Τα λογοτεχνικά αφηγήματα του Δ. Βικέλα ως διαχρονικά αναγνώσματα (Άρθρο στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)

Τα λογοτεχνικά αφηγήματα του Δ. Βικέλα ως διαχρονικά αναγνώσματα

Διαδρομές, τχ. 60, Χειμώνας 2000, σσ. 261-266.

https://drive.google.com/file/d/1MVSgW_cRggQQ4fSYHJYpigFdlCexwo6Q/view

 

Ελένη Α. Ηλία

Η πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα δεν συνιστά ασφαλώς τη  μοναδική αλλά ούτε και την κύρια ενασχόλησή του στο χώρο των γραμμάτων. Συνιστά έναν από τους ποικίλους τρόπους έκφρασης των πνευματικών ανησυχιών του και κατακτήσεων. Ο εν λόγω συγγραφέας έχει επίσης ασχοληθεί με τη μετάφραση στα Ελληνικά έργων τοτ Σαίξπηρ, του Γκαίτε, του Άντερσεν, του Ομήρου, του Ρακίνα και άλλων. Επίσης έχει γράψει διάφορα  μελετήματα, όπως τα «Περί Παλαιολόγων», «Οι τελευταίοι των Παλαιολόγων εν Αγγλία», «Περί Βυζαντινών» κ. λπ. Έχει γράψει ακόμη ταξιδιωτικά κείμενα, τα Απομνημονεύματά του και λογοτεχνικές κριτικές. Έχει αρθρογραφήσει σε περιοδικά και είναι ο βασικός ιδρυτής του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» Βλ. σχετικά με τη βιοεργογραφία του την έκδοση του Συλλόγου του 1997, με τίτλο «Δημητρίου Βικέλα, Άπαντα», φιλολ. επιμ. Άλκη Αγγέλου και ειδικότερα τον τόμο Α, σελ. 47-57. Είναι ενδεικτικό ότι στο σύνολο των οκτώ τόμων όπου έχει συγκεντρωθεί το συγγραφικό του έργο πριν από μία εικοσαετία περίπου, τα διηγήματα και τα ποιήματά του, καθώς και το μοναδικό του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Λουκής Λάρας», καλύπτουν μόλις τον έναν. Εδώ λοιπόν θα αναζητήσουμε και θα αναδείξουμε τις αφηγηματικές τεχνικές που διακρίνουν τη λογοτεχνική πεζογραφία του, ώστε να αποδειχθεί η διαχρονικότητά της, η δυνατότητα του σύγχρονου αναγνώστη να την απολαύσει, να ταυτιστεί με τους ήρωές του, να συμμεριστεί τα συναισθήματα και να μετέχει στις εμπειρίες τους παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε μια εποχή τόσο μακρινή και διαφορετική από τη σύγχρονη (Για την ταύτιση και την αναγνωστική εμπλοκή ως αποτέλεσμα των αφηγηματικών χειρισμών βλ. W. C. Booth, The Rhetoric of Fiction, Penguin Books, Middlesex, 1987, σελ. 71, 131, 396-398. Επίσης, W. Iser, The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1990, σελ. 38-39, 104, 233, 281. Τέλος, Ελένης Α. Ηλία, Ο Αναγνώστης και η Λογοτεχνική Δημιουργία του Ηλία Βενέζη, εκδ. Αστήρ, 2000, σελ. 86-87,  96-105).

Στο μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο αποδίδει ως προσωπικές αναμνήσεις τις περιπέτειες ενός χιώτη εμπόρου κατά την τεραγμένη περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Η έντονη πλοκή του έργου αυτού δεν χαρακτηρίζει και τα διηγήματα που γράφει ο Βικέλας στη συνέχεια, στα οποία η έμφαση δίνεται αποκλειστικά στην παρουσίαση των αφηγηματικών προσώπων, στον εσωτερικό τους κόσμο, τις προσωπικές τους σχέσεις, την εξέλιξη των συναισθημάτων τους (βλ. σχετικά τις σελίδες 26-30 της Εισαγωγής της έκδοσης της Εστίας, 1979, με τον τίτλο «Δ. Βικέλα. Διηγήματα»). Στα διηγήματα αυτά ο αφηγητής δεν συμπίπτει συνήθως με τον κύριο ήρωα ενώ χρησιμοποιείται συχνότατα ο διάλογος, σε αντίθεση με τον Λουκή Λάρα, όπου ο αφηγητής αρκείται στον πλάγιο λόγο για να αποδοθούν τα λόγια των λογοτεχνικών προσώπων. Ο Mario Vitti θεωρεί ότι η έμφυτη μετριοπάθεια του Βικέλα τον απέτρεψε από τη χρήση του διαλόγου, η οποία προϋπέθετε την επιλογή της καθομιλουμένης αντί μιας πλαστής γλώσσας (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1987, σ. 274). Κοινό στοιχείο μεταξύ όλων των αφηγημάτων του Βικέλα είναι η επιλογή του Παρατατικού ή του Αορίστου στα ρήματα, καθώς η δράση εκτυλίσσεται εξολοκλήρου στο παρελθόν. Οι ήρωες του Βικέλα εμφανίζονται ελκυστικοί και κερδίζουν τη συμπάθεια του αναγνώστη με την ευγένεια, την καλοσύνη, την ανιδιοτέλειά τους (Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφ. Ίδρ. Εθνικής Τραπέζης, 1985, σ. 201),  ακόμη και με την αφέλειά τους, τα μικρά ή μεγαλύτερα προσωπικά τους δράματα, τις ανασφάλειες, τις φοβίες τους. Στο διήγημα «Η συμβουλή της καμπάνας» παρακολουθούμε το διάλογο ανάμεσα σε δύο φίλους, με θέμα την αναποφασιστικότητα του ενός σχετικά με το αν θα παντρευτεί την αγαπημένη του. Καθώς ο μέλλων γαμπρός παραθέτει εναλλάξ τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία της κοπέλας, προκειμένου ο φίλος του να τον συμβουλεύσει αν πρέπει να πραγματοποιήσει αυτόν το γάμο. Ο φίλος απαντά συνεχώς με τον ίδιο στερεότυπο τρόπο, πότε καταφατικά και πότε αρνητικά: «Πάρε την» ή «Μην την πάρεις». Όταν ο νεαρός που σκέφτεται αν θα παντρευτεί, αγανακτεί με τις αντιφατικές συμβουλές του φίλου του, ο δεύτερος του προτείνει να ακούσει τη συμβουλή της καμπάνας, που την θεωρεί αλάνθαστη. Σε επόμενο διάλογό τους ο νέος παραπονιέται στο φίλο του πως αν και βασίστηκε στην υπόδειξή του και παντρεύτηκε την κοπέλα, ο γάμος του τελικά απέτυχε. Ο φίλος επέμεινε ότι η συμβουλή της καμπάνας ήταν ορθή αλλά απλώς ο γαμπρός δεν την είχε ερμηνεύσει σωστά. Από τη συγκεκριμένη συνομιλία προκύπτει αβίαστα η προνοητικότητα του ερωτώμενου να αποφύγει να αναμειχθεί στην απόφαση του φίλου του για το γάμο, με δεδομένη την αφέλεια, την επιπολαιότητα και την ανευθυνότητα με τα οποία αντιμετώπιζε το ζήτημα ο ερωτών, επιδιώκοντας να μεταφέρει αλλού την ευθύνη της επιλογής του. Οι συγκεκριμένοι αφηγηματικοί χειρισμοί προσδίδουν χιουμοριστικό τόνο στο διήγημα, καθιστώντας έως σήμερα ιδιαίτερα απολαυστική την ανάγνωσή του.

Οι διάλογοι ανάμεσα στα δύο κύρια πρόσωπα του διηγήματος με τίτλο «Εις του οφθαλμιάτρου», την κυρά Λοξή και τον γιατρό, φανερώνουν την αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση που αισθάνονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη θετική στάση και του αναγνώστη για τους δύο. Συγκεκριμένα,  ο γιατρός εκφράζει τα συναισθήματά του προς την ηλικιωμένη νησιώτισσα που τον επισκέφτηκε στο ιατρείο του, συνοδεύοντας έναν τυφλό άντρα που κάποτε ήταν ερωτευμένος μαζί της, με το να αρνείται να δεχθεί αμοιβή από εκείνη. Η γυναίκα φανερώνει τα δικά της αντίστοιχα αισθήματα προς το γιατρό, καθώς του εμπιστεύεται με ιδιαίτερη άνεση τα προσωπικά της, για τα οποία δεν κάνει ποτέ λόγο σε κανέναν άλλο. Προτείνει δε στο γιατρό να θέσει υποψηφιότητα στις τοπικές εκλογές, για να τον υποστηρίξει με τις σημαντικές δυνάμεις που διαθέτει.

Στο διήγημα που τιτλοφορείται «Φίλιππος Μάρθας» το αναγνωστικό ενδιαφέρον για τον ομώνυμο ήρωα εξασφαλίζεται καταρχάς από την εντυπωσιακή περιγραφή της εξωτερικής του εμφάνισης. Εδώ κυριαρχούν οι τεχνικές της αντίθεσης και της υπερβολής, που αποδίδουν αριστοτεχνικά το παράδοξο και το ακραίο που  χαρακτηρίζουν την εμφάνιση του ήρωα.. Αυτά δε τα στοιχεία συνδέονται στην αφήγηση με την εξαιρετικά τραγική προσωπική του ιστορία, που είναι εξίσου ασυνήθιστη με τα σημάδια που έχει αφήσει στη μορφή του. Αναλυτικότερα, ο αφηγητής επισημαίνει πως ο ήρωάς του ξεχωρίζει έντονα όχι μόνο ανάμεσα σε κανονικούς ως προς τη μορφή ανθρώπους αλλά και ανάμεσα στο έτσι κι αλλιώς ετερόκλητο πλήθος των κατοίκων της Ερμούπολης όπου ζει. Επιπλέον  ο αφηγητής δεν παραλείπει να εκφράσει την πεποίθησή του ότι  αν ο ήρωας δοκίμαζε να παρέμβει στην εμφάνισή του ώστε να μην είναι τόσο ιδιαίτερη, αυτό θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτό από τον περίγυρό του, που έτσι θα προέβαινε σε ακόμη περισσότερα σχόλια από όσα με την παρέμβασή του θα επεδίωκε να αποφύγει.

Στα «Δυο αδέλφια» μας εντυπωσιάζει εξίσου η περιγραφή της κόρης του κυρίου Μελέτη, πολύ δε περισσότερο, καθώς ενώ ο αφηγητής περιμένει ανυπόμονα να την γνωρίσει, η συνάντησή τους αναβάλλεται διαρκώς. Αυτές μάλιστα οι συνεχείς αναβολές του προκαλούν την υποψία ότι συμβαίνουν σκόπιμα και αναρωτιέται για την αιτία. Όταν επιτέλους την συναντά, στην περιγραφή της κυριαρχούν οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις, που κάνουν φανερό το μέγεθος της έλξης που ασκεί πάνω του. Αντιπαραθέτει την ομορφιά της στη μελαγχολία της, τη σωματική της αρμονία στις υποτονικές κινήσεις της, το έντονο μαύρο χρώμα των ματιών της στα ωχρά χείλη της. Η περιγραφή καταλήγει με το συμπέρασμα πως η μορφή της κοπέλας είναι απόκοσμη, ενισχύοντας την ατμόσφαιρα μυστηρίου.

Εκτός από την επιτυχημένη σκιαγράφηση των αφηγηματικών προσώπων, στην ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους και στην εμπλοκή του στις καλές και κακές στιγμές τους συντελεί καθοριστικά η επιλογή από το συγγραφέα της κοινής οπτικής του αναγνώστη με τους ήρωες σε πλήθος αφηγηματικών σημείων. Με το να μην υπερέχουμε σε πληροφορίες και γνώσεις αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσης έναντι των αφηγηματικών προσώπων, μας προσφέρεται η δυνατότητα να παρακολουθούμε τα γεγονότα με την ίδια αγωνία και να τα βιώνουμε με το πάθος που εμφανίζουν εκείνοι. Στο διήγημα που έχει τίτλο «Η άσχημη αδερφή», ενώ οι φίλοι Λιάκος και Πλατέας συνομιλούν μεταξύ τους, καθισμένοι αντικριστά, κάτι αποσπά την προσοχή του πρώτου, οπότε παύσει να παρακολουθεί το συνομιλητή του. Όταν ο Πλατέας το αντιλαμβάνεται και δοκιμάζει να στραφεί προς το σημείο που είναι σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα του φίλου του, εκείνος τον εμποδίζει, ζητώντας του επιτακτικά μάλιστα να εξακολουθήσει τη συζήτηση. Όσο η περιέργεια του Πλατέα παραμένει ανικανοποίητη τόσο οξύνεται και η αναγνωστική περιέργεια, η οποία ικανοποιείται μόνο κατά τη στιγμή που τα πρόσωπα τα οποία κοιτάζει ο Λιάκος, τους προσπερνούν, οπότε έχει και ο Πλατέας τη δυνατότητα να τα δει. Πρόκειται για τις κόρες του κυρίου Μητροφάνους, με τις οποίες θα γίνουν τελικά ζευγάρια οι δύο φίλοι.

Όταν στο διήγημα «Ο παπα-Νάρκισσος» ο νεαρός πρωταγωνιστής που είναι ιερέας, επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο λεπρό στην καλύβα που τον έχουν απομονώσει, προκειμένου να τον κοινωνήσει, ο αναγνώστης μοιράζεται την οπτική της παπαδιάς, η οποία ανησυχεί έντονα για την υγεία του άντρα της. Αιτία της αγωνίας της είναι ο ακατανίκητος, ανεξέλεγκτος φόβος που νιώθει ο παπάς μπροστά στο θάνατο, από την παιδική του ηλικία, οπότε και είχε δει νεκρό τον πατέρα του. Ζώντας πάντα ο ίδιος με το άγχος να μην τύχει να έρθει στο πλαίσιο του επαγγέλματός του αντιμέτωπος με πεθαμένο, η γυναίκα του που περιμένει έξω από την καλύβα με τον λεπρό, όπου έχει φτάσει μόνη, διανύοντας ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση, μην τολμώντας ωστόσο και να εισέλθει εκεί, διακόπτοντας την ιερή αυτή στιγμή, βιώνουμε πληρέστατα την ψυχική της αναστάτωση.

Στο μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» η αγωνία του αυτοδιηγητικού αφηγητή και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του να μην τους αντιληφθούν οι Τούρκοι που τους αναζητούν, μεταδίδεται στον αναγνώστη ως αποτέλεσμα της ταύτισης της οπτικής του με τη δική τους, καθώς βρίσκονται κρυμμένοι σε ένα σκοτεινό και βρώμικο στάβλο, τον οποίο ερευνά Τούρκος στρατιώτης. Όταν οι άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο χώρο, αναγκάζουν το στρατιώτη να απομακρυνθεί από εκεί εσπευσμένα, μην  έχοντας ανακαλύψει τους ήρωες, μοιραζόμαστε εξίσου την ανακούφισή τους για τη σωτηρία τους.  Στη συνέχεια η οικογένεια του αφηγητή μαζί με άλλους συμπατριώτες του βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε κάποια παραλία της Χίου, περιμένοντας να επιβιβαστούν σε μια μικρή βαρκούλα που πηγαινοέρχεται μέχρι το αγκυροβολημένο πλοίο με το οποίο πρόκειται να διαφύγουν από το νησί.  Καθώς η ζωή τους απειλείται από τους εξαγριωμένους Τούρκους που σφαγιάζουν αδιακρίτως τους εναπομείναντες Έλληνες, η αναγνωστική οπτική είναι κοινή με εκείνη όσων παραμένουν στη στεριά. Ενώ δε το σκοτάδι λιγοστεύει και οι Τούρκοι πλησιάζουν επικίνδυνα, η αγωνία μας κορυφώνεται μαζί με των άμεσα απειλούμενων προσώπων.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το διήγημα «Φίλιππος Μάρθας», όπου η ταύτισή μας με τον κύριο ήρωα προκύπτει από τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε τον εσωτερικό κόσμο του μέσα από τις σελίδες του προσωπικού ημερολογίου του. Ενώ λοιπόν ο κοινωνικός περίγυρος του ήρωα στέκεται στην παραξενιά του,  ο αναγνώστης έχει πρόσβαση στις γραπτές σημειώσεις, όπου ο Μάρθας καταφεύγει επειδή δεν έχει κάποιο φίλο για να του εμπιστευτεί το μυστικό του, ότι θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το θάνατο της γυναίκας και του παιδιού του. Χάρη στην παράθεση αυτών  των σημειώσεων, αν και όλοι στην περιοχή θεωρούν στη συνέχεια το θάνατο του ήρωα ατύχημα, οι αναγνώστες που πληροφορούμαστε τις συστηματικές προσπάθειές του στο παρελθόν να σκοτωθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια.

Η τεχνική του χιούμορ, που ο συγγραφέας την χειρίζεται με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο συντελεί επίσης στη διαχρονική ανταπόκριση στο έργο του Βικέλα. Εδώ θα παραθέσουμε ενδεικτικά μερικές μόνο από τις πάμπολλες περιπτώσεις που συναντάμε στην αφηγηματογραφία του,  που εκτός από συναρπαστική, την καθιστούν και διασκεδαστική. Το γεγονός αυτό θα ήταν καλό δε να εκτιμηθεί ειδικότερα σε σχέση με το εφηβικό-νεανικό αναγνωστικό κοινό. Η Βίτω Αγγελοπούλου σημειώνει σχετικά σε άρθρο της στην εφημερίδα Καθημερινή (29 Μαρτίου 1998) ότι θεωρεί το «Λουκή Λάρα» το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο για τη νεότητα.

Στο διήγημα «Η άσχημη αδερφή» ο καθηγητής Πλατέας νιώθει μνησικακία για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, επειδή πιστεύει ότι το ποιίημά του «Το Σήμαντρον», που είχε πρόσφατα διαβάσει, έγινε αιτία να φοβηθεί τόσο πολύ ενώ κολυμπούσε ότι θα τον κατασπαράξει καρχαρίας, όπως το νέο του ποιήματος, ώστε όχι μόνο κινδύνεψε να πνιγεί αλλά και ποτέ στο μέλλον δεν αποφάσισε να κολυμπήσει ξανά.

Στο «Λουκή Λάρα» ο αφηγητής, βλέποντας μια κοπέλα να χαμογελά ενώ κοιτάζει προς το μέρος του,  αναρωτιέται αν πρόκειται για εκδήλωση συμπάθειας ή αν έχει κάνει κάποιο λάθος με τα παστά ψάρια που πουλά. Όπως όμως στρέφει το κεφάλι του προς τον τελευταίο πελάτη για να το διαπιστώσει, αντιλαμβάνεται ότι το χαμόγελο της κοπέλας δεν απευθύνεται σε εκείνον  παρά στο νεαρό φίλο της, που στέκεται πίσω του, οπότε διακωμωδεί τον εαυτό του. Πιο κάτω παρακολουθούμε τον ήρωα που έχει επιστρέψει στη Χίο, για να πάρει το θησαυρό που έκρυψε η οικογένειά του, καθώς έφευγε κυνηγημένη από τους Τούρκους. Προκειμένου όμως να μην αντιληφθεί κανένας το σκοπό του ταξιδιού του, δεν έχει αποκαλύψει την ταυτότητά του. Όταν λοιπόν ένας Τούρκος αξιωματούχος δίνει στο νεαρό ήρωα κάποια παραγγελία που ο τελευταίος δεν εκτελεί σωστά, ο Τούρκος ρωτά για την καταγωγή του. Ο Λουκής απαντά ψευδώς ότι κατάγεται από την Ικαρία, οπότε ο συνομιλητής του παρατηρεί ότι θα θεωρούσε απίθανο να καταγόταν από τη Χίο, αφού είναι τόσο ανόητος. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δηλώνει τότε αυτοσαρκαζόμενος, πως αν και η ιδέα που έχει ο Τούρκος για το άτομό του δεν είναι καθόλου κολακευτική, ωστόσο νιώθει ικανοποιημένος για τη θετική γνώμη που αυτός εξέφρασε για τους συμπατριώτες του.

Από τα παραπάνω παρατιθέμενα αφηγηματικά σημεία προκύπτει κατά συνέπεια το συμπέρασμα ότι αν και τα πεζογραφήματα του Βικέλα έχουν γραφτεί τον προπερασμένο αιώνα, εξακολουθούν να εμπλέκουν, να γοητεύουν και να συναρπάζουν το σύγχρονο αναγνώστη. Ο χρόνος που έχει περάσει από τη συγγραφή τους αποδεικνύει τη διαχρονικότητά τους. Η πρόταση του άρθρου προς τους αναγνώστες δεν μπορεί λοιπόν παρά να είναι ότι τα συγκεκριμένα κείμενα είναι σκόπιμο και σήμερα να διαβαστούν με βασικό σκοπό την αναγνωστική απόλαυση.

Τα λογοτεχνικά αφηγήματα του Δ. Βικέλα ως διαχρονικά αναγνώσματα (Άρθρο στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ)
Κύλιση προς τα επάνω