Ελένης Α. Ηλία, Το ερωτικό στοιχείο στο έργο του Αντώνη Δελώνη, στο Αντώνης Δελώνης, Ο εκπαιδευτικός, ο λογοτέχνης, ο άνθρωπος, 30 χρόνια στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, Νέος Αργοναύτης, 2010, σσ. 91 – 98.
ISBN: 978-960-89819
Το ερωτικό στοιχείο στο έργο του Αντώνη Δελώνη
Της Ελένης Α Ηλία (1)
Για την Eroica του Κοσμά Πολίτη που κυκλοφόρησε το 1938 και χαρακτηρίστηκε ως το κατεξοχήν μυθιστόρημα της εφηβείας στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο Peter Mackridge επισημαίνει ότι ο έρωτας παίζει πρωταρχικό ρόλο στην αναπόφευκτη ενηλικίωση των ηρώων της (2). Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για το σύνολο του έργου του Αντώνη Δελώνη, στο οποίο αποδίδεται κυρίως η ζωή των σύγχρονων εφήβων. Στην ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου εντυπωσιάζει η γνώση από τον συγγραφέα της ψυχολογίας της εφηβείας, που σε συνδυασμό με την αφηγηματική δεξιοτεχνία δημιουργεί λογοτεχνικούς χαρακτήρες αληθοφανείς, ολοκληρωμένους, ελκυστικούς στο νεανικό αναγνωστικό κοινό. Εφόσον λοιπόν ο έρωτας συνιστά ένα από τα βασικότερα στοιχεία της ζωής των εφήβων, είναι αναμενόμενη η έμφαση που αποδίδει σε αυτόν ο Δελώνης, που συστηματικά αναφέρεται και απευθύνεται σε αυτούς. Κατά συνέπεια, προσεγγίζοντας το έργο του, θα ήταν σκόπιμο να επικεντρωθούμε στο ερωτικό στοιχείο, πολύ δε μάλλον όταν διαπιστώνεται ότι στις μελέτες που έχουν προηγηθεί στην Ελλάδα για τα λογοτεχνικά αναγνώσματα παιδιών και εφήβων δεν έχει δοθεί γενικότερα η αρμόζουσα έμφαση σε αυτό (3).
Στα βιβλία του Δελώνη παρουσιάζονται έφηβοι και παιδιά που μέσα από τη στάση τους για τον έρωτα, όπως διαμορφώνεται από τις εμπειρίες που αποκομίζουν, εμπλουτίζουν συναισθηματικά τους συνομήλικους αναγνώστες τους. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι η παιδαγωγική δύναμη της λογοτεχνίας είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα τής δυνατότητας τού συγγραφέα να προκαλέσει στον αναγνώστη του με τη χρήση διαφόρων αφηγηματικών τεχνικών απόλαυση, συγκινησιακή φόρτιση. Στο σημείο αυτό θα περάσουμε στην παρουσίαση πέντε ενδεικτικών μυθιστορημάτων του Δελώνη, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η σφαιρικότητα και ταυτόχρονα η διεισδυτικότητα, με τα οποία αποδίδει το ερωτικό φαινόμενο, με αποτέλεσμα να συμβάλλει ουσιαστικά στην ωρίμαση των αναγνωστών του.
Στο βιβλίο με τίτλο Ονειρεύομαι τη Ρουθ, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο από τον Γκόργκι, έναν εντεκάχρονο γεωργιανό, που με την οικογένειά του έχουν μεταναστεύσει πρόσφατα στην Ελλάδα. Ο μικρός ήρωας νιώθει στο σχολείο μόνος, ώσπου γνωρίζεται με τη Ρουθ, μια ισραηλινή συμμαθήτριά του. Στο πλαίσιο της αθωότητας που υπαγορεύει η ηλικία τους, αναπτύσσεται μεταξύ των δύο παιδιών μια βαθύτερη ψυχική σχέση, μια ερωτική συμπάθεια, η οποία εκδηλώνεται σταδιακά με το βλέμμα, τις κουβέντες, τα τρυφερά δώρα που ανταλλάσσουν, τα αγγίγματα στο χέρι ή το πρόσωπο. Η Ρουθ, που προέρχεται από εύπορη οικογένεια, δωρίζει με πολύ εμπνευσμένο τρόπο στο φτωχό Γκόργκι μια φυσαρμόνικα, που το αγόρι επιθυμούσε έντονα να αποκτήσει. Κι εκείνος της δωρίζει στο πάρτι των γενεθλίων της ένα μεγάλο κοχύλι. Τα παραπάνω αυτά σύμβολα των τρυφερών συναισθημάτων των δύο τόσο διαφορετικών σε εθνικότητα, πολυπολιτισμική κουλτούρα και βιοτικό επίπεδο παιδιών, που γίνονται γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ τους όταν έχουν απομακρυνθεί, καθώς η οικογένεια του κοριτσιού επιστρέφει στην πατρίδα της, μετριάζουν την πικρία τους για την απόσταση που τους χωρίζει. Κορυφαίο αφηγηματικό στοιχείο του έργου θα χαρακτηρίζαμε τη σκηνή στην οποία ο Γκόργκι υπερασπίζεται τη Ρουθ όταν ο δάσκαλος τους τής συμπεριφέρεται άσχημα. Ο έπαινος, στη συνέχεια, του δασκάλου προς το αγόρι για το θάρρος και την αλληλεγγύη του στη συμμαθήτριά του και η αναγνώριση από μέρους του της άδικης συμπεριφοράς του υποβάλλουν στον μικρό αναγνώστη την αντίληψη ότι τα ερωτικά συναισθήματα απελευθερώνουν από τους φόβους και τις αναστολές, με άλλα λόγια, μας καθιστούν καλύτερους ανθρώπους. Αυτή η ιδανική εικόνα τού έρωτα που προκύπτει από τη συγκεκριμένη προσέγγιση, προσιδιάζει απολύτως στην τρυφερότητα και την αγνότητα της παιδικής φύσης. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι θα μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση ώριμης στάσης αναφορικά με τις ερωτικές σχέσεις που τα παιδιά-αναγνώστες θα αναπτύξουν στο μέλλον.
Στο έργο του συγγραφέα με τίτλο Γράμματα στην Άννα, το βασικό θέμα που απασχολεί την Άννα, την έφηβη ηρωίδα του, είναι ο έρωτας. Αυτό προκύπτει αφενός μεν από τις σελίδες του κειμένου που σε τρίτο ενικό πρόσωπο αναφέρονται αποκλειστικά στον εσωτερικό κόσμο της και από τη χρησιμοποίηση σε αυτές πλάγιων χαρακτήρων, που επιτρέπει να κάνουμε λόγο για επιστολική γραφή, δικαιολογώντας και τον τίτλο τού βιβλίου. Αφετέρου δε, από όσες σελίδες παρουσιάζουν αφηγηματικά γεγονότα από την καθημερινότητά της στο σχολείο και έξω από αυτό και διαλόγους της με τους συμμαθητές της. Όπως αποκαλύπτεται στις τελευταίες αράδες του κειμένου, η ίδια η Άννα απευθύνεται στον αναγνώστη δίνοντας στοιχεία για τον εαυτό της, τα χαρακτηριστικά, τις σκέψεις, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις ελπίδες, τις ανησυχίες της. Οπότε θα μιλούσαμε για ημερολογιακή ουσιαστικά γραφή. Ο ίδιος ο συγγραφέας παρατηρεί για το βιβλίο του ότι συνιστά ολόκληρο έναν εσωτερικό μονόλογο (4). Πρόκειται για την πορεία της νεαρής Άννας προς την αυτογνωσία, με κύριο άξονα τις αντιλήψεις της για τον έρωτα και την αγωνία της να προσδιορίσει την εικόνα του ιδανικού προς εκείνη συντρόφου και της ιδανικής ερωτικής σχέσης.
Επιπλέον στρατηγικές που οδηγούν στην ταύτιση του νεαρού αναγνώστη με την Άννα, πέρα από την εσωτερική εστίαση της αφήγησης, είναι η συμπάθεια και η αναγνώριση που εκφράζει για εκείνην η Ελπίδα, η αγαπημένη καθηγήτρια των παιδιών, η οποία κατορθώνει να συγκεντρώνει τη γενική αποδοχή και το θαυμασμό τους, να τα εμπνέει, να λειτουργεί ως πρότυπό τους. Επίσης, η απόδοση των χαρακτηριστικών της Άννας μέσα από την αντίθεση της με την Εύα (5), τη διασημότητα της τάξης, που ασκεί γοητεία στο σύνολο των συμμαθητών της. Ενδεικτικός είναι ο χαρακτηρισμός «η σύνοδος», που χρησιμοποιούν τα παιδιά αναφερόμενα στην Άννα, προσδιορισμός της σε σχέση με τη φίλη της Εύα, που δηλώνει την έντονη προσωπικότητα της τελευταίας και τη διακριτική παρουσία της πρώτης, η οποία σχεδόν κινείται στη σκιά της άλλης. Οι προσωπικοί διάλογοι (6) των συμμαθητών, όπου παραθέτουν τις απόψεις τους για ένα ζευγάρι στο οποίο τους εντυπωσιάζει η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, συνιστούν μια ακόμη μέθοδο για την απόδοση των χαρακτηριστικών της Άννας και την προσέγγισή μας με αυτήν.
Στο μυθιστόρημα με τίτλο Ιωάννα, ο έφηβος Φάνης κύριος ήρωάς του, βρίσκεται τυχαία σε ένα περιβάλλον εντελώς άγνωστο έως τότε σε εκείνον, τον ενοριακό ναό μιας φτωχογειτονιάς στην Αττική. Εκεί γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο της Ιωάννας, μιας συνεσταλμένης νεαρής κοπέλας με έντονη εθελοντική δραστηριοποίηση στους κόλπους της εκκλησίας. Ο συντηρητισμός της Ιωάννας που πηγάζει από τη θρησκευτική της πίστη, μοιάζει άκαμπτος. Ωστόσο, το αγόρι δεν πτοείται και εξακολουθεί να τής εκφράζει τα συναισθήματά του σε κάθε ευκαιρία. Η ερωτική προτίμηση του παιδιού αντιμετωπίζεται θετικά από τον παπα-Μάξιμο, τον νεαρό σε ηλικία ιερωμένο της ενορίας της Ιωάννας. Ο τελευταίος φωτισμένος ιερέας και πολύ αγαπητός στους πιστούς, δεν παραλείπει να ενθαρρύνει το αγόρι στα συναισθήματά του, παρά τις αντιξοότητες που προκαλεί η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Αντίθετα, ο επιστήθιος φίλος του Φάνη, στον οποίο συχνά καταφεύγει για να μοιραστεί τα συναισθήματά του, θεωρεί ανυπέρβλητο εμπόδιο τις ηθικές αξίες της κοπέλας, που της υπαγορεύουν να απέχει από τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το οικογενειακό περιβάλλον του νέου, το οποίο αντιμετωπίζει με τρομερή επιφύλαξη και καχυποψία ακόμη και το ξαφνικό ενδιαφέρον του για το Θεό και την τακτική παρουσία του στο συγκεκριμένο ναό.
Η επιμονή του Φάνη στα συναισθήματά του υποβάλλει στον έφηβο αναγνώστη την αξία, τη δύναμη του έρωτα, την αντίληψη ότι αυτός δεν εξαντλείται κατ’ ανάγκη στη σεξουαλική επαφή. Η στάση τού ήρωα μάς προβληματίζει ως προς τη βαρύτητα που έχουν τα συναισθήματα στην ερωτική σχέση, ως προς τη σημασία της ψυχικής διάστασης σε ένα ερωτικό δεσμό. Αν για το νεαρό ήρωα τού Δελώνη το ερωτικό συναίσθημα αναδεικνύεται σε προϋπόθεση που καθιστά σημαντική τη σεξουαλική πράξη, σε πηγή δύναμης και αισιοδοξίας για την ευτυχή έκβαση των προσδοκιών του αναφορικά με ένα μέλλον κοινό με την αγαπημένη του, για την τελευταία αναδεικνύεται σε ευκαιρία για απελευθέρωση, για επανάσταση, για υπέρβαση των ορίων της. Και αυτή ακριβώς η επανάσταση ξεκινά όταν με δική της πρωτοβουλία φιλά αιφνιδιαστικά το Φάνη στα χείλη, συγκινημένη από τη σταθερότητα και την υπομονή του.
Συνεχίζουμε με το μυθιστόρημα Όταν υπάρχει μια Ελένη, στο οποίο αποδίδονται η εξέλιξη των συναισθημάτων τού έφηβου Λεωνή για ένα λίγο νεότερό του κορίτσι. Η αφήγηση κινητοποιεί το σύνολο των αισθήσεων του αναγνώστη, καθώς αναφέρεται στα μαύρα μακριά μαλλιά της Ελένης, στο άρωμά της, στις μελωδίες που επιλέγει ο ερωτευμένος ήρωας, στο φως του δρόμου ή του δωματίου του που φωτίζουν μέρος του προσώπου ή του σώματός τους, στο σμίξιμο των χειλιών τους, στα αγγίγματα τής σάρκας τους κ. ο. κ. Πολύ μεγάλο μέρος του κειμένου καταλαμβάνει ο εσωτερικός κόσμος του ήρωα, όπου κυριαρχούν η σταδιακή συνειδητοποίηση τού έρωτά του, ο προβληματισμός του για το γεγονός ότι δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την Ελένη και το ότι εκείνη αναλαμβάνει όλες τις πρωτοβουλίες για τη σχέση τους και τον κατευθύνει πλήρως στις επιλογές του, ο φόβος του πριν από την πρώτη τους σεξουαλική επαφή, η ανάγκη του να εκφράσει δημιουργικά τον έρωτά του μέσα από την ποίηση.
Εδώ η πλήρης ταύτισή μας με τον ήρωα επιτυγχάνεται χάρη στο γεγονός ότι εκείνος στο μεγαλύτερο μέρος του έργου δεν μοιράζεται τα συναισθήματά του για την Ελένη με κανένα από τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Συχνότατα δε στο κείμενο παρατίθενται διάλογοι ανάμεσα στο αγόρι και στον οργισμένο απέναντί του πατέρα του με θέμα την κατακόρυφη πτώση της σχολικής του επίδοσης. Αυτή η κατάσταση της αδιαφορίας τού Λεωνή για τα μαθήματα, που φαίνεται ανεξήγητη στην οικογένειά του, για τον αναγνώστη λειτουργεί ως ένδειξη του πάθους, της επιθυμίας του για την Ελένη, που δεν του αφήνει περιθώρια να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο.
Το τρίτο πρόσωπο στο οποίο ο έφηβος ήρωας εκμυστηρεύεται τον έρωτά του, είναι ο καθηγητής Αντωνίου, ο οποίος τον ενθαρρύνει να ζήσει με τόλμη και χωρίς αναστολές την ερωτική αυτή εμπειρία. Ο καθηγητής εμφανίζεται ρεαλιστής, δεν δίνει στο αγόρι υποσχέσεις για την αίσια έκβαση του δεσμού του. Ωστόσο τον διαβεβαιώνει ότι ακόμη και ο πόνος που μπορεί κάποτε να διαδέχεται την ευτυχία, είναι ένα πολύτιμο συναίσθημα που επίσης συμβάλλει στην ολοκλήρωση του ανθρώπου. Το γεγονός ότι κατά τη διδασκαλία ο Αντωνίου συχνά απευθύνεται ειδικότερα στο Λεωνή και αναφέρεται στο μυστικό του με τρόπο λανθάνοντα, που δεν γίνεται αντιληπτός στην υπόλοιπη μαθητική κοινότητα, συνιστά έναν ακόμη τρόπο εμπλοκής τού αναγνώστη στον ψυχισμό τού ήρωα.
Στα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, ύστερα από ένα τηλεφώνημα της Ελένης προς το Λεωνή για να συναντηθούν μετά από καιρό, γίνεται αναφορά στο ασθενοφόρο και το αυτοκίνητο της τροχαίας που πέρασαν στον έρημο δρόμο, όπου μάταια την περίμενε το αγόρι. Οι αναγνωστικές προσδοκίες για ατύχημα της κοπέλας επαληθεύονται με τον χειρότερο τρόπο. Ωστόσο, το τέλος είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο, αφού στην οπτική των γύρω τους στο χώρο του νοσοκομείου δεν κυριαρχεί η αναπηρία της ηρωίδας αλλά η δύναμη τής αγάπης των δύο νέων, που χαίρονται ο ένας την παρουσία, το άγγιγμα, την αγκαλιά τού άλλου. Έτσι κάμπτουν κάθε δισταγμό των οικογενειών τους, βρίσκουν τους πάντες συμμάχους στη σχέση τους και ελπίζουν στην αποκατάσταση του προβλήματος.
Το πέμπτο μυθιστόρημα στο οποίο θα σταθούμε έχει τον τίτλο Η Αγγέλικα της αγάπης και θα το χαρακτηρίζαμε ως το πληρέστερο ερωτικό έργο του Δελώνη, καθώς παρουσιάζει πολλές μορφές τού έρωτα. Ο έφηβος ήρωάς του γνωρίζει τη Μίρκα, μιά ώριμη σεξουαλικά, εντυπωσιακή εμφανισιακά και με έντονη προσωπικότητα γυναίκα, που μετά το διαζύγιό της εργάζεται ως εκπαιδευτικός, η οποία τον μυεί στην ερωτική διαδικασία. Αν και ο τρόπος που εκείνη τον προσεγγίζει δεν έχει ίχνος ρομαντισμού και του δηλώνει με ωμή ειλικρίνεια ή μάλλον με κυνισμό τον σκοπό της που είναι αποκλειστικά η σεξουαλική της ικανοποίηση, ο νεαρός Νότης δεν θα αντισταθεί τελικά στη γοητεία και την επιθυμία της. Ως αντάλλαγμα εκείνη του προσφέρει την πλούσια ερωτική εμπειρία της. Αξίζει εδώ να επισημάνουμε ότι αν και στην παγκόσμια κλασική λογοτεχνία συναντάμε περιπτώσεις καθηγητριών που έλκονται ερωτικά από μαθητές τους και εκδηλώνουν αυτήν τους την τάση, για τη σύγχρονη ελληνική εφηβική λογοτεχνία, θα χαρακτηρίζαμε την παρουσία της Μίρκας στο βιβλίο, πρωτοποριακή. Καθώς η ερωτική απόλαυση του Νότη δεν βασίζεται, ωστόσο, στο συναίσθημα, τού δημιουργείται η ανάγκη να ανεξαρτητοποιηθεί, να αποδεσμευτεί από αυτήν τη γυναίκα. Αλλάζοντας διαρκώς ερωτικές συντρόφους μέσα σε ένα Καλοκαίρι, επιδιώκει να επαναστατήσει και να κερδίσει την ψυχική του πληρότητα.
Από το αδιέξοδο τής μονοσήμαντης αναζήτησης τής σαρκικής απόλαυσης, της τέλειας ερωτικής απόδοσης που δεν βασίζεται στο συναίσθημα και κατά συνέπεια παραμένει ανούσια, θα τον λυτρώσει η νεαρή Αγγέλικα, η οποία εμφανίζεται στη ζωή του τη στιγμή ακριβώς που πραγματικά την έχει μεγάλη ανάγκη. Καθώς η έντονη ερωτική του δραστηριότητα τον έχει οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο, η Αγγέλικα είναι το αφηγηματικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει την αθωότητα, την αγνότητα, την ποίηση στη ζωή τούΝότη. Δεν είναι τυχαίο πως όταν γνωρίζονται ο ήρωας νιώθει και πάλι μετά από καιρό την ανάγκη να εκφραστεί ποιητικά. Και είναι πολύ δυνατή συμβολικά η προσδοκία του για καλλιτεχνική συνεργασία με την κοπέλα, η οποία σπουδάζει μουσική. Για μελοποίηση από εκείνην των ποιημάτων που με την παρουσία της του ενέπνευσε.
Ο συγγραφέας εδώ με ένα επιτυχημένο αφηγηματικό τέχνασμα, τον άγνωστο έως τότε στον ήρωα ετεροθαλή δίδυμο αδερφό του, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Στα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί, στην αγωνία κάθε αγοριού που όλοι περιμένουν από εκείνο να λειτουργήσει σεξουαλικά με τον κοινά αποδεκτό τρόπο, στις προσπάθειές του να βρει τον ερωτικό δρόμο που το οικογενειακό του περιβάλλον τού υποδεικνύει.
Ο Δελώνης, ρεαλιστής, τολμηρός, σκληρός και τελικά τρυφερός με την εμφάνιση της Αγγέλικας, ύστερα από μια έντονη πορεία ερωτικών αναζητήσεων και προβληματισμών τού Νότη, οδηγεί τελικά τον αναγνώστη του στη λύτρωση, στην ελπίδα. Η αφηγηματική αρτιότητα του κειμένου εξασφαλίζει τη διαρκή κορύφωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Αναλυτικότερα, επιλέγεται η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο με διαρκή και αποκλειστική εστίαση στον εσωτερικό κόσμο του Νότη, οπότε δίνονται στον αναγνώστη πολλά περιθώρια ταύτισης μαζί του. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στο συγκεκριμένο έργο συνιστά η αντίθεση ανάμεσα στη Μίρκα και στην Αγγέλικα, που αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές ερωτικές καταστάσεις. Η κάθε μία μορφή του έρωτα προσδιορίζεται σαφέστερα στη σχέση της με την άλλη, με αποτέλεσμα να καθίστανται και οι δύο ιδιαίτερα ευδιάκριτες και αναγνωρίσιμες στον αναγνώστη. Επιπλέον, αξίζει να γίνει ιδιαίτερος λόγος για την αληθοφάνεια και ζωντάνια των λογοτεχνικών χαρακτήρων, οι οποίες οφείλονται στην επιλογή από τον συγγραφέα καίριων στοιχείων της προσωπικότητάς τους και στο γεγονός ότι σε όλους τους συνυπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, δεν εμφανίζονται εξιδανικευμένοι, ωραιοποιημένοι.
Άλλα αφηγηματικά στοιχεία που συντελούν στη διαρκή όξυνση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος είναι αφενός ότι ξεκινούν οι περιγραφές των προσώπων χωρίς να προσδιορίζεται από την αρχή η ταυτότητά τους, οπότε ο αναγνώστης δραστηριοποιείται εντατικά για να τα εννοήσει και αφετέρου ότι τα διάφορα συναισθήματά τους αποδίδονται άκρως υποδηλωτικά (7), με συνέπεια να τα βιώνουμε ως προσωπικές μας εμπειρίες. Ως προς την απόδοση των τρυφερών συναισθημάτων των ηρώων, καθώς και των ερωτικών σκηνών, αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι ο συγγραφέας τα συσχετίζει επιτυχώς με ειδυλλιακές περιγραφές φυσικών τοπίων, υποβάλλοντάς τα έτσι εντονότερα στον αναγνώστη.
Από την παράθεση των χαρακτηριστικών των πέντε μυθιστορημάτων στα οποία ενδεικτικά σταθήκαμε, προκύπτει ότι οι έφηβοι και παιδιά ήρωες σε όποια κοινωνική τάξη και πολιτισμική κουλτούρα και αν ανήκουν, συγκλίνουν ως προς τον σημαίνοντα ρόλο που παίζει στη ζωή τους ο έρωτας. Για την προσέγγιση του ερωτικού φαινομένου από το Δελώνη, διαπιστώνουμε ότι είναι πολυδιάστατη. Ο άλλος, δηλαδή ο εραστής ή η ερωμένη αντιπροσωπεύει για τον κύριο ήρωα έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μέσα από τη σχέση γίνεται γνωστός και προσιτός. Η Ιωάννα για το Φάνη, η Ρουθ για το Γκόργκι, η Μίρκα. για το Νότη διευρύνουν την κοινωνική εμπειρία του καθενός τους, συμβάλλουν στην κοινωνικοποίησή του, οπότε αναδεικνύεται η κοινωνική διάσταση τού έρωτα.
Επίσης στις σελίδες των έργων του συγγραφέα παρακολουθούμε την εξέλιξη των αφηγηματικών προσώπων μέσα στη σχέση τους. Για παράδειγμα, στην Ελένη όταν απομένει ανάπηρη, ο έρωτας δίνει δύναμη και αισιοδοξία για την έκβαση της υγείας της στο μέλλον. Στο Νότη η επαφή με την Αγγέλικα προσφέρει τη δυνατότητα του εξαγνισμού. Για τον Γκόργκι η ερωτική συμπάθεια που αισθάνεται απέναντι στη Ρουθ γίνεται το κίνητρο να ξεπεράσει τη δειλία του και να την υπερασπιστεί όταν αδικείται από το δάσκαλό τους. Η Άννα, καθώς προβληματίζεται ως προς τον ιδανικό για εκείνη σύντροφο, ουσιαστικά αναζητά και ανακαλύπτει τον εαυτό της. Έτσι αναδεικνύεται η ψυχολογική διάσταση του έρωτα, η ευκαιρία που σου προσφέρει να αποκτήσεις το θάρρος για να προβείς στις απαιτούμενες θυσίες, επικοινωνώντας με το σύντροφό σου να κατακτήσεις την αυτογνωσία.
Ειδικότερη μνεία οφείλουμε στη δημιουργική διάσταση του έρωτα. Όλοι οι νεαροί ήρωες τού Δελώνη έχουν πνευματικές ανησυχίες και εκφράζουν καλλιτεχνικά τα ερωτικά τους συναισθήματα. Γράφουν ποίηση, παίζουν μουσική κ.ο.κ., προκειμένου να εξωτερικεύσουν την εμπειρία τους, το πάθος ή την επιθυμία τους ή να γεμίσουν τις ώρες της αναμονής. Χάρη στον έρωτα λοιπόν, ανακαλύπτουν και καλλιεργούν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους.
Συνεχίζουμε με τη βιολογική διάσταση του έρωτα. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο σώμα τού ή της συντρόφου, στο άγγιγμα του, εξαντλώντας τις περιπτώσεις από το απλό φιλί έως την ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή. Επισημαίνει το διαχωρισμό ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό φύλο σχετικά με τη διαχείριση του σώματός τους και τη διαφορετική αντίληψή τους για τον έρωτα, γνωρίζοντας έτσι σε αγόρια και κορίτσια την οπτική του άλλου φύλου.
Γίνεται φανερό ότι μέσα από όλους τους παραπάνω τρόπους στα έργα του Δελώνη ο έρωτας διαπαιδαγωγεί τους εφήβους και τα παιδιά ήρωες. Αναδεικνύεται σε εξαιρετική κατάσταση, που χαρίζεται στους νέους και μπορεί να αξιοποιηθεί απεριόριστα από αυτούς, ώστε να τους καταστήσει ολοκληρωμένους ανθρώπους. Συνακόλουθα, ο συγγραφέας, επιτυγχάνοντας τη συγκινησιακή φόρτιση με δεδομένα την αφηγηματική δεξιοτεχνία του και τη γνώση της ψυχολογίας των ηλικιών, στις οποίες απευθύνεται, εμπλουτίζει τους αναγνώστες του με πολύτιμες εμπειρίες και συμβάλλει στην ερωτική τους ωριμότητα, ώστε το καθοριστικό για τη ζωή ερωτικό στοιχείο να τους οδηγήσει στην ευτυχία.
Σημειώσεις
- Η Ελένη Α Ηλία είναι διδάκτορας νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
- Βλ. την εισαγωγή στο βιβλίο του Κοσμά Πολίτη, Eroica. Επιμέλεια, Peter Mackridge, Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1991.σ. λα΄
- Βλέπε για την έλλειψη σχετικών μελετών το άρθρο του Αντώνη Βελώνη με τίτλο Το ερωτικό μυθιστόρημα στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας στην εφημερίδα Νουμάς, τχ. 87, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2002, σ. 23.
- Ό. π.
- Η ύπαρξη των αντιθέσεων θεωρείται από τον Iser σημαντική στρατηγική καθοδήγησης του αναγνώστη που οξύνει την οξυδέρκεια του (Βλ. σχετικά το βιβλίο του The Implied Reader. The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London. 1990, σσ. 48-49). Για την αφηγηματική δύναμη της αντίθεσης να προκαλεί δυνατότερες συγκινήσεις από την οποιαδήποτε σπαρακτική πραγματικότητα, βλ. επίσης τη μελέτη τού Τέλλου Άγρα, Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας, τ. Γ, Φιλολογική επιμέλεια Κ. Στεργιόπουλος, Φιλολογική βιβλιοθήκη 4, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1981, σ. 35.
- Κατά τον Genette, προσωπικοί χαρακτηρίζονται οι διάλογοι από τους οποίους ο αναγνώστης αντλεί στοιχεία για την προσωπικότητα των συνομιλούντων λογοτεχνικών προσώπων. Άλλα είδη διαλόγων συνιστούν οι συζητήσεις, που παρέχουν πληροφορίες για την εξέλιξη της πλοκής και οι περιστασιακοί, που αναφέρονται στον περιβάλλοντα χώρο, στην ατμόσφαιρα, στο σκηνικό όπου διαδραματίζεται η δράση (Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1987, σσ. 176- 177).
- Ο Iser επισημαίνει ότι όταν το νόημα δεν αναφέρεται άμεσα αλλά υποδηλώνεται, το αποτέλεσμα είναι η αναγνωστική εμπλοκή στα αφηγηματικά δρώμενα ( Ό. π., σσ. 30 -32, 41 283-284, 291.