Οι ήρωες του Καζαντζάκη και ο φυσικός κόσμος
Πνευματικά Χανιά, τχ. 28-29, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1997, σσ. 10-15.
Απόσπασμα από το άρθρο:
Με αφορμή τα εκατόν τριάντα χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη πραγματοποιούνται ποικίλες εκδηλώσεις και αφιερώματα που αναφέρονται στη μορφή και το έργο του. Η δική μας συμμετοχή σε αυτήν την επέτειο, περιλαμβάνει την απόπειρα να παρουσιάσουμε το ρόλο της φύσης στα μυθιστορήματά του. Η επιλογή μας απορρέει από την διαπίστωση ότι η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του Καζαντζάκη, που συνιστά την πεμπτουσία και της μυθιστοριογραφίας του, συνδέεται αναπόσπαστα και ποικιλότροπα από αφηγηματικής πλευράς με το φυσικό στοιχείο.
Ο συγγραφέας δημιουργεί όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα των μυθιστορημάτων του, αντιγράφοντας ένα και μοναδικό πρότυπο, την ίδια του την προσωπικότητα (Λιλής Ζωγράφου, Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1977, σσ. 280, 287). Έτσι οι ήρωες του Καζαντζάκη στο σύνολό τους καταφεύγουν στο φυσικό κόσμο για να απαντούν στις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Το φυσικό περιβάλλον τους προσφέρει εκτός από ποικίλες απολαύσεις, ουσιαστικά διδάγματα, ευκαιρίες αυτογνωσίας και τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό.
Παράλληλα, τα ιδανικά τους συνεχώς αναμετριούνται και συγκρούονται με τα ένστικτα και τις φυσικές ορμές τους. Ανάμεσα στους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην τοποθέτηση των ανθρώπων από το συγγραφέα συμπεριλαμβάνεται η «οδύνη μπροστά στους τυφλούς βιολογικούς νόμους», όλοι οι ήρωές του μάχονται με ένα μόνον εχθρό, τη σάρκα τους (Λ. Ζωγράφου, ό.π., σσ. 228 285).
Αυτός ο εσωτερικός αγώνας των ηρώων αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίπονος και συχνότατα μαρτυρικός, οπότε στα κείμενα αναφέρονται ως «μάρτυρες» ή «ήρωες». Αυτό που εκφράζεται στο έργο του είναι ένας ηρωισμός κινημένος από την απελπισία, μια πάλη με το ανέφικτο. Γιατί ο συγγραφέας με τα μυθιστορήματά του επιδιώκει ακριβώς να κάνει απτό αυτόν τον εσωτερικό του αγώνα (Α. Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδ. Ινσιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1989, σσ. 35, 38, 45). Έτσι παρακολουθούμε στο βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» το Μανολιό να αγωνίζεται να μην υποκύψει στην ασυνείδητη ερωτική επιθυμία του για τη χήρα, την οποία επιδιώκει να απομακρύνει από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής της. Αντίστοιχα ο καπετάν Μιχάλης δολοφονεί την Τουρκάλα Εμινέ, που έχει ερωτευτεί, για να μην τον αποπροσανατολίζει η σκέψη της από τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Γενικότερα για τη γυναίκα, επισημαίνεται ότι είναι εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί (Α. Σαχίνη, ό.π., σ.51), ενώ και ο αφανισμός του αντικειμένου του πειρασμού θεωρείται προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων (Λ. Ζωγράφου, ό.π., σ. 98).
Οι ήρωες του Καζαντζάκη σε πλείστες περιπτώσεις εμφανίζονται όχι απλώς και μόνο να απολαμβάνουν την ομορφιά και την αρμονία του φυσικού κόσμου και να εμπνέονται από αυτήν αλλά και να αφήνονται πλήρως στις φυσικές τους ορμές, χωρίς αντιστάσεις και αναστολές. Ο αφηγητής στο έργο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» υπακούει στην εσωτερική του παρόρμηση να αγγίξει με γυμνό σώμα την αμμουδιά, συσχετίζοντας την αίσθηση που αποκομίζει από αυτήν του την επαφή, με εκείνη του βρέφους που θηλάζει από το μητρικό στήθος (σσ. 183-184). Ο Ζορμπάς κολυμπώντας σε μια ερημική παραλία μέσα στη νύχτα, κραυγάζει κάθε τόσο με τρόπο που θυμίζει κόκορα, άλογο ή σκύλο. Ο αφηγητής ερμηνεύει αυτές τις ιδιότυπες κραυγές του ήρωα ως έκφραση της απόλυτης απελευθέρωσης της ψυχής του, η οποία οφείλεται στην επαφή του με το θαλασσινό νερό και στην ερημιά του τοπίου (σ. 87). Αντίστοιχα ο Μανολιός στο βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» κράζει σαν γεράκι, εκδηλώνοντας έτσι την αγαλλίαση που νιώθει στο αντίκρισμα του ξωκκλησιού του προφήτη Ηλία μέσα στα χρώματα της αυγής (σ.310). Τέλος, για το γερο-Σήφακα στον «Καπετάν Μιχάλη», που κείτεται ετοιμοθάνατος στη αυλή του, τα λεμόνια που κρέμονται από πάνω του, οι μέλισσες που πετούν τριγύρω του, τα μυρμήγκια που περπατούν στο σώμα του, του προσφέρουν τόσο έντονη αίσθηση ασφάλειας και αγαλλίασης, που εκμηδενίζει την αγωνία του θανάτου (σσ. 441-444). Όσο για τον εγγονό του τον Κοσμά, αισθάνεται εξίσου βαθιά την επαφή του με το φυσικό κόσμο:
Παράξενη, δροσερή αναγάλλιαση περέχυνε το κορμί και την ψυχή του.
Δέχουνταν ήσυχα πάνω του τα νερά, ένας βράχος ήταν κι αυτός, ένας
βράχος της Κρήτης, κι ως βρέχουνταν ένιωθε, ως το μεδούλι της
ραχοκοκαλιάς του, τη χαρά της πέτρας και της γης που ποτίζουνταν
(σσ. 464-465).
Για συγκεκριμένες διαθέσεις, στάσεις, επιλογές και αποφάσεις των αφηγηματικών προσώπων συχνά εμφανίζεται αποκλειστικά υπεύθυνο το φυσικό στοιχείο. Στον «Καπετάν Μιχάλη» η ακατανίκητη ερωτική επιθυμία προκαλείται στους ήρωες από τον υγρό, νυχτερινό άνεμο, τους ήχους και τα αρώματα της Άνοιξης και το φωτισμένο από τη σελήνη κρητικό τοπίο (σσ. 51, 53, 114-115, 170). Ο νεαρός Κοσμάς επηρεάζεται επίσης τόσο καταλυτικά από το κρητικό τοπίο, που, αν και αρχικός του στόχος ήταν να πείσει τον καπετάν Μιχάλη να συνθηκολογήσει, τελικά παραμένει κοντά του και θανατώνεται πολεμώντας και ο ίδιος για την απελευθέρωση του νησιού (σσ. 431-432, 494). Στο μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» η ώρα της αυγής απομακρύνει την υπαρξιακή αγωνία του αφηγητή, τον γαληνεύει.
Επίσης, ο φυσικός κόσμος συνιστά για τους ήρωες του Καζαντζάκη πεδίο και πλαίσιο βιωματικής γνώσης, που καθορίζει τον τρόπο μέτρησης του προσωπικού τους χρόνου. Για παράδειγμα, η αβεβαιότητα των Κρητικών για το μέλλον τους, που οφείλεται στις συνεχείς εξεγέρσεις τους, αποδίδεται θεωρούμενη σε σχέση με τη συμμετοχή τους στις περιοδικές αγροτικές δραστηριότητες:
Ο μούστος έβραζε στα βαρέλια –ποιος θα πιει το κρασί, αναρωτιόνταν
οι Κρητικοί, ποιος θα ζυμώσει ψωμί από τη φετινή σοδειά, ποιος θα ζει
να κάμει Χριστούγεννα; (Ο καπετάν Μιχάλης, σ. 316)
Ο δε Μιχελής που αποχαιρετά την άρρωστη αρραβωνιαστικιά του καθώς φεύγει για το σανατόριο ενώ ακούγονται τα τραγούδια των εργατών του τρύγου, αναλογίζεται με οδύνη την κυκλική πορεία του χρόνου στη φύση σε αντίθεση με τη ζωή της Μαριορής που τελειώνει οριστικά (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 317).
Άλλοτε πάλι διάφορα φυσικά αντικείμενα συνιστούν σύμβολα των ανθρώπινων ψυχικών καταστάσεων. Τα αφηγηματικά πρόσωπα διακρίνουν ή προβάλλουν στα αντικείμενα αυτά τις διαθέσεις τους, τα όριά τους, τα στοιχεία του ψυχισμού τους. Ο Μανολιός (ό.π., σ. 117) κατευθυνόμενος στο σπίτι της χήρας για να της μιλήσει για το Χριστό ώστε εκείνη να μετανιώσει για τις αμαρτίες της, φοβάται το ενδεχόμενο η ερωτική του επιθυμία για κείνη να αποδειχτεί ισχυρότερη της αγνής πρόθεσής του. Αυτός του ο φόβος αντικατοπτρίζεται στα αστέρια που για πρώτη φορά τη δύσκολη εκείνη νύχτα τού θυμίζουν τα μάτια ενός λύκου που παραμονεύουν στο σκοτάδι το κοπάδι του. Στο ίδιο έργο ο παπα-Φώτης αναφερόμενος στην εξομολογητική διάθεση που κατακλύζει τους συντρόφους τη νύχτα, παραλληλίζει την ανθρώπινη ψυχή με το νυχτολούλουδο που ανοίγει στο σκοτάδι (σ. 290). Εκεί επίσης, ο Μιχελής περπατώντας στη βροχή που συνεχώς δυναμώνει, αισθάνεται πως ταυτόχρονα δυναμώνει το αμοιβαίο μίσος του προς τους συγχωριανούς του (σσ. 375-376).
Αντίστοιχα, στον «Τελευταίο Πειρασμό» η Μαρία που θεωρεί ότι κινδυνεύει η ζωή του γιου της, αισθάνεται σαν αμυγδαλιά που έχει χάσει όλα τα άνθη της από το δυνατό φύσημα του ανέμου (σ. 141) ενώ για τη Μαγδαληνή η ροδιά στην αυλή της γίνεται το σύμβολο της οικογένειας που επιθυμούσε να είχε αποκτήσει.
Στη μυθιστοριογραφία του Καζαντζάκη η φύση συνιστά τον κυριότερο τρόπο επικοινωνίας του ανθρώπου με το μεταφυσικό κόσμο, τις θεϊκές δυνάμεις. Για παράδειγμα, ο Μανολιός στη γοητευτική θέα του φυσικού περιβάλλοντας νιώθει ότι τον αγκαλιάζει το χέρι του Θεού («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σ. 307), την ύπαρξη του οποίου διακρίνει και ο παπα-Φώτης στη φύση ύστερα από τη βροχή αλλά και σε κάθε μεμονωμένο πλάσμα, όσο μικρό και ταπεινό κι αν είναι (ό.π., 322, 379).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
http://www.dimofon.gr/magazine/
Απόσπασμα από το άρθρο Τρία πορτρέτα Ελλήνων λογοτεχνών, Ο ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 89, 2019, σσ. 8-12.
ISSN: 1109-2653 και ISSN (Online): 2241-4037
Ελένη Α. Ηλία
1. Για να γίνει μεγάλος. Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη: Η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, έχει αναμνήσεις από τον Καζαντζάκη από τα παιδικά της ακόμη χρόνια, αφού διέμεναν στην ίδια, μικρή τότε επαρχιακή πόλη. Στη συνέχεια τον ζει ως μέλος της οικογένειας της, καθώς ο Καζαντζάκης παντρεύτηκε με την κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της, Γαλάτεια Καζαντζάκη. Μετά τη διακοπή αυτής της συζυγικής σχέσης η Αλεξίου διατηρεί επαφή μαζί του τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αθήνα. Την εντύπωση της για την προσωπικότητα του, την αποδίδει με λογοτεχνική μαεστρία και ταυτόχρονα με απόλυτη ειλικρίνεια, άποψη που υποστηρίζεται και στη σχετική βιβλιογραφία (Μπάμπη Κλάρα, «Στρατευμένη στη συνείδηση της», Έλλη Αλεξίου. Μικρό Αφιέρωμα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1979, σ. 157).
Επίσης, η Αλεξίου στρέφεται στα κείμενα του Καζαντζάκη, αξιοποιεί την αλληλογραφία του και χρησιμοποιεί μαρτυρίες αρκετών ακόμη ανθρώπων που τον γνώρισαν προσωπικά, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συνεργασίας. Έτσι, η συγγραφέας, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, εκφράζοντας προσωπικά της αισθήματα για τον Καζαντζάκη, απορίες που συχνά της προκαλούσε η στάση του αλλά και επιχειρώντας να ερμηνεύσει αυτή του τη στάση, κατορθώνει να αποδώσει ολοκληρωμένα τα φυσικά χαρακτηριστικά, την πνευματική υπόσταση και τον ψυχισμό του μέγιστου δημιουργού.
Η παρουσία του Καζαντζάκη στη βιογραφία του αυτή ξεκινά από τα φοιτητικά του χρόνια, επειδή συνδέεται με την προσωπική οπτική της Αλεξίου, η οποία τον συναντούσε τα καλοκαίρια, που περνούσε τις διακοπές του στο Ηράκλειο. Η πρώτη της εντύπωση αναφέρεται στο ηχηρό γέλιο του, που είχε σαν συνέπεια να μην περνά ποτέ απαρατήρητος.
΄Αλλωστε με την παρέα και την οικογένεια του εφάρμοζαν συχνά τη γελωτοθεραπεία, με αφορμή ένα παιχνίδι που είχε ο ίδιος επινοήσει, για το οποίο η Αλεξίου, που συμμετείχε, καταθέτει πως ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικό.
Η παιγνιώδης διάθεση του Καζαντζάκη διαπιστώνεται επίσης κατά τη συγγραφέα από τα αντικείμενα με τα οποία αισθάνεται ιδιαίτερα συνδεδεμένος και δεν τα αποχωρίζεται ποτέ. Ακόμη από το γεγονός ότι όταν φωτογραφίζεται, δεν ποζάρει απλώς στο φακό, αλλά επινοεί ολόκληρο θέμα και λειτουργεί σαν σκηνοθέτης. Επιπλέον από τον τρόπο που διαφοροποιεί τα ονόματα γνωστών του γυναικών και από τις αφιερώσεις έργων του σε φίλους. Αλλά και η χειραψία του χαρακτηρίζεται από την Αλεξίου σαν παιχνίδι. Θυμάται στις συναντήσεις τους τον εαυτό της να προσπαθεί να την αποφύγει, γιατί πάντα της προκαλούσε πόνο η δύναμη με την οποία της έσφιγγε το χέρι.
Σε πολλές περιπτώσεις η συγγραφέας επανέρχεται στο θαυμασμό του Καζαντζάκη απέναντι σε καθετί δυνατό. Η δύναμη τον συνάρπαζε και οι άνθρωποι που την διέθεταν ασκούσαν έντονη γοητεία και επιρροή πάνω του, όπως αποδεικνύεται από τη συνήθεια του να αφηγείται περιστατικά απ’ τα οποία διαφαίνεται η σωματική δύναμη του πατέρα του. Η Αλεξίου αναφέρεται μάλιστα στην έντονη επιθυμία της όταν ήταν κοριτσάκι να συναντήσει το μυθικό σχεδόν αυτό πρόσωπο, τον πατέρα του, καθώς και στις εικόνες που είχε πλάσει για τον ίδιο και το σπίτι του από όσα σχετικά σχόλια κυκλοφορούσαν στο Ηράκλειο.
Άξια λόγου κατά την Αλεξίου δεν είναι μόνο ο θαυμασμός του Καζαντζάκη για τους δυνατούς αλλά και η αδιαφορία ή η απέχθεια του προς τους αδύναμους, τους ασθενείς ακόμη και τα παιδιά ή τα ζώα, την οποία εκείνη συμπεραίνει από πλήθος περιστατικών, που παραθέτει. Ενδεικτικά αναφέρομαι στο γεγονός που η συγγραφέας επισημαίνει ιδιαίτερα εντυπωσιασμένη, ότι ο Καζαντζάκης δεν επισκέφτηκε καθόλου τον επιστήθιο φίλο του Πρεβελάκη στο διάστημα της αρρώστιας του, αν και συγκατοικούσαν. Επίσης, η Αλεξίου περιλαμβάνει στο βιβλίο της ένα σονέτο που έγραψε ο αδερφός της Λευτέρης, με θέμα μια περιπέτεια του, κατά την οποία ο Καζαντζάκης δεν επιχείρησε να τον σώσει παρά προτίμησε να φροντίσει για τη δική του επιβίωση σε βάρος του άλλου.
Την προσήλωση του συγγραφέα στον εαυτό του, η Αλεξίου τη διακρίνει στις καθημερινές συνήθειες του ως προς τη διατροφή, την εργασία και την ξεκούραση, που είχαν σαν αποτέλεσμα την άριστη φυσική του κατάσταση. Όλα αυτά τα στοιχεία πολύ συχνά τα αποδίδει μέσα από την αντίθεση του τρόπου ζωής του με αυτόν της Γαλάτειας ή άλλων προσώπων του περιβάλλοντος του, όπως οι Αυγέρης, Βάρναλης κ.λπ. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο επεισόδιο, όπου ο Καζαντζάκης αντιδρά βίαια στη συνήθεια των άλλων να παίζουν για ώρες χαρτιά και τους υποδεικνύει να προτιμήσουν δραστηριότητες που συμβάλλουν στην πνευματική τους άσκηση, όπως η παραγωγή επιγραμμάτων.
Η πλήρης αντίθεση του Καζαντζάκη με τη Γαλάτεια επιλέγεται από τη συγγραφέα ως ο συνηθέστερος τρόπος για ν’ αναφερθεί στα περισσότερα στοιχεία του χαρακτήρα του : ο φόβος και η υποταγή του απέναντι στις διάφορες μορφές εξουσίας, η απεριόριστη φιλοδοξία του που τον ωθούσε στη διεκδίκηση διεθνών βραβείων και τιμητικών θέσεων κ.ο.κ. αντιπαρατίθενται στην παρρησία και την αμεριμνησία της συντρόφου του.
Στο κεφάλαιο της μεταξύ τους σχέσης η Αλεξίου επιμένει ιδιαίτερα. Επιχειρεί σε πολλά σημεία της βιογραφίας να ερμηνεύσει την αντιφατική συμπεριφορά του Καζαντζάκη προς τη Γαλάτεια και τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα που μαρτυρούσε. Για παράδειγμα, επισημαίνει ότι εκείνος έδινε σε όλους την εντύπωση ότι δεν την εκτιμά, διαβεβαίωνε τον πατέρα της ότι η σχέση του μαζί της δεν ήταν ερωτική ενώ παράλληλα αγωνιζόταν να την αποτρέψει να παντρευτεί με κάποιον άλλον (το Γεωργιάδη). Μάλιστα μέσα από την οπτική της Αλεξίου παρακολουθούμε την ανησυχία μελών της οικογένειας της για το ενδεχόμενο να μεταπειστεί γι’ αυτό το γάμο η Γαλάτεια από τον Καζαντζάκη, καθώς συζητούσαν κλειδωμένοι στο δωμάτιο της. Το δυσερμήνευτο της στάσης του αποδίδεται θαυμάσια με την αναφορά της Αλεξίου στον εσωτερικό της κόσμο, όπου κυριαρχούσαν αρνητικές σκέψεις για τον έρωτα, σαν συνέπεια του κοινωνικού εξευτελισμού που θεωρούσε ότι υφίστατο η οικογένεια της απ’ τον ανεπίσημο δεσμό του συγγραφέα με τη Γαλάτεια.
Η λογοτεχνική δεξιοτεχνία της Αλεξίου προκύπτει επίσης από την περιγραφή της άθλιας οικονομικής κατάστασης του συγκεκριμένου ζευγαριού, που την θεωρεί ταυτόχρονα μια πιθανή ερμηνεία των συγκρούσεών τους, εφόσον ο Καζαντζάκης στερείται την οικονομική στήριξη του πατέρα του, επειδή ο τελευταίος είναι ενάντιος στο δεσμό τους. Συγκεκριμένα, η συγγραφέας αναφέρεται στην απορία που προξενούσε σε ολόκληρη την οικογένεια της το γεγονός ότι η Γαλάτεια στη αλληλογραφία της, ζητούσε να της στείλουν στην Αθήνα τα πλέον συνηθισμένα τρόφιμα. Η επίσκεψη της Αλεξίου στη συνέχεια στο σπίτι της αδερφής της, την βοηθά να αντιληφθεί την αιτία, όπως και ο αναγνώστης της βιογραφίας, που μοιράζεται την οπτική της.
Γι’ άλλη μια φορά η συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική της αντίθεσης, συγκρίνοντας την ανέχεια του ζευγαριού αυτήν την εποχή με την απόλυτη καταξίωση του έργου του Καζαντζάκη που ακολούθησε, οπότε οι μεταφράσεις κι οι επανεκδόσεις των βιβλίων του, τού προσέφεραν οικονομική άνεση. Αυτήν δε την εξέλιξη, η Αλεξίου τη θεωρεί δικαιολογημένη και αναμενόμενη, καθώς πιστεύει ακλόνητα στην πνευματική υπόσταση του βιογραφούμενου. Η πεποίθηση της προκύπτει τόσο από τις συζητήσεις της μαζί του όσο και από τη συστηματική μελέτη του έργου του. Αναλυτικότερα, ως προς το πρώτο, η Αλεξίου αναφέρεται στην εντύπωση των γυμνασιακών της χρόνων πως ο Καζαντζάκης είναι σοφό πρόσωπο, εντύπωση η οποία πηγάζει από κάποιο μάθημα φιλοσοφίας που της είχε δώσει τότε στην εξοχή κι από εμπειρίες του που της μετέδιδε σχετικά με φυσικά φαινόμενα, τοπία και ιστορικά μνημεία του νησιού τους. Το θαυμασμό της μάλιστα για τις διδακτικές του ικανότητες, τον διασταυρώνει και με αυτόν άλλων γνώριμων τους προσώπων, παραθέτοντας αλληγορικές ιστορίες του που τής μετέφεραν τα πρόσωπα εκείνα. Από την επισταμένη μελέτη της Αλεξίου πάνω στο σύνολο του έργου του Καζαντζάκη, όπως αυτή διαφαίνεται στη βιογραφία του, σημειώνουμε επιγραμματικά τη συλλογή φράσεων του με αποφθεγματικό τόνο ή με το στοιχείο της αντίθεσης, καθώς και παρομοιώσεων, παραδοξολογιών κ.ο.κ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης την έχει αναγνωρίσει ως σοβαρή μελετήτρια του έργου του, όπως διαφαίνεται από την παράκληση που τής απευθύνει, να τού διατυπώσει τις παρατηρήσεις της για το μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Ας παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλεξίου «Για να γίνει μεγάλος», που αποδεικνύουν θαυμάσια τις ικανότητες της στη λογοτεχνική κριτική. Είναι, δε, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η κριτική της προσέγγιση επικεντρώνεται στη στάση του αναγνώστη, επιλογή απολύτως πρωτοποριακή για την εποχή που γράφτηκε, αν σκεφτούμε ότι συνιστά μια από τις πλέον σύγχρονες τάσεις του αντίστοιχου χώρου, που κερδίζει στον τόπο μας όλο και περισσότερο έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες ( Αναφέρομαι στις αισθητικές θεωρίες της Πρόσληψης και της Ανταπόκρισης, για τις οποίες βλ. το βιβλίο Reader – Response Criticism, επιμ. Jane P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London).
Διαβάζουμε λοιπόν σχετικά στο βιβλίο της Αλεξίου: «Δεν αρέσει στην τύχη. Αρέσει γιατί συνδυάζει την κλασική επεξεργασία και τη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική, με τη σύγχρονη παραφροσύνη. Κι ακόμη, επειδή οι φιλοσοφικές θέσεις του παροτρύνουν στο φανατικό αντιπάλεμα, στην εξουδετέρωση με τη δράση, της εξαφάνισης και του θανάτου. Και καθώς δεν καθορίζει το περιεχόμενο της δράσης, ο κάθε αναγνώστης βρίσκει στη φιλοσοφία του ικανοποίηση. Αντλεί ενθουσιασμό για να δοθεί στα δικά του ιδανικά» (Για να γίνει μεγάλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, σ. 1994, σ. 326).
Στην ακόλουθη παράγραφο η εύστοχη κριτικός συνυπάρχει με την εμπνευσμένη λογοτέχνιδα:
«Ήξερα όλα τα μυστικά της Τέχνης κι όλα τα έβαζε σε ενέργεια.
Ό, τι ήταν, κι όποιο ρόλο έπαιξε ο πατέρας του στον ίδιο : δυνάστης του και αρχικελευστής του, έτσι συμπεριφέρεται κείνος απέναντι στη Μούσα του. Τη διατάσσει πότε και πόσο πρέπει να γελάσει. Πότε και πόσο να σοβαρευτεί, πότε, πώς και πόσο να ερωτευτεί, να κλάψει, να εξαγριωθεί, να σωπάσει … Είναι ο επιστήμονας – δημιουργός. Δεν την αφήνει ποτέ να κάμει του κεφαλιού της. Της κρατάει γερά τα γκέμια.
Και πάνω από τις σοφές και σοφά εγκατασπαρμένες λεπτομέρειες υπάρχει η δεσπόζουσα αρχή. Η κεντρική ιδέα, με τον ιερό στόχο : του ανεβάσματος της ανθρώπινης φύσης … (ό.π., σ. 336)
Ας ολοκληρώσουμε την παρούσα εισήγηση μ’ ένα ακόμη απόσπασμα από τη βιογραφία του Καζαντζάκη από την Αλεξίου, το οποίο αναφέρεται στην εφτάχρονη αρρώστια του και συγκεκριμένα στη στιγμή που ο δημιουργός δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να γράφει μόνος, οπότε παραδίδει το στυλό στη σύντροφο των τελευταίων του χρόνων, Ελένη. Το παραθέτουμε, για να διαφανεί για μια ακόμη φορά η λογοτεχνική δεξιοτεχνία της Αλεξίου, σε συνδυασμό με την ευαισθησία και την ευθυκρισία της :
«Στους πρόποδες της Ράχης – βουνού αντίκρυ στο Κράσι – είχεν η συγγένισσα ένα μεγάλο χωράφι, που καταμεσίς του υψωνόταν ένας παμμέγιστος δρυς … Κείνη την ημέρα εργάτες από το πρωί πάλευαν να τον γκρεμίσουν. Η συγγένισσα θα φύτευε το χωράφι αμπέλι, και ήθελε να απαλλάξει το χωράφι της από την καταβροχθιστική δύναμη του δρυ … Όταν φτάσαμε, ο χιολιοχρονίτικος κολοσσός ζούσε τις τελευταίες του στιγμές ορθός … Σταθήκαμε στο σύνορο και παρακολουθούσαμε και, ξαφνικά, ένας φοβερός γδούπος αναστάτωσε τον κάμπο. Πλάγιασε το περήφανο δέντρο … Και μόλις απλώθηκε γερτό, κ’ έπιασε το μισό χωράφι, άντρες, γυναίκες, βοσκάκια με τις κατσίκες τους σπεύδανε από όλα τα σημεία του χωριού, από δεξιά, απ’ αριστερά, από τις πλαγιές, από ψηλά και από χαμηλά … σε λίγο, σε λιγούτσικο, ο δρυς ήταν ένας πελώριος νεκρός, πλημμυρισμένος μερμήγκια … Ανάδευαν απάνω στα κλαριά του, κατσίκια, πρόβατα, βοσκάκια, γριές με σακιά μαζεύανε φύλλα και για την αύριο … Αλησμόνητη εικόνα θανάτου, και ευωχίας, πάνω στο πανωραίο πτώμα … Άδειασεν ο ορίζοντας από τα θροίσματα και τους κελαδισμούς του …
Στάθηκα στην παράδοση του στυλό και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Δεν μπορούσε να αποσπασθεί ο νους από τον πεσμένο χιλιοχρονίτικο δρυ … κ’ εμείς όλοι, βοσκάκια ταπεινά, απλωμένα στα κλώνια, τον κορφολογούσαμε … (ο. 389)