Η επιλογή του «happy end» στη δημιουργική γραφή των νηπίων
Ελένη Ηλία, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ε.Κ.Π.Α.
6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εκπαίδευση και Πολιτισμός στον 21ο αιώνα(23-25 Απριλίου 2021)
Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Εκπαίδευση και πολιτισμός στον 21ο αιώνα»
Πρακτικά Συνεδρίου, Τόμος Β΄
Επιμέλεια: Ευαγγελία Κανταρτζή
ISBN: 978-618-5458-34-8
ISBN SET: 978-618-5458-32-4
Αθήνα 2021, σσ. 110-117
Περίληψη
Στη διδασκαλία λογοτεχνικών κειμένων στο νηπιαγωγείο δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές μέσα από εμψυχωτικές δραστηριότητες να παρέμβουν στην αφηγηματική υπόθεση. Η ιδιότητα της λογοτεχνίας να καλλιεργεί την αποκλίνουσα σκέψη, ενισχύει τη φαντασία των νηπίων, που παράγουν εξαιρετικά πρωτότυπες και εντελώς διαφοροποιημένες ιστορίες. Σε αυτό το αποτέλεσμα συντελεί η διαδικασία της φθίνουσας καθοδήγησης, που εισηγούνται τα κειμενοκεντρικά διδακτικά μοντέλα. Τα κείμενα των νηπίων κινούνται σε τρεις βασικές κατευθύνσεις. Μιμούνται δημιουργικά το λογοτεχνικό πρότυπο ή το τροποποιούν σημαντικά ή το ανατρέπουν πλήρως. Ωστόσο, παρά την ποικιλία που τα χαρακτηρίζει, έχουν πάντοτε ένα κοινό στοιχείο, την αίσια έκβαση. Στην εργασία παρουσιάζονται τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα στο πλαίσιο των οποίων εκτυλίσσεται η υψηλών προδιαγραφών δημιουργική γραφή των νηπίων. Πρόκειται για προφορικές αφηγήσεις τους, που ο εκπαιδευτικός σχολαστικά καταγράφει, ώστε τα νήπια να συνειδητοποιήσουν τις δυνατότητες έκφρασης που παρέχει ο γραπτός λόγος και να εθιστούν στη χρησιμοποίησή του για την ακριβή διάσωση και τη διάδοση της σκέψης τους. Στα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας παρατίθενται παιδικά κείμενα που αναφέρονται σε έργα με δυσάρεστη κατάληξη, όπως ο τραγικός αρχαιοελληνικός μύθος του Ίκαρου. Επίσης, ο μύθος του Λα Φοντέν με την αλεπού που κόπηκε η ουρά της και αντιμετώπισε το χλευασμό των άλλων αλεπούδων. Ακόμη, το διήγημα του Τέλλου Άγρα, Οι Μεγάλες Λύπες, όπου ο μικρός ήρωας αναζητά μάταια το αγαπημένο του αρνάκι, που το θυσίασαν σύμφωνα με το πασχαλινό έθιμο. Τέλος παραμύθια που οι ήρωές τους με τους οποίους τα νήπια ταυτίζονται, δοκιμάζονται πολύ σκληρά και δύσκολα επιβιώνουν. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οι αφηγηματικές παρεμβάσεις των νηπίων γίνονται εξαιρετικά εύγλωττοι μάρτυρες της αισιόδοξης φύσης τους αλλά και της ευαισθησίας που τα διακρίνει. Η δυστυχία και η αδικία δεν γίνονται ανεκτά από τα νήπια. Η καλοσύνη πάντοτε θριαμβεύει, διακατέχει τελικά τους πάντες, που απολαμβάνουν την ευτυχία ανεξάρτητα από το μέγεθός τους ή τη δύναμή τους.
Λέξεις-κλειδιά: Νήπια, δημιουργική γραφή, happy end.
- Εισαγωγή
Η λογοτεχνία προκαλεί βιώματα, καθώς ο αναγνώστης ταυτίζεται με τους λογοτεχνικούς ήρωες (Booth, 1987). Η αισθητική απόλαυση, η συγκινησιακή φόρτιση τα οποία προσφέρει στον αναγνώστη, την καθιστούν πολύτιμη για την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη. Ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας υπαγορεύεται από την ίδια τη φύση της. Οι θεωρίες από το χώρο της αφηγηματολογίας και της κειμενογλωσσολογίας, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της νηπιακής ηλικίας, τα οποία παρουσιάζει η αναπτυξιακή ψυχολογία, μετασχηματίζονται σε διδακτικές προσεγγίσεις παραγωγής πρωτότυπου αφηγηματικού λόγου από τα νήπια, με επίκεντρο τα λογοτεχνικά έργα. Δίνοντας στους μαθητές τη δυνατότητα να αναφερθούν στην αναγνωστική ανταπόκρισή τους, εκφράζονται προσωπικά στοιχεία τους, εμπειρίες, επιθυμίες και προσδοκίες, οπότε ξεκινά η πορεία τους προς την αυτογνωσία και επιτυγχάνεται η ουσιαστική επαφή και επικοινωνία τους με τους συμμαθητές τους. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η πολυσημία των λογοτεχνικών έργων (Riffaterre, 1985) και ο δημιουργικός ρόλος των αναγνωστών (Iser, 1990), που τα καθιστούν ανεξάντλητα (Τζιόβας, 1987).
Στο πλαίσιο τέτοιων λογοτεχνικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα νήπια μεταξύ άλλων καλούνται να παρέμβουν στη διαμόρφωση του τέλους κάποιων ιστοριών, καθώς το μη ευτυχισμένο τέλος κινητοποιεί την παιδική φαντασία, ώστε να αποκαταστήσει την αδικία και την τάξη στον κόσμο (Δίμιζα, 166-183). Επιλέγοντας τα νήπια ελεύθερα ανάμεσα στη δημιουργική μίμηση του λογοτεχνικού προτύπου, στην τροποποίηση ή στην ανατροπή του (Ματσαγγούρας, 2001), συλλέγουν πολύτιμες εμπειρίες δημιουργικότητας, που συμβάλλουν στην ευτυχία τους (Φρομ, 1971).
Στο σύνολο των κειμένων που παράγονται από τα νήπια, εμφανίζονται τεράστιες διαφοροποιήσεις και αλλεπάλληλες πρωτοτυπίες (Ηλία, 2006). Ωστόσο, όλα τα νηπιακά κείμενα συγκλίνουν απόλυτα, ως προς την αίσια έκβαση της αφηγηματικής υπόθεσης. Την τάση των νηπίων να βελτιώνουν σε κάθε περίπτωση το τέλος των ιστοριών, έχει επισημάνει εξόχως εμφατικά ο Καλλέργης, προλογίζοντας έντυπη έκδοση με παραμύθια και μύθους, τα οποία αναδιηγήθηκαν νήπια (Ηλία, 2005).
- Στοιχεία υλοποίησης
Τα εκπαιδευτικά προγράμματα δημιουργικής γραφής με επίκεντρο λογοτεχνικά έργα των οποίων το τέλος καλούνται να διαμορφώσουν τα νήπια σύμφωνα με την επιθυμία τους, πραγματοποιήθηκαν σε τρία δημόσια νηπιαγωγεία της Αττικής. Σε όλες τις περιπτώσεις τα προγράμματα υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου, σε εικοσιπενταμελή τμήματα όπου φοιτούσαν νήπια και προνήπια.
- Στόχοι-Επιδιώξεις
- Οι προτεινόμενες παιδαγωγικές παρεμβάσεις αποσκοπούν μέσα από τα αναγνωστικά βιώματα και την ταύτιση των νηπίων με τα αφηγηματικά πρόσωπα να αντλήσουν πληροφορίες για τα επίπεδα ευαισθητοποίησης και συναισθηματικής ανάπτυξής τους, για τους τρόπους σκέψης, τις αντιλήψεις και στάσεις τους απέναντι σε διαχρονικά και σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα και γεγονότα.
- Η δυνατότητα των νηπίων να εκφράσουν την αισιόδοξη φύση τους, προσαρμόζοντας την εκάστοτε αφηγηματική πλοκή στις επιθυμίες τους, με απώτερο στόχο τη σταδιακή κατάκτηση της αυτογνωσίας, την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή τους.
- Η ουσιαστική γνωριμία και επικοινωνία μεταξύ των συμμαθητών, καθώς εκφράζοντας τις επιλογές τους για τα χαρακτηριστικά και την τύχη των λογοτεχνικών ηρώων, προκύπτουν τα βιώματα, οι επιθυμίες και ο συναισθηματικός κόσμος τους.
- Η εξοικείωση με το δημιουργικό ρόλο που καλείται να επιτελέσει ο αναγνώστης σε κάθε λογοτεχνικό έργο και η απόλαυση που απορρέει από αυτόν, με συνέπεια την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας.
- Η ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης και η συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων της δημιουργικής γραφής να την αποτυπώνει με ακρίβεια, να τη διασώζει και να την αναδεικνύει.
- Η κατανόηση από τα νήπια της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά πιστά τον προφορικό.
Μεθοδολογία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στα προγράμματα δημιουργικής γραφής κατά τα οποία τα συμμετέχοντα νήπια παρεμβαίνουν στις αφηγηματικές εξελίξεις και τις προσαρμόζουν στις επιθυμίες τους, βασίζεται στα κειμενοκεντρικά διδακτικά μοντέλα της γραπτής έκφρασης. Τα παραπάνω μοντέλα διδάσκουν στους μαθητές τούς υπερπροτασιακούς κανόνες και τις δομές που διακρίνουν τους διάφορους τύπους του λόγου κι έτσι αυτοί αποδεδειγμένα καθίστανται σταδιακά ικανότεροι στην παραγωγή αφηγηματικών κειμένων και στον τρόπο δόμησης της σκέψης (Ματσαγγούρας και Κουλουμπαρίτση, 1999).
Τα σχετικά εκπαιδευτικά, εμψυχωτικά προγράμματα εκτυλίσσονται ως παιχνίδι (Ποσλανιέκ, 1992), προκειμένου να εκφράζουν την ανάγκη των ανθρώπων γενικότερα και των νηπίων ειδικότερα να παίζουν (Χουιζίνγκα, 1989). Ο παιγνιώδης χαρακτήρας στα προγράμματα που ακολουθούν, ενισχύεται από τη χρήση διαφόρων μαγικών αντικειμένων, που αποσκοπούν στη δραστηριοποίηση κι απελευθέρωση της φαντασίας των νηπίων. Όταν η γνώριμη στο σύνολο των παιδιών απόλαυση του παιχνιδιού συνδυάζεται με την πρωτόγνωρη για τα περισσότερα απόλαυση της δημιουργικότητας που εκδηλώνεται κατά την επαφή με τη λογοτεχνία (Κωτόπουλος, 2012), προκύπτουν πρωτότυπα αφηγηματικά κείμενα, που εκφράζουν τους δημιουργούς τους.
Στην αρχή των προγραμμάτων για την παραγωγή των κειμένων χρησιμοποιείται η ημιδομημένη συνέντευξη. Ο εκπαιδευτικός θέτει στα νήπια ερωτήσεις για την τελική έκβαση της αφηγηματικής υπόθεσης, που εκείνα απαντούν ομαδικά ή ατομικά (Huck, Hepler, and Hickman, 1979). Σύμφωνα με τη διδακτική αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης (Ματσαγγούρας, 2001), οι διευκρινιστικές, συμπληρωματικές ερωτήσεις που απευθύνει ο εκπαιδευτικός σε σχέση με τις προηγούμενες απαντήσεις που έχει λάβει, μειώνονται, στο βαθμό που οι απαντήσεις των νηπίων γίνονται πληρέστερες. Από τη στιγμή που οι γενικές ερωτήσεις που απευθύνονται στα νήπια, επαρκούν πλέον προκειμένου εκείνα να διατυπώνουν ολοκληρωμένες σκέψεις αναφορικά με τη δράση και τα συναισθήματα των λογοτεχνικών ηρώων, οι συνεντεύξεις που επιλέγονται είναι οι μη δομημένες.
Οι απαντήσεις των νηπίων καταγράφονται από τον εκπαιδευτικό (Pascucci και Rossi, 2002) ως ενιαία αφήγηση, είτε χειρόγραφα είτε στην οθόνη του υπολογιστή. Διαβάζονται δε αμέσως μετά από τον εκπαιδευτικό, ώστε τα νήπια να έχουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να επαληθεύσουν την ακρίβεια των λεγομένων τους.
Τα καταγραμμένα παιδικά κείμενα ακολούθως αξιοποιούνται ποικιλότροπα. Το περιεχόμενό τους εξελίσσεται συνήθως σε θεατρικό δρώμενο και παράλληλα δημοσιεύεται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Αυτές οι διαδικασίες συνιστούν προϋποθέσεις που θα προσφέρουν στους μαθητές επιπλέον κίνητρο, για αβίαστη και ενθουσιώδη συμμετοχή τους σε σχετικά προγράμματα στο μέλλον (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006).
- Διδακτικό υλικό
5.1. Τέλλος Άγρας, Οι μεγάλες λύπες
Το διήγημα Οι μεγάλες λύπες δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, το 1936. Αναφέρεται σε ένα μικρό αγόρι που συνδέεται συναισθηματικά με ένα αρνάκι το οποίο φέρνουν οι γονείς του στο σπίτι την περίοδο της Σαρακοστής. Μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα το παιδί αντικρίζει το αγαπημένο του αρνάκι τεμαχισμένο στην κουζίνα, αλλά καθώς δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αυτό, το αναζητά μάταια παντού. Στο τέλος του διηγήματος ο ήρωας εμφανίζεται ενήλικος πλέον, να συμβουλεύει τον αναγνώστη, αν αγαπά ένα αρνάκι, να το προσέχει και να το προστατεύει πάντοτε, κλίνοντας προς την εκδοχή ότι το δικό του αρνί εγκατέλειψε το σπίτι, επειδή προτίμησε να ζήσει στην εξοχή.
Όταν ο μικρός ήρωας εκφράζει την αγωνία του για το αρνί του, χωρίς να συνδέει την εξαφάνισή του με ό, τι διαφορετικό και περίεργο παρατηρεί στο σπίτι, ο αναγνώστης είτε συμμερίζεται την αγωνία του για την τύχη του ζώου είτε αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που ο ήρωας αγνοεί (Ηλία, 1995). Στη δεύτερη περίπτωση λειτουργεί η αφηγηματική τεχνική της τραγικής ειρωνείας (Booth, 1987), όπου το θύμα της τραγικής ειρωνείας είναι θύμα της άγνοιάς του (Βελουδής, 1983).
5.2. Ο Μύθος του Ίκαρου στην Ελληνική Μυθολογία
Σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό μύθο, ο αρχιτέκτονας και τεχνίτης Δαίδαλος, που βρισκόταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, προσπάθησε να δραπετεύσει από την Κρήτη, πετώντας μαζί με το γιο του Ίκαρο, με φτερούγες που είχε φτιάξει ο ίδιος. Ο νεαρός Ίκαρος όμως, παρασυρόμενος από τον ενθουσιασμό του για την πτήση, δεν ακολούθησε τις συμβουλές του πατέρα του, με αποτέλεσμα οι φτερούγες του να ξεκολλήσουν και να πνιγεί στη θάλασσα, στο σημείο που ονομάζεται Ικάριο πέλαγος.
5.3. Ο μύθος του Λα Φοντέν για την αλεπού που κόπηκε η ουρά της
Στους κλασικούς ή αισώπειους μύθους τα ζώα χρησιμοποιούνται ως σύμβολα διαφόρων ανθρώπινων τύπων. Εδώ οι συμπεριφορές των ζώων διακωμωδούνται (Μερακλής, 1987), ώστε ο αναγνώστης να συμμορφώνεται με το δίδαγμα των μύθων, που βρίσκεται σε συνάρτηση με την επικρατούσα ιδεολογία της εκάστοτε εποχής. Με άλλα λόγια, ο παιδευτικός χαρακτήρας των μύθων, έγκειται στο κακό τέλος τους, στην τιμωρία των ηρώων τους (Γιαννικοπούλου, 2018).
Στο μύθο του Λα Φοντέν ειδικότερα, μια αλεπού με πολύ μακριά ουρά, που την θαύμαζαν όλα τα ζώα του δάσους, πιάνεται σε παγίδα. Όταν η ουρά της κόβεται, προκειμένου να μην ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες αλεπούδες, προσπαθεί μάταια να τις πείσει να κόψουν κι εκείνες τις ουρές τους. Όλες όμως αντιλαμβάνονται την πονηριά της και όχι μόνο δεν ακολουθούν την προτροπή της αλλά και την εμπαίζουν για το ατύχημά της.
5.4. Το παραμύθι «Ο Κοντορεβιθούλης» των Αδερφών Γκριμ
Στα κλασικά λαϊκά παραμύθια οι αρχικές εκδοχές ήταν σκοτεινές, με δυσάρεστα επεισόδια και σκληρό τέλος. Ορισμένες από αυτές τις σκοτεινές εκδοχές καταγράφτηκαν, με παραλλαγές, στη συνέχεια από τον Περό και αργότερα από τους Αδελφούς Γκριμ, ωστόσο σε αυτές επιβλήθηκε εκ των υστέρων κάπως πιο αίσιο τέλος (Καρακίτσιος, 2018).
Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση του Κοντορεβιθούλη, που ο πατέρας του τον εγκαταλείπει στο δάσος μαζί με τα υπόλοιπα έξι παιδιά του, επειδή δεν έχει χρήματα για να τα μεγαλώσει. Τα αδέρφια όμως επιστρέφουν στο σπίτι τους, αφού ο Κοντορεβιθούλης, ακολουθώντας τις πέτρες που είχε σκορπίσει στη διαδρομή, βρίσκει το δρόμο της επιστροφής. Τότε οι γονείς τους αποπειρώνται ξανά να απαλλαγούν από τα παιδιά τους και αυτή τη φορά τα καταφέρνουν, διότι ο Κοντορεβιθούλης επαναλαμβάνει το ίδιο τέχνασμα, χρησιμοποιώντας όμως ψίχουλα αντί για πέτρες. Τα παιδιά στο δάσος αιχμαλωτίζονται από έναν ανθρωποφάγο γίγαντα. Ο Κοντορεβιθούλης όμως τον ξεγελά κι εκείνος τρώει κατά λάθος τις εφτά κόρες του. Μόλις ο ήρωας με τα αδέρφια του επιστρέφουν για δεύτερη φορά στο σπίτι τους, βρίσκουν τους γονείς τους μετανιωμένους για την επιλογή τους.
- Παρουσίαση δραστηριοτήτων και αποτελεσμάτων
6.1. Παιδικά κείμενα με αφετηρία μια κόκκινη κορδέλα
Προκειμένου τα νήπια να διαμορφώσουν το τέλος της αφηγηματικής υπόθεσης κατά τη βούλησή τους στο διήγημα Οι Μεγάλες Λύπες του Άγρα, χρησιμοποιήθηκε το μαγικό εισιτήριο. Η σκοπιμότητα του μαγικού εισιτηρίου έγκειται στην ενθάρρυνση του συνόλου των μαθητών να ξεπεράσουν πιθανές αναστολές τους και να μοιραστούν την αφηγηματική εκδοχή τους με τους συμμαθητές τους, συμμετέχοντας έτσι στη συγκεκριμένη ομαδική διασκεδαστική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Το αντικείμενο που συνιστά το μαγικό εισιτήριο, σχετίζεται με το περιεχόμενο του έργου και προσφέρεται διαδοχικά σε όλα τα νήπια, ώστε να εισέλθουν στον κόσμο της ιστορίας και να αποφασίσουν για την κατάληξή της.
Το μαγικό εισιτήριο για το διήγημα του Άγρα ήταν μια κόκκινη κορδέλα. Η συγκεκριμένη επιλογή συνδέεται με την πρώτη αφηγηματική ένδειξη που αναφέρεται στο αρνάκι που έφεραν οι γονείς του ήρωα στο σπίτι την περίοδο της Σαρακοστής. Η μητέρα τού μικρού ήρωα χρησιμοποιώντας μεταφορική γλώσσα, αναφέρει ότι το αρνάκι θα μείνει μαζί τους «ωσότου να του βάλουν την κόκκινη κορδέλα». Η παραπάνω ένδειξη ότι το ζώο θα θυσιαστεί κατά το έθιμο για το πασχαλινό τραπέζι, δεν αναγνωρίζεται από τον ήρωα, που αντιδρά με ενθουσιασμό: «Σκέφτηκα κι εγώ πως, αν είχε μια κόκκινη κορδέλα, θα ήτανε αλήθεια, τρέλα από την ομορφιά».
Τα νήπια στο σύνολό τους επίσης δεν αντιλήφθηκαν τη συγκεκριμένη ένδειξη. Αντίθετα, ορισμένα ανάμεσά τους αναγνώρισαν τις επόμενες και εμφανέστερες ενδείξεις της αφήγησης, οπότε ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι συνέβη πραγματικά στο αρνάκι, και μοιράστηκαν τη συγκεκριμένη πληροφορία με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους. Το γεγονός αυτό κορύφωσε τη συγκινησιακή φόρτιση του συνόλου των μαθητών για την τραγική κατάληξη του αγαπημένου ζώου του μικρού ήρωα. Στην περίπτωση που ο/η εκπαιδευτικός θα επέλεγε να αυξήσει τις πιθανότητες να αναγνωρίσουν τα νήπια την αρχική ένδειξη που αναφέρεται στην κόκκινη κορδέλα, θα μπορούσε να αξιοποιήσει το σύντομο κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τον τίτλο «Η κόκκινη κορδέλα», από το βιβλίο Πεζοί Ρυθμοί, που έχει εκδοθεί το 1980 από την Εστία, όπου ένα μικρό αρνάκι μεταφέρει με φρίκη στη μητέρα του πως ονειρεύτηκε τη σφαγή του.
Η χρησιμοποίηση της κόκκινης κορδέλας ως μαγικού εισιτηρίου, οδήγησε στη δημιουργική γραφή πολλών διαφορετικών κειμένων των νηπίων, που σε κάθε περίπτωση είχαν αίσιο τέλος. Ενδεικτικά και επιγραμματικά, στα κείμενα αυτά το αρνάκι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο, εφόσον όλα τα μέλη της οικογένειας το αγαπούσαν εξίσου και το προστάτευαν, δεν το άφηναν χωρίς επίβλεψη στην αυλή, το έπαιρναν μαζί τους όταν έφευγαν για διακοπές κ.ο.κ. Σε ορισμένα από τα νηπιακά κείμενα, άλλα αρνάκια σφάχτηκαν σε διάφορα σπίτια, ωστόσο οι υπεύθυνοι για αυτό εξέφρασαν έμπρακτα τη μετάνοιά τους, φροντίζοντας να αντικαταστήσουν τα αρνάκια, με νέα. Μερικά νήπια επέλεξαν το αρνάκι να χάθηκε στην εξοχή, οπότε και διαβεβαίωσαν ότι αυτό κατόρθωσε να επιβιώσει.
Παρατίθεται στο σημείο αυτό αυτούσιο το κείμενο πεντάχρονης μαθήτριας, όπου το τέλος της ιστορίας παρουσιάζεται μέσα από την οπτική του ίδιου του αρνιού: «Τρέχω στον κήπο, γιατί το αγοράκι με τη μαμά του με κυνηγάνε για να μου φορέσουν μια κόκκινη κορδέλα. Η μαμά έχει κουραστεί αλλά συνεχίζει, επειδή δεν θέλει να χαλάσει χατίρι στο παιδάκι της. Όταν μετά από πολλή ώρα μπαίνει στο σπίτι, συνεχίζει το κυνηγητό μόνο του το αγόρι. Αφού καταλαβαίνω πως δεν θα με αφήσει ήσυχο, στέκομαι και μου περνάει την κόκκινη κορδέλα, για να με πάρει στην Ανάσταση στολισμένο. Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, αφού το μόνο που θέλει, είναι να με ομορφύνει».
6.2. Μύθοι και παραμύθια από τον ωκεανό της Φαντασίας
Στη σχολική αίθουσα διαμορφώνεται ο ωκεανός της φαντασίας, με τη συγκέντρωση πολύχρωμων υφασμάτων και άλλων ετερόκλητων αντικειμένων. Η διαμόρφωση γίνεται για πρώτη φορά κατά την απουσία των νηπίων, προκειμένου να προκαλέσει σε αυτά έκπληξη και απορία ενώ τις επόμενες φορές, τα ίδια τα νήπια συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του. Βουτώντας τα νήπια στον ωκεανό, παρουσιάζουν την προσωπική τους εκδοχή για την κατάληξη του μύθου ή του παραμυθιού που αναγνώστηκε.
Αναφορικά με το μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, εστιάζουμε στο κείμενο μαθήτριας, που ανέτρεψε το τραγικό τέλος του, εμφανίζοντας το Δαίδαλο να προβλέπει και να προλαμβάνει τις πιθανές δυσάρεστες συνέπειες του νεανικού ενθουσιασμού και της επιπολαιότητας του γιου του: «Ο Δαίδαλος έφτιαξε τέσσερις φτερούγες με πούπουλα πουλιών που μάζεψε ο γιος του ο Ίκαρος. Τις φόρεσαν και πέταξαν ως την Αθήνα. Ο Δαίδαλος είχε μεγάλη αγωνία γι’ αυτό το ταξίδι, γιατί στις πρόβες ο Ίκαρος τον παράκουγε. Έτσι πετούσαν μόνο τη νύχτα, που ο ήλιος κοιμόταν. Αφού έφτασαν σπίτι τους, ο Ίκαρος δεν ξαναπέταξε μέχρι που μεγάλωσε. Τότε πρόσεχε περισσότερο».
Συνεχίζουμε με το μύθο του Λα Φοντέν, Η αλεπού που έχασε την ουρά της. Σύμφωνα με το τέλος που επέλεξε τετράχρονο αγόρι, η αλεπού τελικά πράγματι ωφελήθηκε από το ατύχημά της: «Η αλεπού κρυβόταν, γιατί ντρεπόταν για την κομμένη ουρά της. Ο λύκος πήγε τότε επίσκεψη στο σπίτι της και τής είπε ότι δεν του άρεσε η ουρά της όταν ήταν μακριά, γιατί λερωνόταν με σκόνη, λάσπες και ξερά χορτάρια. Έτσι η αλεπού άρχισε να ξαναβγαίνει και κατάλαβε ότι ο λύκος είχε δίκιο. Το κατάλαβαν και οι άλλες αλεπούδες, και έτσι έκοψαν όλες τις ουρές τους».
Για το παραμύθι του Κοντορεβιθούλη, τετράχρονος μαθητής διαμόρφωσε ως εξής το τέλος: «Όταν ο Κοντορεβιθούλης γύρισε με τη μαμά και το μπαμπά του από το ταξίδι τους στην Αγγλία, βρήκαν την πόρτα της καλύβας τους σπασμένη και τ’ αδερφάκια του έλειπαν. Ο Κοντορεβιθούλης κατάλαβε ότι θα τα είχε πάρει ο γίγαντας. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ αλλά ήξερε ότι υπάρχει, επειδή είχε δει τις πατημασιές του. Πήγε στο σπίτι του γίγαντα και ζήτησε κρυφά από τη γυναίκα του να τον βοηθήσει να σώσουν τα παιδιά. Εκείνη τα έριξε σε μια σακούλα και είπε στον άντρα της ότι πηγαίνει να πετάξει τα σκουπίδια. Έτσι τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους και ζούσαν ευτυχισμένα. Μια μέρα ο γίγαντας πήγε στον πατέρα του Κοντορεβιθούλη και του έδωσε χρήματα, για να ζήσει την οικογένεια του. Έγινε καλός, επειδή του το ζήτησε η γυναίκα του, που την αγαπούσε».
- Συμπεράσματα
Ο ενθουσιασμός των νηπίων για τη συμμετοχή τους στα εκπαιδευτικά προγράμματα δημιουργικής γραφής όπου καλούνται να καθορίσουν ελεύθερα το τέλος λογοτεχνικών έργων, με βάση προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις τους, ήταν καθολικός και διατηρήθηκε αμείωτος σε ολόκληρη τη διάρκειά τους.
Η φαντασία των νηπίων αποδείχτηκε ανεξάντλητη. Στα κείμενα που παρήγαγαν, περιλαμβάνονται ευρύτατες αποκλίσεις ως προς τις αφηγηματικές εξελίξεις από το εκάστοτε λογοτεχνικό πρότυπο. Μεταξύ δε των δικών τους κειμένων, εντυπωσιάζουν η ποικιλία και η πρωτοτυπία στο τέλος της λογοτεχνικής ιστορίας που το καθένα διατυπώνει. Διαμορφώνοντας κάθε νήπιο τη δική του, ιδιαίτερη, μοναδική αφηγηματική εκδοχή, ανεπηρέαστο από εκείνες των συμμαθητών του που προηγήθηκαν, προκύπτει η ωριμότητα, η υπευθυνότητα και η αυτοπεποίθηση με τα οποία αντιμετώπισαν τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιπτώσεις αναδεικνύεται η αισιόδοξη φύση των νηπίων, που εκφράζεται με την αίσια έκβαση κάθε λογοτεχνικής ιστορίας. Πάντοτε οι κύριοι ήρωες οδηγούνται στην ευτυχία, αφού τελικά απαλλάσσονται από κάθε φόβο και απειλή. Όλα τα εμπόδια παραμερίζονται, οι όποιοι κίνδυνοι αποφεύγονται. Αλλά πέρα από τους βασικούς ήρωες και οι υπόλοιποι εμφανίζονται καλοί στο σύνολό τους. Η όποια αρνητική συμπεριφορά ορισμένων ανάμεσά τους, είναι παροδική. Αργά ή γρήγορα θα μετανιώσουν για αυτήν, θα το αποδείξουν έμπρακτα και αυτό θα αναγνωριστεί από όλους και θα αξιοποιηθεί στο έπακρο. Τελικά όλοι αρνούνται την αντιπαλότητα και επενδύουν στη φιλία. Το καλό επικρατεί παντού και το κακό εξαφανίζεται, ώστε η ζωή να γίνεται ξένοιαστη και εύκολη και για τον πιο αδύναμο.
Μέσα από τη διεξαγωγή των προγραμμάτων, η σχέση μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των νηπίων εξελίσσεται ποιοτικά, καθώς ανταλλάσσουν τις επιλογές τους για την τελική έκβαση των λογοτεχνικών έργων.
Η ικανότητα της ακρόασης και της επικοινωνίας αναπτύσσεται για το σύνολο των νηπίων στο έπακρο, όπως αποδεικνύεται από το διάλογό τους με τα λογοτεχνικά έργα και την ευστοχία της προσαρμογής τους στις επιθυμίες τους. Επίσης, στο πλαίσιο των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων επιτυγχάνεται η καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης, της φιλαναγνωσίας, η γλωσσική ανάπτυξη, η κατανόηση της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά πιστά τον προφορικό. Τέλος, με την ανάδειξη και αξιοποίηση των παρεμβάσεων των νηπίων στα λογοτεχνικά έργα, επιτυγχάνεται το άνοιγμα του σχολείου στην ευρύτερη κοινωνία.
Τα συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα δημιουργικής γραφής στο πλαίσιο των οποίων οι μαθητές-αναγνώστες διαμορφώνουν ελεύθερα το τέλος της υπόθεσης του λογοτεχνικού έργου, μπορούν να πραγματοποιηθούν σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού αλλά και του Γυμνασίου.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.
Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J. (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt, Rinehart and Winston.
Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.
Tompkins, J. P. (1988). The reader in history: The changing shape of literary-response. Στο J. P. Tompkins (Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism (pp. 201-232). Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.
Alter, J. (1985). Προς τι η διδασκαλία της λογοτεχνίας; Στο Ι.Ν. Βασιλαράκης(Μτφρ.), Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας (σσ. 63-74). Αθήνα: Επικαιρότητα.
Βελουδής, Γ. (1983) Αναφορές. Έξι νεοελληνικές μελέτες. Αθήνα: Φιλιππότης.
Γιαννικοπούλου, Α. (2018). Οι ιστορίες με κακό τέλος λέγονται για το καλό σου! Εικονογραφημένοι αισώπειοι μύθοι. Στο Γ. Παπαδάτος (Επιμ.), Λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις (σσ. 111-131). Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Δίμιζα, Χ. (2018). Ιστορίες με κακό τέλος σε παιδιά. Μια αφορμή για δημιουργικότητα χωρίς τέλος από τα παιδιά. Στο Γ. Παπαδάτος (Επιμ.), Λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις (σσ. 166-183). Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Ηλία, Ε. και Ματσαγγούρας Η. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες (σσ. 307-317). Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.), Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Ηλία, Ε. (2006). Η δημιουργική αφήγηση/γραφή με ερέθισμα λογοτεχνικά κείμενα. Μια εξελικτική προσέγγιση. Διαδρομές, 82, 20-25.
Ηλία, Ε. (1995). Οι μεγάλες λύπες του Τέλλου Άγρα. Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, 10, 58-60.
Ηλία, Ε. (2005). Ταξίδια στον ωκεανό της φαντασίας με… μύθους και παραμύθια. Αθήνα: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ασπροπύργου.
Καρακίτσιος, Α. (2018). “Happy end” στα λαϊκά και στα τσιγγάνικα παραμύθια: Τύποι και παραλλαγές. Στο Γ. Παπαδάτος (Επιμ.), Λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους χωρίς ευτυχισμένο τέλος. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις (σσ. 146–163). Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Κωτόπουλος, Τ. (2012). Η «νομιμοποίηση» της δημιουργικής γραφής, ΚΕΙΜΕΝΑ 15, http://keimena.ece.uth.gr
Ματσαγγούρας, Η. και Κουλουμπαρίτση, Α. (1999). Ένα Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Κριτικής Σκέψης: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Παραγωγή του Γραπτού Λόγου, Ψυχολογία, 6(3), 299-396.
Ματσαγγούρας, Η. (2001). Η Σχολική Τάξη, Β΄: Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.
Μερακλής, Μ. (1987). Οι μύθοι του Αισώπου. Διαβάζω, 167, 23-29.
Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, 6, 16-23.
Riffaterre, Μ. (1985). Η εξήγηση των λογοτεχνικών φαινομένων. Στο Ι. Ν. Βασιλαράκης (Μτφρ), Η Διδασκαλία της Λογοτεχνίας (σσ. 135-164). Αθήνα: Επικαιρότητα.
Ποσλανιέκ, Κ. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα (Στ. Αθήνη, μτφρ.) Αθήνα: Καστανιώτης.
Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση
Φρομ, Ε. (1971). Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία (Δ. Θεοδωρακάτος, μτφρ.) Αθήνα: Μπουκουμάνης.
Χουιζίνγκα, Γ. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος, μτφρ.) Αθήνα: Γνώση.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας με…μύθους και παραμύθια, εκδ. Πνευματικό Κέντρο Ασπροπύργου, 2005.
ISBN: 960 – 88684 – 0 – 8
Το βιβλίο έχει προλογίσει ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
Το άρθρο που ακολουθεί, με τίτλο ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ “ΩΚΕΑΝΟ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ”, παρουσιάζει το περιεχόμενο της έκδοσης του Πνευματικού Κέντρου Ασπροπύργου, για την παιδαγωγική παρέμβασή μου στο πλαίσιο της οποίας τα νήπια αναδιηγήθηκαν γνωστά παραμύθια και μύθους.
Ελένη Α. Ηλία,
Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ. 41, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004, σσ. 28-32.
«Και της γιαγιάς η Κοκκινοσκουφίτσα ήταν όμορφη! Μονάχα… αυτό, μονάχα που ήταν… αλλιώτικη». Το απόσπασμα που προέρχεται από το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη «Αιολική Γη» (εκδ. Εστία, σ. 70), αναφέρεται στον ενθουσιασμό των μικρών ηρώων οι οποίοι ακούν το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας άλλοτε από τη γιαγιά και άλλοτε από τον παππού τους, καθώς στις αφηγήσεις των δύο γερόντων διαφοροποιούνται πλήρως η αφηγηματική πλοκή, ο τόπος δράσης αλλά και τα χαρακτηριστικά των προσώπων του παραμυθιού.[i] Αντίστοιχα, στο κείμενο που ακολουθεί, περιλαμβάνονται μερικά από τα πιο δημοφιλή κλασικά παραμύθια και μύθοι, όπως τα έχουν αναπλάσει οι μαθητές που φοίτησαν κατά το έτος 2002-2003 στο 4ο Νηπιαγωγείο Ασπροπύργου.
Οι αφηγήσεις τους εκτυλίχθηκαν στο πλαίσιο μιας νέας εμψυχωτικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας που πραγματοποιήσαμε, προκειμένου το σύνολο της τάξης να ενθαρρυνθεί να εκφράσει τις αναγνωστικές εντυπώσεις, προσδοκίες κι επιθυμίες του.[ii] Κατά τη δραστηριότητα αυτή τοποθετούμε σε κεντρικό σημείο της σχολικής αίθουσας πολλά, διαφορετικά, πολύχρωμα υφάσματα. Στο συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο αποκαλούμε «ωκεανό της Φαντασίας», κάθε παιδί κάνει διαδοχικά τη βουτιά του, ώστε ν’ αναφερθεί από εκεί στην προσωπική του εκδοχή για ένα δεδομένο παραμύθι. Θα ήταν σκόπιμο να σημειώσω ότι οι παιδικές ιστορίες προέκυψαν ως απαντήσεις σε γενικές ή ειδικότερες, διευκρινιστικές ερωτήσεις που απευθύναμε με αφορμή προηγούμενες αποκρίσεις. Σε περιπτώσεις που διατύπωναν ασαφή νοήματα, επιμέναμε ώσπου να αποσαφηνίσουν πλήρως τις σκέψεις τους. Όταν εντοπίζαμε αντιφάσεις, τις επισημαίναμε προκειμένου να αποφασίσουν τι τελικά θα επιλέξουν και τι θα απορρίψουν. Επιπλέον, σχετικά με τις αδόκιμες εκφράσεις τους, προτείναμε εναλλακτικούς τρόπους διατύπωσης του συγκεκριμένου νοήματος, για να καταλήξουν τα ίδια στον προσφορότερο. Από την πρώτη στιγμή μας εντυπωσίασε η υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπισαν αυτή τη δραστηριότητα. Τα ενδιέφερε να αποδοθούν με απόλυτη ακρίβεια οι όποιες σκέψεις τους. Πιθανόν αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι καταγράφονταν οι απαντήσεις τους και στη συνέχεια διαβάζονταν χωρίς την παραμικρή απόκλιση. Ίσως ακόμη να οφειλόταν στην προοπτική της δημοσίευσής τους, την οποία είχαμε γνωστοποιήσει. Από την παραπάνω εμπειρία συμπερασματικά θα τόνιζα τον καθοριστικό ρόλο του δασκάλου στην επιτυχία σχετικών εγχειρημάτων. Με τη στάση του μπορεί να εμπνεύσει τα παιδιά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ώστε αβίαστα και ειλικρινά να αποκαλύψουν τον εσωτερικό τους κόσμο.[iii]
Η συμπαράθεση των δύο αφηγήσεων της Κοκκινοσκουφίτσας στην «Αιολική Γη» αναδεικνύει με πρωτοτυπία και αποτελεσματικότητα την αντίθεση ανάμεσα στις προσωπικότητες της γιαγιάς και του παππού. Ομοίως, η έκφραση του εσωτερικού κόσμου των μικρών μαθητών μας κατά των ανταπόκρισή τους στα διάφορα παραμύθια και μύθους[iv] συμβάλλει στην ουσιαστική γνωριμία τους και κατά συνέπεια στη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης.
Οι παιδικές αφηγήσεις που παρατίθενται εδώ, συμπεριλήφθηκαν στη μαθητική θεατρική παράσταση με τον τίτλο «Ταξίδια στον Ωκεανό της Φαντασίας με… μύθους και παραμύθια», που πραγματοποιήθηκε κατά τη λήξη της σχολικής χρονιάς. Καθώς τα παιδιά υποδύθηκαν εκεί τους ίδιους τους ήρωες των μύθων και των παραμυθιών, τα κείμενά τους είχαν μεταφερθεί στο α’ ενικό πρόσωπο, αποδόθηκαν δε είτε με μορφή μονολόγου είτε διαλογικά.
Στο σημείο αυτό ας ξεκινήσουμε με ορισμένες από τις αφηγήσεις που αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία. Στο μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου[v] η μικρή Μαρία Λ. διαφοροποίησε το τραγικό του τέλος, εμφανίζοντας τον πρώτο να προβλέπει και να προλαμβάνει τις πιθανές δυσάρεστες συνέπειες του νεανικού ενθουσιασμού και της επιπολαιότητας του γιου του: Ο Δαίδαλος έφτιαξε τέσσερις φτερούγες με πούπουλα πουλιών που μάζεψε ο γιος του ο Ίκαρος. Τις φόρεσαν και πέταξαν ως την Αθήνα. Ο Δαίδαλος είχε μεγάλη αγωνία γι’ αυτό το ταξίδι, γιατί στις πρόβες ο Ίκαρος τον παράκουγε. Έτσι πετούσαν μόνο τη νύχτα, που ο ήλιος κοιμόταν και δεν έλιωσαν οι φτερούγες τους. Τώρα πια που έφτασαν σπίτι τους, δεν θα ξαναπετάξουν μέχρι ο Ίκαρος να μεγαλώσει. Τότε θα προσέχει περισσότερο.
Όσο για το επεισόδιο της Οδύσσειας που διαδραματίζεται στη χώρα των Κυκλώπων, ο πεντάχρονος Ενιάρντο προτίμησε να αντικαταστήσει τις βίαιες σκηνές του με άλλες ηπιότερες και επέλεξε τελικά τη συμφιλίωση και την αρμονική συγκατοίκηση του Οδυσσέα με τον Πολύφημο: Ο Οδυσσέας ήρθε στο νησί μου και ήθελε να κλέψει τα πρόβατά μου. Τον κυνήγησα μέχρι τη θάλασσα. Μπήκε στο καράβι του κι εγώ του πέταξα μια πέτρα. Δεν τον χτύπησα όμως. Τότε κολύμπησα και τον πρόφτασα. Έσπασα το καράβι του με τις γροθιές μου κι έσωσα τον Οδυσσέα. Όταν έφτασα σπίτι μου, ο πατέρας μου ο Ποσειδώνας μου έφερε στεγνά ρούχα να αλλάξω. Μετά που ξεθύμωσα, πήγα τον Οδυσσέα στην Ιθάκη με το δικό μου καράβι. Έγινε τρικυμία και βραχήκαμε και οι δύο. Στο ταξίδι γίναμε φίλοι και θα μείνουμε μαζί στο νησί του για πάντα.
Συνεχίζουμε με το μύθο του Λα Φονταίν «Η αλεπού που έχασε την ουρά της», όπου τα νήπια Βαγγέλης και Σταύρος,[vi] ανατρέποντας το διδακτικό στόχο του,[vii] αν και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στην αλεπού το ατύχημά της, επειδή ακριβώς την διαφοροποιούσε από τις άλλες αλεπούδες, ωστόσο την θεώρησαν ωφελημένη από αυτό. Τα δύο αγόρια επεσήμαναν επίσης ότι η ωφέλεια της κολοβής αλεπούς αναγνωρίσθηκε τελικά έμπρακτα από τις υπόλοιπες, οι οποίες αποφάσισαν να μιμηθούν την πρωτοποριακή εμφάνισή της: Η αλεπού κρυβόταν, γιατί ντρεπόταν που έγινε κολοβή. Ο λύκος πήγε στο σπίτι της και της είπε να μην στενοχωριέται. Δεν του άρεσε η ουρά της όταν ήταν μακριά, επειδή λερωνόταν με σκόνη, λάσπες και ξερά χορτάρια. Όταν η αλεπού άρχισε να ξαναβγαίνει, κατάλαβε ότι ο λύκος είχε δίκιο. Το κατάλαβαν και οι άλλες αλεπούδες και έτσι έκοψαν τις ουρές τους, για να είναι όμορφες.
Για το μύθο του Σαμανιέχο «Το λιοντάρι και το ποντίκι» η Μαρία Μ. ανέφερε πως αφού το ποντικάκι ανταπέδωσε στο λιοντάρι προηγούμενη ευεργεσία του, η φιλική τους σχέση εξελίχθηκε σε συγγενικό δεσμό. Αρχικά το λιοντάρι περνούσε κάθε πρωί από το σπίτι του ποντικιού, για να το συνοδεύσει στο σχολείο του. Έτσι γνώρισε τη μαμά του που ήταν χωρισμένη. Άρεσαν ο ένας στον άλλο και αποφάσισαν να παντρευτούν.
Ένας ακόμη μύθος του Σαμανιέχο που παρουσιάστηκε στα παιδιά ήταν «Ο Ποντικός της εξοχής και ο Ποντικός της πόλης». Αναπλάθοντάς τον ο Γιώργος αφηγήθηκε ότι ένας Ποντικός που ζούσε στην εξοχή, έλαβε μια πρόσκληση από τον ξάδερφό του ο οποίος ήταν κάτοικος της πόλης, για να γιορτάσουν μαζί τα γενέθλιά του. Πήγε στην πόλη, όπου έβρισκαν πολύ ωραίες τούρτες, αλλά δεν προλάβαιναν να τις φάνε, γιατί τους κυνηγούσαν συνέχεια οι γάτες. Έτσι τα δύο ξαδέρφια εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν στο χωριό, όπου θα μείνουν για πάντα, επειδή τους αρέσει περισσότερο.
Ακολουθούν πέντε κλασικά ή νεότερα παραμύθια που επίσης έχουν αναπλάσει τα νήπια, βουτώντας στον «ωκεανό της φαντασίας». Για τον δημοφιλή παιδικό ήρωα του Τζ. Μ. Μπάρι, Πήτερ-Παν, παρουσιάζουμε την αφηγηματική εκδοχή του Γιάννη και της Μαρίας Μυλ.: Ο Πήτερ Παν πετάει συχνά για τις ανάγκες της δουλειάς του, που είναι να κυνηγάει πειρατές. Έχει παλέψει με τον κάπταιν Χουκ και τον έριξε στους κροκόδειλους, για να ελευθερώσει όλα τα χαμένα παιδιά που ο πειρατής κρατούσε φυλακισμένα στο καράβι του. ‘Ύστερα ο Πήτερ Παν ξεκίνησε ένα ταξίδι στη χώρα του Ποτέ μαζί με τη Γουέντι και τ’ αδερφάκια της. Αυτοί πετούσαν με το αεροπλάνο κι ο ήρωας πετούσε δίπλα στο παράθυρό τους. Όμως δεν έφτασαν ποτέ σ’ αυτή τη χώρα, γιατί δεν υπάρχει. Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους στο Λονδίνο κι ο Πήτερ Παν έφυγε για τον τόπο του, που είναι ο Βόρειος Πόλος.
Στο παραμύθι του Άντερσεν «Το Ασχημόπαπο» κύριος ήρωας είναι ένα πανάσχημο πουλάκι, που εξαιτίας της εμφάνισής του, κανένας δεν το αντιμετωπίζει με αγάπη και τρυφερότητα. Η μαθήτρια Ξένια ωστόσο, αναπλάθοντας το γνωστό παραμύθι, φροντίζει να μετριάσει τη δυστυχία του μικρού κύκνου, που την αποδίδει στη συνειδητοποίηση της ασχήμιας του, εμφανίζοντας τον περίγυρό του εξαιρετικά φιλικό μαζί του. Αναλυτικότερα, το κοριτσάκι αναφέρεται στις αδιάκοπες προσπάθειες της μητέρας πάπιας και των θηλυκών παιδιών της, αφενός να κάνουν το ασχημόπαπο ομορφότερο με τις περιποιήσεις τους κι αφετέρου να το εμποδίσουν να αντιληφθεί τη δυσάρεστη αλήθεια για την εμφάνισή του. Όταν δε ο ήρωας εξελίσσεται σ’ έναν πανέμορφο κύκνο, είναι η ίδια του η μητέρα που τον πηγαίνει για πρώτη φορά στην κοντινή λίμνη, προκειμένου να καθρεφτιστεί, ώστε να γίνει ευτυχισμένος. Από τότε ο ήρωας επισκέπτεται συχνά τη συγκεκριμένη λίμνη, επειδή του αρέσει να κάνει παρέα με τους άλλους κύκνους που επίσης συχνάζουν εκεί.
Αντίστοιχα, στο παραμύθι των Γκριμ «Ο Κοντορεβιθούλης», η πεντάχρονη Αγάθη αποφεύγει να αποδώσει την περιπέτεια του μικρού ομώνυμου ήρωα και των αδερφών του στην επιλογή του πατέρα τους να τους εγκαταλείψει στο δάσος. Επιπλέον, ο τετράχρονος Βαγγέλης με την εκδοχή του για μεταστροφή της στάσης του γίγαντα, απαλλάσσει για πάντα τα παιδικά αφηγηματικά πρόσωπα του παραμυθιού από κάθε φόβο και κίνδυνο: Κάποτε ο Κοντορεβιθούλης έκανε ένα ταξίδι στην Αγγλία μαζί με τη μαμά και το μπαμπά του. Όταν επέστρεψαν, βρήκαν την πόρτα της καλύβας τους σπασμένη και τ’ αδερφάκια του δεν ήταν εκεί. Ο Κοντορεβιθούλης κατάλαβε ότι θα τα είχε πάρει ο γίγαντας. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ, αλλά είχε δει τις πατημασιές του κι έτσι ήξερε ότι υπάρχει. Πήγε στο σπίτι του γίγαντα και ζήτησε από τη γυναίκα του να βοηθήσει. Εκείνη έβγαλε τα παιδάκια έξω χωρίς να την καταλάβει ο άντρας της. Τα έριξε σε μια σακούλα και είπε ότι πηγαίνει να πετάξει τα σκουπίδια. Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους κι από τότε ζουν ευτυχισμένα. Ο γίγαντας πήγε στον πατέρα τους και του έδωσε χρήματα, για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του. Έγινε καλός με τον Κοντορεβιθούλη και τους δικούς του, επειδή του το ζήτησε η γυναίκα του.
Περνάμε στο παραμύθι της «Κοκκινοσκουφίτσας», με την αναφορά στο οποίο ξεκινήσαμε αυτό το άρθρο. Ο λύκος που παρουσίασαν τα νήπια Αγάθη, Μαρία Π. και Βαγγέλης, αναπλάθοντας την εκδοχή του Περό που τους αφηγηθήκαμε, δεν είναι ανθρωποφάγος.[viii] Προκειμένου όμως να επιβιώσει, να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του ή ακόμη και να διασκεδάσει, γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις ενοχλητικός για τη μικρή ηρωίδα και την οικογένειά της: Η Κοκκινοσκουφίτσα με τη μαμά και τη γιαγιά της βγήκαν στο δάσος για να μαζέψουν πεταλούδες. Όταν γύρισαν σπίτι, κάποιοι είχαν κλέψει όλα τους τα χρήματα. Είχαν πάει και στο σπίτι της γιαγιάς κι έκλεψαν. Ο μπαμπάς είπε ότι το έκανε ο λύκος. Μια μέρα που η Κοκκινοσκουφίτσα συνάντησε το λύκο, αυτός την κυνήγησε και την έριξε στη λίμνη. Όταν το κοριτσάκι γύρισε βρεγμένο στους γονείς του, ο μπαμπάς θύμωσε πολύ με το λύκο και πήγε να τον βρει. Ο λύκος ήταν στο σπίτι της γιαγιάς. Την είχε κλειδώσει στη ντουλάπα και κοιμόταν αυτός στο κρεβάτι της. Ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας άνοιξε την κοιλιά του λύκου κι έβαλε μέσα μια κοτρόνα. Είπε στην κόρη του ότι ο λύκος θα βουλιάξει μες στη λίμνη όταν πάει για νερό. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως πιστεύει ότι ο λύκος είναι καλά. Δεν την έχει ενοχλήσει πάλι, γιατί στο δάσος άνοιξε ένα εστιατόριο για λύκους. Εκεί πηγαίνει και τρώει χωρίς να πληρώνει κι έτσι δεν χρειάζεται να κλέβει πια.
Ολοκληρώνουμε με το πρόσφατο παραμύθι του Geoffroy de Pennart, «Ο Καλόκαρδος Λύκος» (εκδ. Παπαδόπουλος). Σε αυτό κυριαρχούν οι διακειμενικές αναφορές στα κλασικά παραμύθια «Τα εφτά κατσικάκια», «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Τα τρία γουρουνάκια», «Ο Πέτρος και ο Λύκος», και «Ο Κοντορεβιθούλης», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με το Λύκο, το κύριο αφηγηματικό πρόσωπο αυτού του βιβλίου, που δυσκολεύεται να επιβιώσει, επειδή είναι συναισθηματικός και δεν τρώει τους αγαπημένους μας ήρωες. Τελικά ο Λύκος τρώει το γίγαντα που κρατούσε φυλακισμένο τον Κοντορεβιθούλη με τα αδερφάκια του, τα οποία και ελευθερώνονται. Στο κείμενο που ακολουθεί, οι μαθητές Γιάννης, Ξένια, Γιώργος και Σταύρος παρεμβαίνουν στον αρχικό μύθο μέσα από τον ωκεανό της Φαντασίας: Ένα μεσημέρι που ο Λύκος ήταν πολύ πεινασμένος, συνάντησε τη μαμά-κατσίκα με τα εφτά κατσικάκια της. Λυπήθηκε να τους φάει όλους κι έφαγε μόνο το πιο μικρό κατσικάκι, που ήταν και το πιο όμορφο. Σκεφτόταν πως οι γονείς του θα τον μάλωναν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε οπωσδήποτε να φάει κάτι. Μετά από μερικές μέρες που πεινούσε ξανά πάρα πολύ, έφαγε τα τρία γουρουνάκια. Φύλαξε όμως τις κιθάρες τους, για να πάει κάποτε στη Βρέμη, να σπουδάσει μουσική. Μια άλλη φορά που τριγυρνούσε πεινασμένος, συνάντησε τον Πέτρο, ένα μικρό αγόρι, που τον έψαχνε για να τον σκοτώσει. Το παιδί ήθελε να γλιτώσει τους ήρωες των παραμυθιών από το λύκο. Ο λύκος μόλις είδε το όπλο του Πέτρου, το έβαλε στα πόδια. Έφτασε σ’ ένα μεγάλο σπίτι και χτύπησε την πόρτα, για να τον κρύψουν. Άνοιξε ένας γίγαντας που τον έδιωξε. Ο λύκος θύμωσε πάρα πολύ. Έσπασε την πόρτα, νίκησε το γίγαντα και τον έφαγε. Ύστερα ελευθέρωσε ένα καναρίνι που ήταν στο κλουβί. Επειδή έφαγε ολόκληρο το γίγαντα, έγινε ο πιο μεγάλος λύκος του κόσμου κι όλοι οι άλλοι λύκοι τον θαύμαζαν. Όμως αυτός γύρισε πίσω στους γονείς του και τους είπε ότι δεν θα ξαναφύγει ποτέ. Δεν ήθελε να λυπάται για τα ζώα που έτρωγε και να κινδυνεύει από τους κυνηγούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Συγκεκριμένα, η γιαγιά στην αφήγησή της δίνει έμφαση στην υποταγή των προσώπων του παραμυθιού στο πεπρωμένο. Ο δε παππούς μεταφέρει τη δράση τους στα Κιμιντένια, γεγονός από το οποίο απορρέει ο δεσμός του με τον τόπο του. Μέσα από τις διαφορετικές θεωρήσεις της Κοκκινοσκουφίτσας και του λύκου από τους δύο γέροντες προκύπτουν οι αντιθέσεις στην προσωπικότητα των τελευταίων. Περισσότερα γι’ αυτή την αξιοσημείωτη αφηγηματική πρωτοτυπία του Βενέζη βλ. στο βιβλίο μου «Ο αναγνώστης και η Λογοτεχνική Δημιουργία του Ηλία Βενέζη», εκδ. Αστήρ, 2000, σσ. 149-150.
[ii] Με δεδομένο ότι κατά την ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού έργου αναδημιουργούμε το νόημά του, το προσαρμόζουμε στα προσωπικά μας ενδιαφέροντα και το γνωστικό μας υπόβαθρο, όπως ο Northop Frye επισημαίνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Language Arts, τ. 57, τχ. 2, Φεβρουάριος 1980, σσ. 199-206, η λογοτεχνική διδασκαλία θα πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη διαπραγμάτευση της υποκειμενικότητας του αναγνώστη (Nodelman P., The Pleasures of Children’s Literature, εκδ. Longman, Λονδίνο 1992, σσ. 138-139).
[iii] Αναφορικά με τη συμβολή του δασκάλου κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, προτείνεται από τους Β. Αποστολίδου, Γ. Πασχαλίδη και Ε. Χοντολίδου να περιορίζεται στο συντονισμό της με ίσους όρους συνομιλίας του με τους μαθητές του (βλ. το άρθρο τους «Η Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση: Προϋποθέσεις για ένα νέο πρόγραμμα διδασκαλίας» στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 57, 1995, σσ. 78-89). Μεγάλο ενδιαφέρον για το ρόλο ειδικότερα του νηπιαγωγού στη δημιουργία αφηγηματικών και άλλων κειμένων από τα νήπια παρουσιάζει η σχετική έρευνα των Μarina Pascucci και Franca Rossi που έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο «Όχι μόνο γραφέας» στο περιοδικό Γέφυρες, τχ. 6, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002, σσ. 16-23.
[iv] Κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση έχουμε την ευχέρεια να παρατηρούμε τον εαυτό μας ως δρων υποκείμενο (W. Iser, The Act of Reading. A Theory of Aesthetic Response, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press, 1991, σσ. 128, 134). Συνεπώς, η επαφή με τη λογοτεχνία προωθεί την αυτογνωσία.
[v] Οι μύθοι και τα παραμύθια στα οποία αναφερόμαστε εδώ παρουσιάστηκαν στα νήπια με τη μορφή εικονογραφημένων βιβλίων από τις σειρές Μύθοι και Θρύλοι και Κλασικά Παραμύθια των εκδόσεων Κέδρος.
[vi] Στις περιπτώσεις που σημειώνονται δύο ή περισσότερα ονόματα μαθητών, δεν πρόκειται για ιστορίες που δημιουργήθηκαν ομαδικά, αλλά για ατομικές ιστορίες τις οποίες συνέδεσα εκ των υστέρων μεταξύ τους, ώστε στη θεατρική παράσταση που προέκυψε από αυτές ν’ αντιπροσωπεύεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός νηπίων.
[vii] Θυμίζουμε ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας των κλασικών μύθων συνίσταται στη διακωμώδηση της συμπεριφοράς διαφόρων ζώων που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα ανθρώπινων τύπων. Ιδιαίτερα κατατοπιστική είναι η σχετική μελέτη του Μ.Γ. Μερακλή με τίτλο «Οι μύθοι του Αισώπου» στο τχ. 167 του περιοδικού Διαβάζω, 6-5-1987, σσ. 23-29.
[viii] Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι υπόλοιποι μαθητές εμφάνισαν το λύκο να τρώει πρόβατα ή λαχανικά των χωρικών και όχι την Κοκκινοσκουφίτσα ή άλλον άνθρωπο. Γι’ αυτή τους την επιλογή δεν είχε δοθεί στην τάξη καμία αφορμή. Η κατά κάποιο τρόπο αμφισβήτηση της εικόνας του κακού λύκου από τα συγκεκριμένα νήπια αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν συσχετισθεί με το άρθρο της Αγγελικής Γιαννικοπούλου «Ποιος φοβάται το μεγάλο λύκο; Τα μικρά παιδιά απέναντι στο λογοτεχνικό του στερεότυπο» Διαδρομές, τχ. 5, Άνοιξη 2002, σσ. 9-16), από το οποίο προκύπτει ότι το στερεότυπο του «κακού λύκου» είναι ιδιαίτερα ισχυρό και οι μικροί αναγνώστες δεν μπορούν αδικαιολόγητα να δεχθούν διαφοροποίησή του.