πρόκειται για μια ηλικιωμένη χωρική, που αν και έζησε έως τα γεράματά της ταπεινά και συνηθισμένα, στο τέλος αξιώθηκε έναν ηρωικό θάνατο ανάμεσα στους συμπολεμιστές της στο μακεδονικό αγώνα. Ο συγγραφέας προσδίδει στη στάση της ηρωίδας διάσταση οικουμενική και διαχρονική, αντιμετωπίζοντας το εθνικό θέμα ως αφορμή, για να ανακαλύψει και να ξεπεράσει η ίδια τα όριά της. Άλλωστε ο ανθρωπισμός συνιστά τη μοναδική αξία που την παρακινεί να διακινδυνεύσει συνειδητά τη ζωή της, όταν αποφασίζει να κατευθυνθεί στο γειτονικό χωριό, προκειμένου να σώσει άγνωστους συνανθρώπους της που απειλούνται, επειδή αντιδρούν στις εντολές των κομιτατζήδων. Στη διάρκεια αυτής της μοναχικής πορείας θα έρθει αντιμέτωπη με τους εξαγριωμένους κομιτατζήδες, τους οποίους θα κατορθώσει να ξεγελάσει. Επίσης, θα αναμετρηθεί με τα στοιχεία της φύσης, τον άνεμο, το σκοτάδι, το ψύχος αλλά και τους εσωτερικούς φόβους της και τις μειωμένες σωματικές δυνάμεις της.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της τριτοπρόσωπης αφήγησης ο αναγνώστης μοιράζεται την οπτική της κύριας ηρωίδας. Βλέπει και ακούει ό,τι και εκείνη, όπως προσπαθεί να αντιληφθεί μέσα στον πανικό της τι ακριβώς συμβαίνει. Επιπλέον ο αναγνώστης εισέρχεται πολύ συχνά στον εσωτερικό κόσμο της θείας Λένκως, καθώς ο αφηγητής αποδίδει τις συνεχείς ψυχικές μεταπτώσεις της ανάμεσα στο φόβο και στην υπέρβαση του, την κατάπληξή της για την ψυχική της δύναμη που για πρώτη φορά ανακαλύπτει, την αγωνία για τη σωτηρία των ανθρώπων που η ζωή τους εξαρτάται από τη δράση και τους χειρισμούς της, τη βεβαιότητα ότι θα αποτύχει αλλά και την αναπτέρωση των ελπίδων της.

Ήρωας στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου του Χατζηαναγνώστου, που τιτλοφορείται «Ο καμπούρης», είναι ο Χρήστος, ένα αγόρι που ολόκληρη η ζωή του καθορίστηκε από τη σωματική αναπηρία του. Η εσωτερική εστίαση της τριτοπρόσωπης αφήγησης αποδίδει εδώ την πικρία του Χρήστου, που εξελίσσεται σε απόγνωση, καθώς οι γύρω του, προκατειλημμένοι από την εμφάνιση του, αρνούνται να αποδεχτούν το δικαίωμά του να αισθάνεται Έλληνας και να διακατέχεται από γενναιότητα και πατριωτισμό. Τα συναισθήματα αυτά του μικρού ήρωα υποβάλλονται στον αναγνώστη εντονότερα μέσα από την εμπλοκή του φυσικού κόσμου στο εσωτερικό του αδιέξοδο. Ωστόσο, η ψυχική δύναμη του Χρήστου υπερισχύει του σωματικού του ελαττώματος και της αρνητικής στάσης των άλλων απέναντί του και αναγνωρίζεται τελικά από το σύνολο των αφηγηματικών προσώπων.

Η δυσχερής θέση του ανάπηρου ήρωα αποδίδεται κυρίως μέσα από την αντίθεσή του με τον συνομήλικό του Πέτρο, ο οποίος συνιστά το δημοφιλέστερο πρόσωπο της παιδικής συντροφιάς στο χωριό και πρωτοστατεί στο χλευασμό και την περιθωριοποίηση του Χρήστου. Στις τελευταίες όμως σελίδες του κειμένου η εικόνα του Πέτρου, που κάποτε εμψύχωνε τα υπόλοιπα παιδιά με τις ενθουσιώδεις διηγήσεις του για τα κατορθώματα των ηρώων της ελληνικής επανάστασης, ανατρέπεται πλήρως. Συγκεκριμένα όταν ο Χρήστος διορίζεται πια δάσκαλος στο χωριό και αναλαμβάνει να τονώσει το φρόνημα των τρομοκρατημένων από τους κομιτατζήδες συγχωριανών του, ο Πέτρος έχει μετατραπεί σε απόλυτα άβουλο άτομο, που αρνείται να συνεισφέρει με οποιοδήποτε τρόπο στον μακεδονικό αγώνα.

Η δικαίωση του κύριου ήρωα συνίσταται αφενός στην απελευθέρωση του χωριού του, που επιτυγχάνεται χάρη στην επίδραση του ίδιου στους μαθητές του, οι οποίοι συνεργάζονται με τα στρατιωτικά σώματα των ανταρτών. Αφετέρου συνίσταται στη δημόσια ομολογία τού τραυματισμένου Πέτρου ότι η σωτηρία του οφείλεται αποκλειστικά στο Χρήστο, που παρά την αναπηρία του κατόρθωσε να τον μεταφέρει στο χωριό μόνος, διανύοντας μεγάλη απόσταση. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις εξελίξεις και αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να πλησιάζει, συνήθως μέσα από την οπτική του κύριου ήρωα. Στην περίπτωση όμως της προσπάθειας του Χρήστου να βοηθήσει τον τραυματισμένο Πέτρο, το αναγνωστικό ενδιαφέρον κορυφώνεται καθώς η οπτική μας ταυτίζεται με αυτή των υπόλοιπων χωριανών όταν αργοπορημένα διαπιστώνουν την απουσία των δύο αντρών από τους πανηγυρισμούς για τη νίκη κατά των κομιτατζήδων και ξεκινούν ομαδικά να τους αναζητήσουν.

Τελειώνουμε με την επισήμανση πως ο συγγραφέας, επιλέγοντας έναν αδύναμο σωματικά ήρωα, που υπερβαίνει τα όριά του, παρακινούμενος από τον πόθο της ελευθερίας, επιτυγχάνει και εδώ, με αφετηρία την εθνική ιστορική περίοδο του μακεδονικού αγώνα, να δημιουργήσει λογοτεχνικά πρότυπα, που λειτουργούν διαχρονικά και οικουμενικά.

Το μυθιστόρημα της Νένας Πάτρα Χρόνια τον χαλασμού και της φωτιάς καλύπτει τις ιστορικές περιόδους τόσο του μακεδονικού αγώνα όσο και των βαλκανικών πολέμων. Βασικοί ήρωές του είναι τα πρόσωπα μιας εύπορης οικογένειας της Στρώμνιτσας, που δραστηριοποιούνται ποικιλότροπα ενάντια στις απόπειρες εκβουλγαρισμού της περιοχής τους και πληρώνουν βαρύτατο τίμημα για αυτή τους τη στάση. Στο έργο συναντάμε την εναλλαγή δυο αφηγητριών, μιας νεαρής κοπέλας, όποτε η συγγραφέας αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή, και της ηλικιωμένης θείας της, Βάγιας, η οποία αποδίδει τα ιστορικά γεγονότα απευθυνόμενη όχι απρόσωπα στον εννοούμενο αναγνώστη, αλλά στην αγαπημένη ανιψιά της, που βρίσκεται δίπλα της και την παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον. Έτσι ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι παρίσταται φυσικά στη ζωντανή διήγηση που διαρκεί μια ολόκληρη χειμωνιάτικη νύχτα.

Στον αφηγηματικό αυτό χειρισμό εντοπίζεται και το στοιχείο της αντίθεσης ανάμεσα στην ασφάλεια και τη θαλπωρή του παρόντος (οι δυο γυναίκες κάθονται μπροστά στο αναμμένο τζάκι του εξοχικού τους σπιτιού) και στον πόνο, τον τρόμο, τη βία και το θάνατο, που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Αναφορικά με τη δεύτερη περίπτωση αναφέρω το σφαγιασμό των κατοίκων και την πυρπόληση του χωριού τής Βάγιας, από όπου γλίτωσε μόνον εκείνη και ο μεγαλύτερος αδερφός της, Εύθυμης, με τη βοήθεια Ελλήνων ανταρτών, που τους μετέφεραν στην οικογένεια Μούλκα στη Στρώμνιτσα, από την οποία υιοθετήθηκαν. Επίσης, τη δολοφονία του αξιαγάπητου Χαρίτωνα, γαμπρού της μεγαλύτερης κόρης τής οικογένειας, Ιφιγένειας, λίγο μετά από τη γέννηση της κορούλας τους. Για το συγκεκριμένο περιστατικό ο αναγνώστης προετοιμάζεται σταδιακά, εφόσον από τις πρώτες κιόλας σελίδες προαναγγέλλεται η ατυχής έκβαση του γάμου των δύο προσφιλέστατων ηρώων. Το προσδοκώμενο επαληθεύεται και στο ακόλουθο επεισόδιο, στο οποίο όμως συμπίπτει με το επιθυμητό. Ο νεαρός Ευθύμης, τηρώντας τον όρκο που έχει δώσει στους νεκρούς γονείς του, θανατώνει τον κομιτατζή που τους δολοφόνησε. Το παραπάνω γεγονός παρουσιάζεται μάλιστα αρχικά χωρίς να κατονομάζονται τα συμμετέχοντα πρόσωπα και να διευκρινίζονται οι συνθήκες, με συνέπεια τη διαρκώς επιτεινόμενη αντιληπτική δραστηριοποίηση του αναγνώστη, στην οποία οφείλεται η αίσθηση της προσωπικής εμπλοκής του. Αναλυτικότερα γίνεται λόγος για ένα κωφάλαλο βουλγαρόπουλο ,που όχι μόνο υπηρετούσε πιστά τον Γκαμπέροφ, αλλά και τον προειδοποίησε κάποτε που κινδύνεψε η ζωή του. Το αγόρι αυτό βρέθηκε τραυματισμένο δίπλα στο σκοτωμένο κομιτατζή. Η εκδοχή αυτή, που συνιστά την οπτική των Βουλγάρων και δημιουργεί πλήθος ερωτηματικών, αναιρείται από την ομολογία του Ευθύμη στη Βάγια, ότι ο ίδιος είναι ο δράστης.

Παρόμοια τακτική ακολουθείται και στην αφηγηματική απόδοση των εκτελέσεων διαφόρων κομιτατζήδων, που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια της θανάτωσης του Χαρίτωνα. Χωρίς, δηλαδή, να δηλώνεται η ταυτότητα των αυτουργών, παρέχονται επαρκείς ενδείξεις στον αναγνώστη για την αναγνώριση τους, μέσα από την οπτική της Βάγιας. Συγκεκριμένα, η απουσία του βοηθού της οικογένειας Γκόντσε από το σπίτι κατά τα διαστήματα που μαχαιρώνονται οι Βούλγαροι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μετά από κάθε τέτοιο μυστηριώδη θάνατο η πλούσια συλλογή μαχαιριών του εν λόγω ήρωα λιγοστεύει κατά ένα, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Γκόντσε προβαίνει σε αυτές τις ενέργειες, για να εκδικηθεί το θάνατο του αδικοχαμένου Χαρίτωνα.

Θερμές ανθρώπινες σχέσεις δεν αναπτύσσονται στο έργο μόνο μεταξύ ομοεθνών αφηγηματικών προσώπων, όπως ο Χαρίτωνας και ο Γκόντσε. Παρά το εθνικό μίσος και το φανατισμό που χαρακτηρίζουν την τότε εποχή, υπάρχουν περιπτώσεις Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, που αλληλοβοηθούνται σε κάθε κίνδυνο. Αναφέρω χαρακτηριστικά τους Τούρκους Χαλιντέ, Μεσούντ και Γκιουζέλ, οι οποίοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις της οικογένειας Μούλκα, και βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι της, όταν απειλούνταν από τους Βουλγάρους κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ωστόσο είναι η διαρκής προστασία που παρέχει στην ελληνική οικογένεια η Γκιορντάνκα, Βουλγάρα που αισθάνεται ευγνωμοσύνη απέναντι τους, επειδή περιέθαλψαν το τραυματισμένο σε ελληνοβουλγαρική συμπλοκή μοναχοπαίδι της. Η γυναίκα επικοινωνεί μαζί τους με ανώνυμα σημειώματα, με τα οποία, χρησιμοποιώντας συνθηματική γλώσσα, τους προειδοποιεί για τα σχέδια εξόντωσης του γιου τους Μιχαήλ. Η οικογένεια του νέου ακολουθεί τις υποδείξεις των επιστολών, χωρίς να γνωρίζει την πηγή τους, οπότε ο αναγνώστης προβαίνει σε σχετικές υποθέσεις, εμπλεκόμενος ακόμη περισσότερο στα αφηγηματικά δρώμενα. Η αποκάλυψη γίνεται στις τελευταίες σελίδες του κειμένου, οπότε η Γκιορντάνκα σε έξαλλη κατάσταση ανακοινώνει στην Ελληνίδα μητέρα τη σύλληψη και τα βασανιστήρια του Μιχαήλ από τους Βουλγάρους, λίγο πριν από το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Ούτε τότε όμως σταματά η φροντίδα τής Γκιορντάνκα για τη συγκεκριμένη ελληνική οικογένεια. Ολόκληρη νύχτα η ηλικιωμένη μητέρα της στέκεται στην εξώπορτα των Μουλκαίων, για να απομακρύνει τους φυγάδες Βουλγάρους, που επεδίωκαν να καταλάβουν το σπίτι, για να προστατευτούν, λίγες ώρες πριν από την έλευση του ελληνικού στρατού. Χαρακτηριστικό της συμβολής των δύο γυναικών στη σωτηρία της ελληνικής οικογένειας είναι το ακόλουθο απόσπασμα: Αργότερα, όταν αναθυμόμουν εκείνα τα γεγονότα, όταν μάθαμε τις λεηλασίες που κάνανε οι λιποτάκτες Βούλγαροι, τους βιασμούς και τους φόνους όσων έβρισκαν στα σπίτια τους, τόσο στην πόλη όσο και στα περίχωρα, σκεπτόμουν ότι πραγματικά ο Άγιος Πέτρος έκανε το θαύμα του, με το να στείλει εκείνες τις γυναίκες τέτοιες ώρες στο σπίτι μας, σώζοντάς μας από βέβαιο χαλασμό (σ. 388). Ολοκληρώνουμε την αναφορά στο έργο της Πάτρα, επισημαίνοντας την αφηγηματική ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική ιστορία των μελών της οικογένειας της Βάγιας και στα εθνικά γεγονότα που καθορίζουν τη ζωή τους. Η ισορροπία αυτή επιτυγχάνεται μέσα από ποικίλους χειρισμούς, όπως, για παράδειγμα, η περιέργεια της μικρής αφηγήτριας, που την οδηγεί να κρυφακούει τις συναντήσεις του πατέρα της με αντάρτες και εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες που εμπλέκονται στο μακεδονικό αγώνα. Επίσης, η διάθεση για επικοινωνία της οικιακής βοηθού της οικογένειας, της Κατίγκως, που στο πρόσωπο τής μικρής Βάγιας έχει βρει μια πρόθυμη ακροάτρια. Καθώς, μάλιστα, κυρίως η Κατίγκω, αλλά και ο αντάρτης Κόλλιας, η μητέρα κ.ο.κ. εκφράζονται σε ευθύ λόγο, με ιδιαίτερο τρόπο ο καθένας τους, λαϊκό ή λόγιο αντίστοιχα, το κείμενο διανθίζεται και ζωντανεύει, ασκώντας ακόμη μεγαλύτερη γοητεία στον αναγνώστη.

 

Από τη λογοτεχνική παραγωγή για τους δύο βαλκανικούς πολέμους, οι οποίοι ακολουθούν χρονικά τον μακεδονικό αγώνα, θα σταθούμε στο μυθιστόρημα του Ι. Δ. Ιωαννίδη, Τα τρία παιδιά, εκδόσεις Δρυμός. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει ότι σε όλα σχεδόν τα βιβλία του υπάρχει η επίδραση του μακεδονικού χώρου ως αναφορά και ως αφετηρία. Διευκρινίζει δε ότι ο μακεδονικός χώρος χωράει ένα πλήθος από προσωπικούς χώρους, είναι μια γενικότερη αναφορά, που απαρτίζεται από μικρότερες, ανομοιόμορφες, προσωπικές αναφορές[17]. Η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται εδώ εξ ολοκλήρου στη Γευγελή, όπου συμβιώνουν η ελληνική, η βουλγαρική, η τουρκική και η σερβική κοινότητα. Η πρώτη αντιπροσωπεύεται στο έργο από τον Παύλο και τον Γιώργο, η δεύτερη από τον Γιοβάν και η τρίτη από τον Οσμάρ. Μεταξύ του πρώτου και των δύο τελευταίων αναπτύσσεται φιλικός δεσμός όταν σε μικρή ηλικία εγκαταλείπουν τη Γευγελή, για να σπουδάσουν στην Κωνσταντινούπολη, με πρωτοβουλία του σουλτάνου που επισκέφθηκε την περιοχή τους. Αυτός ο δεσμός που βασίζεται στην κοινή αγάπη τους και νοσταλγία για την κωμόπολή τους, δοκιμάζεται έντονα κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, οπότε έχουν επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Συγκεκριμένα, ενώ εξακολουθούν στη Γευγελή τις μυστικές συναντήσεις τους, σταδιακά απομακρύνονται ψυχικά, καθώς ο καθένας τους ελπίζει και με τον τρόπο του επιδιώκει να κυριαρχήσει η εθνότητα του. Το δίλημμά τους ανάμεσα στην προσωπική φιλία και το εθνικό καθήκον αποδίδεται εξαιρετικά στο αφηγηματικό σημείο που ο Παύλος και ο Γιοβάν συμπτωματικά συναντιούνται, πηγαίνοντας με ιδιωτική πρωτοβουλία ο καθένας τους να ειδοποιήσουν το ελληνικό και το βουλγαρικό στράτευμα αντίστοιχα, να βιαστούν για να εισέλθουν πρώτα στη Γευγελή. Επιδιώκουν να εμποδίσουν ο ένας τον άλλον να προπορευτεί, χωρίς ωστόσο να εκτεθεί κανένας τους σε οποιοδήποτε κίνδυνο, οπότε μετά από έντονο προβληματισμό καταλήγουν σε μια κοινή, λογική συμφωνία.

Τα βασικά πρόσωπα αναχωρούν διαδοχικά από τη Γευγελή, με πρώτο τον Οσμάρ όταν η κωμόπολη παύει να ανήκει στους Τούρκους. Ακολουθεί ο Παύλος, την εποχή που η Γευγελή καταλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Σέρβους. Τελευταίοι απομένουν ο Γιοβάν και ο Γιώργος, που μάλιστα τούς δίνεται η δυνατότητα να αλληλοβοηθηθούν. Αναλυτικότερα, η οικογένεια του Γιοβάν φιλοξενεί τον Γιώργο και τους δικούς του, τη σύντομη περίοδο που έχουν κυριαρχήσει οι Βούλγαροι. Οι γονείς του Γιώργου συμπαραστέκονται ποικιλότροπα με τη σειρά τους, όταν ο ελληνικός στρατός κρατά όμηρο τον πατέρα του Γιοβάν.

Όλα τα ιστορικά γεγονότα αποδίδονται μέσα από την οπτική διαφορετικών βασικών ηρώων, στον εσωτερικό κόσμο των οποίων εστιάζεται κατά περίπτωση και η αφήγηση. Έτσι η συμπάθεια του αναγνώστη μοιράζεται στα πρόσωπα των διαφορετικών εθνοτήτων, καθώς βιώνει το κοινό τους δράμα, που απλώς εκτυλίσσεται διαφορετική χρονική στιγμή για το καθένα τους. Η ολοκλήρωση του έργου συμπίπτει με την απομάκρυνση των δύο τελευταίων παιδικών αφηγηματικών προσώπων από τη Γευγελή ύστερα από την οριστική ένταξή της στη Σερβία.

Συμπληρώνοντας την αναφορά μας στις αφηγηματικές τεχνικές που προκαλούν την αναγνωστική εμπλοκή, σημειώνουμε το στοιχείο της αντίθεσης ανάμεσα στις βίαιες και τις ειρηνικές σκηνές, όπως αφενός οι απειλές των άγριων κομιτατζήδων οι οποίοι φτάνουν στο σπίτι του Γιοβάν, ψάχνοντας την οικογένεια του Παύλου και αφετέρου ο Βούλγαρος αξιωματικός που παίζει βιολί και φωτογραφίζει τους χωριανούς που τον φιλοξένησαν. Επίσης τονίζουμε το χιούμορ όταν, για παράδειγμα, η βαρήκοη γιαγιά του Παύλου ακολουθεί την οικογένεια στη Θεσσαλονίκη, νομίζοντας πως φεύγουν για να επισκεφθούν κάποια γνωστή τους με το όνομα Νίκη ή όταν το αγόρι αφελώς συσχετίζει τον υψηλότατο του τρένου, δηλαδή τον σουλτάνο, με τον εαυτό του, που επίσης στέκεται ψηλά, καθώς έχει σκαρφαλώσει σε κάποιο δέντρο.

Ολοκληρώνουμε την παρούσα ιστορική αναδρομή μας στη Μακεδονία μέσα από σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα, με το έργο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Ο μικρός αδελφός, εκδόσεις Πατάκη. Ο δεκαεξάχρονος Άγγελος που ζει στη Μακεδονία όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οδηγείται όμηρος στη Βουλγαρία, που έχει ταχθεί με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων. Ο ήρωας, παρά τις κακουχίες που ο ίδιος υφίσταται, υπερασπίζεται πάντα με αυταπάρνηση το μικρότερο αδερφό του, τον Αλέξανδρο, αλλά και κάθε άλλο παιδί που κινδυνεύει, σε οποιαδήποτε εθνικότητα και αν ανήκει. Με την αποκατάσταση της ειρήνης ο Άγγελος και ο Αλέξανδρος ξαναβρίσκουν την οικογένειά τους και τιμώνται από το ελληνικό κράτος για την ηρωική δράση τους. Συμβάλλουν δε στην αναγνώριση της προσφοράς άλλων αγωνιστών και στην αποκάλυψη των προδοτών. Ο Β.Δ. Αναγνωστόπουλος σημειώνει για το έργο ότι τονίζει πως η ειρήνη είναι το ύψιστο αγαθό της ζωής και πρέπει να επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο[18]. Σύμφωνα δε με το σκεπτικό της βράβευσής του από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 1975, «οι ήρωές του είναι πλασμένοι χωρίς μνησικακία, με πνεύμα καλόπιστης συμφιλίωσης».

Στις αναφορές του κειμένου στα πρόσωπα και στον τόπο της αφηγηματικής δράσης κυριαρχεί το στοιχείο της αοριστίας. Με την τακτική να μην κατονομάζονται η Ελλάδα, η Βουλγαρία, οι ήρωες των βαλκανικών πολέμων που κυριαρχούν στη μνήμη των πρωταγουνιστών κ.λπ., το έργο αποκτά τη μαγεία του παραμυθιού, τη διάσταση της οικουμενικότητας. Ο αναγνώστης του αγωνιά μαζί με τους νεαρούς ήρωες, τον Άγγελο, το φίλο του τον Ανδρέα και τον Αλέξανδρο, για την έκβαση της απόπειράς τους να ξεγελάσουν τους βουλγάρους φρουρούς τους σχετικά με την ταυτότητα των δύο τελευταίων. Το σχέδιό τους να φύγει ο Ανδρέας αντί για τον Αλέξανδρο, του οποίου το όνομα περιλαμβάνεται στη λίστα των αιχμαλώτων που πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο, ώστε να μην χωριστούν ξανά τα δύο αδέρφια, πραγματοποιείται χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα. Στην αγωνία των ηρώων συμμετέχουμε επίσης όταν η άφιξη του προδότη συντοπίτη τους Παυσανίδη στο στρατόπεδο, καθιστά πιθανή την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Αλέξανδρου. Καθώς μάλιστα ο Άγγελος αποκρύπτει το τηλεγράφημα προς το Βούλγαρο διοικητή, όπου του δίνεται εντολή να παραταθεί η παραμονή εκεί του Παυσανίδη, η αγωνία μας να μην ανακαλυφθεί αυτή του η κίνηση κορυφώνεται.

Η αίσθηση της άμεσης εμπλοκής του αναγνώστη στα διάφορα ιστορικά γεγονότα και στη γενικότερη ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης περιόδου, πέρα από την ταύτιση της οπτικής του με των ηρώων, προκαλείται κυρίως από τις τεχνικές της περιγραφής και του διαλόγου. Αναλυτικότερα, οι αναφορές στη γαλήνια λίμνη από την οποία οι έλληνες όμηροι διαρκώς απομακρύνονται, οδεύοντας προς τη γειτονική βαλκανική χώρα, αλλά και στον καυτό ήλιο, που συμπληρώνει την εικόνα του φυσικού τοπίου, υποβάλλουν έντονα τη βασανιστική αίσθηση της δίψας που βιώνουν. Ομοίως, η πείνα των κατοίκων τής κατακτημένης μακεδονικής πόλης γίνεται άμεσα φανερή, καθώς αποδίδεται αφενός μέσα από χιουμοριστικές καταστάσεις -π.χ. το τούβλο που εκλαμβάνεται από τον Αλέξανδρο ως παξιμάδι- και αφετέρου μέσα από την αντίθεση με τις αναμνήσεις των νεαρών πρωταγωνιστών από το ξένοιαστο, χωρίς στερήσεις παρελθόν τους. Όσο για τα τανκς και τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα που τότε χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά, καθώς και για τη δράση διαφόρων ομάδων που φυγαδεύουν καταδιωκόμενους αγωνιστές, παρουσιάζονται συνήθως μέσα από τα διαλογικά μέρη. Με το συγκεκριμένο έργο, το οποίο με την έκβασή του αποπνέει αισιοδοξία, στοιχείο εξαιρετικά πολύτιμο για το παιδί και τον έφηβο αναγνώστη, όταν συνδυάζεται με την αγωνιστικότητα, όπως η ίδια η συγγραφέας του έχει τονίσει σε θεωρητική τοποθέτηση της[19], κλείνουμε την παρούσα εισήγηση, καθώς μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο προσδιορίστηκε οριστικά το καθεστώς της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του μακεδονικού πρακτορείου, μετά την εγκατάσταση στη Μακεδονία ενάμιση εκατομμυρίου μικρασιατών προσφύγων επιλύθηκε οριστικά το μακεδονικό ζήτημα. Έτσι τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκεί, εμφανίζονται κοινά με της υπόλοιπης Ελλάδας.

Κλείνοντας, εκφράζω την πεποίθηση ότι για όλες τις ιστορικές εποχές στη Μακεδονία θα συνεχίσουν να γράφονται και στο μέλλον πολλά ακόμη λογοτεχνικά βιβλία, που θα γίνουν διαχρονικά και θα διαβάζονται με ενθουσιασμό από τους μικρούς αναγνώστες των κατοπινών γενεών, εμπνέοντάς τους με τη γενναιότητα και την αυταπάρνηση των αφηγηματικών προσώπων τους, πανανθρώπινες αξίες, όπως αυτές της ελευθερίας, του ανθρωπισμού και του εθνικού χρέους.

Σημειώσεις

  1. Καλλέργη Ηρακλή, Προσεγγίσεις στην παιδική λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σσ. 59, 60, 62.
  2. Νικολοπούλου Αγγελικής, Γράφοντας παιδικό ιστορικό βιβλίο, Διαδρομές, τχ. 18, Καλοκαίρι 1990, σ. 104.
  3. Νικολακοπούλου-Σακκά Ναννίνας, Το ιστορικό μυθιστόρημα μέσο διδασκαλίας στο μάθημα της ιστορίας στο δημοτικό σχολείο, Διαδρομές, ό.π., σ. 135.
  4. Χατζηθεοδώρου Αντιγόνης, Οι διαγωνισμοί της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και το ιστορικό μυθιστόρημα, Διαδρομές, ό.π., σ. 107.
  5. Σίνου Κίρας, Το ξένο ιστορικό παιδικό μυθιστόρημα, Διαδρομές, ό.π., σ. 130.
  6. Αναγνωστόπουλου Β. Δ., Τάσεις και εξελίξεις της παιδικής λογοτεχνίας στη δεκαετία 1970 1980, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 1987, σ. 118.
  7. Ό. π.
  8. Καλλέργη Ηρακλή, ό.π., σ. 125.
  9. Βρυώνη-Χατζηθεοδώρου Αντιγόνης, Μακεδονία, γη ελληνική, Διαδρομές, τχ. 26, Καλοκαίρι 1992, σσ. 114-116.
  10. Χορτιάτη Θέτης, Αλέξανδρος Φιλίππου και οι άλλοι Έλληνες, Διαδρομές, ό.π., σ. 104.
  11. Νικολοπούλου Αγγελικής, Σχεδίαση της πνευματικής ζωής στη Μακεδονία, από την αρχαιότητα μέχρι την Τουρκοκρατία, Διαδρομές, ό.π., σ. 98.
  12. Γιάκου Δημήτρη, Ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, Παπαδήμας, Αθήνα, 1993, σ. 140.
  13. Πεσμαζόγλου Τερέζας, Το ατομικό και το επικό στοιχείο στο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, στο Άντας Κατσίκη Γκίβαλου (επιμέλεια), Παιδική λογοτεχνία, θεωρία και πράξη, τ. Α΄, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σσ.221, 223.
  14. Κωνσταντουδάκη-Χάντζου Ιωάννας, Η παιδική λογοτεχνία και η διαμόρφωση τής νοοτροπίας του παιδιού. Απόψεις της Πηνελόπης Δέλτα, στο Παιδική λογοτεχνία, θεωρία και πράξη, ό.π., σ. 210.
  15. Booth, W. C., The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex, 1987, p. 175.
  16. Αναγνωστόπουλου Β. Δ., ό.π., σ.
  17. Ιωαννίδη Ι. Δ., Μακεδονικός χώρος και δημιουργικός χρόνος, Διαδρομές, τ. 26, ό.π., σ. 108.
  18. Αναγνωστόπουλου Β. Δ., ό.π., σ. 126.
  19. Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Το μικρόβιο της ευεξίας, Ο κόσμος της Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας, τ. Α’, Η Συγγραφή και η Εικονογράφηση, Καστανιώτης, 2001, σσ. 141-149.
Ο ρόλος της λογοτεχνίας στη διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης στη σχολική τάξη. Προτάσεις και παραδείγματα (Εισήγηση σε διεθνές συνέδριο) και 2 ακόμη σχετικά άρθρα
Κύλιση προς τα επάνω