Θαλασσινά διηγήματα (Άρθρο στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)

Ελένης Ηλία, “Θαλασσινά διηγήματα”

Διαδρομές, τχ. 54, Καλοκαίρι 1999, σσ. 85-90.

https://drive.google.com/file/d/1Ob9P_YoM5kCAMcxviGuh_pYIa0uAENco/view

http://languageculturelab.ece.uth.gr/node/43

Τα διηγήματα στα οποία θα σταθούμε σε αυτό το άρθρο, είναι «Ο κύριος λιμενάρχης» και «Μαιευτήριο η ζωή» από το βιβλίο Τα βούκινα της φύσης [1] της Αγγελικής Βαρελλά, «Οι γλάροι» από τη διηγηματογραφική συλλογή Αιγαίο [2] του Ηλία Βενέζη, «Το μεγάλο σαλπάρισμα», του Στράτη Μυριβήλη που περιλαμβάνεται στο έργο του Το γαλάζιο βιβλίο [3], «Η βαρκούλα» από τις Νησιώτικες ιστορίες [4] του Αργύρη Εφταλιώτη και τα διηγήματα «Το δελφίνι» και «Καταπληκτική ψαρόσουπα», που συναντάμε στο βιβλίο του Θέμου Ποταμιάνου με τον τίτλο Ο Ψευτοθόδωρος [5].

Αν και ορισμένα από τα παραπάνω διηγήματα δεν θεωρούνται παιδικά, εδώ παρατίθενται με βάση την εκτίμηση ότι όλα τους, ανάμεσα ασφαλώς σε πολλά άλλα, μπορούν εξίσου ευχάριστα να διαβαστούν και από παιδιά και από ενηλίκους [6]. Εκείνο που κυρίως συνδέει τα συγκεκριμένα διηγήματα, είναι η σχέση τους με το θαλασσινό στοιχείο. Σε άλλα από αυτά εμφανίζεται κυρίαρχος ο αφηγηματικός ρόλος διαφόρων θαλάσσιων οργανισμών ενώ κάποια αναφέρονται στις ναυτικές δραστηριότητες και τους δεσμούς με τη θάλασσα, που αναπτύσσουν οι ήρωες τους. Σε κάθε περίπτωση η αφηγηματική δράση εκτυλίσσεται αποκλειστικά μέσα στο θαλάσσιο περιβάλλον, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα διηγήματα να αποδίδουν πληρέστατα τη θαλασσινή ατμόσφαιρα, να υποβάλλουν την αίσθηση της επαφής μαζί της. Οι εμπειρίες από το θαλάσσιο χώρο που προσφέρονται στον αναγνώστη, καλλιεργούν την οικολογική του συνείδηση ενώ παράλληλα οδηγούν στην αυτογνωσία, καθώς συχνά η ίδια η ανθρώπινη ζωή αντικατοπτρίζεται στον κόσμο της θάλασσας.

Το διήγημα της Αγγελικής Βαρελλά «Ο κύριος λιμενάρχης» αναφέρεται σε ένα γλάρο που ζει στη Λευκή Θάλασσα της Ρωσίας και κατά τη χειμερινή περίοδο αποδημεί προς το νότο. Η αφήγηση γίνεται εδώ σε τρίτο ενικό πρόσωπο και συχνά εστιάζεται στον εσωτερικό κόσμο του γλάρου, οπότε παρέχεται η εντύπωση ότι τα διάφορα περιστατικά αποδίδονται μέσα από τη δική του οπτική. Οι κυριότερες τεχνικές στο συγκεκριμένο διήγημα είναι η αναδρομή, μέσα από την οποία γνωρίζουμε τις προηγούμενες ταξιδιωτικές εμπειρίες του γλάρου, καθώς και το χιούμορ, που απορρέει όταν πράξεις και χαρακτηριστικά των θαλάσσιων όντων ερμηνεύονται με βάση τον ανθρώπινο κώδικα συμπεριφοράς.

Ο γλάρος με το ρωσικό όνομα Γκουμπούιφ, που τα παιδιά στην Ελλάδα το μετέφρασαν «κύριος λιμενάρχης», εμφανίζεται να αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις φτερούγες του. Θεωρεί το πέταγμα του τη μοναδική δυνατότητα που έχει να εκφραστεί, να επικοινωνήσει:

Για τα φτερά του μπορούσε να δώσει τη ζωή του ο γλάρος. Τα φτερά του ήταν η προσωπικότητά του. Αυτό ήταν το μεγάλο δώρο που του χάρισε ο Θεός. Μ’ αυτά μπορούσε να εκφραστεί, όπως ο Ιβάν εκφραζόταν με την ομιλία και το τραγούδι.

Παράλληλα ο ήρωάς μας χαρακτηρίζεται για τα φιλικά του συναισθήματα απέναντι στον Ιβάν, έναν ερευνητή που μελετά την εξέλιξη και τη συμπεριφορά των οργανισμών που ζουν στη Λευκή Θάλασσα. Μάλιστα αν και επισημαίνεται στο κείμενο ότι ο γλάρος διαφωνεί με τις επιλογές, τον τρόπο ζωής και τις δραστηριότητες του επιστήμονα, ωστόσο τα αποδέχεται και τον διευκολύνει στις έρευνές του. Φροντίζει, για παράδειγμα, να πλησιάζει τους ανθρώπους, όπου ταξιδεύει, ώστε αυτοί να απαντούν στα ερωτήματα του Ιβάν για τα ταξίδια του, που ο ίδιος ο Γκουμπούιφ μεταφέρει σε έναν κρίκο περασμένο στο πόδι του: «Γκουμπούιφ πού πας όταν φεύγεις»

Με το να γίνεται ο γλάρος μέσο και αιτία επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών τόπων που έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν μεταξύ τους, ο φυσικός κόσμος αναδεικνύεται στο ενιαίο εκείνο πλαίσιο που υπαγορεύει την πανανθρώπινη ενότητα και συνεργασία. Παράλληλα, στην καλλιέργεια συλλογικής οικολογικής συνείδησης συμβάλλει η μεγάλη εικονοπλαστική δύναμη του κειμένου, που αναδεικνύει την ομορφιά, την αρμονία και τη γαλήνη, ως κοινά στοιχεία του φυσικού κόσμου σε τόσο διαφορετικά σημεία του πλανήτη, όπως είναι η Λευκή Θάλασσα και ο Κορινθιακός κόλπος.

Παρόμοια εντύπωση αποκομίζουμε από την ανάγνωση ενός ακόμη διηγήματος της Βαρελλά, το οποίο τιτλοφορείται με την αλληγορική έκφραση «Μαιευτήριο η ζωή». Αναφέρεται στη γέννηση τεσσάρων σαλαχιών πάνω στην άμμο, όπου βρέθηκε η έγκυος μητέρα τους, χτυπημένη από ψαροντούφεκο. Η γέννα και στη συνέχεια ο θάνατος της σαλαχίνας, καθώς και οι πρώτες στιγμές της ζωής των μικρών της, παρουσιάζονται μέσα από την οπτική των παρισταμένων κολυμβητών σε αλλεπάλληλους διαλόγους. Το γεγονός ότι ο θάνατος της μάνας αντισταθμίζεται από τη γέννηση των παιδιών της, καθιστά το διήγημα πλήρες και αληθινό, ρεαλιστική απεικόνιση της ίδιας της ζωής.

Είναι αξιοσημείωτο πως ο ρεαλισμός διανθίζεται με το στοιχείο του χιούμορ, όπως όταν στους διαλόγους των κολυμβητών η παραλία αποκαλείται αρχικά «φούρνος», για να αποδοθεί η ανθρώπινη συνήθεια της ηλιοθεραπείας, έπειτα «ναυαρχείο», καθώς γίνεται συζήτηση για τορπίλες και ηλεκτρισμό, με αφορμή τις ιδιότητες των σαλαχιών και τέλος «μαιευτήριο», εξαιτίας της γέννας της σαλαχίνας. Το χιούμορ αμβλύνει τη συναισθηματική ένταση που προκαλούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις σκηνές της ζωής και του θανάτου και ενισχύει την αισιόδοξη προοπτική του κειμένου.

Θα σταθούμε τέλος στην αοριστία με την οποία ολοκληρώνεται το διήγημα, σε σχέση με το μέλλον των τεσσάρων νεογέννητων σαλαχιών, καθώς κανένα από τα αφηγηματικά πρόσωπα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα αν αυτά θα κατορθώσουν να επιβιώσουν μόνο με τη φροντίδα του πατέρα τους, κοντά στον οποίο τα τοποθετεί ο ψαροντουφεκάς. Η αοριστία αυτή επιτρέπει στον αναγνώστη να αναπτύξει προσδοκίες για την τύχη τους, με βάση την ιδιοσυγκρασία και τις εμπειρίες του, καθώς και προβληματισμούς γύρω από τις συνέπειες των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο φυσικό περιβάλλον.

Περνώντας στο διήγημα του Ηλία Βενέζη «Οι Γλάροι», από τη συλλογή Αιγαίο (εκδ. Εστία, σσ. 41-52), παρακολουθούμε τη σχέση ενός ηλικιωμένου φαροφύλακα με δύο γλάρους. Ο ήρωας, που  ζει μακριά από τους ανθρώπους λόγω του επαγγέλματός του, έχει χάσει και τους δύο γιους του στον πόλεμο. Έτσι οι γλάροι, που τους αποκαλεί με τα ονόματα των γιων του, υποκαθιστούν τα νεκρά παιδιά του. Κάποτε οι γλάροι εξαφανίζονται και ο ήρωας με τους αναγνώστες μοιράζονται την ίδια αγωνία και τα ίδια ερωτηματικά για την απουσία τους από το ερημονήσι. Ήρωας και αναγνώστες πληροφορούμαστε ταυτόχρονα από νεαρούς κολυμβητές που φτάνουν στο νησάκι, το θάνατο των δύο πουλιών. Το διήγημα ολοκληρώνεται με την εικόνα του φάρου που αναβοσβήνει ασταμάτητα, υποβάλλοντας την αίσθηση της σιωπής, της μονοτονίας, που χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή του ήρωα, το οριστικό συναισθηματικό κενό του.

Αν στο διήγημα του Βενέζη «βλέπουμε» το φως του φάρου να υποδηλώνει τη μοναξιά του ήρωα, στο διήγημα του Αργύρη Εφταλιώτη «Η βαρκούλα», από τη συλλογή με τίτλο Νησιώτικες Ιστορίες, κυριαρχεί η εικόνα μιας βάρκας. Το κύριο αφηγηματικό πρόσωπο περιγράφει την ευχάριστη εντύπωση που του προξένησε κάποτε η θέα μιας βαρκούλας με λευκό πανί, που ταξίδευε ανοιχτά στο πέλαγος. Η αίσθηση ωστόσο αυτή ανατράπηκε για τον ήρωα-αφηγητή όταν είχε την ευκαιρία να δει την ίδια βάρκα από κοντά. Καθώς επρόκειτο για ψαρόβαρκα, η άσχημη οσμή που ανέδιδε, η ακαταστασία που επικρατούσε σε αυτήν, καθώς και η αποκρουστική μορφή του ναύτη άλλαξαν εντελώς την αρχική εντύπωσή του. Η βάρκα εξελίχθηκε στην αντίληψή του σε σύμβολο της διάψευσης των ανθρώπινων προσδοκιών, της απόστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο ιδανικό και επιθυμητό. Η ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα μέσα από την κοινή οπτική τους, καθώς και η αλληγορική διάσταση του κειμένου συμβάλλουν στη συμμετοχή μας στο συγκεκριμένο βίωμα.

Εξίσου διαχρονικό είναι το διήγημα του Στράτη Μυριβήλη «Το Μεγάλο Σαλπάρισμα»,  της συλλογής Το Γαλάζιο Βιβλίο, που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης να επιθυμεί και να ελπίζει. Συγκεκριμένα, εδώ αποδίδεται το πάθος του ηλικιωμένου ναυτικού που είναι ο κύριος ήρωάς του, για τα ταξίδια. Πρόκειται για πάθος που υπερβαίνει τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, εφόσον εκφράζεται κατά την τελετή της κηδείας του και την ταφή του. Η συμπάθεια του αναγνώστη για το ναυτικό, προκύπτει αρχικά από τη ματαιότητα των προσπαθειών του τελευταίου να πείσει με τα αφελή επιχειρήματά του τις αρμόδιες αρχές, που του απαγορεύουν να κυβερνήσει το πλοίο του, επειδή έχει μείνει μονόφθαλμος. Καθώς ο ήρωας, ισχυριζόμενος ότι ο καθένας, προκειμένου να κοιτάξει με το ναυτικό κιάλι, κλείνει το ένα του μάτι, δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει την πολυπόθητη άδεια, περνά πολλές ώρες στο δεμένο πλοίο του, μην αντέχοντας να το αποχωριστεί ούτε να χρησιμοποιήσει μισθωτό καπετάνιο, προκαλώντας την απορία και τον οίκτο των γύρω του. Μετά τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας του, ο δεσμός του με τη θάλασσα εκδηλώνεται με την ίδια ένταση και σταθερότητα μέσα από τα ταξίδια που ονειρεύεται καθημερινά. Κορυφώνεται δε με την εικόνα του φέρετρού του, στο οποίο πάνω βρίσκεται τοποθετημένη η γοργόνα που στόλιζε την πλώρη του κατεστραμμένου πλέον καϊκιού του. Αυτή η εικόνα του μεταφερόμενου φέρετρου στην οποία δεσπόζει η μορφή της Γοργόνας, κατά την επιθυμία του ήρωα, ερμηνεύεται από τον αφηγητή ως εκπλήρωση της κυρίαρχης στη ζωή του επιθυμίας να ξαναταξιδέψει:

Όλα αυτά μοιάζανε πάλι σαλπάρισμα για ένα μεγάλο ταξίδι, ένα πρωτάκουστο ταξίδι σε μια θάλασσα αλλιώτικη, όμως κι αυτή γαλάζια, κι αυτή άπατη. Πάντα μπροστά η γοργόνα της πλώρης. Κι ο καπτα-Μανώλης εκεί. Στο πόστο του.

Η αισιοδοξία που απορρέει από αυτήν τη σκηνή, στην οποία ενώνονται η θάλασσα με τον ουρανό και ο φυσικός με το μεταφυσικό κόσμο κατά την «εκπλήρωση» του ανικανοποίητου πάθους του ήρωα, συνιστά επίσης το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στα «Θαλασσινά διηγήματα» του Θέμου Ποταμιάνου, «Το δελφίνι» και «Καταπληκτική ψαρόσουπα», ως αποτέλεσμα του χιουμοριστικού ύφους της αφήγησης, του φαντασιακού στοιχείου και της εντατικής δράσης. Στο πρώτο διήγημα συμπρωταγωνιστούν ένα παιδί, ιδιαίτερα εξοικειωμένο με τη θάλασσα και ένα δελφίνι. Το αγόρι ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη Μεσόγειο, καθισμένο στη ράχη του δελφινιού. Κάποτε κατορθώνει να επιστρέψει με το κήτος στο νησί του, μιμούμενο τον τρόπο που ένας χωρικός οδηγούσε το γάιδαρο του.

Στο δεύτερο διήγημα ένας έμπειρος ναυτικός ψαρεύει κοντά στο ηφαίστειο της Σαντορίνης μια βρασμένη σφυρίδα. Με αξιοσημείωτη αφηγηματική απλότητα εξηγείται ότι το ψάρι έβρασε κατά το χρονικό διάστημα που ο ήρωας το ανέσυρε από το βυθό, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του νερού στο συγκεκριμένο σημείο. Το στοιχείο της υπερβολής κλιμακώνεται με την αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα υλικά της ψαρόσουπας, κρεμμύδια, χυμό ντομάτας και λάδι, που βρέθηκαν επίσης βρασμένα στον ίδιο χώρο, όπου είχαν πέσει από διερχόμενα πλοία. Η απροσδόκητη έκβαση των δύο διηγημάτων, η πρωτότυπη συνύπαρξη ετερόκλητων στοιχείων μέσα στο θαλάσσιο πλαίσιο και η υπέρβαση των φυσικών νόμων οξύνουν αδιάκοπα το αναγνωστικό ενδιαφέρον τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων.

Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνουμε ότι η θάλασσα συνιστά το ζωτικό χώρο των κύριων ηρώων στα διηγήματα της Βαρελλά ενώ για τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα δύο κείμενα του Ποταμιάνου, αποτελεί τόπο αναψυχής, πεδίο έμπνευσης και περιπέτειας. Για το φαροφύλακα στους «Γλάρους» του Βενέζη, ο κόσμος της θάλασσας προσφέρει παρηγοριά, απαλύνει τη μοναξιά του. Ο δε ήρωας του Μυριβήλη εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί της ακόμα και όταν οι συνθήκες τον απομακρύνουν από αυτήν. Τέλος, ο Εφταλιώτης αντιμετωπίζει τη θάλασσα ως πεδίο φιλοσοφικών και υπαρξιακών αναζητήσεων του ήρωά του, ως έκφραση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Διαπιστώνουμε συνεπώς την πολυδιάστατη σχέση της θάλασσας με την ανθρώπινη ύπαρξη και την πολλαπλότητα των αφηγηματικών λειτουργιών που εμφανίζει το θαλάσσιο στοιχείο στα παραπάνω διηγήματα.

Σημειώσεις

  1. Το βιβλίο έχει τιμηθεί από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου με το βραβείο Πηνελόπης Δέλτα. Εκδόσεις: Φ. Πατσούρης.
  2. Έκδοση 11η, Εστία, σσ. 41-52.
  3. Έκδοση 9η, Εστία, σσ. 104-118.
  4. Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1989, σσ. 116-118.
  5. «Το δελφίνι» περιλαμβάνεται στο Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, μέρος β, σσ. 264-268 και η «Καταπληκτική ψαρόσουπα» σε παλαιότερο Αναγνωστικό της Πέμπτης Δημοτικού. Και τα δύο σιηγήματα προέρχονται από το βιβλίο «Ο Ψευτοθόδωρος», που έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Ατλαντίς.
  6. Την άποψη αυτή, με παραπλήσιο τρόπο. έχουν διατυπώσει για το παιδικό βιβλίο η Σέλμα Λάγκερλεφ, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Ισχύει, θεωρούμε, εξίσου και για οποιοδήποτε κείμενο που απευθύνεται μεν σε ενηλίκους, κατορθώνει ωστόσο συμπτωματικά έστω, να ανταποκριθεί στα ενδιαφέροντα και τις ψυχοδιανοητικές ικανότητες των παιδιών.
Θαλασσινά διηγήματα (Άρθρο στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)
Κύλιση προς τα επάνω