ΟΙ  ΕΛΛΗΝΕΣ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΤΟΥΡΚΟΙ  ΣΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ  ΗΛΙΑ  ΒΕΝΕΖΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ)

ΟΙ  ΕΛΛΗΝΕΣ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΤΟΥΡΚΟΙ  ΣΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ  ΗΛΙΑ  ΒΕΝΕΖΗ

Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.

Ελένη Α. Ηλία

 

Στις μέρες μας, που για μια ακόμη φορά εμ­φανίζονται τεταμένες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα ήταν σκόπιμο να στραφούμε στο έργο του Βενέζη. Μεγάλο μέρος του έργου αυτού αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της Μικρα­σιατικής καταστροφής, στη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Μικρά Ασία πριν από την καταστροφή και στη ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελ­λάδα. Συγκεκριμένα, στη μυθιστορηματική τριλογία που συνιστούν η “Αιολική Γη”, το “Νούμερο 31328” και η “Γαλήνη” και σε διηγήματα της συλλογής “Αι­γαίο”, όπως είναι το “Λιός”, ο Βενέζης περιγράφει τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων της Ανατολής και τις σχέσεις τους με τον τούρκικο πληθυσμό κάτω από την επίδραση των πολεμικών γεγονότων, που ο συγγραφέ­ας βίωσε προσωπικά.

Ο Βενέζης αφηγείται χαρακτηριστικές σκηνές τουρκικής βαρβαρότητας, μερικές από τις οποίες εν­δεικτικά θα παραθέσουμε εδώ. Στο έργο του ωστόσο περιλαμβάνονται επίσης περιπτώσεις, όπου κυριαρ­χούν αισθήματα συμπάθειας και γενναιοψυχίας και αναπτύσσονται φιλικοί δεσμοί ανάμεσα στους “ισχυ­ρούς” Τούρκους και στους αδύναμους Έλληνες -όπως θα δούμε στη συνέχεια – που μαζί βιώνουν τη φρίκη του πολέμου και τον πόνο για το βίαιο χαμό αγαπημένων τους προσώπων. Με τις αφηγηματικές αναφορές σε αγαθές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων -όπως μάλιστα γίνονται με εξαιρετική δεξιοτεχνία από το Βενέζη- αντισταθμίζονται στην αναγνωστική αντίληψη η εχθρότητα και η απανθρωπιά, στην οποία αναπόφευκτα εμπλέκονται τα αντίπαλα έθνη, κατά την εμπόλεμη περίοδο. Κυρίως όμως με τις αγαθές αυτές σχέσεις που παρουσιάζει ο συγγραφέας προ­βάλλει την τραγικότητα των προσώπων, επειδή φανε­ρώνεται ότι αυτά οδηγούνται σε σύγκρουση, ενάντια στην πραγματική τους βούληση και στην επιλογή τους να συνυπάρξουν ειρηνικά.

Στην πορεία των αιχμαλώτων προς το εσωτερικό της Ανατολής οι Έλληνες περπατούν ατέλειωτες ώρες ξυπόλητοι πάνω σε πέτρες και αγκάθια (Το Νούμερο 31328, (εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, σ. 69). Υφίστανται επίσης τα βίαια μαστιγώματα των Τούρκων στρατιωτών (σσ.27,86,159). Παρόλο τον καυτό ήλιο είναι καταδικασμένοι σε δίψα, που γίνεται ακόμη πιο βασανιστική, καθώς βλέπουν τους Τούρ­κους φρουρούς τους να ξεδιψούν με το δροσερό νερό μιας πηγής (σ. 66), ενώ οι ίδιοι έχουν τη δυνατότητα να πίνουν μόνο βαλτόνερα (σσ.67-68). Οι αιχμάλωτοι αντιμετωπίζουν την αγωνία για την ζωή τους, καθώς ανάμεσα τους επιλέγονται τυχαία ορισμένοι, για να εκτελεστούν (σσ.,38-39,65). Αλλά οι- Έλληνες αναγκά­ζονται να υποστούν και τον εξευτελισμό, όπως ο ωρο­λογάς από την Πέργαμο που στέκεται αδύναμος να αντιδράσει στο βιασμό της συζύγου του από Τούρ­κους στρατιώτες. ο οποίος γίνεται μπροστά στον ίδιο, στο παιδί τους και στους συντρόφους του (σσ.59-61). Όχι λιγότερο τρομαχτικό φαντάζει για το νεαρό ήρωα και αφηγητή και για το συμμαθητή του το ενδεχόμενο του βιασμού τους από τους φρουρούς τους, που μόνο από σύμπτωση ματαιώνεται (σο. 58-59,63).

Στα. παραπάνω σημεία η αναγνωστική εντύπωση για την τουρκική βαρβαρότητα ενισχύεται περισσότε­ρο από τις αφηγηματικές στρατηγικές που χρησιμο­ποιεί ο Βενέζης. Καθώς η ειρωνεία και το χιούμορ(1), οι αντιθέσεις(2)  και οι αοριστίες(3)  απαιτούν εντατικοποιημένη αναγνωστική δραστηριοποίηση για να ερμη­νευθούν(4), .εμπλεκόμαστε στις αντίξοες συνθήκες και την ψυχολογική κατάσταση που γνωρίζουν οι ήρωες(5).

Ενδεικτικά θα σταθούμε στο σημείο, όπου επιση­μαίνεται πως οι Τούρκοι αντιδρούν όταν οι χριστια­νοί αιχμάλωτοι καίνε τις ψείρες τους, γιατί θεωρούν αμαρτία την πράξη αυτή των Ελλήνων. Το γεγονός πως η  φιλευσπλαχνία των Τούρκων εξαντλείται στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις ψείρες, ενώ αντίθετα η συμπεριφορά τους απέναντι στους ανθρώπους είναι βάναυση, οδηγεί τον αφηγητή στη θυμόσοφη άποψη ότι, αν ο συνομήλικος σύντροφος του ο Αργύρης – τον οποίο κακοποίησαν μέχρι θανάτου Τούρκοι χωρικοί -ήταν ψείρα, θα εξακολουθούσε να ζει(Νούμερο 31328, σ. 126). Με την απόδοση ευθυνών στο ίδιο το θύμα για τη θανάτωση του, επειδή γεννήθηκε άνθρωπος, και επομένως δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ευνοούμε­να γένη του τουρκικού λαού, κορυφώνεται το αφηγη­ματικό χιούμορ, με το οποίο τονίζεται ότι ο άνθρω­πος γίνεται εντελώς ασήμαντος μέσα στη δίνη και στον παραλογισμό του πολέμου. Χαρακτηριστική πε­ρίπτωση αφηγηματικής αντίθεσης στο έργο συνιστά το σημείο, όπου η άσχημη διάθεση ενός Τούρκου στρα­τιώτη  -που οφειλόταν στο θάνατο από εξάντληση μιας ανήλικης αιχμάλωτης, με την οποία αυτός και οι συ­νάδελφοι του έκαναν έρωτα-  αντιπαρατίθεται στο ει­δυλλιακό τοπίο, όπου η μικρή ξεψύχησε (σσ. 90-91). Τέλος, ας αναφέρουμε από τις αοριστίες την περί­πτωση των Τούρκων στρατιωτών που περιφέρονται ανάμεσα στους μισοκοιμισμένους αιχμαλώτους, με στόχο την αναζήτηση ερωτικού συντρόφου. Η πρόθε­ση τους δηλώνεται με μια μονολεκτική ερώτηση, που απευθύνει ο ένας στον άλλο, όπως δείχνουν το νεαρό Αργύρη : “θέλεις;”(σ.58).

Αλλά και στην “Αιολική Γη”, η περιγραφή του πλή­θους που κινείται πανικόβλητο προς τη θάλασσα μέ­σα στη νύχτα, κουβαλώντας το λείψανο του τοπικού τους αγίου’, επειδή οι Τούρκοι τους εκδίωξαν από το χωριό τους στα Κιμιντένια, δεν είναι λιγότερο τραγι­κή (Αιολική Γη, εκδ. 18η, εκδ. Βιβλιοπωλείο της “Εστίας”, σσ. 285-288). Το ίδιο άλλωστε, ισχύει και για τη σκηνή, όπου ο μικρός Πέτρος με όλα τα αδέλφια του και τη γιαγιά του προσεύχονται για τη σωτηρία τους μπροστά στην επικείμενη εκδίωξη τους από τη Μικρά Ασία. Ο αφηγητής αποκαλεί τη γιαγιά “κορυ­φαία της νυχτερινής ικεσίας”, μια αναφορά που πα­ραπέμπει τον αναγνώστη στα χορικά αρχαίας τραγω­δία, με αποτέλεσμα να μας υποβάλλεται (6) η αγωνία που βιώνουν οι ήρωες (σσ.274-275).

Όσο για τη “Γαλήνη”, ο απόηχος της τουρκικής βαρβαρότητας εκφράζεται με την εναγώνια προσμονή των αιχμαλώτων από όλες τις προσφυγικές οικογέ­νειες και με την τραγική απογοήτευση τους όταν αντι­κρίζουν τον Αντρέα, το μοναδικό επιζώντα, που φτά­νει στον οικισμό εξαθλιωμένος και συγκλονισμένος από την εμπειρία του πολέμου (Γαλήνη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, σσ. 120, 125-127). Τέλος, στο “Λιός” ο Βενέζης στέκεται στο μίσος και την καταστροφική μανία των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες μέσα από την τραυματική εμπειρία των παιδικών χρόνων του νεαρού ήρωα, που σφαγιά­στηκαν όλοι οι σύντροφοί του Έλληνες ψαράδες. Ο ίδιος, που είχε τραυματιστεί στο χέρι και κατάφερε να γλιτώσει, παρέμεινε για μέρες μόνος στο ξερονήσι με τα πτώματα (Αιγαίο, εκδ. 11η, εκδ. Βιβλιοπωλείο της “Εστίας”, σσ. 19-20).

Όσο όμως κι αν τόσοι Έλληνες υπέφεραν εξαιτίας του μίσους των Τούρκων, υπήρξαν και αρκετοί Τούρ­κοι που κατόρθωσαν να μην παγιδευτούν σε αυτό το συναίσθημα. Στο “Λιός”(7) συναντάμε Τούρκους ψαρά­δες, οι οποίοι πριν από τον πόλεμο ζούσαν στην Κρή­τη, να πείθουν τον Τούρκο στρατιώτη που συνόδευαν όχι μόνο να μη φυλακίσει το νεαρό ήρωα που ψάρευε παράνομα σε τούρκικη περιοχή, αλλά ούτε καν να κα­τάσχει τη βάρκα του και την ψαριά του (Αιγαίο, σ.34).

Η πράξη αυτή ήταν τόσο γενναιόψυχη , που είχε αποτέλεσμα, ο ίδιος ο ήρωας να απαλλαγεί από το μί­σος για τους Τούρκους που τον είχε κυριεύσει, ύστε­ρα από τη σφαγή των συμπατριωτών του. Στο γεγονός αυτό της εξάλειψης του μίσους του Έλληνα ψαρά ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα, ενεργοποιώ­ντας τον αναγνώστη του να το αναγνωρίσει στο χτύ­πημα τατουάζ που παρίστανε ένα γλάρο – παράσταση που συνδέεται άμεσα με το επεισόδιο της απελευθέρω­σης του – στο ανάπηρο από χρόνια, εξαιτίας των Τούρκων, χέρι του (σ.40).

Αλλά και στο “Νούμερο 31328”, παρόλο που ανα­φέρεται στη σκληρή περίοδο του ’22, συναντάμε πλή­θος περιπτώσεων συμπάθειας, κατανόησης και φιλίας ακόμη ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Ο Γ. Κορ­δάτος διακρίνει στις σελίδες του έργου ένα διάχυτο ανθρωπισμό τόσο σε Τούρκους, όσο και σε Ρωμιούς αιχμάλωτους(8) ενώ και Μ. Γ. Μερακλής διαπιστώνει πως στο έργο δεν υπάρχουν Τούρκοι και Έλληνες, κα­ταπιεστές και θύματα, παρά μονάχα “ψυχές που κρα­τούν όρθιο το αίτημα της ανθρώπινης αγάπης” (9). Στους ήρωες μένουν ψιχία ανθρωπισμού που θεριε­ύουν(10)  και τελικά η καλοσύνη υψώνεται πάνω από την κακία(11).

 

Στις περιπτώσεις του “Νούμερου” συναντάμε την περίπτωση τον νεαρού Ισμαήλ, που θαυμάζει τον Ηλία για τις γνώσεις του και μαθαίνει από αυτόν να γράφει στα γαλλικά το όνομα του (Νούμερο 31328, σσ. 135-136). Όταν  πάλι ο Ηλίας μαθαίνει από τον Ισμαήλ πως η μητέρα του νεαρού Τούρκου γιατρού, τον οποίο βοηθούν, εκτελέστηκε από τους Έλληνες, συγκινείται με το όραμα του γιατρού, που του συμπε­ριφέρεται άψογα. Τη συγκίνηση αυτή ο Βενέζης αποδίδει με την απορία του Ηλία, που αφού πληροφορή­θηκε τη θανάτωση της Τουρκάλας μητέρας, έπαψε να παρακολουθεί τον Ισμαήλ που εξακολουθούσε να του μιλά. Καθώς μάλιστα ο ίδιος ο ήρωας υποθέτει πως αυτό οφείλεται στην άγνοια του για την τούρκικη γλώσσα, ο αναγνώστης δραστηριοποιείται αναγνωρί­ζοντας ως αιτία της έλλειψης προσοχής του Ηλία τη θλίψη του (σ. 135). Αλλού, οι Έλληνες αιχμάλωτοι ξυ­πνούν τον Τούρκο φρουρό τους, που είχε αποκοιμηθεί στη βάρδια του και κάποιος του αφαίρεσε το όπλο του, για να μην αντιληφθούν το επεισόδιο οι ανώτε­ροι του και τον εκτελέσουν (σσ.212-213). Ένας άρρω­στος αιχμάλωτος πατέρας, ο Μίλτος, εμποδίζει τους συντρόφους του να διώξουν το μικρό τουρκόπουλο που παίζει τριγύρω του, αφού η παρουσία του παι­διού, που συνηθίζει να τον αποκαλεί “μπουμπά” (πα­τέρα), του είναι ευχάριστη (σ.239). Κάπου ένας Τούρ­κος χωροφύλακας, για να διασκεδάσει σε βάρος των Ελλήνων αιχμαλώτων, τους είπε πως πρόκειται να απελευθερωθούν. Όταν κάποιος από αυτούς έκαψε το στρώμα του από ενθουσιασμό για την ανέλπιστη είδηση, ο Τούρκος του χάρισε, για να κοιμάται, το δέρμα μιας αλεπούς, που αρχικά το προόριζε για δώρο στη γυναίκα του (ο. 189).  Δώρα όμως ανταλλάσουν και ο Γιάννης, πατέρας τριών παιδιών, με ένα συνομήλικο του Τούρκο οικογενειάρχη, που τους συνδέει η κοινή νοσταλγία για τις οικογένειες τους  (σσ.243-244). Η συναναστροφή των μαφαζάδων και των αιχμαλώτων στη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος γίνεται παρά τη θέληση τους, τούς οδηγεί σε ομαδική προσέγγιση: Έτσι, με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαί­νουμε, τυφλά, αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κ’ εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά να κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανα μας. Και στην κουβέ­ντα δεν μας λέν πια “γεσήρ”. Με τη βαριά ανατο­λίτικη φωνή τους το προφέρουν γεμάτο θερμότη­τα και καλοσύνη : – Αρκαντάς (σύντροφε) (σ.213).

Δεν μπορεί ωστόσο κάποιος να σταθεί στις ελλη­νοτουρκικές σχέσεις στο έργο του Βενέζη, χωρίς να διαπιστώσει πως ο συγγραφέας τις αντιμετωπίζει ως πεδίο διερεύνησης της ανθρώπινης ύπαρξης γενικότε­ρα, όταν αυτή αντιμετωπίζει αντίξοες, οριακές κατα­στάσεις, που δεν μπορεί να επιλέξει ή να ελέγξει , όπως είναι ο πόλεμος. Αυτό εκφράζει ο Γ.Χατζίνης , σημειώνοντας πως οι βενεζικοί ήρωες έχουν το χαρα­κτήρα «συμβόλου»(12). η ανθρωπολογία και χαρακτηρολογία που παρουσιάζεται από το συγγραφέα καθί­σταται “διεθνική” ή “υπερεθνική”, σύμφωνα με τον Μ. Γ. .Μερακλή(13).

 

Ο Βενέζης, παρουσιάζοντας τους ψαράδες στο “Λιός”, Έλληνες και Τούρκους να αναπολούν την εποχή πριν από τον πόλεμο, που ζούσαν ειρηνικά στη Μικρά Ασία οι πρώτοι και στη Κρήτη οι δεύτεροι και να μοιράζονται την πικρή εμπειρία της προσφυγιάς, διακηρύσσει πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, παρά μόνο θύματα (Αιγαίο, σσ. 29-30). Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται ο Παπατσώνης, ανα­φέροντας πως ο Βενέζης παρουσιάζει τη συμφορά ως μάστιγα των ανθρώπων και όχι των Ελλήνων(14) , ενώ κατά τον Γ. Χατζίνη ο οίκτος εκφράζεται από το συγ­γραφέα και για τους βασανιζόμενους και για τους βα­σανιστές (15).  Η άποψη πως ο πόλεμος είναι ο κοινός εχθρός των αντιπάλων, Ελλήνων και Τούρκων, ανα­δεικνύεται επίσης, όταν στο “Νούμερο 31328” ο αφη­γητής εμφανίζεται απορημένος που μοιάζουν τόσο πολύ τα βογκητά ενός πληγωμένου Τούρκου κι ενός άρρωστου χριστιανού (Νούμερο 31328, σ.160). Οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου προβάλλονται εντο­νότατα και μέσα από την τραγική ειρωνεία(16),  στο ση­μείο που ένας αιχμάλωτος πατέρας, αγνοώντας πως έχουν σκοτωθεί όλα τα μέλη της οικογενείας τους, αντλεί κουράγιο να ανταπεξέλθει στις κακουχίες από την προσδοκία να ξαναδεί τα παιδιά του (σσ.112,244-245). Η ίδια ελπίδα της επιστροφής του αιχμάλωτου γιου της κρατά στη ζωή τη θεία Μαρία στη “Γαλήνη”, που αγνοεί το θάνατο του (Γαλήνη, σ.127).

Ο Βενέζης χρησιμοποιεί συχνά την ειρωνεία, για να υποβάλλει στον αναγνώστη του την ιδέα της ομοιότη­τας το)ν ανθρώπων και του παραλογισμού της εχθρότητας ανάμεσα σε διαφορετικά έθνη. Συγκεκρι­μένα στην περιγραφή του. μαστιγώματος μερικών λευ­κών, Ελλήνων και Τούρκων και ενός Τούρκου νέγρου, ενώ ασφαλώς ο τελευταίος δεν διαφέρει στις πληγές, ούτε στον πόνο, ο συγγραφέας τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους, επειδή το σκούρο χρώμα της επι­δερμίδας του κάνει δυσδιάκριτο το αίμα που κυλά στο κορμί του (Νούμερο 31328, σ.211). Οι μελετητές του Βενέζη επισημαίνουν πως στο μυθιστόρημα παρου­σιάζεται η κατάρρευση της ανθρώπινης οντότητας, το κατάντημα του προσώπου σε τιποτένιο πράγμα(17), ο “κλονισμός” και η “συντριβή” μιας ευαίσθητης ψυχής(18). Στο “Νούμερο” φανερώθηκε ο άνθρωπος που πό­νεσε στη σάρκα του και στην ψυχή του(19). Με την έκ­φραση του φυσικού πόνου στο έργο του ο Βενέζης κα­τατάσσεται ανάμεσα στους μάρτυρες της εποχής του ’30, που συνέδεσαν την τέχνη με τη φιλοσοφία του

υπαρξισμού(20).

Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνουμε πως στην προ­σέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με επίκεντρο τη Μικρασιατική καταστροφή από το συγγραφέα το­νίζονται οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου για όλους, αλλά και η άρνηση, η αντίσταση των προσώ­πων να υιοθετήσουν εχθρική στάση για τον αντί­παλο. Κρίνουμε τέλος σκόπιμο να αναφέρουμε ότι μορφές αντίστασης εμφανίζουν άλλωστε οι ήρωες του Βενέζη και σε όλα τα άλλα δεινά που υφίστανται, είτε σε φυσικές καταστροφές, είτε σε δεσμεύσεις που τους επιβάλλουν ο κοινωνικός τους ρόλος ή ο κοινωνικός περίγυρος. Η αντίσταση των βενεζικών ηρώων φτάνει όμως στο αποκορύφωμά της, όταν εκδηλώνεται μπρο­στά στην αρρώστια και στο θάνατο που επιφυλάσσει η ανθρώπινη φύση.

 

Σημειώσεις

  1. Το χιούμορ και η ειρωνεία στηρίζονται στην αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο προσδοκώμε­νο (Γ.Βελουδή. Αναφορές: έξι νεοελληνικές μελέτες, εκδ. Φι­λιππότη, Αθήνα 1983, σ. 45). Το “Νούμερο” χαρακτηρίζεται “οδυνηρά ειρωνικό”(Samuel Baud-Bovy, Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 127). Για το “πι­κρό χιούμορ” κάνουν λόγο και οι Μ .Γ. Μερακλής (Ι1ροσεγγίσεις στην Ελληνική Πεζογραφία – Ο Αστικός χώρος, εκό. Καστανιώτη, Αθήνα 1986, (5S3) και Τ.Αθανασιάδης (Η πεζογραφία του Ηλία Βενέζη. Αναγνωρίσεις: Δοκίμια, εκδ. ΑΙνίη Redman. Αθήνα 1965. σ.239).
  2. Σύμφωνα με τον Iser η χρήση των αντιθέσεων συνιστά ιδιαίτερα σημαντική στρατηγική καθοδήγηση του αναγνώ­στη (W.lser. The implied reader : patterns of communication in prose fiction from Bunyan to Beckett. The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990).Ο Τ. Άγρας υποστηρίζει πως η τέχνη με την αντίθεση προκαλεί δυνατό­τερες συγκινήσεις από την οσοδήποτε σπαραχτική πραγμα­τικότητα, εν(ί) επισημαίνει και τη σπουδαιότητα του ρόλου των αντιθέσεων στο κείμενο του Βενέζη (Τ. Άγρα, Κριτι­κά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τομ. 3ος, φιλολ. επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Φιλολογική Βιβλιοθήκη 4, εκδ. Ερ­μής, Αθήνα 1981, σ.35 και “Ένα Μεταπολεμικό Βιβλίο”, Μνήμη του Ηλία Βενέζη. Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ.69).
  3. Η καίρια ολιγολογία του Βενέζη, που οφείλεται στα υποτυπώδη λόγια των ηρώων, που αφήνουν τα νοήματα μι­σοτελειωμένα, επισημαίνεται από τον Τ. Άγρα, “Ένα μετα­πολεμικό βιβλίο”, ό.π., σ. 7().
  4. Η δραστηριοποίηση της αναγνωστικής φαντασίας συ­νιστά σύμφωνα με τον Iser την κυριότερη συνέπεια της ειρωνίας και γενικότερα της χρήσης των αφηγηματικών στρα­τηγικών στο λογοτεχνικό έργο (W.lser, The impilied read­er, ό .π., σ.34).
  5. Ο Iser θεωρεί την αντιληπτική δραστηριότητα ως αι­τία της εμπλοκής του αναγνώστη στις καταστάσεις που αφηγείται το λογοτεχνικό κείμενο (W.lser, ό.π., σσ. 38-9, 44-5, 58, 104, 278-279, 290-91 και The act of reading : A theory of aesthetic response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991 , σσ. 21, 48, 67, 128, 134).
  6. Ο Γ. Χατζίνης αναγνωρίζει το στοιχείο της υποβολής ως τον κυριότερο δρόμο μέσα από τον οποίο η τέχνη του Βενέζη πραγματοποιεί τις προθέσεις της (Γ.Χατζίνη, “Η αν­θρωπιά του Ηλία Βενέζη”, Ελληνικά κείμενα, εκδ.Π .Οικο­νόμου, εκδ.3η, Αθήνα, σσ. 130, 134-135). Την τεχνική του συγ­γραφέα να υποβάλλει και όχι να υπογραμμίζει επισημαίνει ο Τ. Αθανασιάδης (΄Ο. π., σσ. 267-268), ενώ σύμφωνα με το Σα­χίνη οι νύξεις, οι υπομνήσεις και οι αποσιωπήσεις που χρη­σιμοποιεί ο Βενέζης υπηρετούν την υποβολή (Α.Σαχίνη, Πε­ζογράφοι του καιρού μας, Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρ­δαμίτσα, Αθήνα, 1989, σ. 32).
  7. Στο έργο “υμνείται η ιδέα της αδελφότητας των λα­ών”, καθώς το εθνικό μίσος δεν εξουσιάζει τις απλές ψυχές των ψαράδων (Τ. Αθανασιάδη, ο .π., σ. 235).
  8. Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 2ος, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ.741.
  9. Μ .Γ .Μερακλής, ό. .π., σ.79.

 

  1. Τ. Κ. Παπατσώνη, “Οάσεις της κολάσεως”, Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 59.
  2. Α. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες, τομ. Β’, εκδ. ΙΙαπαδήμα, Αθήνα 1977, σ.481.
  3. Γ. Χατζίνη, ο.π., σ.126.
  4. Μ. Γ. Μερακλή, υ.π.,0.78
  5. Τ. Κ. Παπατσώνη, ο.π.,σ.61.
  6. Γ. Χατζίνη, “Τοποθέτηση του Ηλία Βενέζη”, περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, τομ. 96, σ.85.
  7. Ο Booth επισημαίνει πως η τραγική ειρωνεία προκα­λείται, όταν ο αναγνώστης και ο συγγραφέας μοιράζονται μια γνώση που διαφεύγει από τους ήρωες, τους οποίους άλλωστε κυρίως αφορά (W.C.Booth, The rhetoric of fiction, εκδ.Penguin books, σ.175). To “θύμα” της τραγικής ειρωνείας ταυτίζεται με το θύμα της ίδιας του της άγνοιας αναφέρει ο Βελουδής και συμπληρώνει πως για να εννοηθεί πληρέστερα η τραγική ειρωνεία πρέπει να αναχθεί στη αρ­χαία πηγή της, που είναι η κλασική τραγωδία (Γ.Βελουδή, ό. π., σ. 50).
  8. Μ. Γ. Μερακλή, ό. π., σ. 69.
  9. Samuel Baud-Bovy, ό. π., σ. 127.
  10. Π. Ωρολογά, “Η λυρική πεζογραφία”, περ. Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, τευχ.1, Αθήνα 1 Μαρτίου 1944, σ. 2.
  11. Κ. Ι. Δεδόπουλου, “Ηλίας Βενέζης (Η διάρκεια του Ελληνικού καιρού) Α’, Ο πόνος και η πατρική γη”, εφημ. Καθημερινή, Αθήνα, Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 1950, σ.4.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 
Universität Hamburg – Institut  für Griechische und Lateinische Philologie – Biblio-Uellner

Στη βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται τα άρθρα:

-Οι θεωρίες της Ανταπόκρισης και οι «Μεγάλες Λύπες» του Τέλλου Άγρα. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 10, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σσ. 58-60.

-Η διαχρονική διάσταση των ιστορικών προσώπων στο «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» και στη «ΓΑΛΗΝΗ» του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο ιστορικό φιλολογικό περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΛΔ΄, 1992, σσ. 178-185.

-Οι Έλληνες και οι Τούρκοι στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.

-Μια οικολογική προσέγγιση στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τχ. 12, 1997, σσ. 84-95.

-Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.

-Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σσ. 3805-3810.

-«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σσ. 131-137.

-Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.

-Η πολυδιάστατη σχέση έρωτα-φύσης στα έργα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 62-64, Φθινόπωρο 2000, σσ. 4782 – 4788.

 

ΟΙ  ΕΛΛΗΝΕΣ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΤΟΥΡΚΟΙ  ΣΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ  ΗΛΙΑ  ΒΕΝΕΖΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ)
Κύλιση προς τα επάνω