Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά
Στην παρούσα ανάρτηση περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα από το σχετικό άρθρο μου, που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.
Ελένη Α. Ηλία
Το έργο τής Ρίτας Μπούμη-Παπά εμφανίζει εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία σε θέματα, εκφραστικά μέσα και τεχνικές και αποδίδει βιώματα, επιθυμίες, προβληματισμούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς, που αναφέρονται τόσο στο ανθρώπινο πρόσωπο όσο και στο κοινωνικό σύνολο. Παρά όμως τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων ποιητικών συλλογών της, σε όλα τα κείμενά της εντοπίζουμε σταθερά στοιχεία, βασικούς άξονες, που το καθιστούν διαχρονικό και οικουμενικό, ο πιο σταθερός από τους οποίους συνίσταται στον καταλυτικό ρόλο της ποίησης στη ζωή της.
Στις πρώτες συλλογές της ποιήτριας, που το θεματικό πλαίσιο συνιστούν οι αναμνήσεις των πρώτων ερωτικών εμπειριών, οι εσωτερικές διαθέσεις, οι σχέσεις με τα αγαπημένα πρόσωπα κ.λπ., ο τόνος είναι λυρικός και το στοιχείο του ρομαντισμού είναι διάχυτο. Ο Μιχ. Στασινόπουλος υπογραμμίζει σχετικά το αναμφισβήτητο λυρικό αίσθημα που διακρίνει «Τα τραγούδια στην Αγάπη» δημιουργώντας ατμόσφαιρα ερωτικού πάθους (Ρίτα Μπούμη-Παπά, Άπαντα 1: Αθήνα , Καρανάσης 1981, σ. 244. Αναδημοσιευμένο από Νέα Εστία, 1930, 1115). Ο Άγγελος Δόξας συμπεραίνει ότι πρόκειται για στίχους που θυμίζουν έντονα την ποίηση της Σαπφώς (Άπαντα, ό. π., σ. 246). Ο δε Φάνης Μιχαλόπουλος επίσης αποκαλεί τη Μπούμη σε τίτλο άρθρου του «Μια νέα Σαπφώ της ποιήσεως» ( Ό. π., σ. 256, αναδημοσιευμένο από την εφημερίδα Βραδυνή, 14/2/1930). Ο χαρακτηρισμός αιτιολογείται κατά τον Κλ. Παράσχο από την ευαισθησία, τη διάθεση για ρέμβη, την περισυλλογή, την εσωτερικότητα και τη λυρική μελαγχολία. ( Ό. π., σ. 250, αναδημοσιευμένο από Νέα Εστία, 1936, σ. 445 ). Αντίστοιχα ο Βενέζης κάνει λόγο για λυρισμό παλιό και γνήσιο, ο οποίος τον συγκινεί βαθιά ( Άπαντα, ό. π., σ. 249). Σε αυτήν την πρώτη συλλογή ο στίχος ακολουθεί πιστά το μέτρο, το οποίο είναι κοινό σε όλα τα ποιήματα, δικαιολογώντας τον όρο «Τραγούδια», που η ποιήτρια χρησιμοποιεί στον τίτλο της.
Ωστόσο τη λέξη «τραγούδια» πολλοί κριτικοί την υιοθέτησαν για να αναφερθούν και στα ποιήματα των «Σφυγμών της Σιγής», που ακολούθησαν. Πρόκειται για το Βάσο Βαρίκα στο Χρονικό του Βιβλίου, το Μάρτη του 1936, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 23/12/1935, το Χρίστο Λεβάντα στην εφημερίδα Νέοι Καιροί, στις 27/2/1935 και την Αθηνά Ταρσούλη (Άπαντα, ό. π., σελ. 247 και 250). Αν και εδώ το μέτρο και η ομοιοκαταληξία δεν τηρούνται με την ίδια ακρίβεια, ωστόσο η μουσικότητα και ο ρυθμός παραμένουν εξίσου έκδηλα. Την πρωτοτυπία των ρυθμών της δεύτερης συλλογής εντοπίζει η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη ( Ό. π., σ. 251). Ο Μένος Άδραστος επισημαίνει το γεγονός πως ο στίχος γίνεται πλέον ιδιαίτερα μεστός και παλμώδης και το περίγραμμά του πλαταίνει τόσο μουσικά όσο και χρωματικά (Ό. π., αναδημοσιευμένο από εφ. Σημαία Καλαμών, 3/5/1937). Η πνευματική ελευθερία, η δύναμη, η ρωμαλεότητα αυτών των στίχων ( Μαρία Φαλαγγά ό. π., σ. 249 ) έχει αριστουργηματικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα ( Ό. π.). Στη συλλογή αυτή παρέχονται οι πρώτες ενδείξεις για τη μελλοντική στροφή της ποιήτριας σε υπαρξιακά και κοινωνικά θέματα. Το γεγονός αυτό το υπογραμμίζει και ο Χουρμούζιος, μιλώντας για στωικότητα και φιλοσόφηση στην ενατένιση της ζωής μέσα από τους στίχους της Μπούμη (Ό. π., σ. 247).
Το κοινωνικό πεδίο και η ιστορική συγκυρία με τα πολιτικά κ. ά. χαρακτηριστικά της παρέχουν στην ποιήτρια το πλαίσιο όπου κινούνται αρκετά από τα επόμενα έργα της. Το ποίημα «Ο μαύρος αδερφός», που γράφτηκε το 1945, αναφέρεται στη μαύρη φυλή και την εκμετάλλευσή της από τους λευκούς, φανερώνοντας την κοινωνική ευαισθησία και τον βαθιά θεμελιωμένο ανθρωπισμό που διακατέχει την ποιήτρια:
Ξέρεις πια τι ζητούν οι Άσπροι από σένα
γι’ αυτό έσπασες στην πέτρα το κοντάρι σου
και ζύμωσε το δάκρυ σου
πάνω στη γη την πρώτη λάσπη.
(Από την Παγκόσμια Ανθολογία των ποιητών της μαύρης φυλής, Αθήνα, 1975, σ. 34).
Τα ίδια στοιχεία τα διακρίνουμε επίσης στην ποιητική συλλογή της «Καινούρια Χλόη», που εκφράζει τον καθημερινό μόχθο των Θεσσαλών αγροτών. Η ποιήτρια εξυμνεί τον ηρωισμό των απλών ανθρώπων σε ολόκληρη τη γη, που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τις πλέον αντίξοες συνθήκες, και με τη συλλογή της «Δεν υπάρχει άλλη δόξα»:
Γράφω γιατί αγαπώ τους απλούς της ανθρώπους (της γης)
που τη στόλισαν με κτίσματα δέντρα και ζωγραφιές.
Γράφω για να μιλήσω απλά για λογαριασμό τους
αφού αυτοί δεν μπορούν δεν ευκαιρούν να το κάνουν
ολημερίς ριγμένοι στα χώματα, στα δίχτυα, στα σύνεργα
γράφω για τους ταπεινούς. (Άπαντα 2 σ. 115)
Επιπλέον, η γερμανική Κατοχή και οι πολιτικές εξελίξεις που επακολούθησαν μετά την Απελευθέρωση, δεν άφησαν αδιάφορη την ποιήτρια, όπως μαρτυρεί το έργο της «Αθήνα-Δεκέμβρης 1944», που κινείται στα όρια της «στρατευμένης» τέχνης. Οι συλλογές της «Παράνομος Λύχνος» και «Χίλια Σκοτωμένα Κορίτσια» αναφέρονται στις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της ειρήνης, καθώς και στο αγωνιστικό πνεύμα του ελληνικού λαού και στο πλήθος των θυμάτων του, τα οποία αποδίδονται υπό το πρίσμα της αριστερής ιδεολογίας:
Θα πρέπει δίχως μάτια και φωνή
να πλανηθείς σ’ άγνωστες χώρες
με δίχως σπίτι να σε καρτερεί
μ’ έναν επίδεσμο για τις λαβωματιές σου
δίχως μια σίγουρη άγκυρα για να πιαστείς,
με την ομοβροντία στη μνήμη
και τη σειρά τις κάννες που σε σημαδεύαν.
(Χίλια σκοτωμένα Κορίτσια, σ. 23)
Η Μπούμη δεν έπαψε με το έργο της να αναζητά την ελευθερία και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974, οπότε γράφτηκε το θαυμάσιο ποιητικό κείμενο «Μόργκαν Ιωάννης, ο γυάλινος πρίγκιπας και οι μεταμορφώσεις του», το οποίο διαφοροποιείται εντελώς υφολογικά από τα υπόλοιπα.
Στο σύνολο σχεδόν των ποιημάτων που αναφέρονται σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, διακρίνεται έντονο το λυρικό στοιχείο, που καθώς συνδυάζεται με τη σκληρή πραγματικότητα, δημιουργεί αριστοτεχνικές ποιητικές αντιθέσεις. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Στην παραλία να ρεμβάζω μ’ άρεσε
τους πρώτους σπόρους μου να ρίχνω
στις εύφορες κοιλάδες της σιωπής
τις νύχτες να πεζοπορώ
στον άγνωστο δρόμο των άστρων
ανυποψίαστη και μαγεμένη.
Και όμως, να που ξαφνικά στη Ρούμελη
δίχως σχεδόν να καταλάβω
γέμισα με το αίμα μου ένα βαθύ χαντάκι. (Ό. π., σ.38)
Οι συχνές αντιθέσεις έχουν αποτέλεσμα να προβάλλεται εντονότατα η αξία της ειρηνικής ζωής, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς και η επιλογή του αγώνα για την κατάκτησή τους.. Στην ίδια κατεύθυνση συντείνει και η ευρεία χρήση των συμβόλων:
Πονώ, Μαρία! Και ποια δάχτυλα, αν όχι τα δικά σου,
θα ξερριζώσουνε τ’ αγκάθια απ’ το στεφάνι που φορώ;
Φώναζα, φώναζα (Μόργκαν Ιωάννης, σ. 101).
Οι προσωπικές ενδοσκοπήσεις, ο απολογισμός της ζωής, η εξοικείωση με τα γηρατειά και η προσμονή του θανάτου, καθώς και γενικότερες φιλοσοφικές αναζητήσεις κυριαρχούν στις ποιητικές συλλογές «Λαμπρό Φθινόπωρο», «Ανθοφορία στην έρημο» και «Η σκληρή αμαζόνα». Στα έργα αυτά που αντιπροσωπεύουν την ποιητική ωριμότητα της Μπούμη, ο στίχος έχει αποδεσμευτεί πλήρως από παραδοσιακές φόρμες. Επιπλέον, τα στοιχεία του λυρισμού και του συμβολισμού, όπως και η τεχνική των αντιθέσεων, παραμένουν πρωταρχικά.:
Το σπίτι μου λούζεται πρωί και βράδυ στο λιμάνι
το βλέπουν οι πνιγμένοι απ’ το βυθό και χαίρονται
το σπίτι μου αλητεύει στα σύννεφα
δίχως έπιπλα, ελαφρό σαν πουλί
Το σπίτι μου είναι η πετρωμένη αγκαλιά των προγόνων μου
Στην άδεια σάλα του με τις αράχνες
Έν’ άδειο φέρετρο με περιμένει (Από την Ανθοφορία στην έρημο, σ. 65).
Και εδώ οι άκρως προσωπικές αναφορές της ποιήτριας χαρακτηρίζονται από διαχρονικότητα και οικουμενικότητα, καθώς περιστρέφονται γύρω από την ανθρώπινη φύση και τις υπαρξιακές αναζητήσεις μας.
Εκτός από τα ποιήματά της η Μπούμη μας άφησε και ένα αξιολογότατο μυθιστόρημα με τον τίτλο η Χρυσώ, στο οποίο κεντρική ηρωίδα είναι η μητέρα της. Στο πλήθος των αφηγηματικών αρετών του κυριαρχεί η προσέλκυση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, ιδιαιτέρως της νεαρής Χρυσώς, η οποία επιτυγχάνεται με την ταύτιση της αναγνωστικής οπτικής με αυτήν των αφηγηματικών προσώπων, καθώς και με την εστίαση της αφήγησης στις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, σελ. 116, 378). Οι περιγραφές προσώπων, εσωτερικών κτηρίων, αστικών χώρων, υπαίθριων τοπίων, με την αριστοτεχνική απόδοση της χαρακτηριστικής λεπτομέρειας, στις οποίες συχνά παρεμβάλλονται σύντομοι διάλογοι, ιδίως στην αρβανίτικη διάλεκτο, προσδίδουν εξαιρετική ζωντάνια στο κείμενο. Μέσα από την προσωπική ζωή της Χρυσώς αποδίδεται η μετάβαση από το 19ο στον 20ο αιώνα, καθώς και η οικονομική, πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της Σύρου εκείνη την περίοδο, όπως αυτά εντυπωσιάζουν την απλή, νεαρή Υδραία Χρυσώ, αφού στο δικό της τόπο επικρατεί εντελώς διαφορετική νοοτροπία από την κοσμοπολίτικη Σύρο:
… η Χρυσώ χάζευε με απορία τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε για να
επιδειχθεί, και τίποτ’ άλλο. Άνδρες με φράγκικα παρδαλά ρούχα,
ψηλά καπέλα και μπαστούνια, κυρίες με καπέλα φορτωμένα φτερά,
λουλούδια και κορδέλες… να καμαρώνουν σαν βασίλισσες παραμυθιών.
Όταν αρχίνησε η μπάντα να παίζει, με την εισαγωγή της όπερας «Χαλίφης
Της Βαγδάτης», τότε η Χρυσώ ζαλίστηκε.
Η οικονομική παρακμή και η διάλυση της οικογένειας του συζύγου της Χρυσώς, που ήταν συνέπεια της τεχνολογικής εξέλιξης, καθώς και η επίδραση των οικονομικών δυσχερειών στις σχέσεις μεταξύ των μελών της, όπως και ο θάνατος παιδιών του ζευγαριού, συνδέονται στην αφήγηση με την εξέλιξη της προσωπικότητας της Χρυσώς, που συνιστά τον κεντρικό αφηγηματικό άξονα.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως στο λογοτεχνικό έργο της Μπούμη το προσωπικό στοιχείο εμπεριέχει το κοινωνικό και το φιλοσοφικό. Το πολυεπίπεδο των κειμένων της, που εκφράζουν τόσο ατομικά όσο και συλλογικά βιώματα, προβληματισμούς και επιθυμίες, φανερώνει την ολοκληρωμένη, ευαισθητοποιημένη και αρμονικά αναπτυγμένη προσωπικότητά της, που ασφαλώς θα είναι ευτυχία για τον αναγνώστη να την προσεγγίσει μέσα από τα κείμενά της. Πριν ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στη δημιουργό, θα εστιάσουμε σε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του έργου της, ξεκινώντας από το ρόλο της φύσης σε αυτό.
Α. Η παρουσία του φυσικού στοιχείου σε ολόκληρο το έργο της Μπούμη είναι εντυπωσιακή, πολύπλευρη, ποικιλόμορφη και εξαιρετικά εύστοχη. Η ποιήτρια συσχετίζει τη φύση με την ανθρώπινη δραστηριότητα, το συναισθηματικό της κόσμο, τις ηθικές αξίες και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις της. Οι συσχετίσεις αυτές πέρα από τη λογοτεχνική δεξιοτεχνία της, φανερώνουν τον ουσιαστικό δεσμό της με το φυσικό κόσμο και τη βαθιά οικολογική της συνείδηση. Η φύση συνδιαλέγεται με τον άνθρωπο, ο οποίος και δέχεται υποσυνείδητα τα ποικίλα μηνύματά της, με κορυφαίο αυτό της ελευθερίας:
Φυλακισμένη κόρη που ξενύχτησες
κοιτώντας την πανσέληνο, η καρδιά σου
ποτέ τη λευτεριά τόσο δεν πόθησε
ποτέ τόσο σκληρά τα σίδερά σου.
Απ’ το παράθυρο με το μικρό τετράγωνο ουρανό
που μας συνδέει ως αδερφούς με τη σιγή του δάσους,
ορμητική επισκέπτρια μπαίνει η θαλάσσια αύρα
το ναύτη τον αιχμάλωτο να θορυβήσει η αφή της.
(Από το Χορό των Στιγμών)
Η φύση καθίσταται η καλύτερη πηγή έμπνευσης, υπαγορεύει την απόλαυση του βίου, προσφέρει παρηγοριά στην ανθρώπινη μοναξιά, συνιστά το ασφαλέστερο πεδίο αναζήτησης του ουσιαστικού, βαθύτερου νοήματος της ανθρώπινης ζωής:
Μα εγώ χίλιες φωνές αντλώ για το αιώνιο μήνυμα
από τον παφλασμό του κύματος
το θόρυβο των φύλλων
και των ανέμων το θυμό. (Από τη Σκληρή Αμαζόνα).
Β. Η διαχρονική και οικουμενική διάσταση του έργου της Μπούμη: Αυτό που πολλοί μελετητές της λογοτεχνίας επισημαίνουν για την ποιήτρια, είναι ότι σε πολλά από τα έργα της καταπιάνεται με τα τρέχοντα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής της. Ο Λίνος Πολίτης στην Ιστορία του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χαρακτηρίζει τη μεταπολεμική δημιουργία της Μπούμη πραγματική και πολιτική, με έντονο το επικαιρικό στοιχείο (σ. 338). Και ο Μ. Γ. Μερακλής την κατατάσσει στους εκπροσώπους της κοινωνικής ποίησης, αποκαλεί τον ποιητικό της λόγο ρητό και υπογραμμίζει ότι η φωνή της είναι πειθαρχημένη στην ιδεολογία που εκπροσωπεί ((Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία 1945-1970, Ι. Ποίηση, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη, σελ. 96, 98). Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα επίκαιρα αυτά γεγονότα, είναι ιδιαίτερος. Η Μπούμη δεν περιορίζεται σε μεμονωμένα συμβάντα αλλά επικεντρώνεται σε ουσιαστικούς προβληματισμούς που αυτά εγείρουν. Προβληματισμοί που παραμένουν επίκαιροι και οικείοι. Ο πόνος και ο θάνατος συνδέουν όλους τους ανθρώπους στο έργο της, σε οποιαδήποτε εποχή και αν ανήκουν. Το αίσθημα της πανανθρώπινης ενότητας που διακατέχει την ποιήτρια, καθώς εκφράζει την επιθυμία να συμπαρασταθεί στο πρόβλημα οποιουδήποτε άγνωστου και μακρινού προσώπου, επίσης συντελεί στον οικουμενικό χαρακτήρα του έργου της.
Γ. Τίποτα ωστόσο δεν καθιστά το έργο της διαχρονικότερο από την επιθυμία της αιωνιότητας, που στη δική της περίπτωση επιδιώκεται να καλυφθεί μέσα από την ποιητική δημιουργία. Πραγματικά η ποίηση είναι για τη Μπούμη ο δρόμος προς την αθανασία:
Εκεί, μες στο τραγούδι υπάρχω
και κει θα συναντιόμαστε κάθε φορά που θα διψάτε
για μιαν αληθινή επαφή
σεις που δε γεννηθήκατε ακόμα.
Κει θα με ψαύετε γυμνή και θα ριγάτε
κι εγώ από κει θα σας χαμογελώ
και τις αισθήσεις σας θα ευφραίνω
αιώνια νέα
σαν ανοιξιάτικο τοπίο (Από το ποίημα «Εκεί υπάρχω»)
Αυτή η επιδίωξη για αδιάκοπη επικοινωνία με τους ανθρώπους μέσα από το έργο της ταυτίζεται με τη διάθεσή της για αιώνια προσφορά, για διαρκή συμβολή στους αγώνες κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Η ποιήτρια πιστεύει τόσο βαθιά στο δεσμό με τους αναγνώστες των ποιημάτων της, που τους συμπεριλαμβάνει στους πλέον οικείους ανθρώπους της και τους εξουσιοδοτεί να προστατέψουν τη μνήμη της.
Ως επίλογο για το άρθρο μας, θα σταθούμε στο ποίημα «Δεν υπάρχει άλλη δόξα», όπου η Μπούμη συνοψίζει όλες τις λειτουργίες της ποιητικής δραστηριότητας. Πρόκειται για την υπέρβαση της σιωπής που επιβάλλει ο θάνατος, για την εξύμνηση του ηρωισμού και της ομορφιάς των απλών ανθρώπων και για τη μετάδοση της πίστης σε ιδανικά και αξίες που δικαιώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως είναι η ελευθερία και η αγάπη:
Γράφω γιατί αγαπώ τη ζωή, κάθε ανθρώπινο πλάσμα
και ζητώ να σωθώ απ’ το θάνατο…
γράφω για τους ταπεινούς-
δεν υπάρχει άλλη δόξα..
… γι’ αυτούς πετιούνται σαν σπαθιά απ’ τη θήκη
οι στίχοι μου οι πολεμιστές, όταν το αίμα μου κοχλάζει,
γι’ αυτούς πασχίζω με πολύεδρους πελώριους καθρέφτες
τον ήλιο να φέρω στα βαθιά υπόγεια,
την άνοιξη με τα προφητικά πουλιά
τα ολανθισμένα λάβαρά της.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στη Βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται τα άρθρα:
-Οι θεωρίες της Ανταπόκρισης και οι «Μεγάλες Λύπες» του Τέλλου Άγρα. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 10, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σσ. 58-60.
-Η διαχρονική διάσταση των ιστορικών προσώπων στο «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» και στη «ΓΑΛΗΝΗ» του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο ιστορικό φιλολογικό περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΛΔ΄, 1992, σσ. 178-185.
-Οι Έλληνες και οι Τούρκοι στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.
-Μια οικολογική προσέγγιση στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τχ. 12, 1997, σσ. 84-95.
-Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.
-Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σσ. 3805-3810.
-«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σσ. 131-137.
-Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.
-Η πολυδιάστατη σχέση έρωτα-φύσης στα έργα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 62-64, Φθινόπωρο 2000, σσ. 4782 – 4788.