«Σώπα, δάσκαλε, φώναξε, σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!» : Η αναγνωστική ανταπόκριση νηπίων στη φράση-κλειδί της αφηγηματογραφίας του Καζαντζάκη
Ελένη Ηλία, Δρ. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΕΚΠΑ. Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο “Η Θέση του Νίκου Καζαντζάκη στην Εκπαίδευση, στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Εκδοχές πρόσληψης στη Διδασκαλία και στην Έρευνα” (Ηράκλειο, 19, 20, 21 και 22 Οκτωβρίου 2017).
Περίληψη
Ο ρόλος του φυσικού στοιχείου στα πεζογραφήματα του Καζαντζάκη αναδεικνύεται καθοριστικός. Η φύση λειτουργεί ως πρωταρχικός παράγοντας διαμόρφωσης της φιλοσοφίας και της στάσης ζωής των λογοτεχνικών ηρώων του. Ο ώριμος αναγνώστης διαπιστώνει σε κάθε έργο του Καζαντζάκη πως η φύση συνιστά το μοναδικό δρόμο που οδηγεί τα αφηγηματικά του πρόσωπα στις υπαρξιακές αναζητήσεις τους, στην αυτογνωσία τους. Τα νήπια, η πιο ευαίσθητη αναγνωστική ηλικία, δεν αποκλείονται από τη δυνατότητα να βιώσουν τη θεώρηση αυτή. Ο Καζαντζάκης κατορθώνει να συνοψίσει τη θέση του για τον παιδαγωγικό ρόλο της φύσης στην ανθρώπινη ύπαρξη και να την υποβάλλει στο νηπιακό αναγνωστικό κοινό, σε μία μόνο φράση από το μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο». Η φράση αποδίδεται σε ένα μικρό αγόρι, το οποίο αυθόρμητα εκφράζει την ανάγκη της επικοινωνίας με το φυσικό κόσμο και της απόλαυσης που απορρέει από αυτήν. Στη σχολική τάξη αξιοποιούμε το σχετικό απόσπασμα, επιδιώκοντας να ανιχνεύσουμε την ανταπόκριση των νηπίων αναφορικά με τη σπουδαιότητα του ρόλου της φύσης ειδικότερα στη ζωή και την εξέλιξη ενός παιδιού. Αναπτύσσουμε εκπαιδευτικές δράσεις, χρησιμοποιώντας το εν λόγω κείμενο ως λογοτεχνικό πρότυπο και ερέθισμα της φαντασίας των μαθητών μας. Παρουσιάζουμε τέλος το αποτέλεσμα αυτής της εκπαιδευτικής μας προσέγγισης, δηλαδή τα πρωτότυπα αφηγηματικά κείμενα τα οποία τα νήπια παράγουν με ερέθισμα το παραπάνω απόσπασμα, με βάση την αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης. Έτσι, ως συμπέρασμα προκύπτει η δυνατότητα της συγκεκριμένης φράσης του Καζαντζάκη να οδηγήσει τα νήπια σε έναν ουσιαστικό «διάλογο» με τη φύση, μέσα από τον οποίο προκύπτουν αβίαστα οι δικές τους εμπειρίες κι εκφράζονται οι προσωπικές σχέσεις κι επιθυμίες αναφορικά με το φυσικό κόσμο. Σε μια εποχή μάλιστα που ο κόσμος της τεχνολογίας έχει κατακτήσει επικίνδυνα την τρυφερή νηπιακή ηλικία, η επιλογή της παραπάνω εκπαιδευτικής προσέγγισης συμβάλλει αναμφίβολα στην εξισορρόπηση της αναπτυξιακής πορείας των μικρών μαθητών.
- Εισαγωγή
Η έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας του Καζαντζάκη, που συνιστά την πεμπτουσία της μυθιστοριογραφίας του, συνδέεται αναπόσπαστα και ποικιλότροπα από αφηγηματικής πλευράς με το φυσικό στοιχείο. Ο συγγραφέας δημιουργεί όλα τα αφηγηματικά πρόσωπα των μυθιστορημάτων του, «αντιγράφοντας ένα και μοναδικό πρότυπο, την ίδια του την προσωπικότητα» (Ζωγράφου, 1977: 280, 287). Οι ήρωες του Καζαντζάκη στο σύνολό τους καταφεύγουν στο φυσικό κόσμο για να απαντούν στις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Το φυσικό περιβάλλον δεν τους προσφέρει μόνο ποικίλες απολαύσεις αλλά και ουσιαστικά διδάγματα και ευκαιρίες αυτογνωσίας, ειδικότερα δε τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό (Ηλία, 1997).
Στο σημείο αυτό ακολουθεί το σύντομο σε έκταση απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα «Αναφορά στο Γκρέκο», που επιλέξαμε για τη διδασκαλία μας σε νήπια: Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! (Καζαντζάκης, 2007).
Στην τελευταία φράση του αποσπάσματος, ο μικρός μαθητής ζητά να διακοπεί η διδασκαλία, προκειμένου να απολαύσουν τα παιδιά καλύτερα το κελάηδισμα ενός πουλιού, καθώς το θεωρούν πιο ευχάριστο και σημαντικό από το σχολικό μάθημα. Εδώ λοιπόν ο Καζαντζάκης κατορθώνει θαυμάσια να αποδώσει την ουσία της θέσης του για τον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο της φύσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, ως πεδίου αγωγής και αυτογνωσίας. Αξιοποιώντας την περιεκτικότητα και την ευστοχία αυτού του αφηγηματικού σημείου της πεζογραφίας του Καζαντζάκη αλλά και την πλήρη καταληπτότητά του από τα νήπια, σχεδιάζουμε και υλοποιούμε το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Έτσι και οι αναγνώστες νηπιακής ηλικίας θα έχουν τη δυνατότητα να μυηθούν στις βαθύτερες αξίες του φιλοσοφικού στοχασμού του Καζαντζάκη, όπως αυτές συνοψίζονται σε λίγες μόνο λέξεις.
2. Αρχές και πρακτικές της διδακτικής μας προσέγγισης
2.1. Η φύση της λογοτεχνίας και ο τρόπος διδασκαλίας της
Η ανάγνωση κάθε λογοτεχνικού κειμένου είναι μία ιδιαίτερα «δημιουργική» διαδικασία (Iser, 1990: 44-45). Γινόμαστε συνδημιουργοί του συγγραφέα, καθώς ανταποκρινόμαστε στο ρόλο πού εκείνος μας έχει καθορίσει , «σύμφωνα με το επίπεδο της αναγνωστικής μας ωριμότητας» (Culler, 1988: 102, 109, 115) άλλα και τη «διάθεση της στιγμής» (Τζιόβας, 1987: 236, 239). Κατά την ανάγνωση, ως αποτέλεσμα της εντατικής αντιληπτικής δραστηριότητας που επιτελούμε, αποκομίζουμε την αίσθηση ότι εμπλεκόμαστε άμεσα στα αφηγηματικά δρώμενα. «Ταυτιζόμαστε» με τους ήρωες (Booth, 1987: 278-281, 378) και βιώνουμε προσωπικά καταστάσεις και συναισθήματα που αποδίδονται στο κείμενο. Καθώς η επαφή μας με το λογοτεχνικό έργο έχει το χαρακτήρα του βιώματος, συντελεί στην αυτογνωσία μας.
Η ίδια η φύση της λογοτεχνίας υπαγορεύει τόσο το στόχο όσο και τον τρόπο διδασκαλίας της. Ειδικότερα στο Νηπιαγωγείο, όπου πραγματοποιείται ή πρώτη επαφή των μαθητών με το λογοτεχνικό φαινόμενο και ουσιαστικά καθορίζεται η μετέπειτα σχέση τους με αυτό και διαμορφώνονται τα αισθητικά κριτήρια τους, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις εκείνες, που θα επιτρέψουν στα παιδιά να βιώσουν την αισθητική απόλαυση, τη συγκινησιακή φόρτιση την οποία η λογοτεχνία προσφέρει. Παράλληλα τους δίνουμε τη δυνατότητα να εκφράσουν την ανταπόκριση τους στα λογοτεχνικά κείμενα, καθώς και να τα αξιοποιήσουν ως κινητήρια δύναμη της φαντασίας τους, πηγή έμπνευσης για πρωτότυπες δημιουργίες (Ηλία, 2004).
2.2. Τα εκπαιδευτικά λογοτεχνικά προγράμματα και η εξέλιξή τους
Επιλέγουμε η επαφή με τη λογοτεχνία να πραγματοποιείται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών λογοτεχνικών προγραμμάτων, όπου ο ρόλος του συνόλου των μαθητών είναι κατεξοχήν δημιουργικός. Ο σχεδιασμός κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ομάδας που θα το υλοποιήσει. Καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της παιδικής φύσης είναι η ανάγκη και η διάθεση για παιχνίδι (Χουιζίνγκα, 1989), προτείνεται η λογοτεχνική διδασκαλία μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα με παιγνιώδη φύση (Ποσλανιέκ, 1992), ώστε η παιγνιώδης ατμόσφαιρα να συνεπάρει το σύνολο των νηπίων. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας οι μαθητές διατυπώνουν ελεύθερα την ταύτισή τους με συγκεκριμένα αφηγηματικά πρόσωπα, ξαναζούν την αφηγηματική σκηνή που τους έχει συναρπάσει και διαμορφώνουν την εξέλιξη της δράσης σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες και επιθυμίες.
Οι μαθητές παράγουν τα αφηγηματικά κείμενά τους αναφορικά με το λογοτεχνικό πρότυπο, είτε ομαδικά είτε ατομικά (Huck κ. ά., 1979), με βάση τη διδακτική αρχή της «φθίνουσας καθοδήγησης» (Ματσαγγούρας, 2001: 180-182, 199-203). Αποκρίνονται σε ερωτήσεις του δασκάλου (Pascucci και Rossi, 2002), οι οποίες διαρκώς μειώνονται, στο βαθμό που οι δικές τους απαντήσεις γίνονται πληρέστερες, κινούμενες είτε στον άξονα της «δημιουργικής μίμησης» είτε σε αυτόν της «τροποποίησης» είτε σε αυτόν της«ανατροπής» του λογοτεχνικού προτύπου (Ματσαγγούρας, 2001: 215, 220-222). Η αναγνωστική ανταπόκριση των μαθητών στο παραπάνω πλαίσιο πάντοτε καταγράφεται με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (γραφή σε χαρτί, γραφή σε υπολογιστή, μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.), για ποικιλότροπη αξιοποίηση. Η αξιοποίηση αυτή (θεατρική απόδοση, δημοσίευση κ.λπ.) συνιστά μία ακόμη προϋπόθεση που θα τους προσφέρει επιπλέον «κίνητρο», για να εκφράζουν ελεύθερα τις αναγνωστικές εντυπώσεις τους κατά τη συμμετοχή τους στα σχετικά προγράμματα (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006: 312-313).
- Στόχοι του προγράμματος
- Να συνειδητοποιήσουν τα νήπια το βασικό στοιχείο της πεζογραφίας του Καζαντζάκη, που συνίσταται στον καθοριστικό ρόλο της φύσης στις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων του.
- Να αντιληφθούν τα νήπια τη φύση ως πλαίσιο αγωγής και αυτογνωσίας τους.
- Να εξοικειωθούν τα νήπια με το λογοτεχνικό φαινόμενο μέσα από την επαφή τους με τα υψηλής αισθητικής ποιότητας και αφηγηματικής αξίας, διαχρονικά και οικουμενικά αναγνωρισμένα πεζογραφήματα του Καζαντζάκη.
- Να διασφαλιστεί η καθολική, ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που επικεντρώνεται στο επιλεγμένο κείμενο του Καζαντζάκη και η δυνατότητα έκφρασης-ανταλλαγής των προσωπικών εμπειριών, επιθυμιών και προσδοκιών τους, αναφορικά με αυτό.
- Να αναπτυχθεί η δημιουργική σκέψη, η γλωσσική ανάπτυξη και ειδικότερα η αφηγηματική ικανότητα των νηπίων.
- Να κατανοήσουν τα νήπια τη σύνδεση ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, την ιδιότητα του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό μέσα από την καταγραφή και αξιοποίηση των αφηγηματικών κειμένων τους, με ερέθισμα το κείμενο του Καζαντζάκη.
- Ταυτότητα του προγράμματος
Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στο προαιρετικό ωράριο του νηπιαγωγείου, που διαρκεί από τη μία έως τις τέσσερις μ.μ. και σε αυτό συμμετείχαν δεκατρία νήπια και τρία προνήπια.
- Μεθόδευση
Πριν από την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος, απομονώνουμε τη φράση «Σώπα, δάσκαλε!» και ζητάμε από τους μαθητές να μαντέψουν ποιος τη λέει, σε ποιον και για ποιο λόγο. Με το συγκεκριμένο χειρισμό επιδιώκουμε να προσφέρουμε ένα ερέθισμα, που θα εξάψει την περιέργειά τους, θα τους προβληματίσει και έτσι όταν ακολουθήσει η ανάγνωση του αποσπάσματος του Καζαντζάκη όπου θα λυθεί η απορία τους, να το παρακολουθήσουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή. Επιπλέον, κατά τον τρόπο αυτό, η ανάγνωση του αποσπάσματος που ακολουθεί, επιφυλάσσει την έκπληξη, εφόσον οι υποθέσεις και οι προσδοκίες των παιδιών ματαιώνονται (Riffaterre, 1988). Ως αποτέλεσμα της έκπληξης, κορυφώνεται το αναγνωστικό ενδιαφέρον για το κείμενο.
Στη συνέχεια καλούμε τα νήπια να αναδιηγηθούν το απόσπασμα, αντικαθιστώντας τον εννιάχρονο Νικολό με τον εαυτό τους. Κάθε νήπιο της τάξης παρουσιάζει δηλαδή τον εαυτό του στη θέση του παιδιού που αναφέρεται στο πουλί, απευθυνόμενο στο δάσκαλο.
6. Αποτελέσματα
6.1. Τα μαντέματα
Τα περισσότερα παιδιά θεώρησαν ότι τη φράση τη λέει κάποιο οικείο τους λογοτεχνικό πρόσωπο (π.χ. Ο Μικρός Πρίγκιπας, από το ομώνυμο βιβλίο του Εξυπερύ).
Τα παιδιά μαντεύουν ότι η φράση λέγεται σε ένα δάσκαλο:
α) επειδή ήταν άρρωστος, έβηχε πάρα πολύ και στεναχωριούνταν να τον ακούν.
β) επειδή φώναζε, προσπαθώντας κάτι να εξηγήσει.
γ) επειδή φώναζε στα παιδιά που δεν έπαιρναν την τσάντα τους να φύγουν αλλά ήθελαν να μείνουν κι άλλο στο σχολείο.
δ) επειδή δεν ήθελαν να συνεχίσουν το μάθημα του καράτε, αφού δεν τα πήγαιναν καλά σε αυτό κ. ο. κ.
6.2. Οι αφηγήσεις
Κάθε νήπιο αφηγείται την ίδια σκηνή, με παραλλαγές από το λογοτεχνικό πρότυπο και πρωταγωνιστή το ίδιο. Στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά μερικές από τις αφηγήσεις που καταγράψαμε:
α) Ο δάσκαλος μάς φωνάζει συνέχεια «πλύνετε τα χέρια σας και πλύνετε τα μαλλιά σας». Μια μέρα που μας μάθαινε πρόσθεση, ήταν Καλοκαίρι και του είπα: «Κύριε, θέλετε ν’ ακούσουμε το πουλί;» Αυτός απάντησε: «Όχι. Τα βαριέμαι τα πουλιά. Δεν μου αρέσουν καθόλου. Μου αρέσουν μόνον όταν τα σκοτώνουμε και τα τρώμε». Τότε όλα τα παιδιά φώναξαν: «Σε παρακαλούμε, δάσκαλε, σε παρακαλούμε». Ο δάσκαλος είπε: «Όχι, όχι παιδιά, θα κάνουμε μόνο πρόσθεση». Τότε του είπα εγώ: «Μα κύριε αυτή είναι μια μελωδία». Κι όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν στο παράθυρο, ν’ ακούσουν αυτή τη μελωδία. Το πουλί κελαηδούσε, για να πάνε κοντά του και τ’ άλλα πουλιά να τραγουδήσουν όλα μαζί. Μαζεύτηκαν τα πουλιά κι ο δάσκαλος τους κι άρχισαν όλα μαζί να τραγουδάνε. Κι ο δικός μας δάσκαλος έκανε μια γκριμάτσα και είπε: «Εντάξει τότε, αφού με παρακαλάτε όλοι, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα». Ύστερα είπε: «Τελικά μου αρέσουν τα πουλιά». Και κάθε μέρα, την ίδια ώρα έρχονται και τα είκοσι πουλιά με το δάσκαλό τους και μας τραγουδάνε τη μελωδία τους.
β) Ο δάσκαλος μας έλεγε ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους. Εγώ δεν ήθελα να ακούω, γιατί οι παλιοί άνθρωποι έκαναν άσχημα πράγματα με όπλα. Όταν μας λέει ο δάσκαλος αυτές τις ιστορίες, εγώ προτιμάω να ζωγραφίζω και να γράφω. Σήκωσα το χέρι και του είπα: «Μπορείτε να σταματήσετε τις ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους;» Κι εκείνος δεν συνέχισε άλλο. Κι όταν ο δάσκαλος σταμάτησε, ακούσαμε το πουλί που κελαηδούσε. Κι ο δάσκαλος είπε τότε «μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το πουλί που κελαηδάει». Κι εμείς είπαμε όλοι μαζί «Και σε μας αρέσει να το ακούμε». Κι ύστερα ρωτήσαμε το δάσκαλο: «Να ζωγραφίσουμε αυτό το πουλί;» Και είπε «ναι». Ο δάσκαλος τότε μας έγραψε την πρόταση «Μας αρέσει πολύ που κελαηδάει το πουλάκι».
γ) Ο δάσκαλος μάς έλεγε για τα ρολόγια, μάς μάθαινε την ώρα. Αυτό ήταν εύκολο μάθημα. Το είχαμε μάθει όλα τα παιδιά. Ήταν Άνοιξη κι άκουγα τον Απρίλιο να τραγουδάει. Η φωνή του έμοιαζε σαν του πουλιού. Ο Απρίλης τραγουδούσε, γιατί ήθελε να χαλάσει το μάθημά μας. Δεν του άρεσε το σχολείο. Του άρεσε μόνο να τραγουδάει όλη μέρα. Ήθελε τα παιδιά να μην κάνουν μάθημα. Αυτό έλεγε με το τραγούδι του. Ο δάσκαλος το κατάλαβε και σταμάτησε το μάθημα. Εμείς τα παιδιά όμως θέλαμε να κάνουμε μάθημα. Εγώ το είπα στο δάσκαλο. Αλλά αυτός δεν με άκουσε. Άκουσε τον Απρίλη και δεν μάς έκανε πια άλλο μάθημα.
δ) Ο δάσκαλός μας είναι καλός. Τον αγαπάμε, γιατί μας μαθαίνει γράμματα. Κι αυτός μας αγαπάει. Μας φτιάχνει αεροπλάνα, παιχνίδια και τριαντάφυλλα από χαρτί. Μας δίνει χαρτιά, για να ζωγραφίζουμε ό, τι θέλουμε και τις ζωγραφιές μας τις βάζει στον τοίχο. Μια μέρα ο δάσκαλος μάς λέει: «Ακούστε πώς κελαηδάει το πουλί!» Ύστερα, γράφει τη λέξη «πουλί» και την βάζει στον τοίχο, για να την δούμε και να την γράψουμε κι εμείς. Το πουλί κελαηδούσε, για να πει στο δάσκαλο να μας μάθει να γράφουμε τη λέξη «πουλί». Ύστερα συνέχισε να κελαηδάει, γιατί του άρεσε που γράψαμε αυτή τη λέξη.
ε) Ο δάσκαλός μας φωνάζει, γιατί αντί να πάρουμε τα βιβλία για να διαβάσουμε, παίρνουμε τους μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Τότε εγώ του λέω: «Σώπα δάσκαλε, να ακούσουμε το πουλί!» Ο δάσκαλος σταματάει να φωνάζει. Εμείς τελειώνουμε τις ζωγραφιές μας κι ύστερα παίρνουμε τα βιβλία μας. Είχαμε την ιδέα να ζωγραφίσουμε, γιατί όταν ζωγραφίζουμε, γίνεται ησυχία. Και τότε τα πουλιά κελαηδάνε.
στ) Μια φορά σήκωσα το χέρι μου και ο δάσκαλος μού είπε να σταματήσω για να μην μου ρίξει μπάτσο. Εγώ τότε του είπα να είναι λίγο πιο ήρεμος, γιατί του είχαν δώσει μια τελευταία ευκαιρία για να ηρεμήσει, επειδή συνέχεια φώναζε. Μας φώναζε, επειδή δεν κοιμόταν καλά. Έβλεπε πολλή ώρα τηλεόραση και ξάπλωνε πολύ αργά. Έβλεπε αστυνομικές ταινίες. Όταν μετά κοιμόταν, έβλεπε όνειρα με κλέφτες που το είχαν σκάσει. Τώρα κάθε μέρα στο σχολείο μας ακούμε ένα πουλί να κελαηδάει. Αυτό το πουλί το έχει ο δάσκαλός μας. Ο δάσκαλος έχει γίνει καλός κι ευγενικός, βοηθάει τον κόσμο κι είναι ήρεμος, επειδή η ζωή του τώρα που ζει με το πουλί, έχει αλλάξει. Κοιμάται μόλις σκοτεινιάζει και δεν καθυστερεί μπροστά στην τηλεόραση.
7. Η Αξιολόγηση του προγράμματος από τα νήπια
Από τα νήπια που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, ζητήθηκε να το αξιολογήσουν, να αναφερθούν στις εντυπώσεις τους είτε για την εξέλιξη και ολοκλήρωση του προγράμματος γενικότερα είτε για την προσωπική συμμετοχή τους σε αυτό. Για τα νήπια το πλέον σημαντικό είναι ότι ακουγόταν στην τάξη τους κελάηδισμα πουλιού, οπότε άρχισαν να το παρακολουθούν και το απολάμβαναν ιδιαίτερα. Έδειχναν εξαιρετικά εντυπωσιασμένα από τη σύμπτωση να ακούγεται πάντα το κελάηδισμα στη διάρκεια της πραγματοποίησης του προγράμματος. Για αρκετά από τα νήπια αυτό το κελάηδισμα συνιστούσε άμεση και προσωπική επικοινωνία τους με το πουλί. Θεωρούσαν ότι κελαηδώντας, το πουλί εκδήλωνε τη χαρά του και συχνά μάλιστα έμπαιναν στη διαδικασία να εντοπίσουν την αιτία αυτής της χαράς. Υπέθεταν ότι οφείλεται στο γεγονός ότι γεννάει ή στο ότι βρίσκεται κοντά τους ή στο ότι αυτά μαθαίνουν στο σχολείο όμορφα πράγματα κ. ό. κ.
Οι δεκατέσσερις από τους δεκαέξι μαθητές ταυτίζονται πλήρως με το μαθητή του έργου του Καζαντζάκη, που απευθυνόμενος στο δάσκαλο τού ζήτησε να σταματήσει το μάθημα για να ακούσουν το πουλί. Συγκεκριμένα, δηλώνουν ότι συμφωνούν απόλυτα πως είναι πιο σημαντικό να ακούν το πουλί παρά το δάσκαλο. Ένας μαθητής, αναφέρει ωστόσο ότι δεν θα έλεγε ποτέ «σώπα» στο δάσκαλό του για να ακούσει το κελάηδισμα πουλιού αλλά μόνο για να ακούσει κάποιο τραγούδι. Εξηγεί ότι δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τα πουλιά, επειδή όποτε τα κοιτάζει που πετάνε ψηλά, τον ενοχλεί στα μάτια ο ήλιος. Ένας ακόμη μαθητής δηλώνει ότι ποτέ δεν θα έλεγε στο δάσκαλό του «σώπα» για να ακούσει κάτι στη φύση, αφού αυτά που μαθαίνει ένα παιδί από το δάσκαλο είναι πιο χρήσιμα.
8. Συμπεράσματα
Αφού είχαν προηγηθεί τα μαντέματα των νηπίων και μεσολάβησαν οι διακοπές του Πάσχα, μόλις επιστρέψαμε, τα παιδιά ρωτούσαν ανυπόμονα πότε θα διαβάσουμε το κείμενο, για να διαπιστώσουν εάν είχαν μαντέψει σωστά. Πραγματικά, όταν διαβάστηκε το απόσπασμα, τα νήπια το παρακολούθησαν με πολλή προσοχή. Ακούγοντας πως ο λόγος που ο μαθητής ζητούσε από το δάσκαλο να σταματήσει, ήταν για να απολαύσει το κελάηδισμα του πουλιού, η έκπληξή τους ήταν φανερή.
Αυτό που δεν είχαμε προβλέψει και πραγματικά προκάλεσε τον ενθουσιασμό όλων, ήταν ότι την ώρα των παιδικών αφηγήσεων στο πλαίσιο της διεξαγωγής του προγράμματος, ακουγόταν συνεχώς κελάηδισμα πουλιού από το προαύλιο του δικού μας σχολείου. Ενδεχομένως το κελάηδισμα να ακουγόταν σε όλες τις διδακτικές ώρες, ωστόσο εμείς να μην είχαμε ευαισθητοποιηθεί σχετικά, ώστε να το προσέξουμε. Αυτή η ευαισθητοποίηση ήταν αποτέλεσμα της ανάγνωσης του αποσπάσματος του Καζαντζάκη και της διεξαγωγής του σχετικού εκπαιδευτικού προγράμματος.
Η σύμπτωση να ακούμε ζωντανά κελάηδισμα πουλιού κατά την αφήγηση των μαθητών αναφορικά με το απόσπασμα του Καζαντζάκη, προσέδωσε στο πρόγραμμά μας μια διάσταση σχεδόν «μαγική», που συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία του. Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός που επαναλαμβανόταν καθημερινά στη διάρκεια του προγράμματος, ως εκκίνηση της διαδικασίας της αφήγησης από κάθε μαθητή, χρησιμοποιούσαμε τη φράση «Ακούμε τώρα το πουλί και την ιστορία σας». Χάρη στο κελάηδισμα του πουλιού, η ατομική αφήγηση κάθε νηπίου εκτυλισσόταν σε ένα πολύ ήρεμο, σχεδόν κατανυκτικό περιβάλλον.
Όπως προκύπτει από την παράθεση των αποτελεσμάτων, το σύνολο των στόχων επιτεύχθηκαν πλήρως. Συγκεκριμένα, όλες οι αφηγήσεις διακρίνονται για τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία τους. Η πλοκή τους είναι ενδιαφέρουσα και ο χαρακτήρας του δασκάλου αποτυπώνεται ευκρινέστατα. Κυρίως όμως προκύπτει η θετική στάση των συγκεκριμένων μαθητών του νηπιαγωγείου για το φυσικό κόσμο, η διάθεσή τους για επικοινωνία μαζί του, η πεποίθησή τους για τη σπουδαιότητα της μεταξύ τους επαφής.
Βιβλιογραφία
Booth, Wayne, C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.
Culler, Jonathan. (1988). Literary Competence στο J. P. Tompkins ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press: 101-117.
Ζωγράφου, Λιλή. (1977). Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός, Αθήνα: Παπαζήσης.
Ηλία, Ελένη, Α. και Ματσαγγούρας Ηλίας, Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ.) στο Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία. Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνικά Γράμματα: 307-317.
Ηλία, Ελένη, Α. (2004). Η ανάγνωση-διδασκαλία της Λογοτεχνίας ως παιχνίδι φαντασίας και έκφραση της προσωπικότητας, Διαδρομές, τ. 15: 167-178.
Ηλία, Ελένη, Α. (1997). Οι ήρωες του Καζαντζάκη και ο φυσικός κόσμος, Πνευματικά Χανιά, τ. 28-29: 10-18.
Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J. (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston: 679-713.
Iser, Wolfang. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.
Καζαντζάκης, Νίκος (2007). Αναφορά στον Γκρέκο. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Ματσαγγούρας, Ηλίας. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ . Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.
Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6: 16-23.
Ποσλανιέκ, Κριστιάν. (1992). Να δώσουμε στα παιδιά την όρεξη για διάβασμα, μτφρ. Στ. Αθήνη. Αθήνα: Καστανιώτης.
Riffaterre, Michael. (1988). Describing poetic structures. Two approaches to Baudelaire’s “Les Chats” στο Tompkins, J. P. ( Επιμ.), Reader-response criticism. From Formalism to Post-Structuralism, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press:26-40.
Τζιόβας, Δημήτρης. (1987). Μετά την αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές κι ερμηνευτικές αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση.
Χουιζίνγκα, Γιόχαν. (1989). Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, μτφρ. Σ. Ροζάκης – Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Γνώση.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Από το https://blogs.sch.gr/paidikakeimena/wp-admin/post.php?post=1&action=edit
Βλέπε το: Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Σώπα δάσκαλε…
Κάθε νήπιο αφηγήθηκε την ίδια σκηνή από το έργο του Καζαντζάκη “Αναφορά στο Γκρέκο”, με παραλλαγές από το λογοτεχνικό πρότυπο και πρωταγωνιστή το ίδιο.
Οι αφηγήσεις και οι ζωγραφιές των νηπίων
1. Ο δάσκαλος μάς φωνάζει συνέχεια «πλύνετε τα χέρια σας και πλύνετε τα μαλλιά σας». Μια μέρα που μας μάθαινε πρόσθεση, ήταν Καλοκαίρι και του είπα: «Κύριε, θέλετε ν’ ακούσουμε το πουλί;» Αυτός απάντησε: «Όχι. Τα βαριέμαι τα πουλιά. Δεν μου αρέσουν καθόλου. Μου αρέσουν μόνον όταν τα σκοτώνουμε και τα τρώμε». Τότε όλα τα παιδιά φώναξαν: «Σε παρακαλούμε, δάσκαλε, σε παρακαλούμε». Ο δάσκαλος είπε: Όχι, όχι παιδιά, θα κάνουμε μόνο πρόσθεση». Τότε του είπα εγώ: «Μα κύριε αυτή είναι μια μελωδία». Κι όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν στο παράθυρο, ν’ ακούσουν αυτή τη μελωδία. Το πουλί κελαηδούσε, για να πάνε κοντά του και τ’ άλλα πουλιά να τραγουδήσουν όλα μαζί τη μελωδία. Μαζεύτηκαν τα πουλιά κι ο δάσκαλος τους κι άρχισαν όλα μαζί να τραγουδάνε. Κι ο δικός μας δάσκαλος έκανε μια γκριμάτσα και είπε: «Εντάξει τότε, αφού με παρακαλάτε όλοι, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα». Ύστερα είπε: «Τελικά μου αρέσουν τα πουλιά». Και κάθε μέρα, την ίδια ώρα έρχονται και τα είκοσι πουλιά με το δάσκαλό τους και τραγουδάνε τη μελωδία.
2. Ο δάσκαλος όλη την ώρα μάς έλεγε: «Καθαρίστε τα χέρια σας». Είχα βαρεθεί να το ακούω. Ήταν Άνοιξη κι ήθελα ν’ ακούσω ένα πουλάκι, που ήταν στη φωλιά του πάνω σ’ ένα δέντρο. Όταν είπα «Σώπα δάσκαλε», όλοι σταμάτησαν, γιατί ήθελαν να το ακούσουν. Ο δάσκαλος όμως είπε: «μπορεί να είναι βρώμικο», γιατί αυτός είχε πρόβλημα με την καθαριότητα. Αλλά όταν βαρέθηκε να λέει «σκουπίστε, σφουγγαρίστε, γυαλίστε τα χέρια σας», σταμάτησε κι αυτός. Το πουλάκι τραγουδούσε μια ωραία μελωδία, επειδή ήταν πια ελεύθερο. Αυτό το πουλί το είχε κάποιος από το καφενείο σε κλουβί. Αλλά ένα αγόρι το ελευθέρωσε.
3. Ο δάσκαλός μας είναι νέος και καλός και δεν μάς φωνάζει ποτέ. Μας λέει «Ησυχία», για να ακούμε να γράφουμε. Αλλά εμείς, όλα τα παιδιά, κάνουμε φασαρία, γιατί δεν μας αρέσει να γράφουμε, μας αρέσει να κόβουμε. Μιλάμε συνέχεια, γιατί λέμε ο ένας στον άλλο για το πουλί. Κι εγώ το λέω στο δάσκαλο. Ο δάσκαλος λέει «σταματήστε να κάνετε φασαρία, για να το ακούσουμε». Και τότε όλοι σταματάμε και το ακούμε. Με το κελάηδισμά του μας λέει: «Αυτό το μάθημα που κάνετε, είναι ωραίο».
4. Ο δάσκαλος μας έλεγε ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους. Εγώ δεν ήθελα να ακούω, γιατί οι παλιοί άνθρωποι έκαναν άσχημα πράγματα με όπλα. Όταν μας έλεγε ο δάσκαλος αυτές τις ιστορίες, εγώ θα προτιμούσα να ζωγραφίζω και να γράφω. Σήκωσα τότε το χέρι και του είπα: «Μπορείτε να σταματήσετε τις ιστορίες για τους παλιούς ανθρώπους;» Κι εκείνος δεν συνέχισε άλλο. Κι όταν σταμάτησε, ακούσαμε το πουλί που κελαηδούσε. Κι ο δάσκαλος είπε τότε «μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το πουλί που κελαηδάει» Κι εμείς είπαμε όλοι μαζί «Και σε μας αρέσει να το ακούμε να κελαηδάει». Και ρωτήσαμε ύστερα το δάσκαλο «Να ζωγραφίσουμε αυτό το πουλί;» Κι είπε «ναι». Βγήκαμε έξω στο δέντρο, για να δείξουμε τις ζωγραφιές μας στο πουλί. Ο δάσκαλος μας έγραψε την πρόταση «Μας αρέσει πολύ στα παιδιά να κελαηδάει το πουλάκι»
5. Ο δάσκαλος μας είπε «Καλημέρα» δέκα φορές. Τα παιδιά έπαιζαν παιχνίδια και δεν τον πρόσεχαν. Εγώ σήκωσα το χέρι και του είπα «Σώπα δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί». Ο δάσκαλος δεν άκουγε το πουλί. Πήγε να πλύνει τα χέρια του. Δεν μπήκε ξανά μέσα στην τάξη. Έπλενε συνέχεια τα χέρια του. Όταν σχολάσαμε, πήγε να πάρει το λεωφορείο. Και πάλι δεν άκουσε το πουλί. Τα παιδιά ακούμε το πουλί κάθε μέρα. Ο δάσκαλος δεν μπορεί να το ακούσει και έτσι αυτός μιλάει όταν το πουλί κελαηδάει.
6. Ο δάσκαλος μάς έλεγε για τα παλιά χρόνια. Κι εγώ του είπα να σταματήσει, για να ακούσουμε το πουλί. Εκείνος σταμάτησε. Το πουλί ήρθε τότε στο παράθυρο κι εμείς πήγαμε κοντά του. Το ακουμπούσαμε, γιατί ήταν πολύ όμορφο. Ήταν γαλάζιο, με χρυσό και ασημί. Το πουλί δεν φοβήθηκε και δεν έφυγε. Ο δάσκαλος όταν σταμάτησε το πουλί, μας είπε να πάμε να πλύνουμε τα χέρια μας, γιατί το είχαμε ακουμπήσει. Αλλά εμείς δεν φεύγαμε, γιατί θέλαμε να μείνουμε κοντά στο πουλί. Μας το είπε ο δάσκαλος και για δεύτερη και για τρίτη φορά. Τότε έφυγε το πουλί και πήγε στο δέντρο που ήταν κοντά στο παράθυρο. Και εμείς βγήκαμε τότε έξω. Αλλά δεν πήγαμε να πλύνουμε τα χέρια μας. Φτάναμε το πουλί κι αρχίσαμε πάλι να το ακουμπάμε. Ο δάσκαλος δεν μας είδε ότι δεν πήγαμε να πλύνουμε τα χέρια. Όταν το πουλί πέταξε στη φωλιά του, σ΄ ένα δέντρο πολύ ψηλό, μπήκαμε μέσα για να φάμε χωρίς να έχουμε πλύνει τα χέρια. Ξέραμε ότι το πουλί είχε μικρόβια στα φτερά του αλλά δεν πάθαμε τίποτα.
7. Ο δάσκαλος μάς έλεγε για τα ρολόγια, μάς μάθαινε την ώρα. Αυτό ήταν εύκολο μάθημα. Το είχαμε μάθει όλα τα παιδιά. Αλλά ο δάσκαλος μάς έδινε συνέχεια εργασίες για τα ρολόγια. Ήταν Άνοιξη κι άκουγα τον Απρίλιο να τραγουδάει. Η φωνή του έμοιαζε με του λιονταριού. Ο Απρίλης τραγουδούσε, γιατί ήθελε να χαλάσει το μάθημά μας. Δεν του άρεσε το σχολείο. Του άρεσε μόνο να τραγουδάει όλη μέρα. Ήθελε τα παιδιά να μην κάνουν μάθημα. Αυτό έλεγε με το τραγούδι του. Ο δάσκαλος το κατάλαβε και σταμάτησε το μάθημα. Εμείς τα παιδιά όμως θέλαμε να κάνουμε μάθημα. Εγώ το είπα στο δάσκαλο. Αλλά αυτός δεν με άκουσε. Άκουσε τον Απρίλη και δεν μάς έκανε πια άλλο μάθημα.
8. Ο δάσκαλός μου είναι νέος, κοντός και χοντρός. Όλα τα παιδιά τον αγαπάμε από τότε που μάς άφησε πέντε λεπτά και παραπάνω να ακούσουμε το πουλί. Εκείνη τη φορά καθόμαστε όλοι ήσυχοι και είχαμε ακουμπήσει τα κεφάλια μας, για να ηρεμήσουμε. Επειδή ήταν ησυχία, το πουλί άρχισε να κελαηδάει. Ένα παιδί κατάλαβε πρώτο ότι το πουλί κελαηδάει μόνο όταν γίνεται ησυχία και το είπε σε όλους μας. Από τότε στο μάθημα κάνουμε συνέχεια ησυχία. Τώρα ο δάσκαλος μάς κάνει μάθημα πώς να φτιάχνουμε καραβάκια από ξύλο και να τα κολλάμε στη θάλασσα που έχουμε ζωγραφίσει. Επειδή ο δάσκαλος μιλάει δυνατά, το πουλί δεν κελαηδάει. Έτσι εμείς προσέχουμε το μάθημα.
9. Η δασκάλα μάς λέει να παίξουμε. Παίζουμε με ησυχία, γιατί έχουμε μάθει στο σχολείο να είμαστε ήσυχοι. Είναι Άνοιξη και ακούμε το πουλάκι. Δεν το έχουμε δει, μόνο το ακούμε και θέλουμε να το ζωγραφίσουμε με τους μαρκαδόρους μας. Εγώ το ζωγραφίζω με πράσινες φτερούγες, κίτρινο ράμφος, κοιλιά λαχανί και λαιμό κόκκινο. Η δική μου ζωγραφιά είναι η πιο όμορφη. Όση ώρα ζωγραφίζουμε το πουλάκι, αυτό κελαηδάει. Κι όταν τελειώνουμε τις ζωγραφιές, συνεχίζει να κελαηδάει. Τότε βγαίνουμε έξω, για να κάνουμε πρόβα για τη γιορτή του σχολείου και βλέπουμε τα πουλάκια. Δεν είναι ένα, είναι πολλά κι είναι στον κήπο του σχολείου μας. Κελαηδούν ακόμα. Εμείς θέλουμε να ακούμε συνέχεια τα πουλιά αλλά η δασκάλα μας θέλει να κάνουμε πρόβα. Εγώ τότε της ζητάω να ακούσουμε τα πουλιά. Κι εκείνη μου λέει: «Εντάξει, να τα ακούσουμε!»
10. Ο δάσκαλός μας είναι καλός. Τον αγαπάμε, γιατί μας μαθαίνει γράμματα. Κι αυτός μας αγαπάει. Μας φτιάχνει αεροπλάνα, παιχνίδια και τριαντάφυλλα από χαρτί. Μας δίνει χαρτιά, για να ζωγραφίζουμε ό, τι θέλουμε και τις ζωγραφιές μας τις βάζει στον τοίχο. Μια μέρα ο δάσκαλος μάς λέει: «Ακούστε πώς κελαηδάει το πουλί!» Ύστερα, γράφει τη λέξη «πουλί» και την βάζει στον τοίχο, για να την δούμε και να την γράψουμε κι εμείς. Το πουλί κελαηδούσε, για να πει στο δάσκαλο να μας μάθει να γράφουμε τη λέξη «πουλί». Ύστερα συνέχισε να κελαηδάει από το δέντρο που έχει πάνω τη φωλιά του, γιατί του άρεσε που γράψαμε αυτή τη λέξη.
11. Ο δάσκαλός μας φωνάζει, γιατί αντί να πάρουμε τα βιβλία για να διαβάσουμε, παίρνουμε τους μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Τότε εγώ του λέω: «Σώπα δάσκαλε, να ακούσουμε το πουλί!» Ο δάσκαλος σταματάει να φωνάζει κι εμείς πρώτα τελειώνουμε τις ζωγραφιές μας και ύστερα παίρνουμε τα βιβλία μας. Εγώ έριξα την ιδέα να ζωγραφίσουμε, γιατί όταν ζωγραφίζουμε, γίνεται ησυχία. Και τότε τα πουλιά κελαηδάνε. Το πουλί άρχισε να κελαηδάει όταν σταμάτησε να φωνάζει ο δάσκαλος κι εμείς ζωγραφίζαμε. Πριν τελειώσουμε τις ζωγραφιές μας, ο δάσκαλος είπε ότι του άρεσε πολύ που άκουγε το πουλί.
12. Ο δάσκαλός μας μάς μαθαίνει να ζωγραφίζουμε τον άνθρωπο. Τώρα μας δείχνει πώς να φτιάχνουμε το κεφάλι. Τότε του λέω: «Σώπα δάσκαλε ν’ ακούσουμε το πουλί!» Ο δάσκαλος δεν μιλάει άλλο αλλά μόνο γράφει, για να μαθαίνουμε τα γράμματα. Το πουλί κελαηδάει, για να μας καλέσει στη φωλιά του, γιατί είναι μόνο του και θέλει συντροφιά. Ένα παιδάκι φεύγει από την τάξη, για να πάει στο πουλί. Ο δάσκαλος ρωτάει πού είναι αυτό το παιδί. Εμείς του λέμε ότι έχει πάει κοντά στο πουλί. Έτσι ο δάσκαλος ειδοποιεί την αστυνομία. Ο αστυνομικός κατεβάζει το παιδί από το δέντρο. Όταν γυρίζει το παιδί στην τάξη, το ρωτάμε «γιατί πήγες κοντά στο πουλί;». Μας είπε ότι ήθελε να το δει από κοντά. Το ρωτήσαμε πώς είναι και μας είπε «άσπρο».
13. Στην τάξη μας κάνουμε φασαρία. Τότε η δασκάλα μας φωνάζει. Μια μέρα που ο καιρός ήταν κακός, ζωγράφιζα κούκλες. Είχα ζωγραφίσει πολλές κι είχα λερώσει με τις μπογιές τη μπλούζα, το κολάν και τις κάλτσες μου. Η δασκάλα μού φώναξε, επειδή είχα λερωθεί. Εγώ της είπα: «Σώπα, τα παιδιά δεν θέλουμε να μας φωνάζεις». Τότε άρχισε να κελαηδάει το πουλί. Η δασκάλα μου δεν το άκουγε, γιατί φώναζε. Εγώ το άκουγα αλλά δεν μού άρεσε, γιατί ήμουν θυμωμένη με ένα συμμαθητή μου, που με πείραζε. Στα άλλα παιδιά όμως άρεσε να το ακούν.
14. Σήκωσα το χέρι μου και ο δάσκαλος μού είπε να σταματήσω για να μην μου ρίξει μπάτσο. Εγώ τότε του είπα να είναι λίγο πιο ήρεμος, γιατί του είχαν δώσει μια τελευταία ευκαιρία για να ηρεμήσει, επειδή συνέχεια φώναζε. Αυτή τη φορά την έχασε την ευκαιρία και τον έβαλαν φυλακή. Εμείς τα παιδιά πήγαμε μπροστά από τη φυλακή και ζητήσαμε να του δώσουν μια ευκαιρία και να τον αφήσουν να φύγει. Τους είπαμε ότι φώναξε, επειδή δεν είχε κοιμηθεί καλά. Είχε δει πολλή ώρα τηλεόραση και είχε ξαπλώσει πολύ αργά. Έβλεπε μια ταινία που ένας δάσκαλος το έσκασε από τους αστυνόμους κι επειδή πήγαινε βολίδα, αυτοί δεν τον έπιασαν. Όταν μετά κοιμήθηκε, είδε όνειρο με ένα κλέφτη που το είχε σκάσει. Ζήλεψε κι ήθελε να το κάνει κι αυτός. Οι αστυνόμοι του έδωσαν μια ευκαιρία και τον άφησαν να φύγει. Στο σχολείο μας ακούγαμε ένα πουλί που κελαηδούσε. Τώρα πια ο δάσκαλος κοιμόταν καλά. Έτσι ήταν ήρεμος, βοηθούσε τον κόσμο κι ήταν ευγενικός. Ο δάσκαλος έγινε καλός κι ευγενικός, γιατί το πουλί πήγε να μείνει μαζί του. Η ζωή του τώρα που μένει με το πουλί, έχει αλλάξει. Κοιμάται μόλις σκοτεινιάζει και δεν καθυστερεί μπροστά στην τηλεόραση.