Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ)

Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ

 

Αργοναύτης

ISSN: 1109-947 X, Εκδότης: Αντώνης Δελώνης, Αθήνα, 2008, Β΄  Περίοδος, τ. 4,

σσ. 230-233.

 

Ελένη Α. Ηλία

            Διαβάζοντας την ποίηση του Γ. Σαραντάρη, που συγκαταλέγεται μεταξύ των ποιητών της γενιάς του ’30, σχηματίζεις την εντύπωση πως ενώνεσαι με όλους τους συνανθρώπους σου, ακόμη κι εκείνους που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή, καθώς επίσης με το φυσικό αλλά και το μεταφυσικό κόσμο. ΄Ετσι αισθάνεσαι ότι υπερβαίνεις τα όρια της μεμονωμένης ύπαρξής σου, ότι απελευθερώνεσαι από τα δεσμά του χρόνου και την εξουσία του θανάτου. Η αισιοδοξία και η ψυχική πληρότητα και ευφορία που σου μεταγγίζουν οι στίχοι του, σε γυρίζουν στην εποχή της παιδικότητας. Ανακτάς τη δυνατότητα της προσωπικής επικοινωνίας με τα πλάσματα και τα στοιχεία της φύσης, ανακαλύπτεις και αναγνωρίζεις σε αυτήν τον εαυτό σου, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες σου.

Η κριτική έχει επισημάνει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα και τη μοναδικότητα της ποίησης του Σαραντάρη[1]. Τα αποδίδει στο συνδυασμό της πνευματικότητάς της με το λυρισμό και τον αισθησιασμό[2]. Ο Μ. Γ. Μερακλής μάλιστα συγκρίνει τον Σαραντάρη με τον Σολωμό, ως προς την «εξαλλαγή του ανθρώπινου πόνου σε μεταφυσική δίψα» για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ιδεαλισμός του πρώτου είναι ανθρωπιστικός και κοινωνικός, ότι η ποίησή του μας συγκλονίζει βαθύτερα με την αμεσότητα που την διακρίνει[3].

Τα συγκεκριμένα ποιητικά χαρακτηριστικά και τεχνικές  με τα οποία ο Σαραντάρης επιτυγχάνει τα παραπάνω, είναι ποικίλα. Αποφεύγει το πρώτο ενικό και επιλέγει το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, χωρίς ωστόσο και να το προσδιορίζει, προσφέροντας έτσι στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι εκφράζει ένα κοινό τους συναίσθημα ή στάση. Σχετικά ο Μερακλής αναφέρει ότι ο ποιητής μιλά μέσον του εαυτού του για τους άλλους[4]. Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι στίχοι:

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε…

                                                                                          

                                 …Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς

                                 Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά

Άλλο χαρακτηριστικό του Σαραντάρη είναι η εκφραστική λιτότητα[5]. Στα σύντομα σε έκταση ποιήματά του υπερτερούν ποσοτικά τα ουσιαστικά και ακολουθούν τα ρήματα. Στο σύνολο των ποιημάτων του υπάρχει ισορροπία, πληρότητα και ταυτόχρονα  κορύφωση  των ονομάτων «χώμα, λουλούδια, δέντρα, πουλιά, κήπος, βουνά, θάλασσα, άνεμοι, σύννεφα, ουρανός, αστέρια, ΄Ανοιξη, γυναίκα, παιδιά, έφηβος, νιάτα, άνθρωποι, ύπνος, θάνατος, Θεός», λέξεις που λειτουργούν ως «εξαίσια ποιητικά σύμβολα»[6].

Μεταξύ των ρημάτων κυριαρχούν εμφανώς όσα εκφράζουν κίνηση, όπως : ανεβαίνω, φτάνω, φεύγω, χαρίζω, μαζεύω, χορεύω, μπαίνω, σκάβω, σκορπώ, παίρνω, πετώ, σηκώνω, πηγαίνω, περπατάω, χαιρετάω,  ανοίγω, δοκιμάζω, κλέβω, δραπετεύω.  Ακολουθούν σε συχνότητα ρήματα που εκφράζουν αισθήσεις –κοιτάζω, αντικρίζω, εφάγαν, χορταίνουν, ακούμπαγαν, βρέχει- και τέλος συναισθήματα –ενοχλεί, συγχωρεί, ερωτευθούμε, νιώθει, αγάπησα, φιλούσα, πονούσε, ξεχνούσα, φοβόμαστε, να κλάψω-.

Ως προς τους χρόνους των ρημάτων ο Σαραντάρης προτιμά κυρίως τον Παρατατικό, που είναι ο κατεξοχήν ρεμβαστικός και νοσταλγικός χρόνος[7]:

΄Ηταν γυναίκα, ήταν όνειρο, ήτανε και τα δυο

                                Ο ύπνος μ’ εμπόδιζε να τη δω στα μάτια

                               Αλλά της φιλούσα το στόμα, την κράταγα…

 

                                 Μαζί της (με τη θάλασσα)  κατεβαίναμε στον ύπνο

                                Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα

                               Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα

                               Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε…

 

                               ΄Ηταν μια μέρα γελαστή

                              Που την χορεύαν όλοι

                             …………………………

                             Εκελαηδούσαν όλο πιο γλυκά

                             Τα σύννεφα, τα δέντρα…                           

Στους προηγούμενους στίχους διαφαίνεται η εικονοπλαστική δύναμη του Σαραντάρη. Ακριβέστερα, σχηματίζει πρωτότυπες, «υπερρεαλιστικές» εικόνες, συνδέοντας τις  λέξεις με διαφορετικούς από τους λογικά αναμενόμενους τρόπους. Αυτές οι ανατροπές εκπλήσσουν τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα τη διαρκή κορύφωση του ενδιαφέροντός του[8] και ταυτόχρονα  απελευθερώνουν  τη φαντασία του.

Επιπλέον ο ποιητής συνηθίζει να προσωποποιεί τα πλάσματα και τα στοιχεία της φύσης και να τους αποδίδει ανθρώπινες ιδιότητες, συμπεριφορές και συναισθήματα. Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα:

Ο αγαπημένος ουρανός

                                     Τόσο αφελής τόσο αγαθός…

 

                                     …(Μια θάλασσα κοιτάζω

                                      Που με προσέχει)…

 

                                     ΄Αλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της…

 

                                     Μου φαίνεται πως η άνοιξη

                                     Σαν κελαηδά με τρέμει…

 

                                     Λένε πως η άνοιξη ξανά

                                     Έχει φιλήσει όλους…

            Ιδιαίτερη μνεία θα θεωρούσαμε σκόπιμο να γίνει επίσης στην τεχνική της επανάληψης, εφόσον χρησιμοποιείται συστηματικά από τον ποιητή. Διαδοχικοί συνήθως ή σπανιότερα απομακρυσμένοι μεταξύ τους στίχοι ξεκινούν με τις ίδιες λέξεις, με αποτέλεσμα την έμφαση και την υποβολή :

΄Ελα να δεις την άνοιξη που περπατάει…

                                       ΄Ελα να δεις την κόρη μου πώς έγινε μεγάλη

 

                                       Και τραγουδάει με μια φωνή που δεν ήταν δικιά της…

                                       Και τραγουδάει μ΄έναν παλμό που είναι του κόσμου όλου 

 

                                       Σα να μη θέλει να γλιστρήσει κάτου

                                       Σα να μη θέλει να με αφήσει μόνο…

 

                                      Τόσα νιάτα φεύγουν

                                      Τόσα νιάτα φτάνουν…

Θα ολοκληρώσουμε την προσέγγισή μας στα ποιήματα του Γ. Σαραντάρη με τον εντοπισμό ορισμένων στίχων-κλειδιών για την ερμηνεία ολόκληρου του έργου του. Πρόκειται για στίχους καταληκτικούς συνήθως,  στους οποίους εκφράζεται η αντίληψή του πως ο εαυτός του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με το φυσικό κόσμο που τον περιβάλλει, καθώς και με το δημιουργό του. Ως συνέπεια αυτής του της πεποίθησης, ο χρόνος  δεν  αποδίδεται  στην ποίησή του γραμμικά. Αντί δηλαδή για την πορεία της μεμονωμένης ύπαρξής του προς το θάνατο, ο Σαραντάρης βιώνει την περιοδικότητα της ζωής, όπου δεν υπάρχει τέλος αλλά αέναη δημιουργία. Τα ποιήματά του συνιστώντας  μαρτυρία αυτής της αγωνιστικής και αισιόδοξης  στάσης ζωής, προσφέρουν τόσο στον ίδιο όσο και στον αναγνώστη του τη λύτρωση από το άγχος του θανάτου:

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει

                                            πως φοβόμαστε

                                           και η ζωή μας έγινε ξένη,

                                           ο θάνατος βραχνάς (Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει…)

                                          

                                          Μα νιώθει απ’ τη φλογέρα

                                          Ο πιο γλαυκός του θάνατος

                                          Να φεύγει (Ειδυλλιακές εικόνες)

 

                                         Κι ανάμεσα στα σύννεφα τα χρόνια μου

                                        Ακέραια (Περίπατος στο παρόν)                                      

 

                                       Κι όταν έλειπε η θάλασσα ήταν μαζί μας ο Θεός (΄Αλλοτε η θάλασσα).              

[1] Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1987, σ. 396 και Μ. Γ. Μερακλή, Η Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (1945-1970) Ι. Ποίηση, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, σ.28.

[2] Μ. Vitti, ό. π.

[3] Μ. Γ. Μερακλή, ό. π., σσ. 30-31.

[4] ΄Ο. π., σ.31.

[5]  Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφ. ΄Ιδρ. Εθν. Τραπέζης, Αθήνα 1985, σ. 300 και Μ. Vitt, ό. π.

[6] Μ. Γ. Μερακλή, ό.π., σ.29.

[7] Επαμ. Γ. Μπαλούμη, Η Περιγραφή. Στοιχεία δομής-Σύνθεση, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1970, σ.37.

[8] M. Riffaterre, “Describing Poetic Structures: Two approaches to Baudelaire’s Les Chats”, Reader-Response Criticism, επιμ. Jane P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1988,  σσ.38-39.

Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ (Άρθρο στο περιοδικό ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ)
Κύλιση προς τα επάνω