Η προσέγγιση λογοτεχνικών κειμένων σύμφωνα με τις θεωρίες της «αναγνωστικής ανταπόκριση (Εισήγηση σε συνέδριο/Συμμετοχή σε συλλογικό τόμο)

Ηλία, Ελένη (1999). «Η προσέγγιση λογοτεχνικών κειμένων σύμφωνα με τις θεωρίες της «αναγνωστικής ανταπόκρισης» στο: Αποστολίδου, Βενετία & Χοντολίδου, Ελένη (επιμ.). Λογοτεχνία και Εκπαίδευση. Αθήνα: Τυπωθήτω, 157-164.

 

Θα αναφερθώ σε εκείνες τις λογοτεχνικές θεωρίες, που προτείνουν η προσέγγιση του κειμένου να επικεντρώνεται στο ρόλο του αναγνώστη, τις θεωρίες της «αναγνωστικής ανταπόκρισης», όπως αποκαλούνται. Πριν όμως περάσουμε στα στοιχεία που περιλαμβάνει μια τέτοιου είδους προσέγγιση, απαιτείται να διευκρινιστεί ο όρος «αναγνώστης». Πολλοί θεωρητικοί, μεταξύ των οποίων οι Fish, Sartre, Rosenblatt, Holland, Culler συνδέουν την ερμηνεία του κειμένου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε συγκεκριμένου αναγνώστη (Τζιόβας, 1987: 236, 252). Μερικά από αυτά είναι η φιλολογική ικανότητα, η ιστορική εποχή και η κοινωνική ομάδα που ανήκει. Εφόσον εδώ η ερμηνεία καθορίζεται αποκλειστικά από ατομικά χαρακτηριστικά, είναι δεδομένη η υποκειμενικότητά της. Ορισμένοι άλλοι από τους θεωρητικούς της ανταπόκρισης, ανάμεσά τους οι Gibson και Prince, προσδιορίζουν αντίθετα του αναγνώστη ως ένα πρόσωπο του οποίου ο ρόλος καθορίζεται μέσα στο ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο (Τζιόβας, 1987: 236, 252). Οι όροι «λανθάνων», «υπονοούμενος», «επαρκής» χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων, για να αποσαφηνιστεί η έννοια του αναγνώστη στη δεύτερη αυτή περίπτωση. Ο Iser ονομάζει το πρόσωπο που ανταποκρίνεται στις λογοτεχνικές συμβάσεις που υπαγορεύει το κείμενο, «συνεπαγόμενο αναγνώστη» (1990, Tζιόβας, 1987: 243, Πολίτης, 1991: οβ’, ςβ’). Ο ίδιος κάνει λόγο για διυποκειμενικό έλεγχο της όποιας λογοτεχνικής ερμηνείας, πράγμα που σημαίνει ότι, αν και ο κάθε αναγνώστης προβαίνει σε συγκεκριμένες επιλογές και απορρίψεις αφηγηματικών δεδομένων, τα δεδομένα αυτά του παρέχονται αποκλειστικά από το ίδιο το κείμενο. Συνεπώς, η διάσταση ανάμεσα στις διάφορες ερμηνείες είναι αποτέλεσμα των απεριόριστων ερμηνευτικών εκδοχών που ενυπάρχουν σε κάθε λογοτέχνημα  (1990: 55, 231, 280, Iser, 1991: 37, 118).

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι οι θεωρητικοί της ανταπόκρισης δεν έχουν προτείνει συγκεκριμένη μέθοδο προσέγγισης. Ο Iser επισημαίνει ότι μοναδικό στόχο των θεωρητικών του αναζητήσεων συνιστά η ανθρώπινη φύση, όπως εκδηλώνεται μέσα από το λογοτεχνικό φαινόμενο, δηλαδή μέσα από τη μυθοπλασία και τη φαντασία (1991:  32, 35). Εγείρεται συνεπώς το ερώτημα πώς τέτοιου είδους προβληματισμοί μπορούν να αξιοποιηθούν στη λογοτεχνική ανάλυση. Η υποδηλωτική φύση του λογοτεχνικού λόγου, όπου επικεντρώνεται ο Iser, οδηγεί τον αναγνώστη σε ποικίλες αντιληπτικές διεργασίες, προκειμένου να συνθέσει το νόημα του κειμένου. Το γεγονός αυτό ευθύνεται άλλωστε για την αναγνωστική εμπλοκή στον αφηγηματικό κόσμο, την αίσθηση ότι βιώνουμε τα όσα διαβάζουμε (Iser, 1991: 21). Αυτή η υποδηλωτική διάσταση, το στοιχείο της υποβολής που διακρίνει το λογοτέχνημα, απορρέει από ένα πλήθος αφηγηματικών τεχνικών, τις οποίες ασφαλώς οφείλουμε να εντοπίσουμε στο πλαίσιο μιας προσέγγισης σύμφωνης με τις θεωρίες της ανταπόκρισης. Μία από τις πιο διαδεδομένες τεχνικές είναι η τραγική ειρωνεία, γνωστή μάλιστα από τους αρχαίους τραγικούς. Πρόκειται για την περίπτωση που αναγνώστης και συγγραφέας μοιράζονται μια γνώση που διαφεύγει από τους ήρωες, τους οποίους άλλωστε κυρίως αφορά, όπως αναφέρει ο Booth (1987: 175). Εξίσου συνηθισμένες τεχνικές συνιστούν η ειρωνεία και το χιούμορ, που προκύπτουν από την αντιστροφή του νοήματος, από την αντίθεση ανάμεσα σε εκείνο που αναφέρεται και σε εκείνο που πραγματικά ισχύει (Iser, 1990: 33, Βελουδής, 1983: 45). Οι αντιθέσεις, οι επαναλήψεις, οι αοριστίες, οι διακειμενικές αναφορές συντελούν επίσης στην εντατικοποιημένη δραστηριοποίηση της αναγνωστικής αντίληψης, με στόχο την ανακάλυψη του λανθάνοντος νοήματος.

Εφόσον η προσέγγιση επικεντρώνεται στον αναγνώστη, θα περιλαμβάνει επίσης αναφορές στους αφηγηματικούς παράγοντες που ευθύνονται για τη θετική ή αρνητική στάση που διαμορφώνουμε απέναντι στους ήρωες. Τέτοιοι παράγοντες είναι η στάση και η αξιοπιστία του αφηγητή, οι σχέσεις μεταξύ των αφηγηματικών προσώπων, οι εναλλαγές της αναγνωστικής οπτικής, η εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων κ. λπ. Ασφαλώς η προσέγγιση που στηρίζεται στις θεωρίες της ανταπόκρισης δεν θα αγνοήσει τις προσδοκίες που δημιουργεί ο αναγνώστης για την εξέλιξη της υπόθεσης, καθώς και τα συναισθήματα που του προκαλούν η επαλήθευση ή η διάψευσή τους.

Ας περάσουμε τώρα σε ενδεικτικές, αποσπασματικές αναφορές σε κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας και ποίησης. Καθώς βασική επιδίωξη μας στάθηκε η επιλογή ιδιαίτερα χαρακτηριστικών περιπτώσεων χρησιμοποίησης κάθε συγκεκριμένης τεχνικής, ώστε να γίνεται άμεσα αντιληπτή η διαδικασία δραστηριοποίησης της αναγνωστικής αντίληψης, αναγκαστήκαμε να μην περιοριστούμε πάντα σε κείμενα που περιλαμβάνονται στα σχολικά βιβλία. Φροντίσαμε όμως, όπου αυτό ήταν δυνατόν, να αναφερόμαστε σε έργα αποσπάσματα των οποίων απαντώνται στα ανθολόγια του δημοτικού και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας γυμνασίου και λυκείου, ή τουλάχιστον τα παραδείγματά μας να προέρχονται από άλλα έργα εκείνων των ποιητών και πεζογράφων που ανθολογούνται στα παραπάνω βιβλία. Μοναδική εξαίρεση στάθηκε η περίπτωση του Κωστή Μπαστιά. Επιλέξαμε το μυθιστόρημά του «Μηνάς ο ρέμπελος», για να μιλήσουμε για τη διαμόρφωση της αναγνωστικής στάσης απέναντι στους λογοτεχνικούς ήρωες, επειδή σε αυτό το βιβλίο εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αφηγηματικοί παράγοντες μέσα από τους οποίους μπορεί ένας συγγραφέας να καθορίσει τη στάση των αναγνωστών του.

Η θετική στάση του αναγνώστη για τον Μηνά το ρέμπελο, προέρχεται κατά ένα μέρος από τα αλλεπάλληλα αφηγηματικά σχόλια για τις εξαιρετικές του ικανότητες:

Τρία βασίλεια μ άλλα λόγια κινήσανε, για να εξολοθρέψουν ετούτο τον άντρα, που τον είχαν φοβηθεί κι οι στεριές κι οι θάλασσες (Μπαστιάς, 1968: 202-203).

Σε άλλο σημείο:

Χρόνια είχε κουμαντάρει την ψυχούλα του, καθώς άλλους καιρούς με το δοιάκι και τ’  άρματα στο χέρι, ατρόμητος έσκιζε τις θάλασσες, κυβερνώντας και τα πλεούμενα και τα τσούρμα του (σ. 239).

Επίσης, η εστίαση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο του Μηνά, η λεπτομερής παρουσίαση των προβληματισμών του γύρω από τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, την αξία της ανθρώπινης ζωής, τις τεράστιες ευθύνες που δημιουργεί η εξουσία, ταυτίζει τον αναγνώστη με τον ήρωα, τον εμποδίζει να σταθεί κριτικά απέναντί του (Booth, 1987: 278-281). Στην αναγνωστική συμπάθεια προς τον Μηνά συντελεί και η πεποίθηση του πατέρα του ότι, παρόλο που ο γιος του είναι μόλις έφηβος, θα κατορθώσει να απελευθερώσει τις αδερφές του, που απήγαγαν πειρατές. Επίσης, η ικετευτική ματιά που απευθύνει στον Μηνά ο καπετάνιος του, για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει το εξαγριωμένο πλήρωμα και η καταλυτική επίδραση που ασκεί η παρέμβαση τού Μηνά στους συντρόφους του, αυξάνουν την αναγνωστική εκτίμηση στο πρόσωπο του. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και όταν οι κάτοικοι της Μήλου εναποθέτουν στον ήρωα τις τελευταίες τους ελπίδες να απαλλαγούν από τις επιδρομές των Αλγερινών ή όταν ο διοικητής του γαλλικού στόλου, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τον Μηνά, του προτείνει να συμμαχήσουν.

Στην «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου εμφανίζεται ως αφηγηματικό πρόσωπο ο Καρυωτάκης. Τις θέσεις του για την τέχνη, για τις ανθρώπινες σχέσεις και για την αυτοκτονία, ως ύστατη πράξη ελευθερίας και αντίδρασης απέναντι στην αδυσώπητη πραγματικότητα του μεσοπολέμου, ο ποιητής τις συζητά με τους κύριους ήρωες του έργου, την Έρση και τον Άγγελο στο καφενείο του Μαύρου Γάτου. Μέσα από αυτούς τους διαλόγους με την αφηγηματική εκδοχή του Καρυωτάκη που δημιούργησε ο Παναγιωτόπουλος, οι έφηβοι ήρωές του αποκτούν ζωντάνια, αμεσότητα και εγκυρότητα.

Στο μυθιστόρημα «Έξοδος» και στο διήγημα «Η κυρούλα της Λαμίας» του Βενέζη, στου οποίου το έργο κάνουμε συχνές αναφορές λόγω της έντονης υποδηλωτικής φύσης του, που δίνει αλλεπάλληλες ευκαιρίες δραστηριοποίησης στην αναγνωστική αντίληψη (1), ο αναγνώστης θαυμάζει απεριόριστα τις ηρωίδες που θάβουν τους εκτελεσμένους πατριώτες, παρά τη ρητή απαγόρευση των Γερμανών κατακτητών, καθώς ο αφηγητής τις συσχετίζει με την Αντιγόνη του Σοφοκλή.

θα παραμείνουμε στον Βενέζη, μιλώντας για αναγνωστικές προσδοκίες. Στη «Γαλήνη» σχηματίζουμε έντονες προσδοκίες πως κάτι άσχημο θα συμβεί στη νεαρή Άννα, επειδή, όταν η κοπέλα αφηγείται στον αρραβωνιαστικό της το όνειρο που είδε πριν τον συναντήσει, εκείνος το συσχετίζει με ένα παρόμοιο όνειρο που είδε κάποιος σύντροφός του στην αιχμαλωσία την τελευταία νύχτα της ζωής του, πριν το μαρτυρικό του θάνατο. Ο βίαιος θάνατος και ο βιασμός της νεκρής Άννας, που ακολουθούν, συνιστούν την τραγική επαλήθευση των προσδοκιών μας. Στο διήγημα «Ο Μανώλης Λέκκας» ο αναγνώστης περιμένει πως θα πεθάνει ο Χρήστος, το μικρότερο και πλέον αγαπημένο παιδί μιας οικογένειας με τρεις γιούς. Αυτή μας η προσδοκία οφείλεται στο ότι, παρόλο που οι γονείς του νεαρού φροντίζουν να τον προστατεύουν από κάθε κίνδυνο, έρχονται στιγμές που κλονίζεται η βεβαιότητά τους ότι μπορούν να καθορίσουν το μέλλον:

Συλλογίζομαι το μικρό που το έχω ασφαλισμένο κοντά μου. Δεν μου το αγγίζει κανείς αυτό. Κανείς! Είναι τόσο σίγουρος αυτός ο τόνος, σα σίδερο που πέφτει. Και ο Μανώλης ο Λέκκας ταράζεται: Βρε γυναίκα εγώ τρέμω να πω τέτοιο λόγο έτσι δυνατά. ΄Ημαρτον, μα είναι τόσο τυφλή η μοίρα!

Επιπλέον, το γεγονός πως οι δύο γονείς φοβούνται ότι ο Θεός θα τους τιμωρήσει, που ενδόμυχα εύχονται να χαθεί ο μεγαλύτερος γιος τους, ο οποίος είναι διανοητικά καθυστερημένος, ενισχύει τη σχετική προσδοκία για τον Χρήστο. Και σε αυτή την περίπτωση οι αναγνωστικές προσδοκίες επαληθεύονται, όταν ο νεαρός σκοτώνεται σε πετροπόλεμο. Με το να θεωρείται το κακό αναμενόμενο και όχι απρόοπτο παρέχεται στον αναγνώστη μια αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας, που αντισταθμίζει τον πόνο που προξενούν τα τραγικά γεγονότα.

Σχετικά με τις ενδείξεις που εντατικοποιούν τις αντιληπτικές διεργασίες για την ανακάλυψη του λανθάνοντος νοήματος, θα σταθούμε αρχικά σε ένα αφηγηματικό σημείο της «Αιολικής Γης». Ο κλονισμός της μικρής Άρτεμης όταν πληροφορήθηκε πως ο κυνηγός που είχε ερωτευτεί κρατούσε συντροφιά στην όμορφη Ντόρις, δεν αναφέρεται άμεσα στο κείμενο. Ο αναγνώστης τον αντιλαμβάνεται, καθώς στο άκουσμα της είδησης η σφιγμένη χούφτα του κοριτσιού χαλαρώνει και το τζιτζίκι που βρισκόταν εκεί ξεγλιστρά και απομακρύνεται.

Στο διήγημα του Τέλλου Άγρα «Οι μεγάλες λύπες», που περιλαμβάνεται στο παλαιότερο Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, το οποίο διδασκόταν στην τρίτη και στην τετάρτη τάξη (σσ. 54 – 62), ένα αγόρι αναφέρεται στην εξαφάνιση του αρνιού του κάποια Μεγάλη Παρασκευή. Περιγράφει το κλάμα και τις διαμαρτυρίες του απέναντι στους δικούς του, που δεν κινητοποιούνται να το βρουν παρά μόνο ασχολούνται με κάτι «αντεράκια, κόκκινα κρέατα και πέτσες άσπρες» που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Το διήγημα ολοκληρώνεται με την πληροφορία ότι το αρνί δεν βρέθηκε ποτέ και με τη συμβουλή τα παιδιά να μην εγκαταλείπουν τα αρνάκια που αγαπούν, γιατί αυτά μπορεί να επιστρέψουν οριστικά στην εξοχή. Η αδυναμία του μικρού αφηγητή να αντιληφθεί ότι το αρνί το έσφαξαν οι μεγάλοι για να το μαγειρέψουν, σύμφωνα με το πασχαλινό έθιμο, δίνει την ευκαιρία στο παιδί αναγνώστη να δραστηριοποιηθεί για την ανακάλυψη της αλήθειας. Στο γεγονός αυτό οφείλεται άλλωστε η έντονη αναγνωστική συγκίνηση για την τύχη του ζώου.

Η συγκινησιακή φόρτιση που προκαλεί στον αναγνώστη το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, γίνεται επίσης φανερή και στα πιο κάτω παραδείγματα από το έργο του Βενέζη. Στο «Νούμερο 31 328» τονίζεται συχνά το ψυχικό σθένος και η μεγαλοψυχία του αιχμαλώτου Γιάννη, που προέρχεται από την ψευδή πεποίθηση του ότι οι δικοί του κατόρθωσαν να φύγουν για την Ελλάδα, όπου θα είναι ασφαλείς. Όσο παρακολουθούμε τον ήρωα να ονειρεύεται τη στιγμή που θα τον υποδεχτεί η οικογένειά του μετά το τέλος της αιχμαλωσίας και να υπολογίζει πόσο θα έχουν μεγαλώσει έως τότε τα παιδιά του, τόσο περισσότερο βιώνουμε την τραγικότητα του θανάτου τους. Θύμα τραγικής ειρωνείας εμφανίζεται και ο Βένης στη «Γαλήνη». Αγνοώντας ότι έχουν σκοτώσει την κόρη του, σε αντίθεση με τον αναγνώστη που το γνωρίζει, αναλογίζεται πόσο εκείνη θα πληγωθεί όταν επιστρέψει από τον περίπατό της και δει ότι καταστράφηκε ο τριανταφυλλώνας τους.

Περνώντας στο ειρωνικό στοιχείο, θα σταθούμε σε ένα από τα πολλά ποιήματα του Καβάφη στα οποία αυτό κυριαρχεί. Το πρόσωπο που παρουσιάζεται στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» διατείνεται ότι διαθέτει τα ευγενέστερα κίνητρα και τις ηθικότερες αξίες. Ωστόσο η ευκολία με την οποία αποφασίζει να συνεργαστεί με τους εχθρούς της πατρίδας του, της Συρίας, στην περίπτωση που αυτοί θα του εξασφάλιζαν μεγαλύτερα κέρδη, αναιρεί τον αρχικό ισχυρισμό του. Άλλωστε είναι δεδομένη η χαμηλή εκτίμησή του για τους εχθρούς εκείνους, μόνο όμως εφόσον αρνηθούν τις υπηρεσίες του:

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, /  κι αν ο μωρός αυτός δεν με εκτιμήσει,  /  θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.  /   κι αν ο ηλίθιος  αυτός δεν με προσλάβει, /  πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.                                                                                                              

Η ειρωνεία επιτείνεται στο σημείο που ο νέος δηλώνει ότι δεν αισθάνεται τύψεις, όποιον από τους εχθρούς της Συρίας και αν διαλέξει, επειδή και οι τρεις είναι εξίσου επιζήμιοι για την πατρίδα του. Το αποκορύφωμα της ειρωνείας συνίσταται στους στίχους που ο νέος αποδίδει αποκλειστικά στους θεούς την ευθύνη για την προδοσία που σχεδιάζει, γιατί δεν φρόντισαν να του εξασφαλίσουν δουλειά σε κάποιον φίλο της χώρας του:

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. /  Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ. / Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί  /   να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. /  Μετά χαράς θα πήγαινα μ αυτόν.                                                                                                                    

Όσο αποτελεσματικά τονίζεται εδώ ο τυχοδιωκτισμός, η ανευθυνότητα και η ανηθικότητα του ομιλούντος, χάρη στη συγκεκριμένη τεχνική, άλλο τόσο καίρια προβάλλει και ο Καρυωτάκης τον υποβιβασμό και ευτελισμό της ποίησης από τους δημιουργούς της εποχής του, χρησιμοποιώντας επίσης την ειρωνεία στο ποίημα «Όλοι μαζί…». Συγκεκριμένα αποκαλεί την αναζήτηση ομοιοκαταληξίας, όπου θεωρεί ότι έχει περιοριστεί η ποιητική δραστηριότητα των συγχρόνων του, «τόσο ευγενικιά φιλοδοξία» και «σκοπό ζωής». Ας μείνουμε για λίγο ακόμη στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη, όπου υπάρχει άφθονο το στοιχείο της ειρωνείας. Στη «Δικαίωση» ο ποιητής προσδοκά πως η μοναδική περίπτωση που θα έχει κάποιο βάρος η ύπαρξή του, θα είναι κατά τη μεταφορά της σωρού του. Εφόσον εδώ γίνεται λόγος για το φορτίο του νεκρού σώματος και όχι για τη σπουδαιότητα, το κύρος της προσωπικότητάς του, δεν πρόκειται ασφαλώς για δικαίωση. Συνεπώς ο τίτλος χρησιμοποιείται ειρωνικά. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και όταν ο ποιητής εκλαμβάνει το χώμα και τα αγκάθια που θα ραίνουν το πτώμα του κατά την ταφή, ως αμοιβή για τις προσπάθειες που έχει καταβάλλει στη ζωή του.

Για το στοιχείο της αντίθεσης θα σταθούμε στη «Μαγική φλογέρα», την ποιητική συλλογή της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Στο ποίημα «Ο θαλασσοπόρος», το οποίο επίσης βρισκόταν στο ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, μέρος β΄, σσ. 139-140, οι αλλεπάλληλες αναφορές σε μακρινές χώρες και υπερπόντια ταξίδια αντιπαρατίθενται στα στοιχεία του περιορισμένου σπιτικού περιβάλλοντος:

  Πίσω απ’ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα /  έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα. /  Προς  τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,  /  το τιμόνι αν στρίψω, να κι η Αφρική.

Επιπλέον οι χαρακτηρισμοί «θαλασσοπόρος», «θαλασσομάχος», «άφωνος στον κίνδυνο» κ. λπ. που έρχονται σε αντίθεση με το στίχο «ως να με φωνάξει για φαΐ η μαμά», εκτός του ότι φανερώνουν την ανεξάντλητη παιδική φαντασία, προσδίδουν στο ποίημα έντονα χιουμοριστικό και διασκεδαστικό τόνο.

Ο Τέλλος Άγρας επισημαίνει την πρόκληση δυνατών συγκινήσεων, ως το συνηθέστερο αποτέλεσμα της αντίθεσης (Άγρας 1981: 35). Το έργο του Βενέζη είναι γεμάτο με αντιθέσεις ανάμεσα στην ειδυλλιακή ομορφιά της γης ή την αταραξία του σύμπαντος και στην αγριότητα του πολέμου ή την καθημερινή ανθρώπινη αγωνία για την επιβίωση.

Περνώντας στις αοριστίες, θα θυμίσουμε τον έμμεσο τρόπο που ο αφηγητής του διηγήματος «Η κυρούλα της Λαμίας», μας μεταδίδει την πληροφορία ότι η ηλικιωμένη ηρωίδα κατόρθωσε να φυγαδεύσει τον αντάρτη που καταζητούσαν οι Γερμανοί:

Καίει ο ήλιος. Η γη αχνίζει. Τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο γύρω. Στο έρημο μονοπάτι του βουνού μια μαυροντυμένη κυρούλα ολοένα ανηφορίζει, σπρώχνει το καρότσι της. Είναι φορτωμένο με κλαδιά. Μα τα κλαδιά τούτα έχουν ψυχή, πότε-πότε σαλεύουν.

Θα παραμείνουμε στο έργο του Βενέζη, για να αναφερθούμε και στο διακείμενο. Το παραπάνω διήγημα, καθώς και αυτό με τον τίτλο «Δεν έχει πλοίο» παραπέμπουν στα ποιήματα του Καβάφη «Τείχη» και «Η πόλις» αντίστοιχα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται τρομακτικότερο το αδιέξοδο και η απομόνωση που διακατέχουν τους ήρωες του Βενέζη. Επίσης συχνά τα αφηγηματικά πρόσωπα συνδέονται με ήρωες από τις αρχαίες τραγωδίες, όπως η Αντιγόνη και ο Οιδίποδας, οπότε επιτείνεται η τραγικότητα των καταστάσεων που βιώνουν.

Κλείνω με μερικές σκέψεις για τη χρησιμότητα των θεωριών της αναγνωστικής ανταπόκρισης στη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Μέσα από την έμφασή τους στον αναγνωστικό ρόλο, το παιδί-αναγνώστης αισθάνεται δημιουργικό υποκείμενο. Καθώς η γοητευτική επίδραση που ασκεί η λογοτεχνία, συνδέεται με τις αντιληπτικές διεργασίες που επιτελεί το παιδί κατά την ανάγνωση, αυτό αισθάνεται ικανοποίηση και αυτοεκτίμηση. Τα περιθώρια για διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση επιτρέπουν τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη γνωριμία του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του και συντελούν στην αυτογνωσία των ίδιων των παιδιών. Δίνοντας ο εκπαιδευτικός προτεραιότητα στα κείμενα με έντονο το υποδηλωτικό στοιχείο, που κατά συνέπεια προκαλούν εντατικοποιημένη αναγνωστική δραστηριοποίηση, εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή παιδαγωγική επίδραση της λογοτεχνίας και συμβάλλει στην αύξηση της οξυδέρκειας του παιδιού-αναγνώστη.

Σημειώσεις

  1. Την κυριαρχία του στοιχείου της υποβολής στο έργο του Βενέζη επισημαίνουν μεταξύ άλλων ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας 1974: 125, ο Τ. Αθανασιάδης 1965: 240, 267-268, ο Άλκης Θρύλος 1963: 25, ο Β. Λαούρδας 1944: 83, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος 1980: 72, ο Ε. Π. Παπανούτσος 1978: 13, ο Α. Σαχίνης 1989: 79, ο Α. Σγουρός 1944: 392 και ο Γ. Χατζίνης χ.χ.130, 134-135.

 

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Άγρας, Τέλλος (1981).  Κριτικά: μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τ. 3ος, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Φιλολογική Βιβλιοθήκη. Αθήνα: Ερμής.

Αθανασιάδης-Νόβας, Γ. (1974). «Μνήμη του Ηλία Βενέζη», Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, 8-16.

Αθανασιάδης, Τ. (1965). «Η πεζογραφία του Ηλία Βενέζη»,  στο Αναγνωρίσεις (δοκίμια). Αθήνα: Alvin Redman.

Bελουδής, Γιώργος (1983). Αναφορές: έξι νεοελληνικές μελέτες. Αθήνα: Φιλιππότης.

«Ανθρωπολογική απολογία της λογοτεχνίας», Συνέντευξη του W. Iser στον Μίλτο Πεχλιβάνο, Λόγου χάριν, τ. 2, 1991, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 25-36.

Θρύλος, Άλκης (1963). Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας, τ. Γ΄, Αθήνα: Εστία.

Λαούρδας, Β. (1944). «Η Αιολική Γη», Φιλολογικά χρονικά, 1, 73-87.

Μπαστιάς, Κωστής (1968). Μηνάς ο Ρέμπελος. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Παναγιωτόπουλος, Ι.Μ. (1980). Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τ. Β΄, Ανήσυχα χρόνια. Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.

Παπανούτσος, Ε.Π. (1978). «Ο ραψωδός της χαμένης πατρίδας», Τετράδια Ευθύνης, 6, Μνήμη Ηλία Βενέζη, 9-15.

Πολίτης, Κοσμάς (1991). Eroica. Eισαγωγή-επιμέλεια P. Mackridge. Αθήνα: Ερμής.

Σαχίνης, Α. (1989). Πεζογράφοι του καιρού μας. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Σγουρός, Α. (1944). «Τα πλαίσια της πεζογραφίας του 1930 και η Αιολική Γη», Φιλολογικά Χρονικά, τ. Α΄, 386-395.

Τζιόβας, Δημήτρης (1987). Μετά την αισθητική. Αθήνα: Γνώση.

Χατζίνης, Γ. (χ.χ.). Ελληνικά Κείμενα. Αθήνα: Π. Οικονόμου.

Ξενόγλωσση

Booth, W. C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Cooler, Jonathan (1986). “Literary Competence”, στο Tompkins, J. P., Reader-Response Criticism. Baltimore and London:The Johns Hopkins University Press, 101-117.

Fish, Stanley E. (1986). “Interpreting the Variorum”, στο Tompkins, J. P., Reader-Response Criticism. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 164-184.

Gibson, Walker (1986). “Authors, speakers, readers and mock readers”,  στο Tompkins, J. P., Reader-Response Criticism. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 1-6.

Holland, Norman N. (1986). “Unity identity text self”, στο Tompkins, J. P., Reader-Response Criticism. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 118-133.

Iser, Wolfgang (1991). The act of Reading. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Iser, Wolfgang (1990). The Implied Reader. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Prince, Gerald (1986). “Introduction to the study of the narrative”, στο Tompkins, J. P., Reader-Response Criticism. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 7-25.

Η προσέγγιση λογοτεχνικών κειμένων σύμφωνα με τις θεωρίες της «αναγνωστικής ανταπόκριση (Εισήγηση σε συνέδριο/Συμμετοχή σε συλλογικό τόμο)
Κύλιση προς τα επάνω