Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη (Άρθρο στο περιοδικό ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ)

Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη
Ελένη Α. Ηλία,
Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.
http://genesis.ee.auth.gr/…/Tetr…/59-61/Tetram59-61.html

Η ειρωνεία προκύπτει όταν αυτό που λέγεται είναι το αντίθετο αυτού που εννοείται (W. Iser, The impled reader, The Johns Hopkins University Press, Balti­more and London, 51990, σ. 33). Συνεπώς, ό ειρωνικός λόγος απαιτεί την εντατική αναγνωστική δραστηριοποίηση, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το υπονοούμε­νο (ό.π., σσ. 34, 77, 221). ΄Οσο ενεργότερη, όμως, είναι η συμμετοχή του αναγνώ­στη στην παραγωγή του νοήματος, τόσο μεγαλύτερη επίδραση ασκεί στην αντί­ληψη του το έργο (W. Iser, The act of reading, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 51991, σσ. 21,48, 67,128).

Σε ορισμένες μελέτες για τον Καβάφη, όπως αυτές του Τίμου Μαλάνου (1) και του Νάσου Βαγενά (2), επισημαίνεται ή ειρωνική διάσταση της ποί­ησής του. Ο Γιώργος Βελουδής, μελετώντας την « ειρωνεία στον Καβάφη», εντοπίζει πλήθος ποιημάτων με ει­ρωνικό ύφος, τα οποία διακρίνει σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη το θύμα της ειρωνείας ταυτί­ζεται με το θύμα της ίδιας του της άγνοιας, οπότε πρόκειται για τραγική ειρωνεία. Εδώ, καθώς αντικείμενο της ειρωνείας είναι η αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο, προκύπτουν συσχετισμοί με την κλασική τραγωδία. Στη δεύτερη κατηγορία ποιημάτων η ειρω­νεία συνίσταται στη διπροσωπία των ηρώων τους (3).

Εδώ θα ασχοληθούμε με τις ειρωνικές ποιητικές αναφορές στην νεότητα. Οι περιπτώσεις αυτές είναι λιγοστές, αναλογικά με το πλή­θος των ποιημάτων που αναφέρονται σε διάφορες νεανικές μορφές. Ό Σεφέρης γράφει για το έργο του Καβάφη πως ολόκληρο «κρυσταλλώνε­ται γύρω από το στέλεχος ενός νέου σώματος» (4), ενώ σημειώνεται ενδεικτικά ότι και τα δεκατρία ποιή­ματα που έγραψε ο ποιητής το 1917 είχαν ως θέμα νεαρά πρόσωπα (5). Κατά. τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, επίσης, η ποιητική παραγωγή του Καβάφη είναι «με­στή από μορφές νέων». Αυτό αποδεικνύεται από μία στατιστική ανάλυση, όπου η παρουσία των νέων εντοπίζεται στην χρήση της λέξης «νέος» ως ουσιαστικό 25 φορές, 16 φορές ως επίθετο, της λέξης «παιδί» 19 φορές, της λέξης «έφηβος» 9 φορές και 7 φορές της λέξης «νεότης». Στο έργο του Καβάφη αναφέρονται επιπλέον τά: «αγόρι», «νεανικός», «νεολαία», «πρώτα νιάτα», «πρώτα εφηβικά χρόνια», «πολύ νέος» και «νεότατος»(6).

Κρίνουμε, ωστόσο, σκόπιμο να αναλύσουμε τις λιγοστές έστω αυτές περιπτώσεις ειρωνικής αναφοράς στη νεότητα, επειδή φωτίζουν ε­ντονότατα τη θεώρηση της νεότητας στο συνολικό έργο του ποι­ητή.

Το ποίημα « Ηρώδης Αττικός» ξεκινά με την έκφραση θαυμα­σμού για τη δόξα τού ομώνυμου ρήτορα (8):

Α, του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα ειν’ αυτή.

Εκείνο όμως, για το οποίο κρίνεται και θεωρείται αξιοζήλευτος ο συγκεκριμένος φιλόσοφος, δεν είναι ο φιλοσοφικός του στοχασμός ή η ρητορική του δεινότητα. Οι σύγχρονοι του ποιητή νέοι της Αιγύ­πτου, που συγκεντρώνονται για να ανταλλάσσουν τις φιλοσοφικές τους απόψεις, θαυμάζουν τον Ηρώδη ως αξιέραστο άνδρα:

Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

στην Αντιόχεια, ή στην Βηρυτό

(οι ρήτορες του οι αυριανοί πού ετοιμάζει ο ελληνισμός),

όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια

πού) πότε ή ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,

και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια.

-ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκε αυτά;-10

κατά που θέλει και κατά πού κάμνει

οι ΄Ελληνες (οι ΄Ελληνες!) να τον ακολουθούν,

μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,

μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο (1)-

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Αλεξανδρινών νέων για τη φιλοσοφία είναι επιφανειακό. Εκείνο που ουσιαστικά τους απασχολεί είναι ο έρωτας (12). Συνεπώς, η νεότητα σκιαγραφείται εδώ κυριευμένη από το ερωτικό στοιχείο, και σε απόλυτη διάσταση με την σοφία (13).

Στο ποίημα «Εύνοια τού “Αλεξάνδρου Βάλα» ο ήρωας (14), που συμ­μετέχει σε μια αρματοδρομία, εμφανίζεται αδιάφορος για την ήττα του. Ή αδιαφορία του αποδίδεται στο γεγονός πως ή στενή σχέση του με τον ισχυρό Βάλα θα εξασφαλίσει την αμφισβήτηση τού αποτελέ­σματος τού αγώνα:

Του Βάλα ειμ’ εγώ ή αδυναμία, ο λατρευτός

Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο άγων δεν έγινε σωστός,

΄Αλλωστε, επισημαίνει ότι θα αναγορευόταν νικητής, αν και μόνον το απαιτούσε:

(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι αν μυστικά το είχα προστάξει θα ‘βγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το κουτσό μου αμάξι).

Θεωρεί, όμως, περιττό να επιδιώξει τη νίκη, επειδή η ομορφιά του και η κοινωνική του θέση επαρκούν για να μην στερείται καμιά επιθυ­μητή απόλαυση:

Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα την νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει. Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.

Η επιτυχία τού νεαρού ήρωα στηρίζεται, λοιπόν, αποκλειστικά στην εξωτερική του εμφάνιση και όχι στις ικανότητες του. Η Ιλίνσκαγια τονίζει ότι αυτός ο γραφικός τύπος, πού είχε πλήθος εξου­σιών μόνο και μόνο χάρη στην εύνοια τού αυτοκράτορα Βάλα, εκ­φράζει το αποκορύφωμα της απάθειας και της πολιτικής αδιαφορίας, της παραίτησης από τις ηθικές και κοινωνικές αξίες (15). Μέσα από την ειρωνεία τού ποιητή, για την ανάδειξη της μετριότητας τού νέου σε πλέον σημαντική προσωπικότητα, φανερώνεται η διύναμη της νεα­νικής ομορφιάς. Η «αιθέρια εφηβική μορφή» που κυριαρχεί στο έργο τού ποιητή, αφού όλοι οι νέοι του – φανταστικοί ή υπαρκτοί, επώνυ­μοι ή ανώνυμοι – είναι «ωραίοι και εύρωστοι» οδηγεί μακριά από τη φαυλότητα (16). Το κάλλος λειτουργεί στον Καβάφη ως φωτισμός, λύ­τρωση, έκσταση και παρηγοριά, θεωρούμενο ή ουσία τού ανθρωποκε­ντρικού σύμπαντος (17).

Το ποίημα «Από την σχολήν τού περιωνύμου φιλοσόφου» αναφέ­ρεται σε έναν ωραίο νέο: (μορφήν εις άκρον ευειδή), οικονομικά εξαρτώμενο από τους γονείς του. Ο ποιητής παρουσιάζει τις διαδοχικές αναζητήσεις του μέχρι να καταλήξει να ασχολείται αποκλειστικά με την εξωτερική του εμφάνιση:

΄Εμεινε μαθητής τοϋ “Αμμωνίου Σακκά: δυό χρόνια,

Κατόπι μπήκε στα πολιτικά,

Την περιέργειάν του είλκυσε κομμάτ’ η Εκκλησία

να βαπτισθεί και να περάσει Χριστιανός.

Παράλληλα σημειώνονται οι αιτίες, για τις όποιες απομακρυνόταν ο νεαρός από τις δραστηριότητες πού είχε αρχικά καταπιαστεί, χωρίς ο ποιητής ευθέως να τις κρίνει (18), αν και μαρτυρούν την ανευθυνότη­τα του ήρωά του:

αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά,

Μα τά παραίτησεν. Ήταν ό ‘Έπαρχος μωρός’

κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή·

τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι…,

Μα γρήγορα την γνώμη του άλλαξε,

θα κάκιωνε ασφαλώς με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς

-και θα του έπαυαν -πράγμα φρικτόν-

ευθύς τα λίαν γενναία δοσίματα.

Στην παράθεση των μελλοντικών σχεδίων του νέου, πού ακολουθεί, επαναλαμβάνονται παραδόξως οι ίδιες ενασχολήσεις πού ο ήρωας έχει, ήδη, απαρνηθεί;

Έπειτα ίσως εκ νέου στον Σακκά να πήγαινε.

Κι αν εν τω μεταξύ άπέθνησκεν ο γέρος,

πήγαινε σ’ άλλου φιλοσόφου ή σοφιστού

πάντοτε βρίσκεται κατάλληλος κανείς.

΄Η τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά να έπέστρεφεν.

Αυτοί οι τελευταίοι στίχοι αντιτίθεται στους προηγούμενους με αποτέλεσμα να εκλαμβάνονται ως ειρωνεία. Κορυφαίο σημείο της αντίθεσης συνιστά ή επισήμανση πώς το ενδιαφέρον του νέου για τη φιλοσοφία ή τα πολιτικά θα αναθερμανθεί τουλάχιστον αρκετά χρονιά αργότερα, όταν ή φυσική του κατάσταση δεν θα του επιτρέπει να συχνάζει στους διεφθαρμένους οίκους και στα κρυφά καταγώγια της Αλεξάνδρειας, όπως κάνει στο παρόν.

Τουλάχιστον για δέκα χρόνια ακόμη η καλλονή του θα διαρκούσε,…

Το καταληκτικό ειρωνικό ποιητικό σχόλιο προκαλεί την εντατικοποιημένη δραστηριοποίηση του αναγνώστη (19), ώστε αυτός να ανα­γνωρίσει τα γηρατειά ως πραγματική αιτία της πιθανής επιστροφής του ήρωα στα φιλοσοφικά και τα πολιτικά. Χάρη στην ενεργοποίηση μας αυτή αντιλαμβανόμαστε πληρέστατα την προνομιούχο θέση της νεότητας, πού μπορεί απερίσκεπτα να απολαμβάνει τον έρωτα. Ο α­τέρμονος έρωτας, ή καλλιέργεια της κοψμότητας και η αδράνεια και η μαλθακότητα υπαγορεύονται κατά το Ρόδη Ρούφο από το στοιχείο της ατομικής ευτυχίας που συνιστά την υπέρτατη αξία για τα πρό­σωπα της ποίησης του Καβάφη (20). Και ο Κ. Μητσάκης επισημαίνει πως ύψιστη αξία και αυτοσκοπός στους ανθρώπους τού Καβάφη είναι οι ηδονές (21), ενώ ο Κ. Π, Μιχαηλίδης θεωρεί πώς ή στάση της αναζήτησης της ομορφιάς ξεκινά από το «κενό» που αισθάνονται οι ήρωες, ως προσπάθεια αποφυγής του (22). Ταυτόχρονα με τα προνόμια της νεότη­τας συνειδητοποιούμε την πικρία για την ερωτική στέρηση που επι­φέρει η σωματική γήρανση. Η Ιλίνσκαγια διακρίνει μια μελαγχολι­κή ατμόσφαιρα στην ποίηση του Καβάφη, που την αποδίδει στα μοτί­βα των γηρατειών και του θανάτου (23). ΄Αλλωστε και ο Πόλυς Μοδινός κάνει λόγο για τον μόνιμο φόβο και το άγχος που κυριαρχεί στο έργο τού ποιητή για τον «αναπόφευκτο χωρισμό από τη νεότητα, την ομορ­φιά, το σφρίγος της ζωής (24).

Στο «Τέμεθος, Άντιοχεύς· 400 μ.Χ.» ο ομιλών διαχωρίζει τον εαυ­τό του και όσους ακόμη γνωρίζουν το πρόσωπο στο όποιο αναφέρεται το ποίημα με τίτλο « Ο Εμονίδης» από τους υπόλοιπους αναγνώστες τής Αντιόχειας (25):

Μια αγάπη του Τεμέθου το ποίημα εκφράζει,

ωραίαν κι αξίαν αυτού. Εμείς οι μυημένοι

οι φίλοι του οι στενοί · εμείς οι μυημένοι

γνωρίζουμε για ποιόν εγράφησαν οι στίχοι.

Ειρωνευόμενος ο Καβάφης εκείνους που το αγνοούν (26) (Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν Εμονίδην), προβάλλει την σπουδαιότητα τής ερωτικής ζωής του συγκεκριμένου νέου, συγκρινόμενης με την ποιητική τέχνη (27).

Στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» ένας νέος αναφέρεται στην ανάγκη του να εργαστεί, για να επιβιώσει, ύστερα από την οικονομική του κατάρρευση, που αποδίδει στην ακρίβεια της πόλης του. Ο ήρωας αρχικά παραθέτει τις πολυπληθείς ικανότητες και γνώσεις του:

Άλλα είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος,

ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα-

τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις.

Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,

κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων. ·

Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά…

Στη συνέχεια εμφανίζεται διατεθειμένος να τις αξιοποιήσει, για να ωφελήσει την πατρίδα του:

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα

ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,

την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Ωστόσο ή πρόθεση πού δηλώνει ανατρέπεται στους αμέσως επό­μενους στίχους, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ως ειρωνεία (28). Συ­γκεκριμένα, σκεπτόμενος ο νέος του ποιήματος το ενδεχόμενο να μην τον προσλάβει η κυβέρνηση, σχεδιάζει να εργασθεί για τους εχθρούς τού τόπου του. Η ειρωνεία, μάλιστα, κορυφώνεται, καθώς η περιφρόνησή του για τους τελευταίους δεν συμβιβάζεται με την συνεργασία, που προτίθεται να τους ζητήσει:

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,

κι αν δ μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,

θα πάγω στον αντίπαλο του, τον Γρυπό.

Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,

πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Ο παράλογος συλλογισμός του νέου, που ακολουθεί, πως δεν αισθάνεται τύψεις για την προδοσία της χώρας του, επειδή και οι τρεις πιθανές επιλογές του είναι εξίσου επιζήμιες για αυτήν

(Κ’ ειν’ ή συνείδησίς μου ήσυχη

για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο),

επιτείνει τον ειρωνικό χαρακτήρα του ποιήματος. Το αποκορύφωμα της ειρωνείας εντοπίζεται στους τελευταίους στίχους. Εδώ, ο νεαρός ήρωας επιρρίπτει ευθύνες, για τις συνθήκες (29) που προκάλεσαν την πα­ραπάνω στάση του, στους «κραταιούς» θεούς:

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

΄Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Χάρη στο συγκεκριμένο ποιητικό ύφος, προκύπτει εντονότατα ο τυχο­διωκτισμός, η ανευθυνότητα και η έλλειψη ηθικών άξιων που διακρί­νουν συνολικά την νεότητα στο έργο του Καβάφη. Για «ηθική ευλυ­γισία» και «αμοραλισμό» μιλά ο Κ. Πλησής (30), συνέπεια της διάλυ­σης τού Ελληνισμού των παροικιών (31).

Τελειώνουμε με το ποίημα «Μέρες του 1908 ». Στους πρώτους στίχους ο ποιητής εμφανίζεται σύμφωνος με τον νεαρό ήρωά του (32), που αρνήθη­κε μια θέση εργασίας, επειδή αυτή δεν ανταποκρινόταν στα αξιόλογα προσόντα του, παρόλο που αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης:

Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.

Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,

νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Στην συνέχεια, όμως, ο Καβάφης εξακολουθεί να εκφράζει την
υποστήριξή του στον ίδιο, που δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει
σημαντικά ποσά από τυχερά παιχνίδια και από δάνεια:

Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,

στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά.

Έτσι αντιλαμβανόμαστε την ειρωνεία τού ισχυρισμού του, η οποία προκαλείται από την αντίθεση ανάμεσα στην απόφαση τού ήρωα να μην αποδεχθεί την ταπεινωτική δουλειά που του προσφέρ­θηκε και στον αναξιοπρεπή τρόπο ζωής που επέλεξε, προκειμένου να αντιμετωπίσει το βιοποριστικό του πρόβλημα. Την ίδια ειρωνι­κή λειτουργία διακρίνουμε καθώς ο ποιητής αναγνωρίζει στον νέο την ικανότητα να διαλέγει ανόητους αντιπάλους, για να τους κερ­δίζει εύκολα:

όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.

Ειρωνικά εκλαμβάνουμε, επίσης, την χρήση του ρήματος «ξέπε­φτε», επειδή αυτό αναφέρεται μόνον για τις περιπτώσεις που ο ήρω­ας δανειζόταν ευτελή ποσά και όχι για το γεγονός του δανεισμού καθεαυτό:

Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.

Σπάνια το τάλληρο εϋρισκε, το πιο συχνά μισό,

κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Συνεπώς, εξαιτίας τής έντονης δραστηριοποίησης του αναγνώστη πού συνεπάγεται η ειρωνεία, αντιλαμβανόμαστε καίρια τα στοιχεία τής αναζήτησης του εύκολου κέρδους και της αδιάκοπης απόλαυσης, που χαρακτηρίζουν σταθερά τους νέους του Καβάφη.

Η ειρωνική στάση του ποιητή απέναντι στους νεαρούς ήρωες του τονίζει την έλλειψη κάθε αρετής, εκτός από την ομορφιά και τον ερωτισμό τους. Όμως αυτά τα εφήμερα χαρακτηριστικά -προ­νόμιο αποκλειστικό τής νεότητας- αναδεικνύονται έτσι τα μόνα ε­παρκή για την εξασφάλιση της ευτυχίας. Στην αναπόφευκτη απώ­λειά τους εντοπίζεται λοιπόν ή τραγικότητα τής ύπαρξης. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία για τον Καβάφη η παρουσίαση τής αναμέτρησης του ανθρώπου με τις ιστορικές δυνάμεις (33) και την φθορά του χρόνου (34) οδηγεί στην απόκτηση τής δραματικής συνείδησης τής αν­θρώπινης ματαιότητας (35).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Τ. Μαλάνου, Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1957, σ. 171.
    2. Νάσου Βαγενά, Ό ποιητής και ό χορευτής* Μια εξέταση τής ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, έκδ. Κέδρος, ‘Αθήνα 1979, σσ. 101-102.
    3. Γ. Βελουδή, ‘Αναφορές: έξη νεοελληνικές μελέτες, εκδ. Φιλιππότη, ‘Αθήνα 1983, σσ. 50, 51, 52-53.
    4. Δοκιμές, εκδ. Φέξη, Αθήνα. 1962, σ. 455.
    5. Τ. Μαλάνου, ό.π., σ. 89.
    6. Δ. Ν. Μαρωνίτη κ.ά., Ο Καβάφης και οι νέοι, εκδ. Θεμέλιο. “Αθήνα, 1984, σ. 8.
    7. Σε ολόκληρο το έργο του Καβάφη διακρίνεται μια ενιαία εσωτερική γραμ­μή, που σα «ραχοκοκκαλιά» οργανώνει την ποιητική ροή (Σ. Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς τον ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αι., εκδ. Κέδρος, “Αθήνα 1983, σ. 388) και εξασφαλίζει αλληλουχία ανάμεσα στα ποιήματα (ό.π., σ. 176). Την συνοχή που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ποιητικό έργο, καθώς, όμως, και την ποικιλία του, τα εντοπίζει και ο Τ. Κ. Παπατσώνης (« Υποκειμενικά αντλήματα από τον Καβάφη», περ. Ευθύνη, τεύχ. 20,1973, σ. 388).
    8. Ο Καβάφης, αν και αναφέρεται συχνά σε ιστορικά πρόσωπα και περιό­δους του παρελθόντος, μένει διαρκώς στό παρόν (Γιάννη Δάλλα, «01 2 όψεις τοΰ νομίσματος του Οροφέρνη», περ. Διαβάζω, τεύχ. 78, σ. 110), μένει ανθρώπινος και μόνο (“Α. Καραντώνη, Φυσιογνωμίες: Κριτικά δοκίμια, εκδ. Δωρικός, ‘Αθήνα, 1966, σ. 317), αποδίδοντας την ψυχή μετά πανανθρώπινα προβλήματα (Θ. Σουλογιάννη, «Κ. Παλαμάς καί Κ. Καβάφης. Διαμάχη και οπαδοί. ΄Ενα χρονικό», περ. Διαβάζω, ό.π., σ. 50), που παραμένει πάντα η ίδια, ενώ ο ιστορικός χρόνος κυλά γύρω της (Δημήτρη Καραμβάλη, Πρακτικά τρίτου Συμποσίου ποίησης, εκδ. Γνώ­ση, σ. 399).
    9. Ο Καβάφης, εξιδανικεύοντας τους νέους του, έχει πλάσει μια «πολιτεία πλατωνικών εφήβων» (Α. Καραντώνη, ό.π., σ. 312), όπου ή σύγχρονη Αίγυπτος με τις νέγρικες μορφές της δεν έχει καμιά θέση (Θ. Δ. Φραγκόπουλου, «Το Κεραμεούν», Μέρες τού ποιητή Κ. Π. Καβάφη, Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 255).
    10. Ο Γ. Βελουδής επισημαίνει πως ο Καβάφης συνήθως κλείνει σε παρενθέ­σεις ή παύλες κάποιο προσωπικό ειρωνικό σχόλιο (Γ. Βελουδής, ό.π., σσ. 54-55).
    11. Η παρούσα στάση των νέων θεωρείται από τόν Μ. Γ. Μερακλή ώς τό απο­κορύφωμα τής κατάπτωσης (Παλαμάς – Καβάφης, Πρακτικά τρίτου Συμποσίου ποίησης, ό.π., σ. 31).
    12. Ο έρωτας εμπεριέχεται στο έργο του ποιητή, γιατί, ό,τι κι αν γράφει, παρα­μένει ερωτοπαθής, όπως και οι αρχαίοι (Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής καί ηθικής, έκδ. Ερμής, 1983, σ. 48).
    13. Ο ερωτισμός στον Καβάφη είναι το αντιστάθμισμα (Σ. Ίλίνσκαγια, ό.π., σ. 209) στην διαχρονική τραγικότητα του ανθρώπου (Ε. Καλογήρου, Πρακτι­κά τρίτου Συμποσίου ποίησης, ό.π., σ. 78), που έγκειται στην αναπόφευτκη υπο­ταγή στην μοίρα του (Δ. Καραμβάλη, ο.π., σ. 399).
    14. Στην ποίηση του Καβάφη συναντάμε οκτώ νέους «ιστορικούς», είκοσι επτά «ψευδοιϊτορικούς», τρεις «γραμματειακούς» και τριάντα έξι «σύγχρονους». (Δ. Μαρωνίτη κ.ά., Ο Καβάφης και οι νέοι, ό.π., σσ. 17-18).
    15. Σ. Ιλίνσκαγια, ό,π., σ. 238.
    16. Κ. Πλησή. ό.π.,σ. 238.
    17. Κ. Ε. Τσιρόπουλου. – Ο ποιητής Καβάφης – ποιητής εθνικός», Μέρες του ποιητή Κ. Π. Καβάφη. Τετράδια. Ευθύνης 19, σ. 170.
    18. Ο Καβάφης ούτε επικροτεί την παρακμή των νέων που εμφανίζει στο έργο του (Γιώργου Δεληγιάννη, Πρακτικά τρίτον Συμποσίου ποίησης, σ. 61), ούτε ταυ­τίζεται με αυτήν, παρά μόνο εκφράζει «συγκατάβαση ή συμπόνοια» (Μανόλη Λαμπρίδη. Πρακτικά τρίτου Συμποσίου ποίησης, σσ. 400-401).
    19. Κ. Π. Μιχαηλίδη,«’Ιστορία καί ποίηση: Ό υπαρξιακός Καβάφης», Τετρά­δια Ευθύνης 19, α.
    20. Σ. Ίλίνσκαγια, ό.π., σσ. 60-61.
    21. Πόλυ Μοδινού, Κύκλος Καβάφη, Βιλιοθήκη Γενικής Παιδείας 14, Ίδρυμα Σχολής Μωράίτη, ‘Αθήνα 1983, σ. 210.
    22. Κ. Π. Μιχαηλίδη,«Ιστορία και ποίηση: Ο υπαρξιακός Καβάφης», Τετρά­δια Ευθύνης 19, ό. π.
    23. Σ. Ίλίνσκαγια, ό.π., σσ. 60-61.
    24. Πόλυ Μοδινού, Κύκλος Καβάφη, Βιλιοθήκη Γενικής Παιδείας 14, Ίδρυμα Σχολής Μωράίτη, ‘Αθήνα 1983, σ. 210.
    25. Ο Τίμος Μαλάνος θεωρεί ότι ό Καβάφης δημιούργησε το ποιητικό του
    έργο, για να μιλήσει για τα «δικά του»: το κατατρεγμένο ερωτικό του ένστικτο,
    αλλά και το δράμα του για την διπλή προσωπικότητα του, που ξεκινούσε από την
    ανάγκη του να κρύψει τη σεξουαλική ιδιαιτερότητά του (Τ. Μαλάνου, ό.π., σσ. 60-61). Συχνά, λοιπόν, ο ποιητής εκμυστηρεύεται έμμεσα τις ροπές του (ό.π., σ. 65), αναφέρεται στην δική του ψυχική δόνηση, μέσα από ιστορικά και άλλα προσωπεία (Όλγας Βότση, «Λίγα για τον Καβάφη», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 35).
    26. Το ποίημα αυτό αποκαλύπτει ρητά «το κρυπτικό παιχνίδι του είρωνα» (Γ. Βελουδή, ό.π., σ. 50).
    27. Την υπεροχή της απέναντι στις άλλες δραστηριότητες του ανθρώπου, επισημαίνει ο Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης (« Η ποιητική συνείδηση του Καβά­φη», περ. Παλίμψηστον, τεύχ. 8, “Ηράκλειο, Ιούνιος 1989, σσ. 177, 178, 181).
    28. Σημειώνεται πως και όταν, κάπου, ή στάση φαντάζει ευγενική, ή αξία, που την εμπνέει, δεν είναι άλλη από την προσωπική φιλοδοξία (Ρόδη Ρούφου, ό.π., σ. 26).
    29. ” Η εξάρτηση από τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου» συνιστά την αναμφισβήτητη αρχή του ποιητικού θέματος στον Καβάφη (Σ. Ίλίνσκαγια, σ. 250).
    30. Κ. Πλησή, ό.π., σ. 230.
    31. Μ. Μ. Παπάίωάννου,« Ο πολιτικός Καβάφης», Πρακτικά τρίτου Συμποσί­ου ποίησης, σ. 280.
    32. Θέμα των τελευταίων ποιημάτων του Καβάφη είναι διάφοροι ανώνυμοι νέοι, στην πλειοψηφία τους σύγχρονοι τού ποιητή, που ασκούν « βάναυσα» επαγ­γέλματα, όπως υπάλληλοι, χειρώνακτες, χαρτοπαίκτες και πόρνοι (Δ. Ν. Μαρωνί­τη κ.ά., ό.π., σσ. 24-25).
    33. Νίκου Ορφανίδη,« Ο Ιστορικός πληθυσμός του Καβάφη και η αναμέτρη­σή του με την Ιστορία», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 169.
    34. Παναγιώτη Φωτέα, «Μία πρόταση ανάγνωσης του Καβάφη», Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 265.
    35. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Τετράδια Ευθύνης 19, σ. 10.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Universität Hamburg – Institut  für Griechische und Lateinische Philologie – Biblio-Uellner

Στη βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται τα άρθρα:

-Οι θεωρίες της Ανταπόκρισης και οι «Μεγάλες Λύπες» του Τέλλου Άγρα. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 10, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σσ. 58-60.

-Η διαχρονική διάσταση των ιστορικών προσώπων στο «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» και στη «ΓΑΛΗΝΗ» του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο ιστορικό φιλολογικό περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΛΔ΄, 1992, σσ. 178-185.

-Οι Έλληνες και οι Τούρκοι στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.

-Μια οικολογική προσέγγιση στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τχ. 12, 1997, σσ. 84-95.

-Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.

-Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σσ. 3805-3810.

-«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σσ. 131-137.

-Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.

-Η πολυδιάστατη σχέση έρωτα-φύσης στα έργα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 62-64, Φθινόπωρο 2000, σσ. 4782 – 4788.

Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη (Άρθρο στο περιοδικό ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ)
Κύλιση προς τα επάνω