Η Παιδική Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση (Εισαγωγή-Επιμέλεια σε συλλογικό τόμο)

Η Παιδική Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση

Εκδ. Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος, 2007

ISBN: 978-960-87709-5-9

 

Εισαγωγή της Ελένης Α. Ηλία, σσ. 9-12.

Η αλματώδης ανάπτυξη της ελληνικής παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πολυδιάστατη αξιοποίησή της στην εκπαίδευση. Αναλυτικότερα, καταρχάς το πλήθος των λογοτεχνικών έργων που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και τις αντιληπτικές δυνατότητες των σημερινών παιδιών και εφήβων αναγνωστών με την ανανεωμένη και ευρεία θεματολογία τους και τον μοντέρνο τρόπο γραφής τους, εξυπηρετεί τη σύγχρονη εκπαιδευτική τάση για διαθεματική προσέγγιση της γνώσης. Επίσης, σε συνάρτηση με την ποιοτική αναβάθμιση της παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας, εδραιώνεται η συνειδητοποίηση της τεράστιας παιδαγωγικής δύναμής της ως προς την ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης και γλωσσικής έκφρασης, την αισθητική καλλιέργεια, την ψυχική ωρίμαση, την αυτογνωσία, την κοινωνικοποίηση κ.ο.κ. Κατά συνέπεια οι εκπαιδευτικοί στις διάφορες βαθμίδες επιδίδονται όλο και περισσότερο στην αναζήτηση εναλλακτικών μεθόδων λογοτεχνικής διδασκαλίας, αποσκοπώντας στη μεγιστοποίηση των ωφελειών για τους μαθητές από την επαφή τους με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Η σχέση της λογοτεχνίας με την εκπαίδευση αποκτά πλέον νέα δυναμική, καθώς οι διδακτικές εμψυχωτικές απόπειρες που πραγματοποιούνται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση αποκαλύπτουν την ανεξάντλητη δύναμη της φαντασίαςκαι την ποικιλία των στοιχείων της προσωπικότητας των εμπλεκομένων, μαθητών και δασκάλων.

Σε αυτό λοιπόν ακριβώς το πλαίσιο της δημιουργικής συνύπαρξης λογοτεχνίας και εκπαιδευτικής πραγματικότητας κινείται ο παρών συλλογικός τόμος, ως προσπάθεια από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για την προώθηση της έρευνας και της μελέτης της Παιδικής Λογοτεχνίας. Στα εικοσιένα κείμενά του, που στην πλειοψηφία τους ανήκουν σε εκπαιδευτικούς, κατατίθενται πολύτιμες εμπειρίες και αξιόλογες προτάσεις για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, παρέχοντας στον αναγνώστη αλλεπάλληλες ευκαιρίες για γόνιμους προβληματισμούς. Τα κείμενα αυτά παρουσιάστηκαν στο συνέδριο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου “Ο κόσμος της Ελληνικής παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας”, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1999, οπότε αναφέρεται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Από τότε κάποια πράγματα άλλαξαν, κυρίως τέθηκαν σε ευρεία εφαρμογή προγράμματα τα οποία είχαν μόλις σχεδιαστεί ή είχαν ξεκινήσει πειραματικά.

Τα κείμενα κατατάσσονται σε έξι επιμέρους θεματικές ενότητες, σύμφωνα με την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία αναφέρονται. Η πρώτη περιλαμβάνει δύο εισηγήσεις για την προσχολική αγωγή και οι τρεις επόμενες, με δεκαέξι συνολικά εισηγήσεις, επικεντρώνονται στους ρόλους που επιτελεί η λογοτεχνία στο δημοτικό σχολείο, στους τρόπους και τα εγχειρίδια για τη διδασκαλία της και σε δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε σχέση με αυτήν. Η πέμπτη ενότητα αναφέρεται στη θέση της νεανικής λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τέλος η έκτη προτείνει έναν τρόπο προσέγγισης κειμένων, στο πλαίσιο της λογοτεχνικής διδασκαλίας στα παιδαγωγικά πανεπιστημιακά τμήματα.

Σε ορισμένες από τις εισηγήσεις επιχειρείται να αναλυθεί και να αναδειχθεί το λογοτεχνικό φαινόμενο και κυρίως η θέση του παιδιού-αναγνώστη σε αυτό. Συγκεκριμένα, η ένταξη και εμπλοκή των νηπίων στην ιστορία που ακούν και η δραστηριοποίηση της φαντασίας τους μέσα από την αφηγηματική διαδικασία απασχολεί τη Διαμάντη Αναγνωστοπούλου. Η δε Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου κάνει λόγο για φιλολογικά και παιδαγωγικά κριτήρια με βάση τα οποία επελέγησαν τα περιεχόμενα του νέου Ανθολογίου για τις μεγαλύτερες τάξεις του Δημοτικού. Επίσης μιλά για τις προσεγγίσεις που προτείνονται κατά την επεξεργασία των λογοτεχνημάτων και για τους στόχους που θέτει η συντακτική επιτροπή του ως προς τη σχέση λογοτεχνίας και μαθητών. Όσο ια τον Γεώργιο Παπαντωνάκη, προσεγγίζει τη “Μωβ ομπρέλα” της Άλκης Ζέη, σύμφωνα με το μοντέλο ανάλυσης του A. J. Greimas και συμπεραίνει ότι και σε αυτό το έργο της σύγχρονης ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας επιβεβαιώνονται οι ισχύοντες οικονομικοί και κοινωνικοί κώδικες.

Σε αρκετά από τα κείμενα του τόμου η λογοτεχνία συνδέεται με άλλα γνωστικά αντικείμενα ακόμη και με συγκεκριμένα μαθήματα. Στις περιπτώσεις αυτές η έμφαση δίνεται στη συμβολή της στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στη διαμόρφωση της στάσης τους απέναντι σε ποικίλα θέματα αλλά και στην απόκτηση επιμέρους δεξιοτήτων. Η Βενετία Αποστολίδου στέκεται στη δυνατότητα της λογοτεχνίας να προσφέρει ψυχική και κοινωνική ωρίμαση και αυτογνωσία, με συνέπεια τη βελτίωση της ικανότητας επικοινωνίας. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Ελένη Χοντολίδου, εξηγώντας πως η πολυφωνία που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία, βοηθά τους μαθητές να εξοικειωθούν με το διαφορετικό, το “ξένο”, τους οδηγεί σε ομαλή ένταξη στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία. Επίσης, η Θάλεια Καλαμπαλίκη αναφέρεται στο σημαντικό ρόλο που παίζουν τα λογοτεχνήματα στα οποία κυριαρχούν οικολογικά θέματα, στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των νηπίων. Ο Κωνσταντίνος Παπαμανώλης μιλά για το συνδυασμό της λογοτεχνίας με το γλωσσικό μάθημα, εξετάζοντας όχι μόνο την αξιοποίησή της από το σύγχρονο σχολείο αλλά και από τα παλαιότερα εκπαιδευτικά συστήματα, χωρίς να παραλείπει να προτείνει και ορισμένες βελτιώσεις. Ομοίως, η Δέσποινα Δαμιανού, επικεντρώνεται στο λαϊκό παραμύθι, που θεωρεί ότι θα μπορούσε πολλά να προσφέρει στη διδασκαλία της Γλώσσας, εάν είχε ενταχθεί σε βιβλία του Γυμνασίου και του Λυκείου, όπως αυτό της Έκφρασης-Έκθεσης. Ακόμη, παρουσιάζεται από την Πόλυ Βασιλάκη η χρησιμοποίηση των διασκευών της Μυθολογίας για παιδιά στο πρόγραμμα διδασκαλίας της Τρίτης τάξης του Δημοτικού. Ο Θεοδόσης Πυλαρινός τονίζει συμπερασματικά ότι μόνο μέσα από την ένταξη της παιδικής λογοτεχνίας στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα μπορούσε το σχολείο στις μέρες μας να διεκδικήσει μερίδιο στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Τέλος η Χριστίνα Αργυροπούλου επισημαίνει ότι η νεανική λογοτεχνία καθίσταται πολύτιμη για τους εφήβους, καθώς αναφέρεται σε συνομηλίκους τους ήρωες και ανάλογες με τις δικές τους εμπειρίες, γεγονός που επιτάσσει την επαρκή αντιπροσώπευσή της στα βιβλία του Γυμνασίου και του Λυκείου.

Σε πλήθος εισηγήσεων υποστηρίζεται ο καθοριστικός ρόλος του Δημοτικού σχολείου κυρίως, στην κατεύθυνση της φιλαναγνωσίας των παιδιών. Ο Αθανάσιος Τσιάμης, αν και παραδέχεται ότι στην εξοικείωση των μαθητών με το εξωσχολικό βιβλίο συντελεί αποφασιστικά ο σταθερός προσανατολισμός του σχολείου στο συγκεκριμένο στόχο, αναγνωρίζει επίσης την σημαντική συμβολή του οικογενειακού και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος στη δημιουργία φιλαναγνωστών. Η Βασιλικά Παρρά συσχετίζει τη διάθεση των παιδιών να έρθουν σε επαφή με λογοτεχνικά κείμενα με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στη σχολική τάξη, οι οποίες θα τους επιτρέπουν να καταθέτουν τις εμπειρίες και εντυπώσεις τους από τα κείμενα αυτά. Σύμφωνα με τον Βασίλη Οικονόμου, η φιλαναγνωσία προωθείται ιδιαίτερα όταν υπάρχει βιβλιοθήκη μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας ενώ και η Μαρία Κουρκουμέλη ισχυρίζεται, βασιζόμενη στην εμπειρία της, ότι οι μαθητές αποκτούν ευκολότερα τη συνήθεια της ανάγνωσης εφόσον στο σχολικό πρόγραμμα αφιερώνεται αποκλειστικά στη λογοτεχνία μία τουλάχιστον διδακτική ώρα σε εβδομαδιαία βάση. Η δε Ζωή Σπυροπούλου προτείνει να αξιοποιηθεί ο επιπλέον χρόνος που προσφέρει το ολοήμερο σχολείο, για την ενασχόληση των μαθητών με τα εξωσχολικά βιβλία. Επίσης, η Βάσω Χαμαλέλη-Μπούκλα υποστηρίζει ότι στη θετικά στάση των παιδιών απέναντι στο λογοτεχνικό βιβλίο έχει πολλά να συνεισφέρει τόσο η προσωπική επαφή τους με τους συγγραφείς όσο και η συγγραφική δραστηριότητα που τα ίδια θα αναπτύξουν.

Στη συγγραφική δραστηριότητα και γενικότερα στη δημιουργική έκφραση των παιδιών με επίκεντρο κάποιο λογοτεχνικό κείμενο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση από αρκετούς ακόμη συγγραφείς του τόμου. Η Μαρία Μιράσγεζη αναφέρεται στη διαπιστωμένη διάθεση των παιδιών να εκφράζονται ποιητικά, στα κίνητρα που μπορεί να προσφέρει το σχολείο και ο δάσκαλος ή άλλοι φορείς, για να ενθαρρύνουν στην κατεύθυνση αυτή τους μαθητές, στους ιδιαίτερους χειρισμούς που απαιτούνται, προκειμένου να αναδειχθεί και να καλλιεργηθεί το ταλέντο που πιθανόν έχουν ορισμένοι από αυτούς κ.λπ. Ο Θεόδωρος Θανόπουλος σημειώνει ότι η δημιουργικότητα των παιδιών εκδηλώνεται συχνότατα κατά τη διδασκαλία διαφόρων ποιημάτων είτε με τη μορφή της συγγραφής είτε με αυτές του θεατρικού παιχνιδιού, της μελοποίησης, της ζωγραφικής. Όσο για τη Μαρία Βελετά-Βασιλειάδου, τονίζει την προθυμία με την οποία ανταποκρίνονταν τα παιδιά στη δημιουργία παραμυθιών στις ραδιοφωνικές εκπομπές της, τις αξιόλογες επιδόσεις τους, καθώς και την ευεργετική επίδραση που είχε στον ψυχισμό τους η συγκεκριμένη δραστηριότητα ενώ και η Σάσα Βούλγαρη, ανατρέχοντας στην εμπειρία της ως παραμυθούς, κάνει λόγο για τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει το εκάστοτε παιδικό ακροατήριο στην πορεία της αφήγησης.

Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε συνεπώς ότι ο συνδυασμός των στοιχείων που προκύπτουν από τις είκοσι μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις αυτού του τόμου, αποκαλύπτει πολλές από τις διαστάσεις τής σχέσης τής παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας με την εκπαίδευση και συνιστά ουσιαστική συμβολή στη Διδακτική τής Λογοτεχνίας.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 

Βλ. σχετικά με δράσεις φιλαναγνωσίας του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και στο:

http://www.greekibby.gr/products6.php?lang=2&wh=1&the1id=1&open1=1&theid=38&thepid=&lang=1

Δρ. Ελένη Ηλία Εκπαιδευτικός, «Το παιχνίδι της ανάγνωσης δεν είναι πάντα μοναχικό – Εφαρμοσμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας».

(Το εργαστήριο αφορούσε εκπαιδευτικούς και έγινε στα κεντρικά γραφεία του ΕΚΕΒΙ)

 

 

Η Παιδική Λογοτεχνία στην Εκπαίδευση (Εισαγωγή-Επιμέλεια σε συλλογικό τόμο)
Κύλιση προς τα επάνω