ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ
Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.
Ελένη Α. Ηλία
Στις μέρες μας, που για μια ακόμη φορά εμφανίζονται τεταμένες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα ήταν σκόπιμο να στραφούμε στο έργο του Βενέζη. Μεγάλο μέρος του έργου αυτού αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής, στη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Μικρά Ασία πριν από την καταστροφή και στη ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στη μυθιστορηματική τριλογία που συνιστούν η “Αιολική Γη”, το “Νούμερο 31328” και η “Γαλήνη” και σε διηγήματα της συλλογής “Αιγαίο”, όπως είναι το “Λιός”, ο Βενέζης περιγράφει τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων της Ανατολής και τις σχέσεις τους με τον τούρκικο πληθυσμό κάτω από την επίδραση των πολεμικών γεγονότων, που ο συγγραφέας βίωσε προσωπικά.
Ο Βενέζης αφηγείται χαρακτηριστικές σκηνές τουρκικής βαρβαρότητας, μερικές από τις οποίες ενδεικτικά θα παραθέσουμε εδώ. Στο έργο του ωστόσο περιλαμβάνονται επίσης περιπτώσεις, όπου κυριαρχούν αισθήματα συμπάθειας και γενναιοψυχίας και αναπτύσσονται φιλικοί δεσμοί ανάμεσα στους “ισχυρούς” Τούρκους και στους αδύναμους Έλληνες -όπως θα δούμε στη συνέχεια – που μαζί βιώνουν τη φρίκη του πολέμου και τον πόνο για το βίαιο χαμό αγαπημένων τους προσώπων. Με τις αφηγηματικές αναφορές σε αγαθές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων -όπως μάλιστα γίνονται με εξαιρετική δεξιοτεχνία από το Βενέζη- αντισταθμίζονται στην αναγνωστική αντίληψη η εχθρότητα και η απανθρωπιά, στην οποία αναπόφευκτα εμπλέκονται τα αντίπαλα έθνη, κατά την εμπόλεμη περίοδο. Κυρίως όμως με τις αγαθές αυτές σχέσεις που παρουσιάζει ο συγγραφέας προβάλλει την τραγικότητα των προσώπων, επειδή φανερώνεται ότι αυτά οδηγούνται σε σύγκρουση, ενάντια στην πραγματική τους βούληση και στην επιλογή τους να συνυπάρξουν ειρηνικά.
Στην πορεία των αιχμαλώτων προς το εσωτερικό της Ανατολής οι Έλληνες περπατούν ατέλειωτες ώρες ξυπόλητοι πάνω σε πέτρες και αγκάθια (Το Νούμερο 31328, (εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, σ. 69). Υφίστανται επίσης τα βίαια μαστιγώματα των Τούρκων στρατιωτών (σσ.27,86,159). Παρόλο τον καυτό ήλιο είναι καταδικασμένοι σε δίψα, που γίνεται ακόμη πιο βασανιστική, καθώς βλέπουν τους Τούρκους φρουρούς τους να ξεδιψούν με το δροσερό νερό μιας πηγής (σ. 66), ενώ οι ίδιοι έχουν τη δυνατότητα να πίνουν μόνο βαλτόνερα (σσ.67-68). Οι αιχμάλωτοι αντιμετωπίζουν την αγωνία για την ζωή τους, καθώς ανάμεσα τους επιλέγονται τυχαία ορισμένοι, για να εκτελεστούν (σσ.,38-39,65). Αλλά οι- Έλληνες αναγκάζονται να υποστούν και τον εξευτελισμό, όπως ο ωρολογάς από την Πέργαμο που στέκεται αδύναμος να αντιδράσει στο βιασμό της συζύγου του από Τούρκους στρατιώτες. ο οποίος γίνεται μπροστά στον ίδιο, στο παιδί τους και στους συντρόφους του (σσ.59-61). Όχι λιγότερο τρομαχτικό φαντάζει για το νεαρό ήρωα και αφηγητή και για το συμμαθητή του το ενδεχόμενο του βιασμού τους από τους φρουρούς τους, που μόνο από σύμπτωση ματαιώνεται (σο. 58-59,63).
Στα. παραπάνω σημεία η αναγνωστική εντύπωση για την τουρκική βαρβαρότητα ενισχύεται περισσότερο από τις αφηγηματικές στρατηγικές που χρησιμοποιεί ο Βενέζης. Καθώς η ειρωνεία και το χιούμορ(1), οι αντιθέσεις(2) και οι αοριστίες(3) απαιτούν εντατικοποιημένη αναγνωστική δραστηριοποίηση για να ερμηνευθούν(4), .εμπλεκόμαστε στις αντίξοες συνθήκες και την ψυχολογική κατάσταση που γνωρίζουν οι ήρωες(5).
Ενδεικτικά θα σταθούμε στο σημείο, όπου επισημαίνεται πως οι Τούρκοι αντιδρούν όταν οι χριστιανοί αιχμάλωτοι καίνε τις ψείρες τους, γιατί θεωρούν αμαρτία την πράξη αυτή των Ελλήνων. Το γεγονός πως η φιλευσπλαχνία των Τούρκων εξαντλείται στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις ψείρες, ενώ αντίθετα η συμπεριφορά τους απέναντι στους ανθρώπους είναι βάναυση, οδηγεί τον αφηγητή στη θυμόσοφη άποψη ότι, αν ο συνομήλικος σύντροφος του ο Αργύρης – τον οποίο κακοποίησαν μέχρι θανάτου Τούρκοι χωρικοί -ήταν ψείρα, θα εξακολουθούσε να ζει(Νούμερο 31328, σ. 126). Με την απόδοση ευθυνών στο ίδιο το θύμα για τη θανάτωση του, επειδή γεννήθηκε άνθρωπος, και επομένως δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ευνοούμενα γένη του τουρκικού λαού, κορυφώνεται το αφηγηματικό χιούμορ, με το οποίο τονίζεται ότι ο άνθρωπος γίνεται εντελώς ασήμαντος μέσα στη δίνη και στον παραλογισμό του πολέμου. Χαρακτηριστική περίπτωση αφηγηματικής αντίθεσης στο έργο συνιστά το σημείο, όπου η άσχημη διάθεση ενός Τούρκου στρατιώτη -που οφειλόταν στο θάνατο από εξάντληση μιας ανήλικης αιχμάλωτης, με την οποία αυτός και οι συνάδελφοι του έκαναν έρωτα- αντιπαρατίθεται στο ειδυλλιακό τοπίο, όπου η μικρή ξεψύχησε (σσ. 90-91). Τέλος, ας αναφέρουμε από τις αοριστίες την περίπτωση των Τούρκων στρατιωτών που περιφέρονται ανάμεσα στους μισοκοιμισμένους αιχμαλώτους, με στόχο την αναζήτηση ερωτικού συντρόφου. Η πρόθεση τους δηλώνεται με μια μονολεκτική ερώτηση, που απευθύνει ο ένας στον άλλο, όπως δείχνουν το νεαρό Αργύρη : “θέλεις;”(σ.58).
Αλλά και στην “Αιολική Γη”, η περιγραφή του πλήθους που κινείται πανικόβλητο προς τη θάλασσα μέσα στη νύχτα, κουβαλώντας το λείψανο του τοπικού τους αγίου’, επειδή οι Τούρκοι τους εκδίωξαν από το χωριό τους στα Κιμιντένια, δεν είναι λιγότερο τραγική (Αιολική Γη, εκδ. 18η, εκδ. Βιβλιοπωλείο της “Εστίας”, σσ. 285-288). Το ίδιο άλλωστε, ισχύει και για τη σκηνή, όπου ο μικρός Πέτρος με όλα τα αδέλφια του και τη γιαγιά του προσεύχονται για τη σωτηρία τους μπροστά στην επικείμενη εκδίωξη τους από τη Μικρά Ασία. Ο αφηγητής αποκαλεί τη γιαγιά “κορυφαία της νυχτερινής ικεσίας”, μια αναφορά που παραπέμπει τον αναγνώστη στα χορικά αρχαίας τραγωδία, με αποτέλεσμα να μας υποβάλλεται (6) η αγωνία που βιώνουν οι ήρωες (σσ.274-275).
Όσο για τη “Γαλήνη”, ο απόηχος της τουρκικής βαρβαρότητας εκφράζεται με την εναγώνια προσμονή των αιχμαλώτων από όλες τις προσφυγικές οικογένειες και με την τραγική απογοήτευση τους όταν αντικρίζουν τον Αντρέα, το μοναδικό επιζώντα, που φτάνει στον οικισμό εξαθλιωμένος και συγκλονισμένος από την εμπειρία του πολέμου (Γαλήνη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, σσ. 120, 125-127). Τέλος, στο “Λιός” ο Βενέζης στέκεται στο μίσος και την καταστροφική μανία των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες μέσα από την τραυματική εμπειρία των παιδικών χρόνων του νεαρού ήρωα, που σφαγιάστηκαν όλοι οι σύντροφοί του Έλληνες ψαράδες. Ο ίδιος, που είχε τραυματιστεί στο χέρι και κατάφερε να γλιτώσει, παρέμεινε για μέρες μόνος στο ξερονήσι με τα πτώματα (Αιγαίο, εκδ. 11η, εκδ. Βιβλιοπωλείο της “Εστίας”, σσ. 19-20).
Όσο όμως κι αν τόσοι Έλληνες υπέφεραν εξαιτίας του μίσους των Τούρκων, υπήρξαν και αρκετοί Τούρκοι που κατόρθωσαν να μην παγιδευτούν σε αυτό το συναίσθημα. Στο “Λιός”(7) συναντάμε Τούρκους ψαράδες, οι οποίοι πριν από τον πόλεμο ζούσαν στην Κρήτη, να πείθουν τον Τούρκο στρατιώτη που συνόδευαν όχι μόνο να μη φυλακίσει το νεαρό ήρωα που ψάρευε παράνομα σε τούρκικη περιοχή, αλλά ούτε καν να κατάσχει τη βάρκα του και την ψαριά του (Αιγαίο, σ.34).
Η πράξη αυτή ήταν τόσο γενναιόψυχη , που είχε αποτέλεσμα, ο ίδιος ο ήρωας να απαλλαγεί από το μίσος για τους Τούρκους που τον είχε κυριεύσει, ύστερα από τη σφαγή των συμπατριωτών του. Στο γεγονός αυτό της εξάλειψης του μίσους του Έλληνα ψαρά ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα, ενεργοποιώντας τον αναγνώστη του να το αναγνωρίσει στο χτύπημα τατουάζ που παρίστανε ένα γλάρο – παράσταση που συνδέεται άμεσα με το επεισόδιο της απελευθέρωσης του – στο ανάπηρο από χρόνια, εξαιτίας των Τούρκων, χέρι του (σ.40).
Αλλά και στο “Νούμερο 31328”, παρόλο που αναφέρεται στη σκληρή περίοδο του ’22, συναντάμε πλήθος περιπτώσεων συμπάθειας, κατανόησης και φιλίας ακόμη ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Ο Γ. Κορδάτος διακρίνει στις σελίδες του έργου ένα διάχυτο ανθρωπισμό τόσο σε Τούρκους, όσο και σε Ρωμιούς αιχμάλωτους(8) ενώ και Μ. Γ. Μερακλής διαπιστώνει πως στο έργο δεν υπάρχουν Τούρκοι και Έλληνες, καταπιεστές και θύματα, παρά μονάχα “ψυχές που κρατούν όρθιο το αίτημα της ανθρώπινης αγάπης” (9). Στους ήρωες μένουν ψιχία ανθρωπισμού που θεριεύουν(10) και τελικά η καλοσύνη υψώνεται πάνω από την κακία(11).
Στις περιπτώσεις του “Νούμερου” συναντάμε την περίπτωση τον νεαρού Ισμαήλ, που θαυμάζει τον Ηλία για τις γνώσεις του και μαθαίνει από αυτόν να γράφει στα γαλλικά το όνομα του (Νούμερο 31328, σσ. 135-136). Όταν πάλι ο Ηλίας μαθαίνει από τον Ισμαήλ πως η μητέρα του νεαρού Τούρκου γιατρού, τον οποίο βοηθούν, εκτελέστηκε από τους Έλληνες, συγκινείται με το όραμα του γιατρού, που του συμπεριφέρεται άψογα. Τη συγκίνηση αυτή ο Βενέζης αποδίδει με την απορία του Ηλία, που αφού πληροφορήθηκε τη θανάτωση της Τουρκάλας μητέρας, έπαψε να παρακολουθεί τον Ισμαήλ που εξακολουθούσε να του μιλά. Καθώς μάλιστα ο ίδιος ο ήρωας υποθέτει πως αυτό οφείλεται στην άγνοια του για την τούρκικη γλώσσα, ο αναγνώστης δραστηριοποιείται αναγνωρίζοντας ως αιτία της έλλειψης προσοχής του Ηλία τη θλίψη του (σ. 135). Αλλού, οι Έλληνες αιχμάλωτοι ξυπνούν τον Τούρκο φρουρό τους, που είχε αποκοιμηθεί στη βάρδια του και κάποιος του αφαίρεσε το όπλο του, για να μην αντιληφθούν το επεισόδιο οι ανώτεροι του και τον εκτελέσουν (σσ.212-213). Ένας άρρωστος αιχμάλωτος πατέρας, ο Μίλτος, εμποδίζει τους συντρόφους του να διώξουν το μικρό τουρκόπουλο που παίζει τριγύρω του, αφού η παρουσία του παιδιού, που συνηθίζει να τον αποκαλεί “μπουμπά” (πατέρα), του είναι ευχάριστη (σ.239). Κάπου ένας Τούρκος χωροφύλακας, για να διασκεδάσει σε βάρος των Ελλήνων αιχμαλώτων, τους είπε πως πρόκειται να απελευθερωθούν. Όταν κάποιος από αυτούς έκαψε το στρώμα του από ενθουσιασμό για την ανέλπιστη είδηση, ο Τούρκος του χάρισε, για να κοιμάται, το δέρμα μιας αλεπούς, που αρχικά το προόριζε για δώρο στη γυναίκα του (ο. 189). Δώρα όμως ανταλλάσουν και ο Γιάννης, πατέρας τριών παιδιών, με ένα συνομήλικο του Τούρκο οικογενειάρχη, που τους συνδέει η κοινή νοσταλγία για τις οικογένειες τους (σσ.243-244). Η συναναστροφή των μαφαζάδων και των αιχμαλώτων στη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος γίνεται παρά τη θέληση τους, τούς οδηγεί σε ομαδική προσέγγιση: Έτσι, με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά, αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κ’ εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο ταχτικά να κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανα μας. Και στην κουβέντα δεν μας λέν πια “γεσήρ”. Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το προφέρουν γεμάτο θερμότητα και καλοσύνη : – Αρκαντάς (σύντροφε) (σ.213).
Δεν μπορεί ωστόσο κάποιος να σταθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο έργο του Βενέζη, χωρίς να διαπιστώσει πως ο συγγραφέας τις αντιμετωπίζει ως πεδίο διερεύνησης της ανθρώπινης ύπαρξης γενικότερα, όταν αυτή αντιμετωπίζει αντίξοες, οριακές καταστάσεις, που δεν μπορεί να επιλέξει ή να ελέγξει , όπως είναι ο πόλεμος. Αυτό εκφράζει ο Γ.Χατζίνης , σημειώνοντας πως οι βενεζικοί ήρωες έχουν το χαρακτήρα «συμβόλου»(12). η ανθρωπολογία και χαρακτηρολογία που παρουσιάζεται από το συγγραφέα καθίσταται “διεθνική” ή “υπερεθνική”, σύμφωνα με τον Μ. Γ. .Μερακλή(13).
Ο Βενέζης, παρουσιάζοντας τους ψαράδες στο “Λιός”, Έλληνες και Τούρκους να αναπολούν την εποχή πριν από τον πόλεμο, που ζούσαν ειρηνικά στη Μικρά Ασία οι πρώτοι και στη Κρήτη οι δεύτεροι και να μοιράζονται την πικρή εμπειρία της προσφυγιάς, διακηρύσσει πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, παρά μόνο θύματα (Αιγαίο, σσ. 29-30). Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται ο Παπατσώνης, αναφέροντας πως ο Βενέζης παρουσιάζει τη συμφορά ως μάστιγα των ανθρώπων και όχι των Ελλήνων(14) , ενώ κατά τον Γ. Χατζίνη ο οίκτος εκφράζεται από το συγγραφέα και για τους βασανιζόμενους και για τους βασανιστές (15). Η άποψη πως ο πόλεμος είναι ο κοινός εχθρός των αντιπάλων, Ελλήνων και Τούρκων, αναδεικνύεται επίσης, όταν στο “Νούμερο 31328” ο αφηγητής εμφανίζεται απορημένος που μοιάζουν τόσο πολύ τα βογκητά ενός πληγωμένου Τούρκου κι ενός άρρωστου χριστιανού (Νούμερο 31328, σ.160). Οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου προβάλλονται εντονότατα και μέσα από την τραγική ειρωνεία(16), στο σημείο που ένας αιχμάλωτος πατέρας, αγνοώντας πως έχουν σκοτωθεί όλα τα μέλη της οικογενείας τους, αντλεί κουράγιο να ανταπεξέλθει στις κακουχίες από την προσδοκία να ξαναδεί τα παιδιά του (σσ.112,244-245). Η ίδια ελπίδα της επιστροφής του αιχμάλωτου γιου της κρατά στη ζωή τη θεία Μαρία στη “Γαλήνη”, που αγνοεί το θάνατο του (Γαλήνη, σ.127).
Ο Βενέζης χρησιμοποιεί συχνά την ειρωνεία, για να υποβάλλει στον αναγνώστη του την ιδέα της ομοιότητας το)ν ανθρώπων και του παραλογισμού της εχθρότητας ανάμεσα σε διαφορετικά έθνη. Συγκεκριμένα στην περιγραφή του. μαστιγώματος μερικών λευκών, Ελλήνων και Τούρκων και ενός Τούρκου νέγρου, ενώ ασφαλώς ο τελευταίος δεν διαφέρει στις πληγές, ούτε στον πόνο, ο συγγραφέας τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους, επειδή το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του κάνει δυσδιάκριτο το αίμα που κυλά στο κορμί του (Νούμερο 31328, σ.211). Οι μελετητές του Βενέζη επισημαίνουν πως στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται η κατάρρευση της ανθρώπινης οντότητας, το κατάντημα του προσώπου σε τιποτένιο πράγμα(17), ο “κλονισμός” και η “συντριβή” μιας ευαίσθητης ψυχής(18). Στο “Νούμερο” φανερώθηκε ο άνθρωπος που πόνεσε στη σάρκα του και στην ψυχή του(19). Με την έκφραση του φυσικού πόνου στο έργο του ο Βενέζης κατατάσσεται ανάμεσα στους μάρτυρες της εποχής του ’30, που συνέδεσαν την τέχνη με τη φιλοσοφία του
υπαρξισμού(20).
Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνουμε πως στην προσέγγιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με επίκεντρο τη Μικρασιατική καταστροφή από το συγγραφέα τονίζονται οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου για όλους, αλλά και η άρνηση, η αντίσταση των προσώπων να υιοθετήσουν εχθρική στάση για τον αντίπαλο. Κρίνουμε τέλος σκόπιμο να αναφέρουμε ότι μορφές αντίστασης εμφανίζουν άλλωστε οι ήρωες του Βενέζη και σε όλα τα άλλα δεινά που υφίστανται, είτε σε φυσικές καταστροφές, είτε σε δεσμεύσεις που τους επιβάλλουν ο κοινωνικός τους ρόλος ή ο κοινωνικός περίγυρος. Η αντίσταση των βενεζικών ηρώων φτάνει όμως στο αποκορύφωμά της, όταν εκδηλώνεται μπροστά στην αρρώστια και στο θάνατο που επιφυλάσσει η ανθρώπινη φύση.
Σημειώσεις
- Το χιούμορ και η ειρωνεία στηρίζονται στην αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο προσδοκώμενο (Γ.Βελουδή. Αναφορές: έξι νεοελληνικές μελέτες, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1983, σ. 45). Το “Νούμερο” χαρακτηρίζεται “οδυνηρά ειρωνικό”(Samuel Baud-Bovy, Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 127). Για το “πικρό χιούμορ” κάνουν λόγο και οι Μ .Γ. Μερακλής (Ι1ροσεγγίσεις στην Ελληνική Πεζογραφία – Ο Αστικός χώρος, εκό. Καστανιώτη, Αθήνα 1986, (5S3) και Τ.Αθανασιάδης (Η πεζογραφία του Ηλία Βενέζη. Αναγνωρίσεις: Δοκίμια, εκδ. ΑΙνίη Redman. Αθήνα 1965. σ.239).
- Σύμφωνα με τον Iser η χρήση των αντιθέσεων συνιστά ιδιαίτερα σημαντική στρατηγική καθοδήγηση του αναγνώστη (W.lser. The implied reader : patterns of communication in prose fiction from Bunyan to Beckett. The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990).Ο Τ. Άγρας υποστηρίζει πως η τέχνη με την αντίθεση προκαλεί δυνατότερες συγκινήσεις από την οσοδήποτε σπαραχτική πραγματικότητα, εν(ί) επισημαίνει και τη σπουδαιότητα του ρόλου των αντιθέσεων στο κείμενο του Βενέζη (Τ. Άγρα, Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τομ. 3ος, φιλολ. επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Φιλολογική Βιβλιοθήκη 4, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ.35 και “Ένα Μεταπολεμικό Βιβλίο”, Μνήμη του Ηλία Βενέζη. Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ.69).
- Η καίρια ολιγολογία του Βενέζη, που οφείλεται στα υποτυπώδη λόγια των ηρώων, που αφήνουν τα νοήματα μισοτελειωμένα, επισημαίνεται από τον Τ. Άγρα, “Ένα μεταπολεμικό βιβλίο”, ό.π., σ. 7().
- Η δραστηριοποίηση της αναγνωστικής φαντασίας συνιστά σύμφωνα με τον Iser την κυριότερη συνέπεια της ειρωνίας και γενικότερα της χρήσης των αφηγηματικών στρατηγικών στο λογοτεχνικό έργο (W.lser, The impilied reader, ό .π., σ.34).
- Ο Iser θεωρεί την αντιληπτική δραστηριότητα ως αιτία της εμπλοκής του αναγνώστη στις καταστάσεις που αφηγείται το λογοτεχνικό κείμενο (W.lser, ό.π., σσ. 38-9, 44-5, 58, 104, 278-279, 290-91 και The act of reading : A theory of aesthetic response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991 , σσ. 21, 48, 67, 128, 134).
- Ο Γ. Χατζίνης αναγνωρίζει το στοιχείο της υποβολής ως τον κυριότερο δρόμο μέσα από τον οποίο η τέχνη του Βενέζη πραγματοποιεί τις προθέσεις της (Γ.Χατζίνη, “Η ανθρωπιά του Ηλία Βενέζη”, Ελληνικά κείμενα, εκδ.Π .Οικονόμου, εκδ.3η, Αθήνα, σσ. 130, 134-135). Την τεχνική του συγγραφέα να υποβάλλει και όχι να υπογραμμίζει επισημαίνει ο Τ. Αθανασιάδης (΄Ο. π., σσ. 267-268), ενώ σύμφωνα με το Σαχίνη οι νύξεις, οι υπομνήσεις και οι αποσιωπήσεις που χρησιμοποιεί ο Βενέζης υπηρετούν την υποβολή (Α.Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας, Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1989, σ. 32).
- Στο έργο “υμνείται η ιδέα της αδελφότητας των λαών”, καθώς το εθνικό μίσος δεν εξουσιάζει τις απλές ψυχές των ψαράδων (Τ. Αθανασιάδη, ο .π., σ. 235).
- Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 2ος, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ.741.
- Μ .Γ .Μερακλής, ό. .π., σ.79.
- Τ. Κ. Παπατσώνη, “Οάσεις της κολάσεως”, Μνήμη του Ηλία Βενέζη, Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 59.
- Α. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες, τομ. Β’, εκδ. ΙΙαπαδήμα, Αθήνα 1977, σ.481.
- Γ. Χατζίνη, ο.π., σ.126.
- Μ. Γ. Μερακλή, υ.π.,0.78
- Τ. Κ. Παπατσώνη, ο.π.,σ.61.
- Γ. Χατζίνη, “Τοποθέτηση του Ηλία Βενέζη”, περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, τομ. 96, σ.85.
- Ο Booth επισημαίνει πως η τραγική ειρωνεία προκαλείται, όταν ο αναγνώστης και ο συγγραφέας μοιράζονται μια γνώση που διαφεύγει από τους ήρωες, τους οποίους άλλωστε κυρίως αφορά (W.C.Booth, The rhetoric of fiction, εκδ.Penguin books, σ.175). To “θύμα” της τραγικής ειρωνείας ταυτίζεται με το θύμα της ίδιας του της άγνοιας αναφέρει ο Βελουδής και συμπληρώνει πως για να εννοηθεί πληρέστερα η τραγική ειρωνεία πρέπει να αναχθεί στη αρχαία πηγή της, που είναι η κλασική τραγωδία (Γ.Βελουδή, ό. π., σ. 50).
- Μ. Γ. Μερακλή, ό. π., σ. 69.
- Samuel Baud-Bovy, ό. π., σ. 127.
- Π. Ωρολογά, “Η λυρική πεζογραφία”, περ. Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, τευχ.1, Αθήνα 1 Μαρτίου 1944, σ. 2.
- Κ. Ι. Δεδόπουλου, “Ηλίας Βενέζης (Η διάρκεια του Ελληνικού καιρού) Α’, Ο πόνος και η πατρική γη”, εφημ. Καθημερινή, Αθήνα, Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 1950, σ.4.
Στη βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται τα άρθρα:
-Οι θεωρίες της Ανταπόκρισης και οι «Μεγάλες Λύπες» του Τέλλου Άγρα. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 10, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σσ. 58-60.
-Η διαχρονική διάσταση των ιστορικών προσώπων στο «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» και στη «ΓΑΛΗΝΗ» του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο ιστορικό φιλολογικό περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΛΔ΄, 1992, σσ. 178-185.
-Οι Έλληνες και οι Τούρκοι στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.
-Μια οικολογική προσέγγιση στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τχ. 12, 1997, σσ. 84-95.
-Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.
-Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σσ. 3805-3810.
-«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σσ. 131-137.
-Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.
-Η πολυδιάστατη σχέση έρωτα-φύσης στα έργα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 62-64, Φθινόπωρο 2000, σσ. 4782 – 4788.