ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ
Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 12, Αθήνα 1997, σελ. 84-95.
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Η ΕΠΛ είναι ήδη σε ψηφιοποιημένη μορφή αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Παιδικό Βιβλίο και Παιδαγωγικό Υλικό» του ΤΕΠΑΕΣ/Πανεπιστημίου Αιγαίου. Θα τη βρείτε στη διεύθυνση:
επιλέγοντας στην υποενότητα
ΤΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
->Περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας.
ΕΛΕΝΗ Α. ΗΛΙΑ
Στα λογοτεχνικά πεζογραφήματα του Βενέζη συναντάμε πλήθος αναφορών στο φυσικό, πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον των ηρώων του. Μια προσέγγιση του έργου του που θα φιλοδοξούσε να χαρακτηριστεί “οικολογική” θεωρούμε ότι θα πρέπει καταρχάς να επισημάνει αφηγηματικά σημεία που περιλαμβάνουν περιγραφές τοπίων, φυσικών φαινομένων, φυσικών και πολιτισμικών στοιχείων, εθίμων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων, καθημερινών συνηθειών κλπ. Τα παραπάνω σημεία μπορούν από τη μια μεριά να αντιμετωπιστούν ως αυτούσια αποσπάσματα που μεταδίδουν οικολογικές πληροφορίες. Η χρησιμότητά τους στην περίπτωση αυτή θα είναι ασφαλώς πολλαπλάσια, αν απευθυνθούν σε παιδιά, καθώς η λογοτεχνική φύση των αποσπασμάτων εγγυάται τη ζωντάνια, την αμεσότητα και την πρωτοτυπία της περιγραφής και συνεπώς εξασφαλίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Από την άλλη μεριά, αυτού του είδους τα αφηγηματικά σημεία μπορούν να μελετηθούν ως αναπόσπαστα μέρη του λογοτεχνικού κειμένου, που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες και εξυπηρετούν ορισμένους αφηγηματικούς στόχους στην αναγνωστική διαδικασία.
Οπωσδήποτε, όμως, μια προσέγγιση που θα σταματούσε ως εδώ θα αδικούσε υπερβολικά το Βενέζη, γιατί θα αγνοούσε τα σημαντικότερα δεδομένα. Η παρουσία της φύσης είναι συνεχής και πολύπλευρη στο έργο του. Η συμμετοχή φυσικών στοιχείων και όντων στις τραγικές στιγμές και στον εσωτερικό κόσμο των αφηγηματικών προσώπων, η πρωταρχική θέση της φυσικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης, η απόλυτη εξάρτηση των ηρώων από το φυσικό παράγοντα, η ουσιαστική αλληλεπίδραση και επικοινωνία τους με το φυσικό κόσμο, η ισορροπία και η εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους μαζί του, μαρτυρούν τη βαθύτατη οικολογική συνείδηση του Βενέζη. Ταυτόχρονα τα στοιχεία αυτά επιδρούν σημαντικά στην κατεύθυνση της οικολογικής ευαισθητοποίησης του αναγνώστη, χάρη στην υποβλητική δύναμη του έργου του.1
Οικολογικά αποσπάσματα
Η διαφορετική εικόνα που παρουσιάζει η φύση με την αλλαγή των εποχών γίνεται συχνά αντικείμενο περιγραφής από το Βενέζη. Έτσι αν συμπαραθέσουμε, για παράδειγμα, αποσπάσματα της Αιολικής γης που αναφέρονται στο καλοκαίρι (σ. 157), τη φθινοπωρινή εικόνα που συναντάμε στη Γαλήνη (α. 72), περιγραφές του χειμώνα και της άνοιξης από τη συλλογή Άνεμοι (σα. 48, 85-86) κλπ., ο αναγνώστης θα αποκτήσει μια σφαιρική αντίληψη των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε εποχής, αλλά και της κυκλικής κίνησης του χρόνου, του αέναου κύκλου της ζωής. Την παρουσία του φυσικού κόσμου στο έργο του Βενέζη συμπληρώνουν ακόμη αναφορές στην επίδραση του ήλιου πάνω στη γη και ιδιαίτερα στα φυτά (Αιολική Γη, ο. 133), στην κίνηση των σύννεφων που άλλοτε σκεπάζουν και άλλοτε αποκαλύπτουν τη σελήνη (Ωκεανός, σσ. 171-172), σε φυσικούς ήχους στην εξοχή (Αιολική Γη, α. 27). Περιγραφές φυσικών φαινομένων, όπως η βροχή (Γαλήνη, σ. 86) αλλά και η καταιγίδα (Άνεμοι, α. 72, Έξοδος, σα. 272, 273-275, Αιολική Γη, σσ. 188, 190-191) με τους χείμαρρους και τις πλημμύρες που προκαλεί (Γαλήνη, σσ. 87-88, 91), φανερώνουν την άλλοτε ευεργετική και άλλοτε καταστροφική δύναμη του φυσικού παράγοντα. Οι εξίσου εντυπωσιακές αφηγηματικές αναφορές σε θαλασσινά (ό.π. σσ. 103,111-112) και σε ορεινά τοπία (Αιολική Γη, σ. 24) αποδίδουν εξαιρετικά την ποικιλία και την ομορφιά του γεωφυσικού χώρου στον οποίο κινούνται οι ήρωες του Βενέζη.
Καθώς οι ήρωες αυτοί ζουν σε υπαίθριους χώρους, στη συντριπτική πλειοψηφία τους απασχολούνται στους πρωτογενείς τομείς παραγωγής. Στο έργο του Βενέζη ενυπάρχουν συνεπώς πολλές επαγγελματικές ή άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν ριζικά διαφοροποιηθεί ή τείνουν να εξαλειφθούν στη σύγχρονη εποχή. Αγροτικές ενασχολήσεις εμφανίζουν τα αφηγηματικά πρόσωπα της Αιολικής Γης, της Γαλήνης και διαφόρων διηγημάτων κυρίως από τους Ανέμους. Βοσκούς, γουναράδες, λοτόμους, ψαράδες και παραδοσιακούς χτίστες συναντάμε συχνότατα να ασκούν τα επαγγέλματα τους στις σελίδες του Βενέζη. Οι διαδικασίες της διάνοιξης δρόμων (Γαλήνη, σσ. 215-216) και της καθέλκυσης πλοίων (Ώρα Πολέμου, σσ. 90-91) περιγράφονται επίσης συχνά από το συγγραφέα. Το κυνήγι άγριων ζώων είναι μια από τις τακτικότερες δραστηριότητες των βενεζικών προσώπων (Αιολική Γη, α. 135, 227-228) ενώ από το έργο δε λείπει ούτε το επάγγελμα του παλιού φαροφύλακα (Αιγαίο, σσ. 41-42) ούτε και η περιγραφή συνοικιακού ψιλικατζίδικου της προπολεμικής εποχής (ό.π., σσ. 98-99,103-104). Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσίαση του ραβδοσκόπου στο παρακάτω απόσπασμα της Γαλήνης:
Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ’ έκαμε τρεις μετάνοιες, φιλώντας τη γη και προσευχόμενος. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να περπατά αργά, σαν να έψαυε, σιωπηλός, αποτραβηγμένος στον εαυτό του. Από πίσω τον ακολουθούσαν η νύφη και τα εγγόνια τον. Κάπου κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ’ έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή απόκριση του νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχωρούσε.
Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.
Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσωπο περιχύθηκε, τότε, ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα χείλη του κινήθηκαν.
– Εδώ, είπε.
Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.
Βρήκαν τη φλέβα σε είκοσι μέτρα βάθος. (σα. 65-66)
Εξαιρετικό βάρος αποκτά στο έργο του Βενέζη η ιδιότητα του λαθρέμπορου. Οι λεγόμενοι «κοντραμπατζήδες» είναι τα αφηγηματικά εκείνα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τον ηρωισμό, τη γενναιότητα σε συνδυασμό με την ευσυνειδησία, τη μεγαλοψυχία και την ηθική (Άνεμοι, σσ. 24-26). Για παράδειγμα ο Αντώνης Παγίδας, αρχηγός των κοντραμπατζήδων στην Αιολική Γη προστατεύει πάντα τους αδύναμους, όπως το μισότρελο κυρ-Στέφανο που κοροϊδεύουν οι συγχωριανοί του (σσ. 100-103) και τους χριστιανικούς πληθυσμούς των ορεινών μικρασιατικών χωριών που διώκονται από τους Τούρκους (σ. 296). Ο Παγίδας άλλωστε παραμένει στην Ανατολή κατά την περίοδο των διωγμών, προτιμώντας να αντιμετωπίσει μόνος του τους φανατισμένους Τούρκους πολεμιστές παρά να εγκαταλείψει το νεκρό φίλο του, που βρίσκεται θαμμένος στην αιολική γη (σ. 306). Ανάλογη γενναιoψυχία και παλικαριά με αυτήν των κοντραμπατζήδων εμφανίζει στο έργο κι ο τύπος του παραδοσιακού ληστή (ό.π., σσ. 38-39,42).
Οι οικολογικές αναφορές του Βενέζη δεν εξαντλούνται, βέβαια, στα παραπάνω. Ένα πλήθος ηθών, εθίμων, λαϊκών μύθων και δοξασιών παρουσιάζονται επίσης από το συγγραφέα, προσφέροντας στον αναγνώστη πολύτιμα στοιχεία γύρω από τη δημοτική παράδοση. Ας ξεκινήσουμε από την περίπτωση της γοργόνας, της «Δέσποινας του Αιγαίου», όπως αποκαλείται (Αιολική Γη, σ. 119), που γίνεται αντικείμενο αφήγησης από πολλούς ήρωες του Βενέζη. Η αιτία της αθανασίας της, η αδιάκοπη αγωνία της για τον αδερφό της το Μεγαλέξανδρο, η απόλυτη κυριαρχία της στο θαλάσσιο κόσμο, η ανεκπλήρωτη επιθυμία του μεγάλου θεριού της θάλασσας να την παντρευτεί, η σχέση της με τους ναυτικούς παρουσιάζονται στην Αιολική Γη (σσ. 117-120), στην Έξοδο (σσ. 266-267) και στο Ώρα Πολέμου, σο. 81-83).
Εδώ θα παραθέσουμε ενδεικτικά μια εντυπωσιακή περιγραφή της μορφής της από την Αιολική Γη:
Το αγοράκι θυμάται τότε πως είδε πλάι στη μάσκα του καϊκιού, μες στη θολούρα του νερού, μια ψαροσυρά σα δελφινιού. Ύστερα είδε ολάκερο το ψάρι. Απ’ τη μέση κι απάνου σα να ‘χε κορμί γυναίκας. Δυο μάτια λάμπανε σα φωτιά. Το κορμί στυλώθηκε, μια, ορθό ίσαμε το κύμα κι απότομα βυθίστηκε με το κεφάλι, για να μην ξαναφανεί πια. Μαύρα μαλλιά σαν πλοκάμια χταποδιού παίξαν στον αγέρα για λίγο, όταν το κεφάλι της Γοργόνας υψώθηκε. Κ’ ύστερα τα τύλιξε, τα μαλλιά, και τα πήρε μαζί του ο αφρός. (α. 118)
Η πίστη των ναυτικών στην ύπαρξη και στη δύναμη της γοργόνας φανερώνεται στο Βενέζη ακόμη και από το γεγονός ότι αρκετοί την έχουν σχηματισμένη πάνω στο σώμα τους με την τεχνική του τατουάζ (Έξοδος, σσ. 261-261, Αιγαίο, σσ. 21, 38). Ο συγγραφέας παρουσιάζει τη σχετική διαδικασία που γίνεται από τους «σταμπαδόρους» και τονίζει το γεγονός πως οι ήρωες επιλέγουν παραστάσεις που συμβολίζουν καθοριστικά περιστατικά της ζωής τους. Για παράδειγμα το τατουάζ στο χέρι του Γραίγου στην Έξοδο αναπαριστά τον περίεργο τρόπο που γεννήθηκε (σ. 267) ενώ ο γλάρος που φτιάχνουν στο χέρι του ήρωα του «Λιος», συνδέεται με την απελευθέρωση του από τους Τούρκους (Αιγαίο, σ. 39).
Σε σχέση με τους νεαρούς ήρωες που ζουν στην Ανατολή στις αρχές του αιώνα ο Βενέζης παρουσιάζει και άλλη μια χαρακτηριστική δραστηριότητα. Πρόκειται για τον πετροπόλεμο, ένα βίαιο κι επικίνδυνο παιχνίδι, στο οποίο συχνά μερικοί τραυματίζονται θανάσιμα (Άνεμοι, σσ. 34-35, Αιολική Γη, σα. 86-87). Ο πετροπόλεμος είναι κατά το συγγραφέα ένας τρόπος μύησης των παιδιών στο ριψοκίνδυνο τρόπο που ζουν οι κοντραμπατζήδες, τα ενδοξότερα πρόσωπα στην κοινωνία της εποχής. Ο πετροπόλεμος που υποκαθιστά μια πραγματική μάχη εκπληρώνει την επιθυμία και την ανάγκη των αγοριών να χύσουν αίμα, να διακινδυνέψουν τη ζωή τους, να κατανικήσουν το αίσθημα του φόβου, προκειμένου να ανδρωθούν.
Αλλά ο πετροπόλεμος δεν είναι η μοναδική δραστηριότητα που εκφράζει το βίαιο πάθος της Ανατολής. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το έθιμο της πάλης ανάμεσα σε δυο αρσενικές καμήλες, για τη διεκδίκηση της θηλυκιάς, που γίνεται κάτω από τον ήχο του τύμπανου σε υπαίθριο θέατρο. Όπως προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα της Αιολικής Γης, τα πληγωμένα ζώα υποφέρουν τρομερά, αν και αναμετρήθηκαν μόνο και μόνο για να προσφέρουν ένα απολαυστικό, διασκεδαστικό θέαμα στο κοινό:
Όταν, απότομα, τραβούν το θηλυκό απ’ τη μέση. Το σέρνουν και το κρύβουν. Τα τούμπανα σωπαίνουν μονομιάς. Γίνεται ησυχία θανάτου. Τα δυο τ’αρσενικά τ’ αφήνουν λεύτερα. Κοιτάζει το ένα τ’ άλλο. Κ’ ύστερα με βία, με λύσσα, με μανία χιμούν το ένα καταπάνω στ’ άλλο. Είναι μια πάλη φοβερή κι άγρια, είναι το κορυφωμένο ένστιχτο που λυσσά και βογκά, είναι η σκοτεινή θεότητα της Ανατολής που δεν ξέρει το μέτρο, που ξέρει μοναχά το πάθος ζυμωμένο μ’ αφρό και αίματα.
Καταματωμένα, κατατσακισμένα, πάντα άγρια, όταν ο θάνατος λίγο θα θέλει για να ‘ρθει να κατασιγάαει οριστικά το πάθος, τότε θα τα τραβήξουν τ’ αρσενικά που πάλεψαν, που χύσανε το αίμα τους, και που δεν ικανοποιήθηκαν (σσ. 172-173).
Η μονομαχία μέχρι θανάτου συνηθίζεται ανάμεσα και στους ανθρώπους της Ανατολής που συναντάμε στο Βενέζη, ως ο μοναδικός δίκαιος και έντιμος τρόπος για να λύνουν τις διαφορές τους. Έτσι ο κοντραμπατζής Αντώνης Παγίδας μονομαχεί με τον επιστήθιο φίλο του, το Γαρμπή, για να πάρει εκδίκηση για τον σκοτωμένο αδερφό του, όπως υπαγορεύει ο κώδικας τιμής της εποχής (ό.π., σσ. 299-301). Η αναφορά στο σπάσιμο του ροδιού και στους πυροβολισμούς που ρίχνονται στον αέρα, για να γιορταστεί ένα χαρμόσυνο γεγονός ή για να τιμηθεί κάποιο πρόσωπο είναι μερικά ακόμη από τα έθιμα που παρουσιάζει ο Βενέζης στην
Αιολική Γη (σσ. 168, 306). Επίσης στην Έξοδο ο συγγραφέας αναφέρεται στους αναστενάρηδες (σσ. 38-39) ενώ στον Ωκεανό περιγράφει διάφορα έθιμα των λαών της Μεσογείου, όπως ένα πανηγύρι στην Αλγερία (σσ. 83-85).
Οι αφηγηματικές λειτουργίες των οικολογικών αναφορών
Είναι καιρός, όμως, να αναζητήσουμε τις αφηγηματικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούν στο έργο του Βενέζη οι παραπάνω αναφορές στο φυσικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό περιβάλλον των ηρώων. Από τις αφηγηματικές λειτουργίες που επιτελούνται συχνότερα με τη χρησιμοποίηση οικολογικών στοιχείων είναι η πολύπλευρη προσέγγιση του αναγνώστη με τους ήρωες, που εξασφαλίζει την επιθυμητή από το συγγραφέα αναγνωστική στάση απέναντι τους. Στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνεται η παρουσίαση δυο διαφορετικών τόπων στους οποίους ψαρεύουν τα πρόσωπα του «Λιος». Η μια περιοχή προσφέρει ασφάλεια στους ψαράδες, αφού βρίσκεται στα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά περιέχει ελάχιστες ποσότητες ψαριού. Η δεύτερη, που περιέχει άφθονο ψάρι, βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των τουρκικών αρχών, οπότε είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τους Έλληνες που ψαρεύουν παράνομα εκεί. Με βάση την επιλογή του τόπου ψαρέματος, οι ήρωες του διηγήματος κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες: στους συνετούς και στους ριψοκίνδυνους (Αιγαίο, σα. 16-17). Στο ίδιο έργο ο κύριος ήρωας ζητά, όπως είδαμε, να φτιάξουν στο ανάπηρο χέρι του τατουάζ, που να παριστάνει ένα γλάρο (σ. 40). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει2 την απαλλαγή του νέου από το μίσος που αισθανόταν για τους Τούρκους, οι οποίοι στο παρελθόν σκότωσαν τους συντρόφους του και προκάλεσαν την αναπηρία του. Η διαφοροποίηση των συναισθημάτων του αντιλαμβανόμαστε ότι οφείλεται στη μεγαλοψυχία κάποιων Τούρκων, που, αν και τον συνέλαβαν να ψαρεύει στο “Λιος”, τον άφησαν να επιστρέψει ατιμώρητος στο νησί του, γεγονός που συνδυάστηκε από τον νέο με ένα γλάρο, τον οποίο πυροβόλησε ο Τούρκος στρατιώτης.
Αν περάσουμε στο διήγημα Άνθρωποι οτο Σαρωνικό βλέπουμε πως η χαρά και η αμεριμνησία της μικρής ηρωίδας εναρμονίζεται με τη γαλήνη της φύσης γύρω της. Καθώς η σκληρή εικόνα του πολτοποιημένου κρανίου της, που ακολουθεί, εναντιώνεται πλήρως στην παραπάνω φυσική ηρεμία και ομορφιά, ο βίαιος θάνατος της μας συγκλονίζει βαθιά (Ώρα Πολέμου, σσ. 18-19). Η συμπάθεια μας είναι εξασφαλισμένη και για τον Ιταλό φαντάρο που νιώθει ευτυχισμένος στο διήγημα, επίσης χάρη στη γαλήνια φύση (ό.π., σ. 24). Συνεπώς δεν επιθυμούμε το θάνατο του που επιδιώκει προς στιγμήν ο πατέρας της Φωτεινής, για να εκδικηθεί, επειδή άλλοι Ιταλοί στρατιώτες ευθύνονται για το χαμό της.
Κι ενώ στα παραπάνω σημεία οι αναφορές του συγγραφέα στη φύση υπαγορεύουν τη στάση μας απέναντι στους ήρωες, στην Αιολική Γη ο ενθουσιασμός και η ικανοποίηση που προσφέρει στη Ντόρις η πάλη ανάμεσα στις δυο καμήλες (σ. 173) μαρτυρεί την προτίμησή της στο έντονο ερωτικό πάθος. Στο ίδιο έργο η αντίθεση ανάμεσα στους αργούς ρυθμούς της φύσης στην καλοκαιρινή ανατολή και στο γοργό καλπασμό της Άρτεμης (σ. 208) φανερώνει την οργή και την απόγνωση της μικρής ηρωίδας, επειδή ο αγαπημένος της κυνηγός βρίσκεται μάξι με τη Ντόρις στη σπηλιά εκείνη που παλιότερα είχε επισκεφτεί με την Άρτεμη.
Το τουρκικό φαγητό «αλεμάν τσορμπά», που περιγράφει ο Βενέζης στο Νούμερο 31328, καθώς το μοιράζονται οι Έλληνες αιχμάλωτοι με τους Τούρκους
στρατιώτες, συνιστά μια μορφή σύγκλισης ανάμεσα στις δυο αντίπαλες εθνότητες
(σ. 193). Ο «αψύς» καυτός καλοκαιρινός ήλιος της Ανατολής εμφανίζεται να επιδρά εξίσου σε Έλληνες και Τούρκους, να τους «μελώνει», να τους «τιθασεύει», με
αποτέλεσμα να «πέφτουν οι άνθρωποι – χωρίς ν’ αντιδρούν, χωρίς να πονηρεύονται, χωρίς να μισούν» (ό.π., σ. 202). Συνεπώς, εδώ η φύση παρουσιάζεται ως μια
δύναμη που ενώνει τα αφηγηματικά πρόσωπα, που υπονομεύει και καταργεί τις
εθνικές διαφορές τους.
Ο Βενέζης στο έργο αναφέρεται συνήθως στη φύση, δημιουργώντας αφηγηματικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αρμονία, στη γαλήνη και στην ομορφιά της από τη μια μεριά και στην άθλια ψυχολογική κατάσταση των αιχμαλώτων ή στις θλιβερές συνθήκες διαβίωσης τους από την άλλη. Έτσι, κάπου ο συγγραφέας αναπολεί τις τρυφερές στιγμές που έζησε στο κτήμα του παππού του τα προηγούμενα καλοκαίρια, όπως περνά από εκεί αιχμάλωτος, οδηγούμενος σε στρατόπεδο στο εσωτερικό της Ανατολής (σσ. 70-71). Αλλού κάνει λόγο για τον ασυμβίβαστο με την αγωνία του λυρισμό του νυχτερινού τοπίου που φωτίζει η σελήνη (σ. 53) ή για ένα πολύχρωμο λουλούδι που άνθισε έξω απ’ το στρατόπεδο αιχμαλώτων, από το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει ο ήρωας-αφηγητής (σσ. 222-223). Οι αντιθέσεις που εμφανίζονται όταν η τρυφερή ομορφιά της φύσης αντιπαρατίθεται στην απαίσια πραγματικότητα της αιχμαλωσίας, είναι τα συνεκτικά σημάδια του κειμένου, όπως επισημαίνει ο Τέλλος Άγρας για το Νούμερο 31328 («Ένα μεταπολεμικό βιβλίο», Τετράδια Ευθύνης 6, Αθήνα 1978, σ. 69).
Στο συγκεκριμένο έργο, όπως άλλωστε και σε άλλα πεζογραφήματα του Βενέζη, η φύση αναδεικνύεται κάποιες φορές σε μοναδικό παράγοντα που υπαγορεύει στους ήρωες την ανάγκη για καλύτερη ζωή. Για παράδειγμα η θέα της θάλασσας μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο γεμίζει ελπίδες και νοσταλγία τους αιχμαλώτους (σσ. 231-232) ενώ τα λουλούδια που εκείνοι βλέπουν, όταν δουλεύουν εξαντλητικά για τη διάνοιξη ενός δρόμου, τους προκαλούν υπαρξιακούς προβληματισμούς (σσ. 192-193). Στον επίλογο του βιβλίου η χαραυγή δίνει στον ήρωα, που μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο της γυναίκας του και των παιδιών του, παρηγοριά και κουράγιο για να συνεχίσει τη ζωή του (σ. 245).
Όσο για την Έξοδο, οι ήρωες που κατευθύνονται στην Αθήνα, για να σωθούν από τους Γερμανούς και τον τρελό λοτόμο του Κιθαιρώνα, εμφανίζονται να κοιτάζουν έκθαμβοι κι εκστατικοί τη θέα της πόλης από το κάστρο της Φυλής, ξεχνώντας προς στιγμή τα βάσανα και την αγωνία για τη ζωή τους (σ. 353). Η ειδυλλιακή θέα του Σαιν-Τζώρτζη γεννά και στη μικρή Φωτεινή από το διήγημα Άνθρωποι στο Σαρωνικό τον πόθο να επισκεφτεί το γειτονικό νησάκι. Επειδή η επιθυμία της παραμένει ανεκπλήρωτη, εξαιτίας του βίαιου θανάτου της, επιτείνεται ο πόνος και η ένταση του αναγνώστη (Ώρα Πολέμου, α. 19). ‘Οταν πάλι ο πατέρας της μικρής ηρωίδας ετοιμάζεται να σκοτώσει ένα νεαρό Ιταλό, για να εκδικηθεί για το θάνατο της, η παρουσία της φύσης αποδεικνύεται επαρκής για να ματαιώσει την πράξη του:
Ένα δευτερόλεπτο. Τα δάχτυλα σφίχτηκαν στο ξύλο. Άγρια. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή ένα κοπάδι μαυροπούλια, ήταν κοράκια, σηκωμένο από κάπου εκεί κοντά, πέρασε πάνω απ’ τα κίτρινα βράχια, σε λίγο ύψος, άγρια κράζοντας.
Ξαφνιασμένος ο γέροντας βοσκός σήκωσε ψηλά τα μάτια. Τα δάχτυλα χαλάρωσαν στο ραβδί. Η αστραπή πέρασε απ’ τα μάτια, έφυγε με τα μαυροπούλια.
«Θε μου!… Τι ήταν να κάνω;» (σσ. 24-25)
Το ίδιο ισχυρό αποδεικνύεται το φυσικό στοιχείο και στη συλλογή Αιγαίο. Στο διάλογο ανάμεσα στο νεαρό Έλληνα που ψάρευε παράνομα στο Λιος και στους Τούρκους που τον συνέλαβαν, κυριαρχεί ειρωνεία και ένταση. ‘Οταν, όμως, την προσοχή των συνομιλητών αποσπά η ρυθμική κίνηση ενός δελφινιού, τότε τα λόγια τους εκφράζουν νοσταλγία και συμπάθεια (σ. 29). Στο διήγημα Δεν έχει πλοίο παρουσιάζονται δυο ιερόδουλες που κάνουν βαρκάδα στο ανοιχτό πέλαγος. Το θαλασσινό τοπίο κάνει τόσο επιτακτική την ανάγκη τους να απαλλαγούν από τις άθλιες συνθήκες ζωής τους στο νησί, που επιδιώκουν με όλες τους τις δυνάμεις να πείσουν το βαρκάρη να τις οδηγήσει μακριά από την εξουσία της πάτρωνας, στις Τουρκικές ακτές, παρ’ όλο που εκεί είναι βέβαιο πως τις περιμένει ο θάνατος (ό.π., σσ. 74, 77-78).
Στο συγκεκριμένο διήγημα εμφανίζεται μια επιπλέον αφηγηματική λειτουργία της φύσης. Ύστερα από τις απεγνωσμένες και μάταιες προσπάθειες των ιερόδουλων να διαφύγουν, παρατίθεται η εικόνα του σύννεφου που σκέπασε τον ήλιο, με αποτέλεσμα να σκοτεινιάσουν ο ουρανός και η θάλασσα. Έτσι υπογραμμίζεται εντονότερα πως χάθηκε οριστικά κάθε ελπίδα των ηρωίδων για καλύτερη ζωή (ό.π., σ. 78).
Τα αφηγηματικά πρόσωπα της φύσης
Ας σταθούμε, όμως, τώρα και σε ορισμένες περιπτώσεις που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της αφήγησης τη φύση προσωποποιημένη ή ως συμβολικό στοιχείο. Στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται πως η προσωποποίηση στο έργο του Βενέζη (Σγουρός Α., ό.π., σ. 393), η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στα ζώα και στα άψυχα (Χατζίνης Γ., Ελληνικά κείμενα, ό.π., σ. 130) έχει σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την καθημερινότητα, τον εξωραϊσμό και την αποθέωση του αντικειμένου (Παναγιωτόπόυλος Ι. Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τόμ. Β’, Ανήσυχα Χρόνια, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 19802, σ. 70) . Οι λειτουργίες της προσωποποιίας της φύσης στα πεζογραφήματα του Βενέζη συνοψίζονται στο σχολιασμό μιας κατάστασης, στην προετοιμασία μιας εξέλιξης ή στη μεταφορά του έργου από το ρεαλισμό στην ποίηση (Χσυρμούζιος Αιμ., «Η διηγηματογραφία του Βενέζη», Τετράδια Ευθύνης 6, ό.π., σ. 79).
Αντικείμενο των διαλόγων των φυσικών στοιχείων και όντων στην Αιολική Γη είναι συχνά κάποιος από τους ήρωες ή και το σύνολο των αφηγηματικών προσώπων του έργου. Ορισμένοι τέτοιοι διάλογοι εξυμνούν τον ηρωισμό των κοντραμπατζήδων και το ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής τους. Παρακολουθώντας τη νύχτα και τους ανέμους να αναφέρονται με στοργή, τρυφερότητα και θαυμασμό στις αρετές των ηρώων αυτών, νιώθουμε να μας τυλίγει η γοητεία της φαντασίας του Βενέζη (σσ. 249-250). Σε άλλο σημείο δυο ποταμοί εμφανίζονται επίσης εντυπωσιασμένοι από τη γενναιότητα που επέδειξε ο αρχηγός των κοντραμπατζήδων Αντώνης Παγίδας στην αναμέτρηση του με ένα φοβερό ληστή της Ανατολής, το Σελήμ τον Αράπη (σ. 281). Το κεφάλαιο που αναφέρεται στην ανακάλυψη του πτώματος του κυνηγού με τα κίτρινα άστρα από την Άρτεμη και τη Ντόρις ολοκληρώνεται με διάλογο των δέντρων και των πουλιών που ζουν στα Κιμιντένια, για το θάνατο του:
Έπεφτε το βράδυ. Οι οξιές πήραν το μήνυμα, το ψιθύρισαν μες στα φύλλα τους, το δώσανε παραπέρα, σ’ όλη τη χώρα τους.
«Το μάθατε; Ο κυνηγός σκοτώθηκε! Ο κυνηγός πια δε θα περάσει κάτω απ’ τον ίσκιο μας!»
Τ άκουσαν πιο κάτω οι αγριοβελανιδιές και το ψιθνρίσανε στους περαστικούς τσαλαπετεινούς και στ’ αγριοπερίστερα.
«Το μάθατε; Ο κυνηγός σκοτώθηκε!»
«Ποιος κυνηγός σκοτώθηκε;»
«Αυτός που δεν κυνηγούσε κυνηγούς κι αγριοπερίστερα. Αυτός που κυνηγούσε τ’ αγριογούρουνα στο μεγάλο φαράγγι».
«Γιατί πέθανε;» ρώτησαν οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα.
«Από αγάπη»,είπαν οι βελανιδιές, (σα. 240-241)
‘Οταν πλησιάζει το ξέσπασμα του πολέμου, όλα τα πλάσματα που ζουν στα Κιμιντένια συμμερίζονται τον πανικό των αφηγηματικών προσώπων. Οι τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα, οι σαύρες κι οι χελώνες, τα αγριογούρουνα και τα τσακάλια εκφράζουν την αγωνία τους για την επικείμενη καταστροφή: «Η θύελλα έρχεται! Η θύελλα έρχεται!» (σσ. 266-268). Η καθολική εμπλοκή της φύσης φανερώνει την αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση όλων των ειδών που κατοικούν στην αιολική γη. Οι ήρωες του έργου θεωρούνται από το συγγραφέα μέλη μιας μόνο από τις τόσες βιοκοινότητες του οικοσυστήματος που αντιμετωπίζουν τις κοινές, ολέθριες συνέπειες του επικείμενου πολέμου. Έτσι το έργο αποδίδει την τεράστια καταστροφικότητα για τη ζωή στη μικρασιατική ύπαιθρο και ταυτόχρονα συμβάλλει ουσιαστικά στην οικολογική ευαισθητοποίηση του αναγνώστη.
Υπάρχουν, ωστόσο και περιπτώσεις στο έργο του Βενέζη όπου δέντρα, ζώα ή άλλα φυσικά αντικείμενα εμφανίζονται ως αφηγηματικά πρόσωπα που διηγούνται τα ίδια την προσωπική τους ιστορία ή συνιστούν το δρων υποκείμενο της αφήγησης. Δύο καρυδιές του Καυκάσου, αναζητώντας τον ήλιο που ήταν σπάνιος στον τόπο που μεγάλωναν, ταξιδεύουν με τη βοήθεια του μεγάλου ποταμού της περιοχής και των παραποτάμων του ως την πεδιάδα κάτω από τα Κιμιντένια, όπου γεννιέται το παιδί τους, η μεγάλη καρυδιά, στο κτήμα του παππού τού ήρωα-αφηγητή (Αιολική Γη, σσ. 61-62). Έτσι ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τον πρωταρχικό ρόλο που παίζουν στη μεταβολή και την εξέλιξη του οικοσυστήματος και οι ανόργανοι φυσικοί παράγοντες. Πιο κάτω, σ’ ένα ολόκληρο κεφάλαιο του έργου, η μοναδική μεγάλη αρκούδα που απέμεινε στην αιολική γη, περιγράφει στο μικρό της την πορεία των προγόνων τους από το Λίβανο στο Καζ-Νταγ κι ύστερα στα Κιμιντένια, προκειμένου να γλιτώσουν από τους ανθρώπους που τους κυνηγούν και αφανίζουν το γένος τους. Με την πεποίθηση που εκφράζεται από την αρκούδα πως όσο υπάρχουν οι άνθρωποι, αυτή και το παιδί της δε θα πάψουν να κινδυνεύουν (σσ. 219-222), ο Βενέζης μεταδίδει με υποβλητικό τρόπο το οικολογικό του μήνυμα στον αναγνώστη. ‘Οταν ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνέχεια στη θανάτωση της αρκούδας από τον κυνηγό της Αιολικής Γης, εστιάζει την αφήγηση του στη σφαίρα, από την οποία το ζώο σκοτώθηκε. Αναφέρεται στη φυσική ύλη από όπου αυτή προήρθε και στην πορεία που διένυσε μέχρι να βρεθεί στο όπλο του συγκεκριμένου κυνηγού. Έτσι η ευθύνη δε βαραίνει ολοκληρωτικά τον κυνηγό, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα συμπαθής στον αναγνώστη (σ. 228).
Η προσωποποίηση του ωκεανού στο ομώνυμο έργο εντοπίζεται σε μια σειρά αφηγηματικών σημείων. Παντού στο κείμενο το πρώτο γράμμα της λέξης γράφεται με κεφαλαίο, οπότε σχηματίζεται η εντύπωση πως πρόκειται για κύριο όνομα. Επιπλέον, στον ωκεανό αποδίδονται ιδιότητες προσώπου. Για το λόγο αυτό, η λέξη ωκεανός έχει θέση υποκειμένου και ακολουθείται από ρήματα ενεργητικής φωνής (Ωκεανός, σσ. 56,134,170,196). Η προσωποποίηση του ωκεανού, το γεγονός πως το φυσικό στοιχείο εμφανίζεται ως δρων πρόσωπο, δίνει στην αναμέτρηση του με τους ήρωες του έργου εντυπωσιακότερες διαστάσεις.
Όσο για τη συμβολική χρησιμοποίηση της φύσης, θα σταθούμε σε μερικές περιπτώσεις που συναντάμε σε διηγήματα της συλλογής Ώρα Πολέμου. Σχο Άνθρωποι στο Σαρωνικό συναντάμε μια ολόκληρη ενότητα που αναφέρεται στη διαμάχη ενός γλάρου και ενός κορακιού. Το θαλασσοπούλι πετά, κρατώντας στο ράμφος του ένα ψάρι, που προσπαθεί να το αρπάξει το κοράκι που πετά κυκλικά από πάνω του. Αυτή η φυσική εικόνα συμβολίζει στο έργο την πάλη του καλού με το κακό που γίνεται στον εσωτερικό κόσμο του κυρίου ήρωα (σ. 27). Η σκηνή επαναλαμβάνεται πιο κάτω, αυτή τη φορά όμως το κοράκι κατορθώνει να αρπάξει από το γλάρο τη λεία του. Το αποτέλεσμα αυτό ερμηνεύεται από τον αφηγητή ως νίκη του κάλου πάνω στο κακό, αφού το «κακό» κοράκι, τρώγοντας το ψάρι, μιμείται τις συνήθειες του «καλού» γλάρου (σ. 37). Κοράκια που πετούν πάνω από το κάστρο της πόλης στο διήγημα Η κυρούλα της Λαμίας, συνιστούν το σύμβολο της καθημερινής ασκήμιας που χαρακτηρίζει τη ζωή των κατοίκων της. Αντίθετα, τα λελέκια τα οποία μολονότι οι άνθρωποι στη Λαμία τα περιμένουν με ανυπομονησία, φτάνουν εκεί παροδικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ομορφιά στη ζωή τους (σ. 53). Τα βουνά που υψώνονται τριγύρω από την πόλη συμβολίζουν στο διήγημα αυτό τα εσωτερικά δεσμά της ηρωίδας, -αντίστοιχα με τα «τείχη» στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη- (σσ. 53-54). Τη διαδρομή, τέλος, της ηλικιωμένης γυναίκας πέρα από τα βουνά του τόπου της, προκειμένου να φυγαδεύσει το νέο που κυνηγούν οι Γερμανοί, την αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα και ως συμβολική πορεία προς την απελευθέρωση, την απομάκ’ρυν-οη από τα μίζερα όρια της ως τότε ζωής της (σσ. 65-66).
Ο δεσμός των ηρώων του Βενέζη με τη φύση
Θα τελειώσουμε αυτό το άρθρο με ορισμένα αφηγηματικά σημεία, που καθώς αναφέρονται στη συνεχή αλληλεπίδραση και στους άρρηκτους δεσμούς των ηρώων του Βενέζη με διάφορα όντα και στοιχεία του φυσικού κόσμου, μαρτυρούν τη βαθιά οικολογική του συνείδηση. Οι σχετικές αναφορές είναι εξαιρετικά σημαντικές διότι επηρεάζουν ή και καθορίζουν την περιβαλλοντική στάση του αναγνώστη, χάρη στη μεγάλη υποβλητική τους δύναμη.
Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία για το Βενέζη, συναντάμε την επισήμανση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, πως τα βενεζικά αφηγηματικά πρόσωπα «είναι φύση, μόνο φύση» (Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., «Στοιχεία του έργου του Βενέζη», Νέα Εστία, τόμ. 96 (Χριστούγεννα ’74, σ. 5) ενώ και ο Α. Σαχίνης παρατηρεί για την Αιολική Γη πως τον κυρίαρχο τόνο της δεν τον δίνουν τα πρόσωπα, αλλά ο τόπος (Η πεζογραφία της Κατοχής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948, σ. 121). Η φύση, σημειώνει ο Β. Λαούρδας, συνιστά το μοναδικό πεδίο, όπου γίνεται αντιληπτός ο χρόνος στο έργο του Βενέζη («Η Αιολική Γη», Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, 1944, σ. 74). Ο Άγγελος Σικελιανός παρατηρεί για τη φύση πως βρίσκεται σε ενότητα και διαλεκτική συμφωνία με την ψυχή και το ήθος (Πρόλογος Αγγέλου Σικελιανού οτη Β’ έκδ. της Αιολιχής Γης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ο. 12). Η έννοια της φύσης στο έργο του Βενέζη προσδιορίζεται πληρέστερα με τις επισημάνσεις που τη χαρακτηρίζουν στοιχείο «ιερό» (Ιακωβίδου Λιλή, «Ο Ηλίας Βενέζης μέσα από την αρρώστια», Νέα Εστία, Χριστούγεννα ’74, σ. ), «έρωτα, μνήμη και μύθο» (Χουρμούζιος Αιμ., ό.π., σ. 84 ), «προέκταση των ονείρων μας» (Αθανασιάδης Τ., ό.π., α. 253), «οντότητα που περιέχει πνευματική ευγλωττία» (Τσιρόπουλος Κ., «Ο Ηλίας Βενέζης εθνικός συγγραφέας», Τετράδια Ευθύνης 6, σ. 49).
Η προσέγγιση της φύσης από το συγγραφέα αφήνει την αίσθηση μιας μυστικής επικοινωνίας (Παναγιωτόπσυλος Ι.Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα, ό.π., σ. 65) , μιας βαθιάς σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό κόσμο (Buenzod Ε., Τετράδια Ευθύνης 6, ό.π., σ. 123).
Αυτός ο δεσμός εντοπίζεται στην κοινή αγωνία, την αγωνία που μοιράζεται ο άνθρωπος με όλα τα όντα (Χατζίνης Γ., Ελληνικά Κείμενα, ό.π., σ. 130).
Η απόφαση του ήρωα του διηγήματος Άνθρωποι στο Σαρωνικό να θάψει τελικά το πτώμα του Ιταλού ναυαγού -παρόλο το μίσος του για τους Ιταλούς, που σκότωσαν το παιδί του- υπαγορεύεται σύμφωνα με τον αφηγητή από τις φυσικές δυνάμεις, αφού το κύμα συνεχώς βγάζει το νεκρό σώμα στην ακτή, όσες φορές κι αν προσπαθεί να το απομακρύνει ο ήρωας, σπρώχνοντάς το όλο και βαθύτερα στη θάλασσα (Ώρα Πολέμου, σ. 40). Ο συγκεκριμένος ήρωας που ζει κοντά στη φύση είναι άλλωστε ο μόνος που κατορθώνει να σεβαστεί ουσιαστικά την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτό προκύπτει από την οργισμένη και αποτελεσματική αντίδραση του αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, για την άσχημη μεταχείριση ενός κρανίου που ανήκε σε Ιταλό από Αθηναίους εκδρομείς (ό.π., σσ. 48-50).
Στη συλλογή Αιγαίο η τεράστια επίδραση της θάλασσας στον ανάπηρο ήρωα του διηγήματος το Καΐκι του Θησείου, ο οποίος έζησε κοντά της τα παιδικά του χρόνια, αν και ποτέ ο ίδιος δεν υπήρξε ναυτικός, γίνεται φανερή από την απόφαση του να φτιάξει ένα μεγάλο καΐκι δίπλα από το μαγαζάκι του έξω από τον αρχαιολογικό χώρο του Θησείου (σσ. 107-108). Η επίδραση της θάλασσας γίνεται επίσης πολύ συχνά ιδιαίτερα φανερή στον Ωκεανό, όταν τονίζεται και από τον αφηγητή και από τους ίδιους τους ήρωες πως τους επηρεάζει το ρεύμα του γκολφστρήμ. Συγκεκριμένα το γκολφστρήμ εμφανίζεται ως αιτία των τσακωμών που συμβαίνουν συνεχώς ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος όσο το πλοίο τους ταξιδεύει μέσα στο ρεύμα, αλλά θεωρείται και υπαίτιο της ψυχοπάθειας του γέρου καμαρότου, που εκδηλώθηκε στο ίδιο σημείο (σσ. 202-203, 207,214).
Η θάλασσα που στέλνει πάντα μηνύματα στο νησιώτη ήρωα της Εξόδου Γραίγο, όσο μακριά της κι αν βρίσκεται, τον προειδοποιεί και για την απελευθέρωση του, πριν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίσουν τη φυλακή του (σ. 164). Στην Αιολική Γη ο αφηγητής υποστηρίζει πως η Ντόρις έρχεται από τη Σκωτία να εγκατασταθεί στο μικρασιατικό χώρο, όχι επειδή συμπτωματικά παντρεύτηκε με Έλληνα, αλλά γιατί η θάλασσα του Αιγαίου, από το οποίο καταγόταν η γιαγιά της, ασκεί πάνω της ισχυρότατη μαγνητική επίδραση (σ. 156). Ο φαροφύλακας που ζει μονάχος του σε ένα ξερονήσι βρίσκει συντροφιά σε δυο γλάρους που κάθε βράδυ επιστρέφουν στο καλύβι του και τους αποκαλεί με τα ονόματα των σκοτωμένων γιων του. Και όταν περαστικοί σκοτώνουν τα πουλιά του, ο πόνος που νιώθει ο ήρωας είναι εξίσου δυνατός με εκείνον για το χαμό των παιδιών του στον πόλεμο (Αιγαίο, σσ. 45-46,50,52).
Η ουσιαστική επαφή του ανθρώπου με τη φύση συνιστά στην Αιολική Γη το κυρίαρχο θέμα της αφήγησης. Ο ίδιος ο ήρωας-αφηγητής διαπίστωνε από την παιδική του ηλικία το διακοσμητικό χαρακτήρα της φύσης στον αστικό χώρο σε αντίθεση με την εξοχή, όπου ήτανΧβαθύς ο δεσμός του ανθρώπου με τον ήλιο, με το χώμα, με το νερό» (σ. 53). Αυτό αποδεικνύεται από το χάρισμα που είχε ο μπαρμπα-Ιωσήφ, ο οποίος για πάρα πολλά χρόνια καλλιεργούσε τη γη και μπόλιαζε τα δέντρα, να ακούει «το αίμα του δέντρου, απ’ όπου είχε πάρει τη φλούδα το μπόλι, να τρέχει αργά μες στο αίμα του άγριου κορμού, ν’ ανακατεύεται μέσα του, αρχίζοντας έτσι την πράξη του θαύματος, τη μεταμόρφωση του» (σ. 60). Για το χάρισμα αυτό ο γέροντας είχε πει στους μικρούς ήρωες, όταν παρακολούθησαν τη διαδικασία του μπολιάσματος -που έπαιρνε μορφή ιεροτελεστίας (σ. 59)-, πως δίνεται σε όλους όσους αγαπούν πραγματικά τα δέντρα (σ. 60).
Για τον παππού του αφηγητή, που είναι επίσης άνθρωπος της υπαίθρου, οι καιρικές συνθήκες έχουν καθοριστική σημασία. Η διαδικασία τη§ πρόγνωσης του καιρού είναι αποτέλεσμα της «συνομιλίας» του, της μυστικής επαφής του με τα φυσικά στοιχεία και τα ουράνια σώματα (σ. 67). Όταν η γη διψούσε, η χαρά των ανθρώπων για τη βροχή δεν σχετιζόταν τόσο με την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, όσο προερχόταν από το γεγονός πως «πονούσαν το χώμα σαν πλάσμα ζωντανό που υπόφερνε» χωρίς το νερό (σ. 69). Με την πάροδο των χρόνων τα αφηγηματικά πρόσωπα της Αιολικής Γης διδάσκονταν από τη φύση να μην αγωνιούν για τα καιρικά φαινόμενα και να τα αντιμετωπίζουν όταν ήταν καταστροφικά για τη σοδειά με γαλήνη και στωικότητα (σ. 73). Το πόσο βαθιά πίστευαν οι ήρωες στην παντοδυναμία της φύσης γίνεται φανερό από το γεγονός πως δεν παραβίαζαν ποτέ τους ιερούς της νόμους, σκοτώνοντας για παράδειγμα ένα ετοιμοθάνατο ζώο, γιατί θεωρούσαν πως σε διαφορετική περίπτωση θα τιμωρηθούν και οι ίδιοι με θάνατο (σα 209-211).
Την περίοδο των διωγμών ο μπαρμπα-Ιωσήφ επιλέγει να μην εγκαταλείψει το κτήμα, παρά το ότι όσοι Έλληνες παρέμειναν τότε στη Μικρά Ασία ήταν βέβαιο πως θα θανατώνονταν από τους Τούρκους (σσ. 304-305). Όμως ούτε και για τον παππού του αφηγητή είναι δυνατό να αποχωριστεί τον τόπο του. Για το λόγο αυτό, φεύγοντας για την Ελλάδα ο ήρωας κρύβει στον κόρφο του λίγο χώμα από την αιολική γη, ώστε να μην αισθάνεται τόσο έντονη την απουσία της (σ. 308). Η μικρή Αυγή, τέλος, στη Γαλήνη αγγίζει το χώμα στον τάφο της μητέρας της κι αισθάνεται πως χαϊδεύει την ίδια τη νεκρή που τόσο νοσταλγεί, αφού από τον πατέρα της έμαθε πως «τα χέρια και το σώμα των ανθρώπων γίνουνται χώμα» (σ. 237).
Επιχειρήσαμε, λοιπόν, εδώ μια «οικολογική» προσέγγιση στο έργο του Βενέζη που να εντοπίζει το πλήθος των φυσικών, κοινωνικών και πολιτισμικών στοιχείων του, να καταγράφει τους αφηγηματικούς τους ρόλους και λειτουργίες και να αναδεικνύει την οικολογική ευαισθησία που το χαρακτηρίζει.
- Στις περισσότερες μελέτες που αναφέρονται στο Βενέζη εξαίρεται το στοιχείο της υποβολής που χαρακτηρίζει το έργο του. Για το Γ. Χατζίνη το στοιχείο αυτό συνιστά τον κυριότερο δρόμο μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας πραγματοποιεί τις λογοτεχνικές προθέσεις του (Ελληνικά κείμενα, εκδ. Π. Οικονόμου, Αθήνα, σσ. 130,134-135). Ο Τ. Αθανασιάδης επισημαίνει τη συγγραφική τεχνική του δημιουργού να υποβάλλει και όχι να υπογραμμίζει (Αναγνωρίσεις, εκδ. ALVIN REDMAN, Αθήνα, 1965, σσ. 240, 267-268), ενώ ο Σγουρός από τους άπειρους τρόπους με τους οποίους ο Βενέζης υποβάλλει, ξεχωρίζει αυτόν της υπερβολής των νύξεων («Τα πλαίσια της πεζογραφίας του 1930 και η Αιολική Γη», Φιλολογικά Χρονικά, τόμ. Α’, 1944, σ. 392). Τις νύξεις, αλλά και τις υπομνήσεις και τις αποσκοπήσεις θεωρεί και ο Α. Σαχίνης ως τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του Βενέζη που υπηρετούν την υποβολή (Πεζογράφοι του καιρού μας, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 19893, σ. 79).
- Με τον όρο «υποδηλώνει» αναφερόμαστε στο υπονοούμενο – «IMPLICIT» κατά τον ISER-, που μαζί με το αναφερόμενο («EXPLICIT») συναπστελοΰν το λογοτεχνικό κείμενο (The act of Reading, the Jons Hopkins University Press, Baltimore and London: 19915, σσ. 24,55,169). Επίσης οι R. Wellek και A. Warren επισημαίνουν την «υποδηλωτική φύση» της λογοτεχνικής γλώσσας (Θεωρία Λογοτεχνίας, μετάφρ. Στ. Δεληγιώργης, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1980, σ. 29).
Στη βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται τα άρθρα:
-Οι θεωρίες της Ανταπόκρισης και οι «Μεγάλες Λύπες» του Τέλλου Άγρα. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τ. 10, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995, σσ. 58-60.
-Η διαχρονική διάσταση των ιστορικών προσώπων στο «ΝΟΥΜΕΡΟ 31328» και στη «ΓΑΛΗΝΗ» του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο ιστορικό φιλολογικό περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, τ. ΛΔ΄, 1992, σσ. 178-185.
-Οι Έλληνες και οι Τούρκοι στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Εστία, έτος ΟΑ΄, τόμος 141, τεύχος 1677, 15 Μαϊου 1997, σσ. 771-775.
-Μια οικολογική προσέγγιση στο έργο του Ηλία Βενέζη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, τχ. 12, 1997, σσ. 84-95.
-Νεότητα και ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 59-61, Χειμώνας ’97-98, σσ. 4510-4520.
-Η υποδηλωτική φύση της ποίησης στις «Σάτιρες» του Καρυωτάκη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 51-52, Άνοιξη 1994, σσ. 3805-3810.
-«Ο Μηνάς ο Ρέμπελος» του Κωστή Μπαστιά. Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 39, Ιούλιος 1997, σσ. 131-137.
-Η λογοτεχνική πορεία της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Συριανά γράμματα, τχ. 43, Ιούλιος 1998, σσ. 126-146.
-Η πολυδιάστατη σχέση έρωτα-φύσης στα έργα του Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Τετράμηνα, τχ. 62-64, Φθινόπωρο 2000, σσ. 4782 – 4788.