ΜΙΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ  ΣΤΗ «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» ΤΟΥ  Μ.  ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ)

ΜΙΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ  ΣΤΗ «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» ΤΟΥ  Μ.  ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Αργοναύτης

ISSN: 1109-947 X, Εκδότης: Αντώνης Δελώνης, Αθήνα, 2008, Β΄  Περίοδος, τ. 2,

σσ. 91-94.

 

Ελένη Α. Ηλία

            Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα», με εντυπωσίασε το γεγονός ότι το ενδιαφέρον μου κορυφωνόταν διαρκώς έως την τελευταία φράση, αν και πρόκειται για έργο που κυκλοφόρησε πενήντα πέντε χρόνια πριν. Αναζήτησα λοιπόν τα αφηγματικά στοιχεία, τους συγγραφικούς χειρισμούς που προσφέρουν διαχρονικά στον αναγνώστη τη δυνατότητα της εμπλοκής.

Ο αφηγητής του κειμένου, καθώς δεν συμπίπτει με κάποιο λογοτεχνικό ήρωα, χρησιμοποιεί το τρίτο ενικό πρόσωπο, για να αναφερθεί στα γεγονότα αλλά και στον ψυχισμό των προσώπων που τα βιώνουν ή τα προκαλούν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε ως αφηγητή-«παντογνώστη»[1], οπότε η αξιοπιστία του και η ορθότητα της κρίσης του θεωρούνται δεδομένα, με αποτέλεσμα η δική του άποψη και θέση για τους διάφορους ήρωες να συνιστά τον βασικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της αναγνωστικής στάσης απέναντί τους.

Συγκεκριμένα, για να επικεντρωθούμε αρχικά στο βασικό αφηγηματικό πρόσωπο, τη Μαρίνα, την πρωτοεμφανίζει να αναπολεί την περασμένη ζωή της και ειδικότερα τα παιδικά της χρόνια, ενώ ταξιδεύει με το σύζυγό της για πρώτη φορά  προς τον τόπο καταγωγής του, την Ελλάδα. Παρακολουθώντας τον εσωτερικό αγώνα της να απελευθερωθεί από τη ντροπή για τις επιλογές της μητέρας της, να βρει διέξοδο στη γνώση,  να ξεπεράσει την αποστροφή της στον έρωτα κ. ο. κ., αισθανόμαστε συμπάθεια για κείνην, συμμεριζόμαστε τις επιθυμίες της[2]. Οι εξελίξεις από τον έγγαμο βίο της, ανάμεσα στις οποίες και η γέννηση του παιδιού της, αποδίδονται επίσης μέσα από την αναπόλησή της με αφορμή την πρώτη λευκή τρίχα της. Επιπλέον, η αφήγηση εστιάζεται στο δίλημμά της όταν αφού έχει χάσει την κόρη της από δική της αβλεψία, αντιλαμβάνεται ότι κυοφορεί τον καρπό της παράνομης σχέσης της με τον κουνιάδο της, ο οποίος έχει ήδη αυτοκτονήσει.

Με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης εισέρχεται στον εσωτερικό κόσμο του Μηνά, όπου συγκρούονται η ερωτική επιθυμία του για τη Μαρίνα, η οργή του για τις ευθύνες της σχετικά με την ασθένεια της ανιψιάς του, οι τύψεις του για το θάνατο της μικρής κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής του με τη γυναίκα, η οδύνη του για την ανακάλυψη από τη μητέρα του της αλήθειας. Ο αναγνώστης επίσης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει σκέψεις και συναισθήματα της ηλικιωμένης πεθεράς της ηρωίδας, όπως  τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις της για τη Μαρίνα, που προκύπτουν από την πλήρη άγνοιά της για το παρελθόν της, τους φόβους της ότι μπορεί να  συνάψει ερωτικό δεσμό με το μικρότερο γιο της Μηνά, το προαίσθημά της για την τραγική έκβαση της ασθένειας της εγγονής της.

Ένα επιπλέον στοιχείο που χαρακτηρίζει την ανάγνωση του έργου είναι η συνεχής εναλλαγή της οπτικής μας[3]. Η αυξημένη αντιληπτική μας δραστηριότητα, καθώς προβαίνουμε στο συνδυασμό των δεδομένων που αντλούμε από τις διαφορετικές θεωρήσεις των εμπλεκομένων προσώπων, έχει ως συνέπεια τη μεγιστοποίηση της αίσθησης εμπλοκής μας και συνακόλουθα της αναγνωστικής απόλαυσης. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά η παρουσίαση της ασθένειας της μικρής ΄Αννας.

Αναλυτικότερα, αρχικά παρακολουθούμε το κοριτσάκι που φτάνει στο σπίτι τη νύχτα ενθουσιασμένο μετά από διασκέδαση. Αναζητά τη μητέρα του στο δωμάτιό της και περιμένοντάς την αποκοιμάται. ΄Επειτα  εμφανίζεται η Μαρίνα να συναντά την κόρη της να επιστρέφει από το παιδικό πάρτυ ενώ εκείνη απομακρύνεται από το σπίτι, κατευθυνόμενη προς την πόλη. Προσπαθεί απεγνωσμένα αλλά μάταια να σταματήσει το αυτοκίνητο που  μεταφέρει τη μικρή, οπότε  το ακολουθεί πεζή, για να φτάσει τελικά σπίτι τα ξημερώματα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η πεθερά της ηρωίδας εξοργισμένη να αναφέρει στο γιο της το Μηνά ότι το πρωί που την ξύπνησε η νύφη της για να ζητήσει τη βοήθειά της για το παιδί που είχε αρρωστήσει, μπαίνοντας στο δωμάτιο αντιλήφθηκε ότι εκείνη  δεν είχε χρησιμοποιήσει καθόλου το κρεβάτι της, συνεπώς θα απουσίαζε ολόκληρη τη νύχτα.

Η αναγνωστική δραστηριότητα στο συγκεκριμένο έργο του Καραγάτση περιλαμβάνει επίσης τη συνεχή ανάπτυξη προσδοκιών για τις αφηγηματικές εξελίξεις[4]. Η ερωτική σχέση ανάμεσα στη Μαρίνα και το Μηνά, η αυτοκτονία τόσο της πρώτης όσο και του δεύτερου, ο θάνατος της ΄Αννας είναι γεγονότα τα οποία ο αναγνώστης αναμένει, καθώς στο έργο παρέχεται πλήθος σχετικών ενδείξεων. Η επαλήθευση ωστόσο των αναγνωστικών προσδοκιών διαρκώς αναβάλλεται, ενώ μετά από την κάθε προσωρινή ματαίωσή τους, αυτές ενισχύονται πολύ περισσότερο, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να παραμένει διαρκώς σε εγρήγορση.

Η πιθανότητα για  ερωτικό δεσμό των δύο νέων διαφαίνεται από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους αφενός από τον υποσυνείδητο πόθο της όπως εκφράζεται μέσα από ένα όραμα και αφετέρου από την καχυποψία της πεθεράς της απέναντί της. Όταν η Μαρίνα επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου κατοικεί ο Μηνάς, χωρίς να συνοδεύεται από το σύζυγό της, η συγκεκριμένη προσδοκία μας δεν επαληθεύεται.

Αργότερα η ηρωίδα υποθέτει ότι ο κουνιάδος της παραμένει στη Σύρο αν και  είχε προγραμματίσει   να φύγει πολύ νωρίτερα, επειδή ενδιαφέρεται ερωτικά για κάποια κοπέλα εκεί. Ο ίδιος ωστόσο σε σχετική συζήτηση την διαβεβαιώνει ότι δεν είναι ερωτευμένος με τη συγκεκριμένη νέα, στοιχείο που αντιτίθεται σε όσα γνωρίζει στενός του φίλος. Τα παραπάνω οδηγούν τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι ο Μηνάς παραμένει στο νησί για τη Μαρίνα, οπότε φροντίζει συστηματικά να μην το αντιληφθεί ο περίγυρός του.

Στη συνέχεια ο αινιγματικός και ταυτόχρονα εχθρικός τόνος με τον οποίο η πεθερά της ηρωίδας αναφέρεται  απευθυνόμενη σε κείνην στην αλληλογραφία που έχει με το Μηνά αλλά και ο εκνευρισμός της που η νύφη της δεν παγιδεύεται,  εκφράζοντας για τον αναγνώστη την αλάθητη μητρική διαίσθηση, συνιστούν μια ακόμη ισχυρή ένδειξη για την αμοιβαία έλξη των δύο τραγικότερων προσώπων του έργου. Η επαλήθευση των σχετικών προσδοκιών συμπίπτει με αυτήν για το θάνατο της μικρής ΄Αννας, ο οποίος συμβαίνει όχι κατά το διάστημα που όλοι, ειδικοί, οικογένεια και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τον αναμένουν αλλά όταν θεωρείται πως το κοριτσάκι έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο.

Στα χαρακτηριστικά του κειμένου συμπεριλαμβάνονται οι αντιθέσεις[5], όπως αυτές που επισημαίνονται ανάμεσα σε πρόσωπα (π.χ. Μαρίνα-πεθερά). Επίσης σε αφηγηματικές επιλογές (ρεαλιστικοί διάλογοι και ειδυλλιακές φυσικές περιγραφές) ή γεγονότα (για παράδειγμα, την ξένοιαστη,  απολαυστική βραδιά της Μαρίνας και του συζύγου της ακολουθεί η είδηση της οικονομικής τους καταστροφής. Αντίστοιχα, την ανέλπιστη οικονομική ανόρθωση της οικογένειας ακολουθεί ο αιφνίδιος θάνατος τριών μελών της).

Συνεχίζουμε με λοιπούς αφηγηματικούς χειρισμούς του συγγραφέα. Ο Μηνάς μετά την κηδεία της μικρής ανιψιάς του σε σύντομο διάλογο με τη μητέρα του στο χώρο του νεκροταφείου, της υπόσχεται ότι θα κάνει αυτό που ξέρει ότι επιθυμεί ο νεκρός πατέρας του. Καθώς αποχαιρετά την ηλικιωμένη γυναίκα, συμφωνούν ότι δεν θα ξανασυναντηθούν. Παρά την αοριστία των λόγων τους[6] ο αναγνώστης είναι βέβαιος ότι ο Μηνάς έχει αποφασίσει να σκοτωθεί. Η πράξη της αυτοκτονίας αποδίδεται με εσωτερική εστίαση στον ίδιο, καθώς απομακρύνεται με το πλοίο από τη Σύρο: «΄Εσκυψε γεμάτος λαχτάρα προς το όραμα` άπλωσε τα χέρια του στους ίσκιους που τον καλούσαν…»

Η επίδραση που είχε στον ψυχισμό της Μαρίνας ο θάνατος της κόρης της προκύπτει αφενός από την αφηγηματική επισήμανση ότι περνούσε τις νύχτες της, κρατώντας ένα συγκεκριμένο βιβλίο χωρίς να διαβάζει. Αφετέρου από την εμπλοκή της φύσης, καθώς τα αστέρια εμφανίζονται να συνομιλούν μεταξύ τους, εκφράζοντας την απορία ποιο είναι αυτό το βιβλίο. Τελικά διαπιστώνουν πως πρόκειται για τη Μήδεια του Ευριπίδη, για την οποία τονίζουν ότι σκότωσε η ίδια τα παιδιά της από έρωτα. Η παραπάνω διακειμενική αναφορά[7] ενισχύει την τραγικότητα της ηρωίδας του Καραγάτση.

Και στην περίπτωση της Μαρίνας η αυτοκτονία της αποδίδεται με άκρως υποδηλωτικό τρόπο[8], αντίστοιχα με αυτήν του Μηνά. Συγκεκριμένα, η έκκληση που απευθύνει στο σύζυγό της ο οποίος πλησιάζει με το σκάφος του στην προκυμαία όπου τον περιμένει: «Σώσε με!», ακολουθείται από την περιγραφή των διαφόρων πλασμάτων της θάλασσας, που συνιστά και το τέλος του έργου: Τα κεφαλόπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα… Τρύπωσαν οι γωβιοί μες στα θαλάμια τους. Η πέρκα έκανε σαν τρελή. Μονάχα ο κάβουρας κατέβηκε απ’ το βράχο του αργοπερπατώντας σαν να μη γίνηκε τίποτα. Και με δαγκάνες ανοιχτές στραβοδρόμησε προς την καινούρια του τροφή.

Όπως προκύπτει, ο Καραγάτσης χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία πλήθος αφηγηματικών τεχνικών, κατορθώνει   να δραστηριοποιεί αδιάκοπα τους αναγνώστες του, με αποτέλεσμα την εμπλοκή μας στη ζωή των λογοτεχνικών του ηρώων και κατ’ επέκταση την αισθητική μας απόλαυση.

[1] W. C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, σσ. 4, 6, 282-284.

[2] ΄Ο. π., σσ. 243-246.

[3] W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, σ. 75.

[4] ΄Ο. π., σ.37 . Επίσης M. Riffaterre, «Describing Poetic Structures», στο Reader-Response Criticism, επιμ. J. P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, 1988,  σσ. 38-39.

[5] W. Iser, ό. π., σσ. 48-49. Επίσης Τέλλου  ΄Αγρα, Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τ. 3ος, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 35.

[6] W. Iser, The Act of Reading, A Theory of Aesthetic Response, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1991, σ. 85.

[7] Ζωής Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, σσ.  22, 23, 24, 42.

[8] W. Iser, The Implied Reader, ό. π., σ. 31.

ΜΙΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ  ΣΤΗ «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» ΤΟΥ  Μ.  ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ)
Κύλιση προς τα επάνω