“Β.Δ. Αναγνωστόπουλος: Ο “χρονογράφος” των Διαδρομών”
Το άρθρο μου αυτό “Β.Δ. Αναγνωστόλουλος: Ο “χρονογράφος” των Διαδρομών” περιλαμβάνεται στον τιμητικό τόμο για τον Καθηγητή Βασίλη Αναγνωστόπουλο, “Ηδονών ήδιον έπαινος”. Θεωρήσεις της Παιδικής-Εφηβικής Λογοτεχνίας, επιμ. Τασούλα Τσιλιμένη, Ελένη Κονταξή, Ευγενία Σηφάκη. Εκδόσεις Τζιόλα, 2018, ISBN: 978-960-418-822-2, σσ. 17-24.
Ελένη Α. Ηλία
Ξεκινώ αυτό το άρθρο, παραθέτοντας τον ορισμό του χρονογραφήματος και τα χαρακτηριστικά του. Το χρονογράφημα συνιστά πεζό λογοτέχνημα, που δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό. Στην Ελλάδα τουλάχιστον ξεκίνησε από τα περιοδικά. Το χρονογράφημα είναι είδος έντεχνου πεζού λόγου, με λογοτεχνική κάποτε χροιά, αν και συχνότατα παραμένει στην περιοχή της δημοσιογραφίας. Ο Νιρβάνας γράφει «είτε είδος λογοτεχνικό είτε παραλογοτεχνικό, το χρονογράφημα έχει το δικαίωμα να παρίσταται στο νάρθηκα τουλάχιστον του ναού της τέχνης». Συνήθως πραγματεύεται ζητήματα κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά, θέματα της επικαιρότητας που απασχολούν την κοινή γνώμη. Αφορμή για συγγραφή χρονογραφήματος μπορεί να δώσει οτιδήποτε: μια εντύπωση, ανάμνηση, ιστορία, κριτική, ασήμαντο καθημερινό γεγονός κ. ο. κ. Το χρονογράφημα είναι σύντομο κείμενο, ευχάριστο και καλύπτει συγκεκριμένη στήλη στην εφημερίδα ή στο περιοδικό. Γράφεται σε τόνο εύθυμο, χαριτωμένο, χιουμοριστικό, κάποτε επικριτικό, δηκτικό άλλοτε, συχνά ειρωνικό, παραινετικό, έμμεσα ή άμεσα διδακτικό και παιδαγωγικό. Αυτά σημαίνουν ότι συστεγάζει αρμονικά τη χάρη και τη σκωπτικότητα, την ευφυολογία και τον κριτικό στοχασμό, την αφηγηματική ροή και τη διδακτική πρακτική, την ειρωνική διάθεση και τη σοβαρή πρόθεση. Με την ποικιλία των θεμάτων του και των τρόπων με τους οποίους γράφεται, εξασφαλίζει όλες τις προϋποθέσεις μιας φιλικής, ευχάριστης και τακτικής επικοινωνίας χρονογράφου και κοινού. Οι αναγνώστες το περιμένουν. Σκοπός του χρονογράφου είναι να ωφελήσει την κοινωνική ομάδα στην οποία απευθύνεται, να υποδείξει, να συμβουλέψει, να διδάξει, να διαπαιδαγωγήσει ενδεχομένως, να συμβάλει στη διάπλαση της κοινωνίας. Κι όλα αυτά και άλλα ακόμη (το χρονογράφημα υπερβαίνει κάθε φραγμό) επιδιώκει να τα πραγματοποιήσει με τρόπο ευχάριστο αλλά και καυστικό. Είναι ο χρονογράφος ο καθημερινός οδηγός και δάσκαλος πολλών ανθρώπων. Την καλύτερη περιγραφή του χρονογραφήματος τη δίνει ο Σπύρος Μελάς, στο πρώτο του χρονογράφημα από τις στήλες της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» (στις 28.5.1931), όπου ορίζει το είδος γράφοντας προς τους αναγνώστες: «… έλαβα την … εντολή … να σας συγκινώ, να σας ενθουσιάζω, να σας ζωγραφίζω, να σας θυμώνω, να σας ενδιαφέρω, και προπάντων να σας διασκεδάζω από αυτή τη στήλη κάθε μέρα.» Συμπερασματικά, θα επισημαίναμε ότι εξορισμού το χρονογράφημα το «περιμένουμε» με χαρά και ανυπομονησία, γιατί μας ευχαριστεί αλλά ταυτόχρονα και μας «διδάσκει»! (Οι παραπάνω αναφορές στο είδος του χρονογραφήματος προέρχονται από την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, 1994, σ. 345, από τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, 1983, σ. 531 και από την Έκφραση-Έκθεση, τχ. Α΄ , σ. 271, που περιλαμβάνεται στα διδακτικά βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου).
Καθώς στο χρονογράφημα πρέπει μέσα σε πολύ λίγες αράδες και με λιτές εκφράσεις να διατυπώσεις με σαφήνεια τη στάση, τη φιλοσοφία σου, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι το γεγονός που στάθηκε η αφορμή του κειμένου σου, είναι κοινή η παραδοχή ότι για να συνταχθεί το χρονογράφημα, απαιτείται συγγραφική ωριμότητα. Η προσωπικότητα και η ευφυΐα του χρονογράφου είναι τα στοιχεία που καθορίζουν αποκλειστικά την ποιότητα του κειμένου του. Ας επιχειρήσω σχετικά μία απλή σύγκριση. Στη συγγραφή μιας επιστημονικής εργασίας ακολουθούμε συγκεκριμένους κανόνες. Το αποτέλεσμα λοιπόν εξαρτάται κατά πολύ από το πόσο ορθά και πιστά οι κανόνες έχουν εφαρμοστεί. Στην περίπτωση ωστόσο του χρονογραφήματος, δεν υπάρχουν κανόνες να ακολουθήσουμε. Και εκεί έγκειται ακριβώς η δυσκολία του. Αν και γράφεται δύσκολα όμως, διαβάζεται πολύ πιο εύκολα και από περισσότερους ανθρώπους, λόγω της μικρής έκτασής του και του ευχάριστου ύφους του. Συνεπώς πρόκειται για είδος εξαιρετικά χρήσιμο.
Για να αποδοθεί πληρέστερα και αποτελεσματικότερα το ενδιαφέρον που εμφανίζει και η σπουδαιότητα που διακρίνει το χρονογράφημα, θα εξετάσουμε αναλυτικότερα την περίπτωση του περιοδικού Διαδρομές, που η κυκλοφορία του συνεχίζεται για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Στα παλαιότερα τεύχη του εν λόγω περιοδικού, τα εισαγωγικά κείμενα ήταν συνήθως ανυπόγραφα και περιορίζονταν αποκλειστικά στην παρουσίαση της ύλης του τρέχοντος τεύχους. Τις σπάνιες φορές που τα κείμενα υπογράφονταν με τις λέξεις «Ο Διευθυντής», η προσέγγιση του συντάκτη τους, Βασίλη Αναγνωστόπουλου, ήταν προσωπική, συναισθηματική, δίνοντάς μας τα πρώτα δείγματα για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη του εισαγωγικού αυτού κειμένου, που θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια. Η λογοτεχνική γλώσσα κυριαρχούσε. Το πρόσωπο όλων των ρημάτων ήταν το πρώτο πληθυντικό, για να φανερώνει τη συλλογικότητα της προσπάθειας, στην οποία οφειλόταν το επιτυχές αποτέλεσμα. Ο καθηγητής, ο επιστήμονας, ο ερευνητής Αναγνωστόπουλος δεν χρησιμοποιούσε εδώ τη δοκιμιακή γραφή, εφόσον προφανώς θα ήταν ακατάλληλη για να αποδώσει τη σχέση του με το περιοδικό. Φράσεις όπως «Δοσμένοι στο όνειρο και στον αγώνα. Ο χρόνος σε δεύτερη μοίρα… γίνεται παρανάλωμα του πυρετικού ρυθμού και της αγωνίας. Είκοσι χρόνια!… Στο ζύγι κεφάλι έπαιρναν οι χαρές. Οι λύπες ήταν λιγόζωες.» (τχ. 20, 2005) ή «Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των Διαδρομών. Η καρδιά και η ματιά μας, όταν γυρίζουν πίσω σ’ αυτά τα περασμένα χρόνια, γεμίζουν με νοσταλγία αλλά και ασφαλέστερη εκτίμηση για πρόσωπα, γεγονότα, δυσκολίες, για ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές… » (τχ. 92, 2008), επιλέχθηκαν για να αποδοθεί η ποιότητα και ο όγκος της εργασίας αλλά και το κίνητρο, που είναι η ευθύνη για τη δημιουργία γενιών και γενιών παιδιών – αναγνωστών .
Στην τελευταία δε περίοδο, οπότε οι Διαδρομές κυκλοφορούν σε ηλεκτρονική μορφή, τα εισαγωγικά κείμενα που πλέον υπογράφονται στο σύνολό τους από τον Βασίλη Αναγνωστόπουλο, διατηρώντας τον πυρήνα τους που είναι η παιδική λογοτεχνία, έχουν διευρυνθεί θεματικά και εξελιχθεί, υιοθετώντας αποκλειστικά το ανάλογο ύφος και όλες τις αρετές του ιδιαίτερα δύσκολου και απαιτητικού είδους του χρονογραφήματος. Δίνεται πάντοτε στα κείμενα κάποιος τίτλος, λογοτεχνικός ή μη: π. χ. «Βιβλία-πυγολαμπίδες» (τχ. 111, 2013), « “Χώρα” με δροσιές και χρώματα» (τχ. 118, 2015) ή «Συνεχίστε να διαβάζετε!» (τχ. 113, 2014) και «Καλή σχολική χρονιά!» (τχ. 103, 2011). Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ότι όποια κι αν είναι η αφορμή από την επικαιρότητα που αξιοποιεί ο Αναγνωστόπουλος, πάντοτε τη συνδέει αριστοτεχνικά με το σκοπό και τη φύση του περιοδικού και κατ’ επέκταση με το συγκεκριμένο περιεχόμενο κάθε τεύχους. Διαφορετική μεν η αφετηρία κοινό δε το τέρμα, εφόσον ο χρονογράφος εναρμονίζει πλήρως το εκάστοτε θέμα του με την ανάδειξη της παιδικής λογοτεχνίας.
Κάποια από τα εισαγωγικά κείμενα που υπογράφει ο διευθυντής των Διαδρομών, επικεντρώνονται ευρύτερα στον κλάδο της Παιδικής Λογοτεχνίας, και ειδικότερα στην αμφισβήτησή της από μερίδα επιστημόνων. Συνεισφέρει στη σχετική συζήτηση που εδώ και αρκετές δεκαετίες συνεχίζεται και στη χώρα μας, απαριθμώντας τίς εδώ αλλά και τις διεθνείς προσπάθειες για τη στήριξή της και την προβολή της, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η έκδοση του περιοδικού (τχ. 94, 2009). Αλλού η προσέγγιση του χρονογράφου διαφοροποιείται εντελώς. Το παιδικό βιβλίο προβάλλεται μέσα στο φυσικό του πλαίσιο, το κοινωνικό περιβάλλον και μάλιστα της εορταστικής περιόδου Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς. Συσχετίζεται με τα παιχνίδια που δωρίζονται τότε στα παιδιά, με τα γλυκά που κυκλοφορούν παντού. Ο Αναγνωστόπουλος κινητοποιώντας το σύνολο των αισθήσεών μας, διεκδικεί για το παιδικό βιβλίο στο γιορταστικό αυτό πλαίσιο, πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς το εκλαμβάνει ως έκφραση και απόδειξη της αγάπης μας προς τα παιδιά (τχ. 116, 2014). Άλλοτε αφετηρία του κειμένου του συνιστά η καθιερωμένη παγκόσμια ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Σύμφωνα με το εκάστοτε μήνυμα που ερμηνεύει, κάποτε δίνει την έμφαση στην παγκόσμια διάσταση αυτής της γιορτής, που αντιπροσωπεύει τις κοινές ηθικές, πνευματικές αρχές και αξίες του πολιτισμού μας (τχ. 117, 2015). Άλλοτε πάλι φωτίζει τις ποικίλες πτυχές της πανανθρώπινης ιστορίας, όπως τις εκφράζουν τα διαφορετικά βιβλία, που όλα μαζί την συνθέτουν συνολικά (τχ. 101, 2011). Η ευαισθησία του Αναγνωστόπουλου για την Παιδική Λογοτεχνία δεν παραλείπει να κάνει τη διάκριση μεταξύ βιβλίου και γραπτού λόγου γενικότερα και των έργων τέχνης του προφορικού λόγου, προσπαθώντας να αναδείξει την ουσία και την αξία του τελευταίου, προλογίζοντας άρθρα με θέμα την αφήγηση, στην εποχή μας όπου η υπεροχή του γραπτού λόγου είναι πλήρης (τχ. 90, 2008).
Ένα άλλο μεγάλο μέρος αυτών των κειμένων αναδεικνύει τη σημαντικότητα της σχέσης του λογοτεχνικού βιβλίου με τον αναγνώστη ( Iser, 1990, σσ.44-45, 104, 281). Θα χαρακτήριζα αυτήν την επιλογή του Αναγνωστόπουλου αναμφισβήτητα ως την πλέον θετική για το μέλλον τόσο των βιβλίων όσο και των παιδιών-αναγνωστών. Παίρνοντας αφορμή ο Αναγνωστόπουλος από το δοκίμιο «Η Λογοτεχνία σε κίνδυνο», προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει τους εμπλεκόμενους επαγγελματικά με αυτήν, κριτικούς, διδάσκοντες κ.λπ., προκειμένου να την εμφανίσουν ως ελκυστική δραστηριότητα (τχ. 110, 2013). Συνεχίζοντας, επιδιώκει να αναδείξει την παιδαγωγική της δύναμη, επισημαίνοντας τις εμπειρίες που προσφέρει , την αυτογνωσία στην οποία σταδιακά μάς οδηγεί (τχ. 111, 2013). Χαρακτηρίζει ακόμη τα αναγνώσματα της παιδικής μας ηλικίας ως ιδιαίτερα πολύτιμες αναμνήσεις στην περίοδο της ενηλικίωσης (τχ. 113, 2014). Ο Αναγνωστόπουλος αναφέρεται δε στο χρόνο ο οποίος δωρίζεται το Καλοκαίρι, προκειμένου οι αναγνώστες να ασχοληθούν με άνεση με το βιβλίο (τχ. 82, 2006). Τονίζει ότι η χαλάρωση που προσφέρουν οι καλοκαιρινές διακοπές, συνιστά ευκαιρία για τη δημιουργική δραστηριότητα της λογοτεχνικής ανάγνωσης (τχ. 118, 2015). Αντιπαραθέτει το ρυθμό της λογοτεχνικής ανάγνωσης στον απάνθρωπο ρυθμό της σύγχρονης ζωής, ώστε να μας προσφέρεται μέσα από αυτήν διέξοδος και εξισορρόπηση (τχ. 98, 2010). Και ο ίδιος ο Αναγνωστόπουλος δηλώνει ότι επωφελείται από τις καλοκαιρινές διακοπές ως ευκαιρία να ανατρέξει σε αξιόλογα αναγνώσματα. Κάποιες από αυτές τις αναγνώσεις του φέρνει μάλιστα στο φως, για να υποστηρίξει διάφορες σταθερές απόψεις του για την εκπαίδευση και ειδικότερα τη λογοτεχνική διδασκαλία. Συγκεκριμένα, την άποψή του υπέρ της επιδίωξης της αριστείας , που βάλλεται από ορισμένες μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, ο Αναγνωστόπουλος την αναδεικνύει μέσα από δύο αρχαίες φράσεις υπέρ της επιδίωξης της αριστείας, τις οποίες συνήθιζε ο Καζαντζάκης να γράφει στα τετράδιά του από το Δημοτικό Σχολείο. Το παραπάνω δεν είναι το μόνο στοιχείο που ο Αναγνωστόπουλος αντλεί από τη βιογραφία του συγγραφέα την οποία έχει γράψει η Έλλη Αλεξίου. Από το ίδιο βιβλίο επιλέγει ένα ακόμη επεισόδιο από τη ζωή του Καζαντζάκη, για να προβάλλει το σπουδαιότερο στόχο κάθε λογοτεχνικής προσέγγισης και διδασκαλίας, που συνίσταται στην αναγνωστική επάρκεια, όπου οδηγεί η φιλαναγνωσία. Καταδεικνύει δε την ευθύνη εκπαιδευτικών και γονιών για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας στα παιδιά (τχ. 122, 2016). Επίσης, ο Αναγνωστόπουλος αντιπαραθέτει την εικόνα, που στην εποχή μας έχει κυριαρχήσει με άπειρους τρόπους, προς το λόγο, το κείμενο, το οποίο προσφέρει τη δραστηριοποίηση της αναγνωστικής φαντασίας (τχ. 85, 2007).
Μια άλλη κατηγορία κειμένων αναφέρονται στο σχολικό πλαίσιο και ειδικότερα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο Αναγνωστόπουλος προτείνει εμφατικά την είσοδο του λογοτεχνικού βιβλίου στο σχολείο, προκειμένου να επιτευχθούν οι παιδαγωγικοί στόχοι. Θεωρεί ότι το λογοτεχνικό βιβλίο θα μπορούσε θαυμάσια να λειτουργήσει συμπληρωματικά, εξυπηρετώντας άριστα τον παιδαγωγικό ρόλο του σχολείου. Και σε αυτό το σημείο τίθεται από τον Αναγνωστόπουλο το κρίσιμο ερώτημα για την επιλογή του σωστού βιβλίου. Θεωρεί ότι την απάντηση μπορούν να δώσουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, τους οποίους προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει ως προς το δικαίωμα της ελευθερίας και ταυτόχρονα την ευθύνη της επιλογής (τχ. 95, 2009). Εισηγείται μάλιστα σχετικά την καθιέρωση της Λογοτεχνίας στο αναλυτικό πρόγραμμα, διευκρινίζοντας ωστόσο την εξέχουσα σημασία του τρόπου διδασκαλίας της (Alter, J. κ. ά., 1985), ώστε να μην αντιμετωπιστεί ως «μάθημα» και χάσει την ομορφιά της (τχ. 84, 2006). Με αφορμή το ξεκίνημα μιας σχολικής χρονιάς, που αποδίδεται λογοτεχνικά τόσο με το ποίημα της Ρένας Καρθαίου, όπου ο Σεπτέμβρης εμφανίζεται ως αγόρι που αφήνει την εξοχή για να χτυπήσει την καμπάνα του σχολείου, όσο και με αναφορά στις διώχνες, τα κρινάκια-σύμβολο του Φθινοπώρου, που διώχνουν τα παιδιά από την εξοχή, παρουσιάζει άρθρα με θέμα τη διδακτική της Λογοτεχνίας στο σχολείο (τχ. 83, 2006). Ο Αναγνωστόπουλος θέτει το περιοδικό Διαδρομές στην υπηρεσία του στόχου να επιλέγονται οι προσφορότεροι τρόποι λογοτεχνικής διδασκαλίας, εντάσσοντας συστηματικά πλέον στην ύλη του περιοδικού σχετικές μελέτες που να διευκολύνουν τους εκπαιδευτικούς (τχ. 88, 2007). Κάνει και ειδικότερα λόγο για τον εμπλουτισμό της θεματολογίας του περιοδικού, ώστε να ανταποκριθεί στη διαθεματική αξιοποίηση της λογοτεχνίας, τη σύνδεσή της με τα διάφορα γνωστικά αντικείμενα όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων (τχ. 89, 2008). Ο Αναγνωστόπουλος σε άλλο κείμενό του επεκτείνεται ακόμη περισσότερο στο σχολικό γίγνεσθαι, επιχειρώντας να εντοπίσει τις παραμέτρους που καθορίζουν το αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαχείρισης, επιδιώκοντας να συμβάλλει στην επιτυχία της (τχ. 91, 2008). Αλλά ακριβώς επειδή το χρονογράφημα παίρνει αφορμή από την επικαιρότητα, ο Αναγνωστόπουλος δεν διστάζει επίσης να καταγράψει με συντομία αλλά και ακρίβεια τα κυριότερα προβλήματα που γεννά σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες η οικονομική κρίση (τχ. 103, 2011). Στο πλαίσιο μάλιστα της αντιμετώπισης της κρίσης ο Αναγνωστόπουλος προβάλλει το παράδειγμα του Αμερικανού συγγραφέα James Patterson, που δημιουργώντας σχολική βιβλιοθήκη στη μικρή Τήλο, θεωρεί ότι θέτει τις βάσεις για τη σωτηρία της ζωής των παιδιών του νησιού μέσα από την επαφή τους με το αξιόλογο λογοτεχνικό βιβλίο (τχ. 119, 2015).
Και περνάμε σε άλλη ενότητα κειμένων, μεταξύ των οποίων κάποιο όπου ο Αναγνωστόπουλος αναφερόμενος στη συνήθεια της φιλαναγνωσίας, θα την συνδέσει με κάτι πολύ ευρύτερο από το σχολείο, θα την συνδέσει με τους κοινωνικούς αγώνες. Η αντιμετώπιση των καταστάσεων που η χώρα μας έχει οδηγηθεί λόγω οικονομικής κρίσης, είναι για το συντάκτη ένα ακόμη πλαίσιο που αναδεικνύει τα οφέλη της φιλαναγνωσίας. Παραθέτοντας τα ευρήματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας αναγνωστικής συμπεριφοράς και πολιτιστικών πρακτικών, σύμφωνα με τα οποία οι αναγνώστες είναι οι πιο δραστήριοι πολίτες, εκφράζει τη βεβαιότητα ότι είναι αυτή η κατηγορία ανθρώπων που θα αναζητήσουν και θα βρουν τελικά διέξοδο από τα σημερινά προβλήματα, ενισχύοντας έτσι την ελπίδα για όλους τους συνανθρώπους τους (τχ. 102, 2011). Και ο Αναγνωστόπουλος δεν σταματάει εδώ. Με σημείο αναφοράς και οδηγό το παιδικό βιβλίο δεν προσδοκά μόνο ελπίδα στην κρίση, προσδοκά επίσης ειρήνη στον κόσμο. Παίρνοντας για άλλη μια φορά αφορμή από πολεμικές συρράξεις και τρομοκρατικές ενέργειες με πλήθος αθώων θυμάτων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε πάμπολλα σημεία του πλανήτη, επικαλείται τη φράση της ιδρύτριας της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νέων του Μονάχου. Σύμφωνα με αυτήν τη φράση, τα παιδικά βιβλία γίνονται γέφυρα μεταξύ των νέων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Αναγνωστόπουλος ανάμεσα σε όλους όσοι ασχολούνται με το παιδικό βιβλίο, προσβλέπει στη δύναμή του να καλλιεργήσει πανανθρώπινη συνείδηση στους νέους, ώστε ο αυριανός κόσμος να μην μοιάζει με το σημερινό στη βία και στο αίμα αλλά να βασιστεί σε εκείνες τις διαχρονικές, οικουμενικές αξίες, οι οποίες θα οδηγήσουν στην ευτυχία την ανθρωπότητα στο σύνολό της (τχ. 115, 2014).
Τα χρονογραφήματα των τευχών του περιοδικού Διαδρομές που υπογράφονται από το Βασίλη Αναγνωστόπουλο, στην περιορισμένη έκτασή τους αναπτύσσουν σαφείς απόψεις και προβληματίζουν τους αναγνώστες τους για τις ευθύνες τους και τις επιλογές τους αναφορικά με την παιδική λογοτεχνία. Πρόκειται για κείμενα που επιτυγχάνουν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κριτηρίων με τα οποία διαλέγουμε βιβλία για τα παιδιά μας, που ευαισθητοποιούν τους αναγνώστες τους για την αναγκαιότητα δημιουργίας αισθητικά ποιοτικών και αφηγηματικά άρτιων λογοτεχνικών έργων για τα παιδιά-αναγνώστες. Ακόμη, τα συγκεκριμένα κείμενα βοηθούν τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τα ποικίλα οφέλη που απορρέουν από την επαφή με τα λογοτεχνικά βιβλία, όπως είναι η απόλαυση που αυτά προσφέρουν, οι εμπειρίες με τις οποίες μας πλουτίζουν συναισθηματικά, ψυχικά και κοινωνικά, η αναγνωστική δημιουργικότητα που οδηγεί στη μοναδικότητα, την ιδιαιτερότητα της ανάγνωσης του καθενός μας. Τέλος, τα κείμενα του Αναγνωστόπουλου μάς μυούν στην παιδαγωγική δύναμη της λογοτεχνίας, η οποία αποδίδεται ακριβώς στην απόλαυση και τη δημιουργικότητα που η λογοτεχνία επιφυλάσσει. Διαπιστώνουμε λοιπόν μέσα από το παράδειγμα που επικεντρωθήκαμε, ότι τα χρονογραφήματα αποτυπώνουν άριστα τις απόψεις και τις στάσεις του συντάκτη τους και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
ΠΗΓΕΣ
Διαδρομές στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τχ. 20, 81, 82, 83, 84, 85, 88, 89, 90, 91, 92, 94, 95, 98, 101, 102, 103, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 122.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξίου, Έλλη (2004), Για να γίνει μεγάλος, Αθήνα: Καστανιώτης.
Alter, J. κ. ά., (1985), Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας. Συνέδριο του Σεριζί, μτφρ. Ι. Ν. Βασιλαράκης, Αθήνα: Επικαιρότητα.
Εξυπερύ, Αντουάν Ντε Σαιντ (1983), Ο Μικρός Πρίγκιπας, μτφρ. Τσίρκας Στρατής, Αθήνα: Ηριδανός.
Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια (1983), τ. 34, Αθήνα: Άκαδημος.
Μελάς, Σπύρος (28.5.1931), Αθηναϊκά Νέα, Αθήνα.