200 χρόνια “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, Ύμνος εθνικός, διαχρονικός, οικουμενικός… (Άρθρο στο περιοδικό Ο ΔΗΜΟΦΩΝ) και 1 ακόμη σχετικό άρθρο

200 χρόνια « Ύμνος εις την Ελευθερίαν»,
ύμνος εθνικός, διαχρονικός, οικουμενικός…

Ο ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 107, 2023, σσ. 4-6

Μπορεί να είναι γραφικό κείμενο

http://dimofon.gr/issuefiles/2023_107.pdf

 

Ελένη Α. Ηλία
Για τον “Ύμνον εις την Ελευθερίαν” η σπίθα που προκάλεσε την έκρηξη της έμπνευσης του ποιητή του Διονυσίου Σολωμού, ξεπηδά κατά δική του δήλωση από τους στίχους του Δάντη Αλιγκέρι: “Τώρα καλωσορίστε τον ερχομό του. /Αναζητά την ελευθερία, που είναι τόσο αγαπητή, /όπως ξέρει όποιος απορρίπτει τη ζωή για χάρη της”. Αυτοί οι στίχοι (71-72) από την πρώτη ωδή του Καθαρτηρίου, του δεύτερου μέρους της Θείας Κωμωδίας, προτάσσονται από το Σολωμό, για να ακολουθήσουν οι δικοί του. Στους συγκεκριμένους στίχους του Δάντη ο Βιργίλιος τον συστήνει στον κάτω κόσμο ως ένα πρόσωπο που αναζητά την ελευθερία, επισημαίνοντας τη δύναμή της να οδηγεί στο θάνατο ανθρώπους που την στερούνται και επιδιώκουν να την αποκτήσουν.

Ο Σολωμός επικαιροποιεί αυτή την κατάσταση, την προσαρμόζει στη σύγχρονή του εποχή, οπότε ο Ελληνικός λαός που είναι υπόδουλος στην τουρκική αυτοκρατορία, μάχεται για την απελευθέρωσή του. Με την εισαγωγή του ο Σολωμός εμφανίζεται να συμμετέχει σε ένα ποιητικό διάλογο, θα έλεγα, για την ελευθερία, που ξεκίνησε πολύ παλαιότερα, καλλιεργώντας μας, καθώς τον διαβάζουμε, την προσδοκία ο διάλογος αυτός να συνεχιστεί, οι στίχοι του να αποτελέσουν το ερέθισμα που καθιστά και όλους εμάς, τους δικούς του αναγνώστες, δυνάμει κατοπινούς δημιουργούς: “Μες στα χόρτα, τα λουλούδια/το ποτήρι δεν βαστώ./Φιλελεύθερα τραγούδια/σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ!”

Από την εισαγωγή στην οποία αναφέρθηκα, προκύπτει ότι ο Σολωμός, που ως ποιητής θεωρείται πολυδιάστατος, εφόσον τον έχουν χαρακτηρίσει «εθνικό», «τραγικό», «σατιρικό», «θεατρικό», όπως επισημαίνει η Αγγελική Βαρελά στο βιβλίο της Διονύσιος Σολωμός του 1998 (εκδ. Πατάκη), αλλά κατά βάση «λυρικό» (ο Λίνος Πολίτης που ξεχωρίζει το λυρισμό ως το βασικότερο χαρακτηριστικό της ποίησης του Σολωμού, θεωρεί ότι ο λυρισμός του παραμένει ως τις μέρες μας εντελώς καινούργιος. Βλ. την Ποιητική του Ανθολογία, τ. 5 ος , Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1980, σ. 9), είναι πρωτίστως ένας διεθνής συνειδητός αναγνώστης. Αυτή του η ιδιότητα προκύπτει επίσης από τις Σημειώσεις που αισθάνθηκε την ανάγκη να συνοδεύσουν τους στίχους του Ύμνου, γεγονός ασυνήθιστο για ποίημα. Σε αυτές επιχειρώντας να υποστηρίξει τις επιλογές του, παραβάλλει τις τεχνικές που χρησιμοποίησε με εκείνες προγενέστερων ποιητών.
Παραθέτω ενδεικτικά: “…η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό αλλά είναι ξεχείλισμα της ψυχής”. “-Αλλά ποιος σου είπε να τσακίσεις την λέξη θερι- σμένα (στ. 51)   -Ποιος μου το πε;…                                                                                                                                                  -Το απόκρυφο της τέχνης μου και το παράδειγμα των μεγάλων. Άμετρα είναι τα παραδείγματα[…] Ο Πίνδαρος έχει τσακισμένες καμιά χιλιαδα λέξεις, οι τραγικοί στους χορούς ετσάκισαν αρκετές και ο Οράτσιος τους εμιμήθηκε. Το παράδειγμα του Αρέτσιου, το παράδειγμα του Δάντη…” Οι κανόνες έχουν κάποιες εξαιρέσεις, τις οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους κλασικούς την ψυχήν του, βάνει εις έργον χωρίς τόσο να συλλογίζεται εις την ίδια στιγμή εις την οποίαν μορφώνει την ύλη“.

Η αναγνωστική ιδιότητα του Σολωμού τού παρέχει την επίγνωση της δημιουργικότητας που συνεπάγεται ο ρόλος του αναγνώστη. Ο Σολωμός διαβάζει για να γράψει ή με άλλα λόγια,  γράφει αφού διαβάσει. Τα αναγνώσματά του είναι το φίλτρο της έμπνευσής του, είναι ο
καθρέφτης ή καλύτερα ο μεγεθυντικός φακός μέσα από τον οποίο παρατηρεί και αντιλαμβάνεται τα γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω του είτε αυτά αφορούν κάποιο επιμέρους καθημερινό περιστατικό, όπως συμβαίνει στον «Πόρφυρα» ή στην «Ξανθούλα» είτε αντίθετα αφορούν ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός, όπως στην περίπτωση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Οι σημειώσεις του Σολωμού για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω, φανερώνουν επίσης το πόσο τον απασχόλησε η γλώσσα του Ύμνου. Ο ποιητής επέλεξε να τον γράψει στη δημοτική, αποδεικνύοντας το σεβασμό του στη γλώσσα του ελληνικού λαού και προσπαθώντας, «ευρύνοντας το νόημα των λέξεων, να την πλουτίσει και να την εξευγενίσει εσωτερικά», όπως παρατηρεί σχετικά ο Λίνος Πολίτης (ό.π., σσ. 145-146).

Το αποτέλεσμα δικαιώνει την επιλογή του. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι ένας άθλος ποιητικός του Διονυσίου Σολωμού και κατ’ επέκταση της Νεοελληνικής ποίησης σε μια υπό διαμόρφωση ουσιαστικά γλώσσα, μια γλώσσα την οποία χρειάστηκε να μελετήσει  μέσα από τους στίχους των δημοτικών τραγουδιών. Κατόρθωσε να εκφράσει λιτά, μεστά και με πληρότητα και ακρίβεια την έμπρακτη επιθυμία των Ελλήνων να ζουν ελεύθεροι ή να πεθαίνουν, διεκδικώντας να ζήσουν ελεύθεροι.

Ένας λοιπόν από τους λόγους που ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» έγινε ο εθνικός μας ύμνος, είναι πως γράφτηκε στη δημοτική γλώσσα. Σύμφωνα ωστόσο με τον Ερατοσθένη Καψωμένο, πολύ πριν αναγνωριστεί ο Σολωμός ως εθνικός ποιητής, έχει προηγηθεί η ενσωμάτωση των ποιημάτων του στην τοπική παράδοση. Το συγκεκριμένο γεγονός αποδεικνύεται καθώς αρκετά από τα ποιήματά του, μεταξύ των οποίων και ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση ως τραγούδια (βλ. σχετικά «Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση», Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σ. 11) όταν μελοποιήθηκαν από τον κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο, που υπήρξε στενός φίλος του ποιητή. Άλλωστε το τροχαϊκό μέτρο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» κρίνεται ιδανικό για μελοποίηση και αφομοίωση.

Στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» αυτό που εξυμνείται ταυτόχρονα με την ελευθερία, είναι το ελληνικό έθνος. Πράγματι στους στίχους του ύμνου οι αναφορές στο έθνος των Ελλήνων είναι όχι μόνο πολλές αλλά και εξαιρετικά πλήρεις, ακριβείς και εύστοχες. Ο πόθος της
λευτεριάς και οι θυσίες για την απόκτησή της αποδίδονται ως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ψυχής, ως η ταυτότητά της και τούτο αιτιολογείται βασικά από τη διαχρονικότητα αυτής της αγάπης του ελληνικού λαού προς την ιδέα της ελευθερίας: “Ω! τριακόσιοι σηκωθείτε/και ξανάλθετε σε μας,/τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε/πόσο μοιάζουνε με σας“.

Ο «’Υμνος εις την Ελευθερίαν» έχει επιλεγεί από τους Έλληνες για εθνικός μας ύμνος, καθώς αποτυπώνει την ελληνική ιστορία και την ιδιοσυγκρασία της ελληνικής ψυχής, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγάπη προς την ελευθερία, την ζωτική ανάγκη της να
είναι ελεύθερη, να αγωνίζεται μέχρι θανάτου για εκείνη. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» έγινε ο εθνικός μας ύμνος, επειδή ο ποιητής του εκφράζει σε αυτόν την ελληνική ιστορία και την ελληνική ψυχοσύνθεση. Συγκεκριμένα αφενός επικεντρώνεται στο βαρύτατο τίμημα που για μια ακόμη φορά πληρώνεται, προκειμένου να επιτευχθεί η απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Αφετέρου κρούει εναγωνίως τον κώδωνα του κινδύνου να αποβούν μάταιες οι θυσίες των αγωνιστών, εξαιτίας της στάσης των Ελλήνων μόλις ξεκινά η απελευθέρωση: “Η διχόνοια που βαστάει/ένα σκήπτρο ή δολερή/καθενός χαμογελάει/πάρ’ το λέγοντας κι εσύ.//Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει/έχει αλήθεια ωραία θωριά/μην το πιάστε γιατί ρίχνει/εις σε δάκρυα θλιβερά.//Από στόμα οπού φθονάει/παλληκάρια ας μην πωθεί/πως το χέρι σας χτυπάει/του αδελφού την κεφαλή.//Μην ειπούν στο στοχασμό τους/τα ξένα έθνη αληθινά/εάν μισιούνται ανάμεσό τους/δεν τους πρέπει ελευθεριά.//Στο αίμα αυτό που δεν πονείτε/για πατρίδα για θρησκεία/σας ορκίζω αγκαλιαστείτε/σαν αδέλφια γκαρδιακά.//Πόσον λείπει στοχαστείτε,/πόσο ακόμη να παρθεί,/πάντα η νίκη αν ενωθείτε,/πάντα εσάς θα ακολουθεί.”

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» έγινε ο εθνικός μας ύμνος, επειδή περιέχει τους καταλληλότερους και ιδανικότερους στίχους, προκειμένου να υμνήσει ταυτόχρονα την ελευθερία και την Ελλάδα, ως έννοιες ταυτόσημες: “Τότε εσήκωνες το βλέμμα/μες στα κλάηματα θολό/ και εις το ρούχο σου έσταζε αίμα/πλήθος αίμα ελληνικό.//Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει/κάθε τέκνο σου με ορμή/που ακατάπαυστα γυρεύει/ή τη νίκη ή τη θανή.//Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη/των Ελλήνων τα ιερά/και σαν πρώτα αντρειωμένη/χαίρε ο χαίρε ελευθεριά“.

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» έγινε ο εθνικός μας ύμνος, επειδή περιλαμβάνει ρητές αναφορές στους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας και στους Τούρκους κατακτητές τους: “Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι/επετιούνται από τη γη/όσοι είναι άδικα σφαγμένοι/από τούρκικην οργή.//Ολιγόστευαν οι σκύλοι/και Αλλά φώναζαν Αλλά/και των χριστιανών τα χείλη/φωτιά εφώναζαν φωτιά.//Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι,/δεν λάμπει ήλιος μονάχα,/εις τους πλάτανους, δεν λάμπει/εις τ αμπέλια εις τα νερά//ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει/της αθλίας Τριπολιτσάς/τώρα τρόμου αστροπελέκι/να της/ρίψεις πείθει μας.//Πήγες εις το Μεσολόγγι/την ημέρα του Χριστού,/μέρα που άνθισαν οι λόγοι/για το τέκνο του Θεού.//Έτσι ν άκουα να βουίξει/τον βαθύ ωκεανό/και στο κύμα του να πνίξει/κάθε σπέρμα Αγαρηνό.//Εκεί που ‘ναι η Αγία Σοφία/μες στους λόφους τους εφτά/όλα τ άψυχα κορμία/βραχοσύντριφτα γυμνά,/σωριασμένα να τα σπρώξει/η κατάρα του θεού/και από εκεί να τα μαζώξει/ο αδερφός του φεγγαριού.//Όλοι κλαύστε αποθαμένος/ο αρχηγός της εκκλησιάς,/κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος/ωσάν να ΄τανε φονιάς“.

Ωστόσο στο έργο του Σολωμού γενικότερα, το αποδιδόμενο ποιητικά γεγονός ανεξάρτητα από τη βαρύτητά του γενικεύεται, μεγιστοποιείται, προσλαμβάνει διαστάσεις οικουμενικές και καθίσταται διαχρονικό, μας αφορά όλους ανεξαιρέτως και τον καθένα μας ξεχωριστά, προσαρμόζεται στις διαφορετικές εποχές και στα διαφορετικά πρόσωπα. Ειδικότερα στον Ύμνο αυτό προκύπτει καθώς οι παραπάνω στίχοι εναλλάσσονται με άλλους, στους οποίους ο ποιητής εστιάζει σε εικόνες μεμονωμένων σημείων του ανθρώπινου προσώπου και σώματος χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, να χρωματίζονται φυλετικά ή να τοποθετούνται χρονικά. Ας δούμε χαρακτηριστικούς στίχους όπου η αοριστία, η γενίκευση συμβάλλει στη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του ποιήματος: “Κατεβαίνουνε και ανάφτει/του πολέμου αναλαμπή,/το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,/λάμπει, κόφτει το σπαθί.//Ακούω κούφια τα τουφέκια,/ακούω σμίξιμο σπαθιών,/ακούω ξύλα, ακούω πελέκια/ακούω τρίξιμο δοντιών.//Κάθε σώμα ιδρώνει ρέει/λέει και εκείθεν η ψυχή/απ’ το μίσος που την καίει/πολεμάει να πεταχθεί.//Κοίτα χέρια απελπισμένα/πώς θερίζουνε ζωές,/χάμου πέφτουνε κομμένα/χέρια, πόδια, κεφαλές.//Παντού φόβος και τρομάρα/και φωνές και στεναγμοί/παντού κλάψα παντού αντάρα/και παντού ξεψυχισμοί“.

Στη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα των στίχων του Ύμνου οδηγεί επίσης η προσωποποίηση της ελευθερίας, στην οποία ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, καθιστώντας την απόλυτα κυρίαρχη, την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της  αφηγηματικής ποίησης του, το αποκλειστικό υποκείμενο της δράσης: “…κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,/που ό,τι θέλεις ημπορείς,/εις τον κάμπο Ελευθερία,/ματωμένη περπατείς.//Α, το φως που σε στολίζει/σαν ηλίου φεγγοβολή/και μακρόθεν σπινθηρίζει/δεν είναι όχι από τη γη.//Λάμψιν έχει όλη φλογώδη,/χείλος, μέτωπο, οφθαλμός,/φως το χέρι, φως το πόδι/κι όλα γύρω σου είναι φως.//Το σπαθί σου αντισηκώνεις,/ τρία πατήματα πατάς,/σαν τον πύργο μεγαλώνεις/ και εις το τέταρτον χτυπάς.// Η γη αισθάνεται την τόση/του χεριού σου ανδραγαθιά/που όλοι θέλει θανατώσει/τη μισόχριστη σπορά.//Δυστυχιά του ω, δυστυχιά του,/οποιανού θέλει βρεθεί/στο μαχαίρι σου αποκάτου/και σ’ εκείνο αντισταθεί“.

Στον Ύμνο γίνεται αναδρομή σε διάφορους τόπους που κατά καιρούς επίσης στερήθηκαν την ελευθερία τους και αγωνίστηκαν να την αποκτήσουν, επιλογή που συντελεί επίσης στη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του: “΄Ολοι οι τόποι σου σ έκραξαν,/χαιρετώντας σε θερμά/και τα στόματα εφωνάξαν,/ όσα αισθάνετο η καρδιά.//Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια/του Ιονίου και τα νησιά/και εσηκώσανε τα χέρια,/για να δείξουνε χαρά.//Γκαρδιακά χαροποιήθη/και του Βάσιγκτον η γη/και τα σίδερα ενθυμήθη,/που την έδεναν κι αυτή.//Απ’ τον πύργον του φωνάζει,/σαν να λέει σε χαιρετώ/και τη χήτη του τινάζει/το Λεοντάρι το ισπανό.//Ελαφιάσθη της Αγγλίας/το θηρίο και σέρνει ευθύς/κατά τ’ άκρα της Ρουσίας/ τα μουγκρίσματα τα’ οργής.//Σαν ξανοίγει από τα νέφη/και το μάτι του Αετού,/που φτερά και νύχια τρέφει/με τα σπλάχνα του Ιταλού“.

Τη συνεχιζόμενη ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στον «΄Υμνον εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού, με άλλα λόγια τη διαχρονική του διάσταση δικαιολογεί απόλυτα μια ακόμη επισήμανση, επίσης του Καψωμένου για διαρκή παρουσία της φύσης στο ανθρωποκεντρικό
στο σύνολό του σολωμικό έργο (Διονύσιος Σολωμός, Ανθολόγιο Θεμάτων της Σολωμικής Ποίησης, Εισαγωγή-σχόλια Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σ. 23). Ο ποιητής χρησιμοποιεί την εμπλοκή του φυσικού στοιχείου ή πλήθος μεταφορών
σχετιζόμενων με αυτό, για να ισορροπήσει το έργο του ανάμεσα στην εθνική και την οικουμενική του διάσταση, ανάμεσα στο ιστορικό και στο διαχρονικό πλαίσιο: “Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι/πάρεξ πού θα πρωτοπάς,/δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι/στις βρισιές όπου αγρικάς.//
Σαν τον βράχο όπου αφήνει/κάθε ακάθαρτο νερό/εις τα πόδια του να χύνει/ευκολόσβηστον αφρό//οπού αφήνει ανεμοζάλη/και χαλάζι και βροχή/να του δέρνουν τη μεγάλη,/την αιώνια κορυφή.//Μόλις είδε την ορμή σου/ο ουρανός που για τα’ εχθρούς/εις τη γη τη μητρική σου/έτρεφ’ άνθια και καρπούς//εγαλήνευσε κι εχύθη/καταχθόνια μια βουή/και του ρήγα σου απεκρίθη/πολεμόκραχτη η φωνή.//Τότε αυξαίνει του πολέμου/ο χορός τρομακτικά/σαν το σκόρπισμα του ανέμου/στου πελάου τη μοναξιά.//Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη/και κυλάει στη λαγκαδιά/και το αθώο χόρτο πίνει/αίμα αντίς για τη δροσιά.//Την αισθάνονται κι αφρίζουν/τα νερά και τ’ αγρικώ/δυνατά να μουρμουρίζουν/σαν να ερυάζετο θεριό.//Το θηρίο π’ ανανογιέται/πως του λείπουν τα μικρά,/περιορίζεται, πετιέται,/αίμα ανθρώπινο διψά,//τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,/τα λαγκάδια, τα βουνά,/και όπου φθάσει, όπου περάσει,/φρίκη, θάνατος, ερμιά”.

Στις αναφορές στο φυσικό κόσμο κυριαρχεί συχνά το στοιχείο της αντίθεσης, προσδίδοντας στις εικόνες του Σολωμού τη μέγιστη δύναμη και ζωντάνια: “…εις τον ήσυχον αιθέρα/τώρα αθώα δεν αντηχεί/τα λαλήματα η φλογέρα,/τα βελάσματα το αρνί.//Τρέχουν άρματα χιλιάδες/σαν το κύμα εις το γιαλό/αλλά οι ανδρείοι παλικαράδες/δεν ψηφούν τον αριθμό“.

Η διαχρονικότητα ενός ποιητικού ή οποιασδήποτε μορφής έργου τέχνης αποδεικνύεται αποκλειστικά από τη δυνατότητά του να ερεθίζει τη φαντασία των διαδοχικών γενεών των αναγνωστών του. Κάθε επόμενος αναγνώστης και κάθε διαφορετική ποιητική ανάγνωση
οδηγεί στη δημιουργία νέων πρωτότυπων εικόνων, εφόσον κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Έτσι το ποίημα μέσα από τους αναγνώστες του παραμένει ζωντανό και ανεξάντλητο στο πέρασμα των χρόνων. Ας αναφερθούμε λοιπόν επιγραμματικά σε εικόνες που είδαν νήπια του 21 ου αιώνα στο άκουσμα διαφόρων στίχων του ποιήματος:

α) Η Ελευθερία έδωσε το σπαθί της στο βασιλιά, για να πολεμήσει. Εκείνος επειδή την
αγάπησε, πέθανε. Και τότε όλοι πήγαν κοντά της.

β) Η Ελευθερία φοράει ένα φόρεμα γεμάτο αληθινά λουλούδια και μοιράζει καινούργια
τσαρούχια στους πολεμιστές.

γ) Οι Τούρκοι ξυπνούν μέσα στη νύχτα, για να ψάξουν τη βασίλισσά τους που έχει χαθεί.
Όμως τη βρίσκουν πρώτοι οι Έλληνες στο παλάτι ενός φίλου τους πρίγκιπα και με τη
βοήθειά του, την σκοτώνουν.

Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε πως ο Σολωμός στον Ύμνο του εις την Ελευθερίαν αποδίδει με  στίχους στη δημοτική γλώσσα τους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων ενάντια στην Τουρκοκρατία αλλά επίσης αποδίδει την ίδια την ιδέα της ελευθερίας, την ελευθερία ως αξία, τον ελεύθερο άνθρωπο σε διαχρονικό και οικουμενικό πλαίσιο.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τρία Πορτρέτα Ελλήνων Λογοτεχνών…

http://dimofon.gr/magazine/archive.aspx

Ο ΔΗΜΟΦΩΝ, τχ. 89, 2019, σσ. 8-12

2019_89.pdf

Ελένη Α. Ηλία

1. ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Η Έλλη Αλεξίου σκιαγραφεί το πορτρέτο του Ν. Καζαντζάκη στο βιβλίο της «Για να γίνει
μεγάλος. Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη». Η συγγραφέας έχει αναμνήσεις από τον
Καζαντζάκη από τα παιδικά της ακόμη χρόνια, αφού διέμεναν στην ίδια, μικρή τότε
επαρχιακή πόλη. Στη συνέχεια τον ζει ως μέλος της οικογένειας της, καθώς ο Καζαντζάκης
παντρεύτηκε με την κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της, Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Μετά τη διακοπή αυτής της συζυγικής σχέσης η Αλεξίου διατηρεί επαφή μαζί του τόσο στη
Γαλλία όσο και στην Αθήνα. Την εντύπωση της για την προσωπικότητα του, την αποδίδει με
λογοτεχνική μαεστρία και ταυτόχρονα με απόλυτη ειλικρίνεια, άποψη που υποστηρίζεται και
στη σχετική βιβλιογραφία (Μπάμπη Κλάρα, «Στρατευμένη στη συνείδηση της», Έλλη Αλεξίου.
Μικρό Αφιέρωμα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1979, σ. 157).
Επίσης, η Αλεξίου στρέφεται στα κείμενα τον Καζαντζάκη, αξιοποιεί την αλληλογραφία του
και χρησιμοποιεί μαρτυρίες αρκετών ακόμη ανθρώπων που τον γνώρισαν προσωπικά, στο
πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συνεργασίας. Έτσι, η συγγραφέας, όπως θα διαπιστώσουμε στη
συνέχεια, εκφράζοντας προσωπικά της αισθήματα για τον Καζαντζάκη, απορίες που συχνά
της προκαλούσε η στάση του αλλά και επιχειρώντας να ερμηνεύσει αυτή του τη στάση,
κατορθώνει να αποδώσει ολοκληρωμένα τα φυσικά χαρακτηριστικά, την πνευματική
υπόσταση και τον ψυχισμό του μέγιστου δημιουργού.
Η παρουσία του Καζαντζάκη στη βιογραφία του αυτή ξεκινά από τα φοιτητικά του
χρόνια, επειδή συνδέεται με την προσωπική οπτική της Αλεξίου, η οποία τον συναντούσε τα
καλοκαίρια, που περνούσε τις διακοπές του στο Ηράκλειο. Η πρώτη της εντύπωση
αναφέρεται στο ηχηρό γέλιο του, που είχε σαν συνέπεια να μην περνά ποτέ απαρατήρητος.
΄Αλλωστε με την παρέα και την οικογένεια του εφάρμοζαν συχνά τη γελωτοθεραπεία, με
αφορμή ένα παιχνίδι που είχε ο ίδιος επινοήσει, για το οποίο η Αλεξίου, που συμμετείχε,
καταθέτει πως ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικό.
Η παιγνιώδης διάθεση του Καζαντζάκη διαπιστώνεται επίσης κατά τη συγγραφέα από τα
αντικείμενα με τα οποία αισθάνεται ιδιαίτερα συνδεδεμένος και δεν τα αποχωρίζεται ποτέ.
Ακόμη από το γεγονός ότι όταν φωτογραφίζεται, δεν ποζάρει απλώς στο φακό, αλλά επινοεί
ολόκληρο θέμα και λειτουργεί σαν σκηνοθέτης. Επιπλέον από τον τρόπο που διαφοροποιεί
τα ονόματα γνωστών του γυναικών και από τις αφιερώσεις έργων του σε φίλους. Αλλά και η
χειραψία του χαρακτηρίζεται από την Αλεξίου σαν παιχνίδι. Θυμάται στις συναντήσεις τους
τον εαυτό της να προσπαθεί να την αποφύγει, γιατί πάντα της προκαλούσε πόνο η δύναμη με
την οποία της έσφιγγε το χέρι.
Σε πολλές περιπτώσεις η συγγραφέας επανέρχεται στο θαυμασμό του Καζαντζάκη
απέναντι σε καθετί δυνατό. Η δύναμη τον συνάρπαζε και οι άνθρωποι που την διέθεταν
ασκούσαν έντονη γοητεία και επιρροή πάνω του, όπως αποδεικνύεται από τη συνήθεια του
να αφηγείται περιστατικά από τα οποία διαφαίνεται η σωματική δύναμη του πατέρα του. Η
Αλεξίου αναφέρεται μάλιστα στην έντονη επιθυμία της όταν ήταν κοριτσάκι να συναντήσει
το μυθικό σχεδόν αυτό πρόσωπο, τον πατέρα του, καθώς και στις εικόνες που είχε πλάσει για
τον ίδιο και το σπίτι του από όσα σχετικά σχόλια κυκλοφορούσαν στο Ηράκλειο.
Άξια λόγου κατά την Αλεξίου δεν είναι μόνο ο θαυμασμός του Καζαντζάκη για τους
δυνατούς αλλά και η αδιαφορία ή η απέχθεια του προς τους αδύναμους, τους ασθενείς ακόμη
και τα παιδιά ή τα ζώα, την οποία εκείνη συμπεραίνει από πλήθος περιστατικών, που
παραθέτει. Ενδεικτικά αναφέρομαι στο γεγονός που η συγγραφέας επισημαίνει ιδιαίτερα
εντυπωσιασμένη, ότι ο Καζαντζάκης δεν επισκέφτηκε καθόλου τον επιστήθιο φίλο του
Πρεβελάκη στο διάστημα της αρρώστιας του, αν και συγκατοικούσαν. Επίσης, η Αλεξίου
περιλαμβάνει στο βιβλίο της ένα σονέτο που έγραψε ο αδερφός της Λευτέρης, με θέμα μια

περιπέτεια του, κατά την οποία ο Καζαντζάκης δεν επιχείρησε να τον σώσει παρά προτίμησε
να φροντίσει για τη δική του επιβίωση σε βάρος του άλλου.
Την προσήλωση του συγγραφέα στον εαυτό του, η Αλεξίου τη διακρίνει στις καθημερινές
συνήθειες του ως προς τη διατροφή, την εργασία και την ξεκούραση, που είχαν σαν
αποτέλεσμα την άριστη φυσική του κατάσταση. Όλα αυτά τα στοιχεία πολύ συχνά τα
αποδίδει μέσα από την αντίθεση του τρόπου ζωής του με αυτόν της Γαλάτειας ή άλλων
προσώπων του περιβάλλοντος του, όπως οι Αυγέρης, Βάρναλης κ.λπ. Χαρακτηριστικό είναι
το ακόλουθο επεισόδιο, όπου ο Καζαντζάκης αντιδρά βίαια στη συνήθεια των άλλων να
παίζουν για ώρες χαρτιά και τους υποδεικνύει να προτιμήσουν δραστηριότητες που
συμβάλλουν στην πνευματική τους άσκηση, όπως η παραγωγή επιγραμμάτων.
Η πλήρης αντίθεση του Καζαντζάκη με τη Γαλάτεια επιλέγεται από τη συγγραφέα ως ο
συνηθέστερος τρόπος για να αναφερθεί στα περισσότερα στοιχεία του χαρακτήρα του: ο
φόβος και η υποταγή του απέναντι στις διάφορες μορφές εξουσίας, η απεριόριστη φιλοδοξία
του που τον ωθούσε στη διεκδίκηση διεθνών βραβείων και τιμητικών θέσεων κ.ο.κ.
αντιπαρατίθενται στην παρρησία και την αμεριμνησία της συντρόφου του.
Στο κεφάλαιο της μεταξύ τους σχέσης η Αλεξίου επιμένει ιδιαίτερα. Επιχειρεί σε πολλά
σημεία της βιογραφίας να ερμηνεύσει την αντιφατική συμπεριφορά του Καζαντζάκη προς τη
Γαλάτεια και τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα που μαρτυρούσε. Για παράδειγμα,
επισημαίνει ότι εκείνος έδινε σε όλους την εντύπωση ότι δεν την εκτιμά, διαβεβαίωνε τον
πατέρα της ότι η σχέση του μαζί της δεν ήταν ερωτική ενώ παράλληλα αγωνιζόταν να την
αποτρέψει να παντρευτεί με κάποιον άλλον (το Γεωργιάδη). Μάλιστα μέσα από την οπτική
της Αλεξίου παρακολουθούμε την ανησυχία μελών της οικογένειας της για το ενδεχόμενο να
μεταπειστεί για αυτόν το γάμο η Γαλάτεια από τον Καζαντζάκη, καθώς συζητούσαν
κλειδωμένοι στο δωμάτιο της. Το δυσερμήνευτο της στάσης του αποδίδεται θαυμάσια με την
αναφορά της Αλεξίου στον εσωτερικό της κόσμο, όπου κυριαρχούσαν αρνητικές σκέψεις για
τον έρωτα, σαν συνέπεια του κοινωνικού εξευτελισμού που θεωρούσε ότι υφίστατο η
οικογένεια της από τον ανεπίσημο δεσμό του συγγραφέα με τη Γαλάτεια.
Η λογοτεχνική δεξιοτεχνία της Αλεξίου προκύπτει επίσης από την περιγραφή της άθλιας
οικονομικής κατάστασης του συγκεκριμένου ζευγαριού, που την θεωρεί ταυτόχρονα μια
πιθανή ερμηνεία των συγκρούσεών τους, εφόσον ο Καζαντζάκης στερείται την οικονομική
στήριξη του πατέρα του, επειδή ο τελευταίος είναι ενάντιος στο δεσμό τους. Συγκεκριμένα, η
συγγραφέας αναφέρεται στην απορία που προξενούσε σε ολόκληρη την οικογένεια της το
γεγονός ότι η Γαλάτεια στη αλληλογραφία της, ζητούσε να της στείλουν στην Αθήνα τα
πλέον συνηθισμένα τρόφιμα. Η επίσκεψη της Αλεξίου στη συνέχεια στο σπίτι της αδερφής
της, την βοηθά να αντιληφθεί την αιτία, όπως και ο αναγνώστης της βιογραφίας, που
μοιράζεται την οπτική της.
Για άλλη μια φορά η συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική της αντίθεσης, συγκρίνοντας
την ανέχεια του ζευγαριού αυτήν την εποχή με την απόλυτη καταξίωση του έργου του
Καζαντζάκη που ακολούθησε, οπότε οι μεταφράσεις κι οι επανεκδόσεις των βιβλίων του, τού
προσέφεραν οικονομική άνεση. Αυτήν δε την εξέλιξη, η Αλεξίου τη θεωρεί δικαιολογημένη
και αναμενόμενη, καθώς πιστεύει ακλόνητα στην πνευματική υπόσταση του
βιογραφούμενου. Η πεποίθηση της προκύπτει τόσο από τις συζητήσεις της μαζί του όσο και
από τη συστηματική μελέτη του έργου του. Αναλυτικότερα, ως προς το πρώτο, η Αλεξίου
αναφέρεται στην εντύπωση των γυμνασιακών της χρόνων πως ο Καζαντζάκης είναι σοφό
πρόσωπο, εντύπωση η οποία πηγάζει από κάποιο μάθημα φιλοσοφίας που της είχε δώσει τότε
στην εξοχή κι από εμπειρίες του που της μετέδιδε σχετικά με φυσικά φαινόμενα, τοπία και
ιστορικά μνημεία του νησιού τους. Το θαυμασμό της μάλιστα για τις διδακτικές του
ικανότητες, τον διασταυρώνει και με αυτόν άλλων γνώριμων τους προσώπων, παραθέτοντας
αλληγορικές ιστορίες του που τής μετέφεραν τα πρόσωπα εκείνα. Από την επισταμένη
μελέτη της Αλεξίου πάνω στο σύνολο του έργου του Καζαντζάκη, όπως αυτή διαφαίνεται
στη βιογραφία του, σημειώνουμε επιγραμματικά τη συλλογή φράσεων του με αποφθεγματικό
τόνο ή με το στοιχείο της αντίθεσης, καθώς και παρομοιώσεων, παραδοξολογιών κ.ο.κ.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Καζαντζάκης την έχει αναγνωρίσει ως σοβαρή μελετήτρια του έργου

του, όπως διαφαίνεται από την παράκληση που τής απευθύνει, να τού διατυπώσει τις
παρατηρήσεις της για το μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Ας παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλεξίου «Για να γίνει
μεγάλος», που αποδεικνύουν θαυμάσια τις ικανότητες της στη λογοτεχνική κριτική. Είναι,
δε, ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η κριτική της προσέγγιση επικεντρώνεται στη στάση του
αναγνώστη, επιλογή απολύτως πρωτοποριακή για την εποχή που γράφτηκε, αν σκεφτούμε ότι
συνιστά μια από τις πλέον σύγχρονες τάσεις του αντίστοιχου χώρου, που κερδίζει στον τόπο
μας όλο και περισσότερο έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες ( Αναφέρομαι στις αισθητικές
θεωρίες της Πρόσληψης και της Ανταπόκρισης, για τις οποίες βλ. το βιβλίο Reader –
Response Criticism, επιμ. Jane P. Tompkins, The Johns Hopkins University Press, Baltimore
and London).
Διαβάζουμε λοιπόν σχετικά στο βιβλίο της Αλεξίου: «Δεν αρέσει στην τύχη. Αρέσει γιατί
συνδυάζει την κλασική επεξεργασία και τη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική, με τη σύγχρονη
παραφροσύνη. Κι ακόμη, επειδή οι φιλοσοφικές θέσεις του παροτρύνουν στο φανατικό
αντιπάλεμα, στην εξουδετέρωση με τη δράση, της εξαφάνισης και του θανάτου. Και καθώς
δεν καθορίζει το περιεχόμενο της δράσης, ο κάθε αναγνώστης βρίσκει στη φιλοσοφία του
ικανοποίηση. Αντλεί ενθουσιασμό για να δοθεί στα δικά του ιδανικά» (Για να γίνει μεγάλος,
εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, σ. 1994, σ. 326).
Στην ακόλουθη παράγραφο η εύστοχη κριτικός συνυπάρχει με την εμπνευσμένη
λογοτέχνιδα:
«Ήξερα όλα τα μυστικά της Τέχνης κι όλα τα έβαζε σε ενέργεια.
Ό, τι ήταν, κι όποιο ρόλο έπαιξε ο πατέρας του στον ίδιο : δυνάστης του και αρχικελευστής
του, έτσι συμπεριφέρεται κείνος απέναντι στη Μούσα του. Τη διατάσσει πότε και πόσο πρέπει
να γελάσει. Πότε και πόσο να σοβαρευτεί, πότε, πώς και πόσο να ερωτευτεί, να κλάψει, να
εξαγριωθεί, να σωπάσει … Είναι ο επιστήμονας – δημιουργός. Δεν την αφήνει ποτέ να κάμει
του κεφαλιού της. Της κρατάει γερά τα γκέμια.
Και πάνω από τις σοφές και σοφά εγκατασπαρμένες λεπτομέρειες υπάρχει η δεσπόζουσα
αρχή. Η κεντρική ιδέα, με τον ιερό στόχο : του ανεβάσματος της ανθρώπινης φύσης … (ό.π., σ.
336)
Ας ολοκληρώσουμε με ένα ακόμη απόσπασμα από τη βιογραφία του Καζαντζάκη από την
Αλεξίου, το οποίο αναφέρεται στην εφτάχρονη αρρώστια του και συγκεκριμένα στη στιγμή
που ο δημιουργός δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να γράφει μόνος, οπότε παραδίδει το στυλό
στη σύντροφο των τελευταίων του χρόνων, Ελένη. Το παραθέτουμε, για να διαφανεί για μια
ακόμη φορά η λογοτεχνική δεξιοτεχνία της Αλεξίου, σε συνδυασμό με την ευαισθησία και
την ευθυκρισία της :
«Στους πρόποδες της Ράχης – βουνού αντίκρυ στο Κράσι – είχεν η συγγένισσα ένα μεγάλο
χωράφι, που καταμεσίς του υψωνόταν ένας παμμέγιστος δρυς … Κείνη την ημέρα εργάτες από
το πρωί πάλευαν να τον γκρεμίσουν. Η συγγένισσα θα φύτευε το χωράφι αμπέλι, και ήθελε να
απαλλάξει το χωράφι της από την καταβροχθιστική δύναμη του δρυ … Όταν φτάσαμε, ο
χιολιοχρονίτικος κολοσσός ζούσε τις τελευταίες του στιγμές ορθός … Σταθήκαμε στο σύνορο
και παρακολουθούσαμε και, ξαφνικά, ένας φοβερός γδούπος αναστάτωσε τον κάμπο. Πλάγιασε
το περήφανο δέντρο … Και μόλις απλώθηκε γερτό, κι έπιασε το μισό χωράφι, άντρες, γυναίκες,
βοσκάκια με τις κατσίκες τους σπεύδανε από όλα τα σημεία του χωριού, από δεξιά, από
αριστερά, από τις πλαγιές, από ψηλά και από χαμηλά … σε λίγο, σε λιγούτσικο, ο δρυς ήταν
ένας πελώριος νεκρός, πλημμυρισμένος μερμήγκια … Ανάδευαν απάνω στα κλαριά του,
κατσίκια, πρόβατα, βοσκάκια, γριές με σακιά μαζεύανε φύλλα και για την αύριο … Αλησμόνητη
εικόνα θανάτου, και ευωχίας, πάνω στο πανωραίο πτώμα … Άδειασεν ο ορίζοντας από τα
θροίσματα και τους κελαδισμούς του …
Στάθηκα στην παράδοση του στυλό και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Δεν μπορούσε να
αποσπασθεί ο νους από τον πεσμένο χιλιοχρονίτικο δρυ … κι εμείς όλοι, βοσκάκια ταπεινά,
απλωμένα στα κλώνια, τον κορφολογούσαμε … (ο. 389)

2. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Η Αγγελική Βαρελλά στο βιβλίο της Διονύσιος Σολωμός προσφέρει μια εξαιρετική
δυνατότητα κυρίως στα παιδιά αλλά και στους ενηλίκους να μυηθούν στο ποιητικό έργο του
Σολωμού. Καθώς η αφήγηση κατορθώνει να διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό
ενδιαφέρον, η πρώτη επαφή τους με τους στίχους και την προσωπικότητα του ποιητή
καθίσταται εμπειρία συναρπαστική και πολύτιμη. Πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά αισιόδοξο
και κατά συνέπεια απόλυτα εναρμονισμένο με τον ψυχισμό των μικρών αναγνωστών. Η
αισιοδοξία του συνίσταται στην ανάδειξη της δυνατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης να
υπερβαίνει μέσα από το γραπτό της λόγο τα στενά χρονικά όρια της, να επικοινωνεί με
ανθρώπους μελλοντικών εποχών κι έτσι να ακυρώνει ουσιαστικά το ίδιο το γεγονός του
θανάτου της.
Η συγγραφέας αναφέρεται στην ανάγνωση μιας παλιάς, σπάνιας έκδοσης με τα
Άπαντα του Σολωμού, του οίκου Ν. Γ. Βασιλείου & Σια (1936), που περιλαμβάνει το σύνολο
του έργου του ποιητή το οποίο συγκέντρωσε ο Ιάκωβος Πολυλάς στην πρώτη έκδοση των
Ευρισκομένων το 1859, σε επιμέλεια του Γεράσιμου Σπαταλά. Αναφέρεται επίσης στο
σχολικό τετράδιό της με σημειώσεις από τις παραδόσεις της καθηγήτριάς της, για τη ζωή και
το έργο του ποιητή. Η εικονοπλαστική δύναμη του αφηγηματικού λόγου της Αγγελικής
Βαρελλά συμβαδίζει αρμονικά με την ενδελεχή μελέτη της στο έργο του Σολωμού. Με τις
βιβλιογραφικές αναφορές της σε κριτικές μελέτες για το Σολωμό, με την παράθεση
αποσπασμάτων από την αλληλογραφία του και τις συζητήσεις του με πνευματικές
προσωπικότητες της εποχής του όπως, για παράδειγμα, ο Γεώργιος Μαρκοράς και ο
Σπυρίδων Τρικούπης, με τις προσωπικές της προτιμήσεις και τ’ αναγνωστικά της βιώματα σε
σχέση με το έργο του, η συγγραφέας συνθέτει με απίστευτη ζωντάνια και πληρότητα το
πορτραίτο του Σολωμού «της», που γίνεται ο Σολωμός «μας». Κι είναι αρκετό να σκύψουμε
στο κείμενο της, για να δούμε τον ποιητή, όπως τον είδε με τη φαντασία της εκείνη, να
εξυμνεί, απομονωμένος στο δωμάτιο του στην Κέρκυρα, τα κατορθώματα των αγωνιζόμενων
για την ελευθερία Ελλήνων, σαν τη μοναχική μορφή της Δόξας στο ποίημα του «Η
καταστροφή των Ψαρών», που τριγυρνά στο ερειπωμένο νησί και στεφανώνει τους νεκρούς
ήρωες. Να τον δούμε επίσης, όπως τον φαντάστηκε σε πρόσφατη επίσκεψη της στη Ζάκυνθο,
μικρό παιδί να τρέχει στη συνοικία της Παλιάς Βρύσης και στη στράτα Μαρίνα ή νεαρό
ποιητή στο λόφο του Στράνη να αφουγκράζεται τους κανονιοβολισμούς που φτάνουν από το
πολιορκημένο Μεσολόγγι. Να τον δούμε, τέλος, στο Ακρωτήρι, στην άκρη του κήπου του
εξοχικού του σπιτιού, να κάθεται σ’  ένα πέτρινο τραπέζι, καλυμμένο με βρύα, ατενίζοντας
την εντυπωσιακή θέα, ενώ προσπαθεί ν’ αποδώσει με στίχους στη Δημοτική γλώσσα, όχι
μόνο τους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων ενάντια στην Τουρκοκρατία, αλλά την ίδια την
ιδέα της ελευθερίας, τον ελεύθερο άνθρωπο σε διαχρονικό και οικουμενικό πλαίσιο.
Ακριβώς επειδή στη θυσία των Μεσολογγιτών ο Σολωμός προβάλλει όλα τα ηθικά ιδεώδη του,
όταν κυκλοφόρησαν τα Ευρισκόμενα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που απογοητεύτηκαν, επειδή
διαπίστωσαν ότι δεν επρόκειτο για ποιήματα εθνικά, με τη στενή έννοια του όρου (Μ. Vitti, ό.
π., σσ. 188, 194).
Η αφηγήτρια συμμετέχει λοιπόν σ’ ένα διάλογο γόνιμο και ουσιαστικό, ο οποίος
ξεκίνησε στα μαθητικά της χρόνια κι εξακολουθεί να διεξάγεται έως σήμερα. Στο σχολικό
της αυτό τετράδιο έχει μάλιστα δώσει τον τίτλο «ο Σολωμός μου», αποδίδοντας έτσι με
αξιοσημείωτη εκφραστική λιτότητα την έλξη που ασκεί πάνω της το έργο του ποιητή, την
προσωπική σχέση που αισθάνεται ότι έχει αναπτύξει μαζί του. Συνεπώς ο αναγνώστης
κεντρίζεται να εμπλακεί σε αυτή τη σχέση, να την βιώσει ολοκληρωτικά, άμεσα (Βλ. σχετικά
W. Iser, The Implied Reader, The Johnhs Hopkins University Press, Baltimore and London,"
1990, σσ. 38-39, 104,233,281).
Πολύ δε περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη εξάπτεται, εφόσον μέσα από μια
ζωντανή συζήτηση της Χριστίνας με τις μαθήτριες της προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο

Σολωμός ως δημιουργός είναι τόσο πολυδιάστατος, που, αν κι έχει χαρακτηριστεί «εθνικός»,
«τραγικός», «σατιρικός», «θεατρικός», δεν έχει ακόμη αποδοθεί με ακρίβεια το λογοτεχνικό
του στίγμα. Ο Λίνος Πολίτης ξεχωρίζει το λυρισμό ως βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του
Σολωμού. Θεωρεί δε πως ο λυρισμός αυτός παραμένει ως τις μέρες μας εντελώς καινούριος
(Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τ. 5, Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες, εκδ. Δωδώνη,
Αθήνα, 1980, σ.9).
Πάμπολλες ακόμη αφηγηματικές αναφορές συντελούν στην όξυνση του αναγνωστικού
ενδιαφέροντος. Η έκπληξη που προαναγγέλλει η Χριστίνα στις μαθήτριες της αναμένεται
ανυπόμονα και από τον αναγνώστη, καθώς η οπτική του τη δεδομένη στιγμή είναι κοινή με
αυτήν των κοριτσιών (Για την αναγνωστική οπτική, βλ. W. Iser, οπ., σ. 116). Εκτός όμως από
την έκπληξη, μοιραζόμαστε απόλυτα και την απόλαυση τους, όταν εκείνες περιγράφονται να
τραγουδούν ομαδικά τα μελοποιημένα ποιήματα «Αγνώριστη» και «Ξανθούλα», που η
καθηγήτρια τους παίζει στην κιθάρα της, ξεσηκώνοντας ολόκληρο το σχολείο. Θυμίζουμε
σχετικά ότι αρκετά από τα ποιήματα του Σολωμού, μεταξύ των οποίων και ο «Ύμνος εις την
Ελευθερίαν», μελοποιήθηκαν από τον Κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο, που
υπήρξε στενός φίλος του ποιητή.
Εξίσου συντελεί στην κορύφωση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη η παράθεση του
θεατρικού αυτοσχεδιασμού τριών μαθητριών, οι οποίες υποδύονται τα πρόσωπα που
πρωταγωνιστούν στο πεζό έργο του Σολωμού, «Διάλογος»: τον Ποιητή, τον Σοφολογιότατο
και τον Φίλο. Για τον Ποιητή, το ένα από τα τρία αφηγηματικά πρόσωπα του έργου
«Διάλογος», η υπόθεση της γλώσσας ταυτίζεται με την υπόθεση της πατρίδας, αφορούν κι οι
δύο άμεσα το λαό, το «έθνος» (Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ.
Οδυσσέας, 1987, σ. 187). Όλοι οφείλουν να σέβονται τη γλώσσα του λαού, ο δε ποιητής
πρέπει να προσπαθεί να την πλουτίσει και να την εξευγενίσει εσωτερικά, ευρύνοντας το
νόημα των λέξεων (Λίνου Πολίτη, ό. π., σσ. 145 – 146).
Στο βιβλίο επίσης συχνά καταγράφονται προσωπικές παρατηρήσεις από το τετράδιο της
αφηγήτριας, που αναφέρονται στα κενά, στις απορίες που της δημιουργούνται κατά την
παράδοση. Οι απορίες αυτές λειτουργούν θαυμάσια ως κίνητρο για τον αναγνώστη, ν'
αναζητήσει και ο ίδιος την απάντηση: π. χ. «Να μάθω περισσότερα απ' την εγκυκλοπαίδεια για
τον Μόντι», τον γνωστό Ιταλό ποιητή, που ο καθηγητής του Σολωμού θεωρεί ότι ο μαθητής του
θα ξεπεράσει (στα Προλεγόμενα του Πολυλά αναφέρεται η διχογνωμία του Σολωμού με τον
Vincenzo Monti, πρύτανη τότε των ιταλών κλασικιστών, σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου
του Δάντη (Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφ. Ίδρ. Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 1985, σ. 139).
Στο πλαίσιο της ανάδειξης των τρόπων με τους οποίους προκαλείται το έντονο
αναγνωριστικό ενδιαφέρον στο βιβλίο της Βαρελλά για τον Σολωμό, θεωρώ ότι οφείλουμε
ιδιαίτερη αναφορά στην τεχνική της αντίθεσης ( Ο Τέλλος Άγρας υποστηρίζει πως η
συγκεκριμένη τεχνική μπορεί να προκαλέσει δυνατότερες συγκινήσεις από ότι η ίδια η
πραγματικότητα, όσο τραγική και αν είναι «Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας»,
τ. 3, φιλολ. επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Φιλολογική Βιβλιοθήκη 4, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ.
35). Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας συχνότατα την αντίθεση, επιτυγχάνει να φωτίσει τις
σημαντικότερες πτυχές του έργου του ποιητή, καθώς και τα περιστατικά της ζωής του που
συνδέονται με αυτό και το επηρεάζουν. Έτσι, για το ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερία»,
τονίζει τη συνύπαρξη ειδυλλιακών φυσικών περιγραφών και φρικιαστικών πολεμικών σκηνών
ενώ για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», αναφέρεται στη σιωπή που κυριαρχεί ανάμεσα
στους εξαντλημένους και στερημένους Μεσολογγίτες, σε αντιδιαστολή με την «κραυγή» της
φύσης που τους προκαλεί να γευτούν τις ομορφιές της. Όσο για τις εξιδανικευμένες
γυναικείες μορφές της σολωμικής ποίησης, την Ξανθούλα, την Αγνώριστη, την Φραγκίσκα
Φραίζερ, την Μερτούλα, την Φαρμακωμένη, παρουσιάζονται σε αντίθεση τόσο με το
στρυφνό και σκληρό πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του πεζού του έργου με τον τίτλο «Η
γυναίκα της Ζάκυνθος», όσο και με τη μητέρα του ποιητή, για την οποία ο ίδιος ένιωσε
έντονο μίσος, όταν εκείνη, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα άνομα συμφέροντα του τρίτου

της γιου, δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τον Διονύσιο.
Τα δύο κορυφαία χαρακτηριστικά του μεγαλύτερου μέρους του ποιητικού έργου του
Σολωμού, η αποσπασματικότητα και η περιεκτικότητα, αποδίδονται επίσης με τη μεταξύ
τους αντίθεση. Ο όρος «απόσπασμα» ωστόσο δεν αποδίδει, κατά το Αίνο Πολίτη, την
πραγματικότητα, εφόσον ο Σολωμός δεν προχώρησε στη σύνθεση ενός ολοκληρωμένου
επικολυρικού ή αφηγηματικού ποιητικού έργου, όπως σχεδίαζε. Έγραψε λυρικές ενότητες
αυτοτελείς, πλήρεις (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό. π., σσ. 147 -148).
Το δε μέγεθος του ποιητικού αναστήματος του Σολωμού, γίνεται απόλυτα αντιληπτό από
το παιδί -αναγνώστη, καθώς συμπαρατίθενται στο κείμενο δύο διαμετρικά αντίθετες εικόνες
του ποιητή. Στην πρώτη, ο Σολωμός παρουσιάζεται ως ένα ζωηρό αγόρι, που παίζει στην
πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Ζάκυνθο, κοντά στο δάσκαλο του, τον Rossi. Στη δεύτερη
εικόνα, το άγαλμα του δεσπόζει στο κέντρο της ίδιας πλατείας, που πια φέρει το όνομα του
ποιητή.

3. ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

Ο διάλογος που ακολουθεί, εκτυλίχθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου Ο Αναγνώστης και η
λογοτεχνική δημιουργία του Ηλία Βενέζη (εκδ. Αστήρ, 2000), που πραγματοποιήθηκε στις 27
Οκτωβρίου του 2000 στο Πνευματικό Κέντρο Ασπροπύργου. Τις ερωτήσεις απεύθυνε η Αγγελική
Βαρελλά.
ΕΡ.: Τι το νέο, το διαφορετικό κομίζει η προσέγγισή σου στο λογοτεχνικό έργου του
Βενέζη, με βάση τις θεωρίες της «αισθητικής ανταπόκρισης»;
ΑΠ.: Η συγκεκριμένη προσέγγιση επικεντρώνεται στον αναγνωστικό ρόλο, όπως αυτός
προδιαγράφεται, καθορίζεται μέσα στο ίδιο το κείμενο. Έτσι αναδεικνύεται η
δημιουργικότητα της αναγνωστικής διαδικασίας.
ΕΡ.: Γιατί ο ρόλος του αναγνώστη χαρακτηρίζεται «δημιουργικός»; Σε τι συνίσταται αυτός ο
ρόλος;
ΑΠ.: Ο αναγνώστης καλείται να αντιληφθεί ορισμένα στοιχεία που δεν αναφέρονται
άμεσα στο κείμενο, δεν κατονομάζονται αλλά υπονοούνται, λανθάνουν στις σχετικές
ενδείξεις που παρέχει ο συγγραφέας. Η υποδηλωτική φύση της λογοτεχνίας έχει ως
αποτέλεσμα τη συγκινησιακή του φόρτιση, την αίσθηση του ότι βιώνει προσωπικά όσα
διαβάζει. Στις αναγνωστικές αντιληπτικές διεργασίες προστίθενται επίσης οι επιλογές,
απορρίψεις και συνδυασμοί των διαφόρων αφηγηματικών δεδομένων οι οποίες οδηγούν στη
διαμόρφωση μιας θετικής ή αρνητικής στάσης απέναντι στους ήρωες, καθώς και στη
δημιουργία προσδοκιών για την εξέλιξη της υπόθεσης.
ΕΡ.: Πώς προκύπτει η αναγνωστική εμπλοκή, η εντύπωση ότι ταυτιζόμαστε με τους ήρωες
ενός λογοτεχνικού έργου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης;
ΑΠ.: Θα λέγαμε γενικά ότι για την αίσθηση του αναγνώστη ότι εμπλέκεται ο ίδιος στον
αφηγηματικό κόσμο ενός έργου ευθύνεται η λογοτεχνική δεξιοτεχνία του συγγραφέα. Η
ύπαρξη δηλαδή ενδείξεων και τεχνικών όπως η ειρωνεία, η τραγική ειρωνεία, το χιούμορ, η
αοριστία, η αντίθεση, η διακειμενικότητα κ.λπ. στο κείμενο, εντατικοποιούν τη
δραστηριότητα της αναγνωστικής αντίληψης, με συνέπεια την εμπλοκή. Η ταύτιση του
αναγνώστη με ορισμένους ήρωες επιτυγχάνεται όταν έχει τη δυνατότητα να υπεισέλθει στον
εσωτερικό κόσμο τους, να γνωρίσει τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τα όνειρα τους, καθώς επίσης
και όταν έχει κοινή οπτική με εκείνους στα κρίσιμα αφηγηματικά σημεία, οπότε μοιράζεται
την αγωνία τους για τις εξελίξεις. Επιπλέον στην αναγνωστική ταύτιση με τους ήρωες
συντελεί το θετικό σχόλιο του αξιόπιστου αφηγητή γι’ αυτούς, η αποδοχή και ο θαυμασμός
από τους γύρω τους, η συσχέτιση τους στην αφήγηση με κλασικούς λογοτεχνικούς ήρωες η
συμμετοχή της φύσης σε κορυφαία γεγονότα της ζωής τους.
ΕΡ.: Πώς η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων συντελεί στην αυτογνωσία μας;

ΑΠ.: Κατά τη λογοτεχνική ανάγνωση ταυτόχρονα με την ταύτιση και την εμπλοκή μας
έχουμε τη δυνατότητα της αποστασιοποίησης, της παρατήρησης του εαυτού μας ως δρώντος
υποκειμένου. Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις μας στις εξελίξεις, συνειδητοποιούμε τις
προτιμήσεις μας. Για παράδειγμα, διαπιστώνουμε αν απολαμβάνουμε περισσότερο την
επαλήθευση ή την διάψευση των προσδοκιών που σχηματίζουμε, αν, με άλλα λόγια,
προτιμάμε την ασφάλεια, την επιβεβαίωση ή αντίθετα την έκπληξη, την ανατροπή. Εκτός από
τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας βαθιά και ουσιαστικά, μέσα από τα λογοτεχνικά
κείμενα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα και τους άλλους, ανταλλάσσοντας τις
αναγνωστικές εμπειρίες μας.
ΕΡ.: Τελικά είναι ελεύθερος ο άνθρωπος, όπως παρουσιάζεται στο έργο του Βενέζη; Κατά
πόσο είναι ελεύθεροι οι ήρωες του; Κατά πόσο είναι ελεύθεροι κι οι αναγνώστες του;
ΑΠ.: Ο άνθρωπος στο έργο του Βενέζη είναι ουσιαστικά ελεύθερος, διότι αντιστέκεται
στη σκληρή πραγματικότητα. Αν και δεν έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τις συνθήκες της
ζωής του, να τις επιλέξει ή να τις διαμορφώσει, δεν σταματά να αγωνίζεται, να διεκδικεί την
ευτυχία του. Όσο για τους αναγνώστες του έργου του Βενέζη είναι επίσης ελεύθεροι, καθώς σε
αυτούς εναπόκειται να ανακαλύψουν αξίες, στάσεις ζωής και συναισθήματα που
υποβάλλονται, υποδηλώνονται στην αφήγηση. Ο συγγραφέας αφήνει τεράστια περιθώρια
δημιουργικότητας στον αναγνώστη και κατά συνέπεια εξασφαλίζει την εμπλοκή του στον
αφηγηματικό κόσμο των έργων του.

200 χρόνια “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”, Ύμνος εθνικός, διαχρονικός, οικουμενικός… (Άρθρο στο περιοδικό Ο ΔΗΜΟΦΩΝ) και 1 ακόμη σχετικό άρθρο
Κύλιση προς τα επάνω