Ο ρόλος των ιστολογίων στην προσέγγιση σχολείου και κοινωνίας, μέσα από την ανάδειξη των επιτευγμάτων στις σχολικές τάξεις. Ένα παράδειγμα (Εισήγηση σε συνέδριο) και Παράρτημα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7

Ο  ρόλος των ιστολογίων στην προσέγγιση σχολείου και κοινωνίας, μέσα από την ανάδειξη των επιτευγμάτων στις σχολικές τάξεις. Ένα παράδειγμα 

 

Εισήγηση στο 5ο Συνέδριο του Νέου Παιδαγωγού, 28 και 29 Απριλίου 2018, Ίδρυμα Ευγενίδου.

http://users.sch.gr/synedrio/Praktika_Synedriou_05_Synedrio_Neos_Paidagogos_2018.pdf

ISBN: 978-618-82301-4-9, σσ. 3428-3433:

Ελένη  Ηλία

Περίληψη

Τα ιστολόγια που δημιουργούν οι σχολικές μονάδες, μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στο άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία. Στην περίπτωση του ιστολογίου στο οποίο επικεντρώνεται η παρούσα ανακοίνωση, παρουσιάζονται εφαρμοσμένα σε δημόσιο νηπιαγωγείο εκπαιδευτικά προγράμματα. Για το κάθε πρόγραμμα δημοσιεύονται αναλυτικά οι στόχοι του, η μεθόδευση που ακολουθήθηκε, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την υλοποίησή του. Κυρίως όμως δημοσιεύονται τα αποτελέσματα των προγραμμάτων, που συνίστανται στην έκφραση της δημιουργικής σκέψης των νηπίων. Τα πρωτότυπα κείμενα και οι ζωγραφιές των νηπίων, που αναρτώνται στο ιστολόγιο, επιτρέπουν στα νήπια να βιώσουν το αίσθημα της ικανοποίησης για τη δημιουργικότητά τους, σε πλαίσιο καθολικής συνεργασίας και επικοινωνίας με τους συμμαθητές τους. Επίσης, με τη δημοσίευση της συμμετοχής των νηπίων, επιτρέπεται στο στενό και ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο να «επικοινωνήσει» μαζί τους και να μοιραστεί τη χαρά της δημιουργίας τους και την αισιοδοξία, που απορρέει από την ποιότητα της σκέψης τους.

Λέξεις-Κλειδιά: Ανοιχτό σχολείο, Ιστολόγια, Δημιουργική έκφρραση.

Εισαγωγή

Το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία, η μεταξύ τους  δημιουργική αλληλεπίδραση είναι στόχος και επιδίωξη κάθε σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος. Ανοίγοντας την «πόρτα» της τάξης μας στον κοινωνικό μας περίγυρο, συμβάλλουμε στην επικοινωνία και την κατανόηση ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές και προσφέρουμε σε όλους αισιοδοξία και ελπίδα.

Οι «καλές πρακτικές» που αναπτύσσουμε  στη σχολική τάξη, όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε, έχουν μεν τη θέση τους σε παιδαγωγικά συνέδρια και εκπαιδευτικά περιοδικά, σπάνια ωστόσο η αξία των αποτελεσμάτων τους γίνεται αντιληπτή από την ευρύτερη κοινωνία. Όταν οι εκπαιδευτικοί επιδιώκουμε ειδικότερα την ανάδειξη της παιδικής δημιουργικής σκέψης και έκφρασης, όπως αυτή εκδηλώνεται στο πλαίσιο των καινοτόμων, πρωτοποριακών εκπαιδευτικών πρακτικών που εφαρμόζουμε,  συνήθως προβληματιζόμαστε ως προς τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για τη γνωστοποίηση και διάδοσή της. Κατά το πρόσφατο μόλις παρελθόν,  οι δυνατότητες να κοινοποιηθούν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο  και ειδικότερα στην κάθε τοπική κοινωνία τα επιτεύγματα των μαθητών μας, ήταν πολύ περιορισμένες. Αναφέρω ενδεικτικά τη συνεργασία  με τοπικά περιοδικά ή την έκδοση ειδικών εντύπων, που είχε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει μικρή μόνο μερίδα εκπαιδευτικών. Ωστόσο αυτού του είδους οι δραστηριότητες περιορίστηκαν δραματικά πια, εξαιτίας κυρίως των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν  δήμοι, σύλλογοι, φορείς  κ.λπ. τα τελευταία χρόνια.

Ευτυχώς όμως ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του διαδικτύου  δημιουργήθηκαν νέες, εξαιρετικά συμφέρουσες, οικονομικά και οικολογικά, ευκαιρίες ανάδειξης των επιτευγμάτων στις σχολικές τάξεις, τις οποίες  μπορεί να χρησιμοποιεί συστηματικά μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν  τα ιστολόγια που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει κάθε σχολείο, κάθε εκπαιδευτικός και κάθε μαθητής στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (Π.Σ.Δ.), για να «προβάλλουν το εκπαιδευτικό τους έργο».  Το ιστολόγιο τόσο μιας σχολικής μονάδας όσο και ενός φυσικού προσώπου, μέλους της εκπαιδευτικής κοινότητας, είναι αντιπροσωπευτικό του διαχειριστή του. Δίνει την ευκαιρία για δημοσίευση έργου, σκέψεων και προβληματισμών. Δίνει κατά συνέπεια την ευκαιρία επικοινωνίας όχι μόνο  με την ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και με το κοινωνικό σύνολο. Τα ιστολόγια που έχουν δημιουργηθεί στο Π. Σ. Δ. ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες ενώ έχουν συσταθεί από τα μέλη του δικτύου και αρκετές δεκάδες ομάδες. Επισημαίνουμε τη δυνατότητα και τη χρησιμότητα της ένταξης των σχολικών ιστολογίων σε ομάδες του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, ώστε τα μέλη τους να ενημερώνονται ανελλιπώς για τις νέες αναρτήσεις.

Παρουσίαση ενός σχολικού ιστολόγιου

Προκειμένου να καταδειχθεί πόσο  χρήσιμα μπορεί να είναι τα σχολικά ιστολόγια, ειδικότερα στην κατεύθυνση της ανάδειξης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που σχεδιάζονται και υλοποιούνται  και κυρίως  του ρόλου των μαθητών σε αυτά, θα επικεντρωθούμε στην ιστορία και στο περιεχόμενο του ιστολογίου ενός δημόσιου νηπιαγωγείου. Το  ιστολόγιο με τίτλο ekpaideutika programmata. literature and educationsch.gr site δημιουργήθηκε με αφορμή τη συμμετοχή του αντίστοιχου Νηπιαγωγείου   στον πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό «100 χρόνια μετά…», της πλατφόρμας i-create της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης, το 2010. Η συμμετοχή των μαθητών του Νηπιαγωγείου επικεντρώθηκε στην ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, Τα Ρω του Έρωτα.  Οι εικόνες που σχηματίζονται στην αντίληψη των νηπίων στο άκουσμα των στίχων, είναι αποτέλεσμα της εικονοπλαστικής ιδιότητας του ποιητικού λόγου  (Καλλέργης, 1995, σσ. 22, 35. Μπενέκος, 1981, σσ. 121-122). Το σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον έμμετρο τίτλο «Τα Ελληνάκια ταξιδεύουν/το Μικρό Βοριά γυρεύουν/και η Μάγια το αστέρι/ένα γράμμα θα τους φέρει/με ιστορίες των παιδιών/από στίχους Τραγουδιών» περιλάμβανε αφηγήσεις των νηπίων, με ερέθισμα ζωγραφιές τους, που συνιστούσαν εικονογράφηση των ποιημάτων της συγκεκριμένης συλλογής. Στο ιστολόγιο περιλήφθηκαν ζωγραφιές για κάθε ποίημα και οι σχετικές αφηγήσεις όλων των μαθητών (Βλ. Παράρτημα 1).  Εκατοντάδες χρήστες του διαδικτύου επισκέφτηκαν το ιστολόγιο και το ψήφισαν στο διαγωνισμό, ανάμεσά τους και γονείς των νηπίων και άλλα άτομα του κοινωνικού τους περίγυρου.

Στη συνέχεια επιλέχθηκε το ιστολόγιο να μην αλλάξει χαρακτήρα και προσανατολισμό. Δεν χρησιμοποιείται για τίποτα άλλο παρά αποκλειστικά και μόνο για την παρουσίαση ολοκληρωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Πλέον ενημερώνεται δύο ή τρεις φορές το χρόνο με τα προγράμματα κάθε νέου σχολικού έτους.  Στο ιστολόγιο παρουσιάζονται το σύνολο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν στο συγκεκριμένο Νηπιαγωγείο στη διάρκεια εννέα συνεχόμενων διδακτικών ετών, από το 2008-2009 έως και το 2016-2017. Επίσης παρουσιάζονται όλες οι συμμετοχές  των νηπίων σε αυτά. Οι μαθητές  που τα κείμενά τους περιλαμβάνονται στο ιστολόγιο, αριθμητικά ήδη ξεπερνούν τους διακόσιους. Στο ιστολόγιο παρουσιάζονται επίσης αναλυτικά οι στόχοι, η μεθόδευση και τα συμπεράσματα των διαφόρων προγραμμάτων. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε μερικά από τα  προγράμματα που παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο σχολικό  ιστολόγιο.

Το πρόγραμμα «Αναγνώστες και Φίλοι» έχει ως βασικό στόχο την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και βραβεύτηκε στο διαγωνισμό Αριστεία και Καινοτομία στην Εκπαίδευση, το 2013. Στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος οι μαθητές έφεραν ο καθένας στην τάξη το αγαπημένο του βιβλίο και το παρουσίασαν στους συμμαθητές τους μέσα από μια πρωτότυπη αφηγηματική ιστορία (Βλ. Παράρτημα 2). Τα βασικά σημεία του προγράμματος συνοψίζονται στα ακόλουθα: α) Η πρωτοβουλία της επιλογής των βιβλίων ανήκει αποκλειστικά στους μαθητές. β) Ο συμμαθητής γίνεται ο κύριος διαμεσολαβητής στην επαφή με το βιβλίο. γ) Το πιο αγαπημένο βιβλίο κάθε μαθητή συνιστά πηγή έμπνευσης, ερέθισμα δημιουργίας για όλους.

Το πρόγραμμα «Πορτρέτα: Η Πεντάμορφη και το Τέρας» βασίστηκε στο γνωστό, ομώνυμο, κλασικό έργο της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπομόν. Για τις ανάγκες της διδασκαλίας χωρίστηκε σε δώδεκα κεφάλαια, στα οποία δόθηκαν επιμέρους τίτλοι. Τα νήπια χωρισμένα σε σταθερές υποομάδες, μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κάθε κεφαλαίου, αφηγούνταν τη συνέχεια της  υπόθεσης, εκφράζοντας είτε την πιθανή είτε την επιθυμητή σε αυτά εξέλιξή της. Προκειμένου οι μαθητές να συμμετέχουν στο πρόγραμμα, θα έπρεπε να εκφέρουν τα μαγικά λόγια, που ήταν στίχοι δημοτικών τραγουδιών, οι οποίοι είχαν επιλεγεί σε σχέση με την αφηγηματική υπόθεση. Εκφέροντάς τα και αργότερα γράφοντάς τα, είχαν τη δυνατότητα να εισέλθουν στον κόσμο της ιστορίας και να επιλέξουν το ρόλο και τη δράση τους σε αυτόν (Βλ. Παράρτημα 3),

Στο ιστολόγιο παρουσιάζεται επίσης το πρόγραμμα «Όταν οι Μικροί Πρίγκιπες μεγαλώσουν…», όπου τα νήπια με πρότυπό τους τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ, διαχρονικό ήρωα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, συναντούν τον ενήλικο εαυτό τους. Καθώς πρόκειται για μία συνάντηση η οποία αναφέρεται στο μέλλον τους, καθοριστικός σε αυτήν είναι ο ρόλος της φαντασίας. Κάθε νήπιο-αφηγητής αυτής της συνάντησης, προβάλλει στην ιστορία του τις προσωπικές επιθυμίες του,  ονειρεύεται την εξέλιξή του.

Στο πρόγραμμα «Τρελαντώνης Fan Club», με ερέθισμα τον  κλασικό  ήρωα της παιδικής λογοτεχνίας, ο οποίος συνιστά ακόμη και σήμερα ένα λαμπρό λογοτεχνικό πρότυπο, τα νήπια προχώρησαν σε ατομικές και ομαδικές αφηγήσεις, με θέμα καινούριες αταξίες του  αγαπημένου τους ήρωα, που επινόησαν τα ίδια. Έτσι, ταυτιζόμενα μαζί του (Booth, 1987, σσ. 278-281, 378), εξέφρασαν την παιδική φύση τους, που την χαρακτηρίζει η διάθεση για σκανταλιές, η ροπή στην περιπέτεια κ. ο. κ. (Βλ. Παράρτημα 4).

Στο λογοτεχνικό έργο Αιολική Γη, του Ηλία Βενέζη στηρίχτηκαν τρία διαφορετικά εκπαιδευτικά προγράμματα, που επίσης έχουν καταγραφεί στο ιστολόγιο. Το πρόγραμμα «Η Αιολική Γη πάει… Νηπιαγωγείο» προσφέρει την ευκαιρία στα νήπια να μοιραστούν τις εμπειρίες που βιώνει ο μικρός ήρωάς του στη φύση της μικρασιατικής υπαίθρου (Βλ. Παράρτημα 5). Τα προγράμματα «2012 Κοκκινοσκουφίτσες» (Βλ. Παράρτημα 6) και «Ήταν η Γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου» (Βλ. Παράρτημα 7) επικεντρώνονται σε εγκιβωτισμένες αφηγήσεις του μυθιστορήματος. Προσφέρουν στους μαθητές λογοτεχνικά πρότυπα απόκλισης από την κλασική αφηγηματική εκδοχή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας και του θρύλου για τη Γοργόνα αντίστοιχα, ενθαρρύνοντάς τους να εκφράσουν και αυτοί την αποκλίνουσα σκέψη τους (Guilford, 1956).

Γενικά χαρακτηριστικά και αποτίμηση του ρόλου του ιστολογίου

 Η έμφαση στο ιστολόγιο δίνεται σαφώς  στα κείμενα των νηπίων με επίκεντρο τα αντίστοιχα ερεθίσματα. Το ιστολόγιο προσφέρει τη δυνατότητα της καταγραφής και διάσωσης του συνόλου των αφηγηματικών κειμένων που παράγουν τα νήπια είτε ατομικά είτε ομαδικά (Huck κ. ά., 1979, σσ. 679-713. Μπαρντώ, 1990, σ. 27) . Τα πρωτότυπα παιδικά κείμενα έχουν στο σύνολό τους δημιουργηθεί με βάση την αρχή της φθίνουσας καθοδήγησης, που χρησιμοποιείται στα κειμενοκεντρικά μοντέλα διδασκαλίας (Ματσαγγούρας, 2001: 180-182, 199-203).  Αναλυτικότερα, προηγείται η διαδικασία των ερωταποκρίσεων, η οποία σταδιακά εξελίσσεται σε ενιαία αφήγηση. Στο βαθμό δηλαδή που οι απαντήσεις των νηπίων στις ερωτήσεις του δασκάλου γίνονται πληρέστερες και σαφέστερες, οι ερωτήσεις του δασκάλου διαρκώς περιορίζονται. Οι αφηγηματικές επιλογές των μαθητών κινούνται στους άξονες  της δημιουργικής μίμησης κάποιου λογοτεχνικού προτύπου ή της τροποποίησης  ή ακόμη και της ανατροπής του (Ματσαγγούρας, 2001: 215, 220-222).

Το ερέθισμα για τις παιδικές αφηγήσεις δίνεται άλλοτε από κάποιο λογοτεχνικό έργο  (Iser 1990, σσ.44-45)  και άλλοτε από κάποια παιδική ζωγραφιά, που και αυτή συνιστά εικονογράφηση και άρα αναγνωστική προσέγγιση ή σχολιασμό λογοτεχνικού έργου, ποιητικού ή πεζού. Οι ζωγραφιές και τα αφηγηματικά κείμενα που δημιουργούν τα νήπια, εναλλάσσονται διαρκώς στα προγράμματα, πότε το καθένα από αυτά συνιστά την  αφετηρία και πότε το τέρμα των προγραμμάτων.  Στο ιστολόγιο  αντιπροσωπεύονται όλα τα νήπια και με κείμενα και με ζωγραφιές τους.

Η ανταπόκριση των μαθητών στο πλαίσιο κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος καταγράφεται άμεσα από τον εκπαιδευτικό (Pascucci και Rossi, 2002, σσ. 16-23)  ως ενιαίο αφηγηματικό κείμενο, με παραδοσιακούς ή σύγχρονους τρόπους (γραφή σε χαρτί, γραφή σε υπολογιστή, μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.). Η καταγραφή γίνεται για ποικιλότροπη αξιοποίηση των παραγόμενων παιδικών κειμένων. Στην αξιοποίηση αυτή πρωταρχικό και αναντικατάστατο ρόλο έχει το ιστολόγιο. Με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων τα κείμενα αυτά αναρτώνται στο ιστολόγιο άμεσα και πλήρη, χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλονται για λόγους πρακτικούς στις έντυπες δημοσιεύσεις. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετές άλλες μορφές αξιοποίησης των παιδικών δημιουργημάτων, τα οποία προκύπτουν ως αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Τέτοιες είναι η θεατρική απόδοση, η δημοσίευση σε ηλεκτρονικά περιοδικά κ.λπ. Τονίζουμε, δε, ότι η αξιοποίηση των παιδικών κειμένων είναι σημαντικό μέρος της όλης διαδικασίας, εφόσον θα λειτουργήσει για τους μαθητές ως επιπλέον κίνητρο δημιουργικής έκφρασής τους στα εν εξελίξει προγράμματα (Ηλία και Ματσαγγούρας, 2006, σσ. 312-313). Παιδικές επιθυμίες, προσδοκίες, εντυπώσεις, χαρακτηριστικά, με άλλα λόγια η ίδια η ταυτότητα των συμμετεχόντων νηπίων, αποτυπώνονται  στα παραγόμενα στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων  πρωτότυπα κείμενα.

Χάρη στο ιστολόγιο υπάρχει η δυνατότητα της αναλυτικής παρουσίασης κάθε προγράμματος. Ειδικότερα, δίνεται η ευχέρεια της παράθεσης των αποτελεσμάτων από τη συμμετοχή του συνόλου των μελών της σχολικής τάξης στο πρόγραμμα. Η παρουσίαση των παραγόμενων παιδικών κειμένων στη διάρκεια των προγραμμάτων προσφέρει την ευκαιρία στους δημιουργούς τους να ανατρέχουν στο ιστολόγιο οποιαδήποτε στιγμή στην κατοπινή τους ζωή, για να τα ξαναδιαβάσουν. Επίσης, όλοι οι μαθητές μπορούν τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, να αναζητούν στο ιστολόγιο τα κείμενα των φίλων τους. Αυτή η διαδικασία μάλιστα μπορεί να πραγματοποιείται και ομαδικά στη σχολική τάξη κατά τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, οι συμμαθητές να διαβάζουν ξανά τα κείμενα που δημιούργησαν ως νήπια, μαζί με τους δασκάλους τους στο Δημοτικό Σχολείο. Γονείς, κατοπινοί δάσκαλοι και άλλα άτομα από το οικογενειακό, το φιλικό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον οποιουδήποτε παιδιού, θα γνωρίσουν μέσα από τα καταγεγραμμένα κείμενα πιο ουσιαστικά τη νεότερη γενιά, που εκφράζει τις προσδοκίες και τις επιθυμίες της στο πλαίσιο των προγραμμάτων, οπότε και θα «επικοινωνήσουν» ουσιαστικότερα μαζί της,. Όλοι δε οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να ενημερωθούν για τους στόχους κάθε εκπαιδευτικού προγράμματος, για τα στάδιά του και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες εκτυλίχθηκε. Κυρίως όμως έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν και να εκτιμήσουν την καθολική ανταπόκριση των μαθητών σε αυτό και τις ιδιαιτερότητες της προσέγγισής του από κάθε διαφορετικό μαθητή. Έτσι προκύπτει η μοναδικότητα, η ταυτότητα κάθε παιδιού σε πλαίσιο αμοιβαίας  αποδοχής και σεβασμού.  Επιπλέον, καθώς στο ιστολόγιο καταγράφονται συμπεράσματα από τη διεξαγωγή κάθε προγράμματος, σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί, ο επισκέπτης του ιστολογίου προβαίνει σε δικές του εκτιμήσεις και συλλογισμούς.

Επίσης, ο επισκέπτης του ιστολογίου, εφόσον το επιθυμεί, με ερέθισμα την παιδική δημιουργικότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται στο πλαίσιο του κάθε προγράμματος, μοιράζεται τις εντυπώσεις του, τις καταγράφει στη σχετική στήλη του ιστολογίου, συμμετέχει σε διάλογο με τους πρωταγωνιστές του προγράμματος, «γκρεμίζοντας» τους τοίχους της σχολικής αίθουσας. Αυτή δε η αμφίδρομη  διαδικασία μπορεί να εξελίσσεται διαρκώς, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις και τους  περιορισμούς των έντυπων εκδόσεων.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Booth, W.C. (1987). The Rhetoric of Fiction. Middlesex: Penguin Books.

Guilford, J.P. (1956). The structure of intellect. Psycological Bulletin, Vol 53(4), 267-293.

Ηλία, Ε.Α.  και Ματσαγγούρας Η. Γ. (2006). Από το παιχνίδι στο λόγο: Παραγωγή  παιδικών κειμένων μέσα από παιγνιώδεις δραστηριότητες. Στο Π. Παπούλια-Τζελέπη, Α. Φτερνιάτη, Κ. Θηβαίος (Επιμ), Έρευνα και Πρακτική του Γραμματισμού στην Ελληνική Κοινωνία, 307-317. Πρακτικά Συνεδρίου: Ελληνικά Γράμματα.

Huck, C., Hepler, S. και Hickman, J.  (1979). Children’s Literature in the Elementary School: Holt Rinehart And Winston.

Iser, W. (1990). The Implied Reader. Patterns of Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett. Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press.

Καλλέργης, Η. Ε. (1995). Προσεγγίσεις στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Καστανιώτης.

Ματσαγγούρας, Η. Γ. (2001). Η Σχολική Τάξη, τ. Β΄ : Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του γραπτού λόγου. Αθήνα.

Μπαρντώ, Κ. (1990). Το μάθημα της Λογοτεχνίας, Το Δέντρο, τ. 56-57.

 Μπενέκος, Α Π. (1981). Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ένας σταθμός στην Παιδική Λογοτεχνία. Αθήνα: Δίπτυχο.

 Pascucci, M. και Rossi, F. (2002). ΄Oχι μόνο γραφέας, Γέφυρες, τ. 6.

 

Βλ. για τα Παραρτήματα που ακολουθούν, στο:

https://blogs.sch.gr/paidikakeimena/wp-admin/post.php?post=78&action=edit

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 

Τα «Ελληνάκια» ταξιδεύουν /το «Μικρό Βοριά» γυρεύουν /και η «Μάγια» το αστέρι /ένα «γράμμα» θα τους φέρει /με ιστορίες των παιδιών/από στίχους «Τραγουδιών»

Οδυσσέα Ελύτη, Συλλογή Τραγουδιών «Τα Ρω του έρωτα».

Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε από την Ελένη Α. Ηλία και υλοποιήθηκε με τους μαθητές του κλασικού τμήματος του 1ου Νηπιαγωγείου Ασπροπύργου κατά το σχ. έτος 2010-2011, για το διαγωνισμό της i-create 100 χρόνια μετά…

Ιστορίες των νηπίων για το ποίημα:

α) Η  Μάγια

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά μεσ’ απ’ τους ουρανούς περνά

 1. Σ’ ένα λιβάδι τα παράξενα πολύχρωμα λουλούδια  κλείνουν όταν νυχτώνει  και κοιτάζουν τα αστέρια. Όλα τα αστέρια είναι κανονικά εκτός από ένα που είναι πολύ μεγάλο, γιατί έχει πολύ χρυσάφι. Όσο πιο πολύ λάμπει αυτό το αστέρι τόσο τα άλλα χάνουν το φως τους (Σοφία ). Έτσι πηγαίνουν να το πουν στον ήλιο που είναι ο μπαμπάκας τους. Ο ήλιος τότε πολεμά το μεγάλο αστέρι, το νικάει κι εκείνο πεθαίνει (Μάριος). Όλο το χρυσάφι που είχε το μεγάλο αστέρι, σκορπίστηκε στη γη κι έτσι έλαμψαν τα λουλούδια στο λιβάδι. Και τα άλλα αστέρια τ’ ουρανού άρχισαν να λάμπουν πολύ δυνατά, γιατί χαμογελάνε που δεν υπάρχει πια εκείνο το αστέρι που δεν τα άφηνε να λάμπουν (Παύλος).

2. Τα αστεράκια που είναι παιδιά της Πούλιας, βρίσκονται στον ουρανό. Λάμπουν, γιατί είναι νύχτα και κοιμούνται κι ονειρεύονται. Τα όνειρα τα κάνουν να λάμπουν. Επειδή είναι κοντά-κοντά βλέπουν όλα τα ίδια όνειρα. Τώρα βλέπουν έναν κλόουν, που κάνει αστεία και γελάνε (Γιάννης Κ.). Η μαμά τους η Πούλια μαγειρεύει στα αστεράκια σούπα με τα χόρτα που μάζεψε από τα σύννεφα. Είναι το μόνο φαγητό που τρώνε πολύ. Η Πούλια λάμπει κι αυτή κι ας μην κοιμάται. Εκείνη δεν λάμπει όταν ονειρεύεται, λάμπει όταν λάμπουν τα παιδιά της (Ιωάννα). Η Πούλια έχει πολύ καιρό που ψάχνει σπίτι στη γη, γιατί όταν φυσάει στον ουρανό, τα παιδιά της κρυώνουν. Βρίσκει τελικά κάποιο, όπου ζούσε μια οικογένεια με τρία παιδάκια, που τώρα πήραν καινούριο σπίτι. Και μέσα στο σπίτι τα αστεράκια λάμπουν τις νύχτες, γιατί συνεχίζουν να βλέπουν όνειρα. Τώρα βλέπουν ότι έχουν πάει σ’ ένα παιδικό πάρτι που ένας μάγος εμφανίζει ζώα. Τα αστεράκια γελούν, επειδή τα ζώα τα γαργαλάνε. Οι άνθρωποι που βλέπουν από μακριά το σπίτι να λάμπει, αναρωτιούνται ποιος να μένει εκεί πέρα (Ειρήνη).

β) Του Μικρού Βοριά

Σαν το καράβι που άνοιξε τ’ άρμενα κι αλαργεύει…

1. Ο Μικρός Βοριάς ταξιδεύει με καράβι για το Βόρειο Πόλο όπου ζουν οι γονείς του. Κουβαλάει κι ένα σάκο με χρήματα, για να αγοράσει παιχνίδια να παίζει, επειδή εκεί δεν υπάρχουν άλλα παιδιά. Μέχρι τότε έμενε με το Θεό αλλά βαριόταν, γιατί ο Θεός του ζητούσε να κάθεται φρόνιμα. Ο Θεός ένιωθε την καρδιά του άρρωστη, επειδή τον στενοχωρούσε ο Μικρός Βοριάς (Γιάννης Κ.). Έτσι του ζήτησε να φύγει, για να γίνει καλά. Στο ταξίδι ο Θεός σπρώχνει το καράβι, για να φτάσει ο Μικρός Βοριάς εύκολα και γρήγορα στους γονείς του. Όταν ο Θεός απομένει μόνος στο σπίτι του πάνω στα σύννεφα, πηγαίνει και του χτυπά την πόρτα άλλος άνεμος, για να του κάνει παρέα. Όμως ο Θεός του φωνάζει: «Φύγε, να μείνω στην ησυχία μου». Τότε ο άνεμος αυτός πηγαίνει στη θάλασσα, που αγριεύει και σπάει τις βάρκες. Όλα τα παιδάκια όμως σώζονται, γιατί τα κύματα τα βγάζουν στην ακτή (Εύη). Όσο ο Μικρός Βοριάς βρίσκεται στο σπίτι του από πάγο, ο Θεός κοιμάται στο δικό του σπίτι χωρίς να τον ενοχλεί κανείς. Ένα βράδυ ξυπνά και νιώθει πολύ καλά. Φέρνει πίσω το Μικρό Βοριά μαζί με τους γονείς του και τους έχει ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν. Από δω και πέρα ο Μικρός Βοριάς θα είναι πάντα φρόνιμος (Γιάννης Σ.).

2. Ο Μικρός Βοριάς πηγαίνει στα περιβόλια και καταστρέφει τα λαχανικά, γιατί είναι κακό παιδί. Ο περιβολάρης όταν τα βλέπει, κοντεύει να τρελαθεί και πηγαίνει να πάρει καινούριους σπόρους να φυτέψει. Ο Βοριάς φεύγει με το πλοίο πολύ μακριά, στη Νέα Υόρκη, για να κάνει κι άλλες ζαβολιές (Χριστίνα). Εκεί φέρνει τόσο πολύ κρύο, που όλοι  οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους, για να μην παγώσουν. Μερικοί που δεν έχουν ούτε τζάκι ούτε καλοριφέρ, πεθαίνουν από το κρύο. Μετά ο Βοριάς φεύγει με το πλοίο για την Αλβανία, για να πάει κι εκεί την παγωνιά. Οι πάπιες, οι χήνες, οι μέλισσες, οι μύγες κι άλλα ζώα πεθαίνουν (Νίκος). Ύστερα ο Βοριάς ξαναγυρίζει εδώ και  σπάει ένα σπίτι στην παραλία, που μένει ο πειρατής. Τότε ο πειρατής αρρωσταίνει βαριά από το κρύο αλλά βγαίνει ο ήλιος να τον ζεστάνει και γίνεται καλά. Ο Βοριάς θυμώνει με τον ήλιο και  ανεβαίνει ψηλά να τον κλωτσήσει. Ένας στρατιώτης πηγαίνει το χτυπημένο ήλιο στο νοσοκομείο και διώχνει το Βοριά μακριά (Μάριος).

γ)  Τα Ελληνάκια

Φάληρο με Περαία μια γαλανή σημαία

1. Ένα παιδάκι έφτιαξε μια χάρτινη ελληνική σημαία και τη στερέωσε στον κήπο του. Όμως την πήρε ο άνεμος και την ανέβασε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Από εκεί την είδε με τα κιάλια του κάποιος πειρατής, που ταξίδευε με το καράβι του. Έφτασε στον κήπο για να την πάρει, αλλά όταν είδε το παιδάκι να κλαίει γιατί δεν μπορούσε να πιάσει τη σημαία του, ανέβηκε εκείνος στη σκάλα που είχε φέρει απ’ το καράβι του, κατέβασε τη σημαία και του την έδωσε, γιατί αυτός ο πειρατής ήταν καλός (Κωνσταντίνος Κ.). Το παιδάκι με τη μαμά του πήγαν μαζί στη θάλασσα να τον βρουν για να τον ευχαριστήσουν. Τον είδαν να σκάβει στην άμμο, για να πάρει ένα σπόρο που ήθελε να φυτέψει σε γλάστρα στο καράβι του (Ειρήνη). Ο πειρατής ανέβασε το παιδάκι στο καράβι για να του δείξει τη δική του σημαία. Ήταν κόκκινη και μπλε κι έδειχνε έναν σκελετό. Ταξίδεψαν οι δυο τους μέχρι το νησί με το θησαυρό. Ανέβασαν στο καράβι το σιδερένιο μπαούλο με τα χρυσά νομίσματα και στην αρχή σκέφτηκαν να τα κρατήσουν για να παίζουν. Μετά όμως αποφάσισαν να τα μοιράσουν σε πολλούς ανθρώπους (Παύλος).

2. Ο αέρας παίρνει μια σημαία από ένα πλοίο και την ρίχνει στο χορτάρι. Εκεί την βρίσκει ένα μικρό αγοράκι και την παίρνει (Ορέστης). Μαζί με τα άλλα Ελληνάκια ξεκινούν τρέχοντας από τη μια άκρη του κήπου προς την άλλη, που έχουν στήσει τη σημαία. Κι όποιο παιδάκι την πιάνει πρώτο, την χαρίζει σ’ αυτόν που αγαπάει. Όταν κουράστηκαν και κάθισαν να ξεκουραστούν, ένα κοριτσάκι κοίταξε ψηλά, τα μικρά άσπρα συννεφάκια. Τα έδειξε στους άλλους κι όλοι μαζί τα είδαν να γίνονται μπλε. Ύστερα έγιναν κίτρινα και πορτοκαλί. Έτσι σκέφτηκαν πως είναι μαγικά και τα έφτιαξαν στις ζωγραφιές τους (Σοφία Ν.).

δ)  Ο Ταχυδρόμος

Ταχυδρόμε ανάθεμά σε μόνο εμένα δε θυμάσαι

1. Ο Ταχυδρόμος πηγαίνει στο σπίτι ενός παππού, για να δώσει μια πρόσκληση για πάρτι. Είναι από το εγγονάκι του, που βρίσκεται μακριά. Ο παππούς του αγοράζει ένα πράσινο αυτοκινητάκι (Κωνσταντίνος Κ.). Το δώρο το στέλνει με τον ταχυδρόμο, γιατί ο παππούς κουράζεται, δεν μπορεί να το πάει ο ίδιος. Ο ταχυδρόμος θα πάει στο παιδάκι κι άλλα δύο δέματα, ένα αεροπλανάκι κι ένα ελικόπτερο (Παύλος). Ο ταχυδρόμος μοιράζει κάθε μέρα πολλά γράμματα σε όλα τα σπίτια εκτός από ένα. Εκεί τον περιμένει κάθε μέρα ένα μεγάλο παιδί. Όμως ο ταχυδρόμος δεν θέλει να πάει, επειδή αυτό το σπίτι είναι παλιό και άσχημο. Έτσι το παιδί δεν παίρνει το γράμμα που του έχουν στείλει (Χριστίνα). Ένα βράδυ το παιδί ονειρεύεται ότι του έχουν στείλει κάποιο γράμμα αλλά ο Ταχυδρόμος δεν του το δίνει. Έτσι πιστεύει ότι ο ταχυδρόμος είναι κακός και όταν τον βλέπει έξω δεν τον χαιρετά (Σοφία Ν.). Το παιδί όμως θα πάρει κάποτε αυτό το γράμμα, γιατί ο φίλος του που το έχει γράψει, την επόμενη φορά το στέλνει με ένα πουλί. Στο γράμμα του γράφει στο παιδί ότι το αγαπά. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο για κείνο, αφού μέχρι τότε πίστευε ότι δεν το αγαπά κανείς (Ειρήνη).

2. Ο Ταχυδρόμος χτυπά την πόρτα ενός σπιτιού για να δώσει κάποιο γράμμα. Του ανοίγει το παιδάκι. Είναι η πρώτη φορά που βλέπει ταχυδρόμο. Το γράμμα που φέρνει είναι για τη μαμά του. Της το έχει στείλει κάποιος άγνωστος, για να την ευχαριστήσει, που βοήθησε μια φίλη του όταν έπαθε τροχαίο ατύχημα με μηχανάκι (Νίκος). Μετά από μερικές μέρες ο Ταχυδρόμος ξαναπήγε στο ίδιο σπίτι. Αυτή τη φορά η μαμά έδωσε το γράμμα στο παιδάκι να το διαβάσει. Το έστελνε μία φίλη της και έγραφε ότι φέρνει δώρα για το παιδί από το ταξίδι της (Γιάννης Σ.). Το ταξίδι της έγινε στο Παρίσι. Μόλις γύρισε από εκεί, το παιδάκι την άκουγε να μιλά γι’ αυτό κι ένιωθε σαν να είχε πάει κι εκείνο μαζί της. Όταν το παιδάκι μεγαλώνει, πηγαίνει να δουλέψει στο Παρίσι και στέλνει από εκεί γράμματα στη φίλη της μαμάς του με τον ταχυδρόμο (Ηλιάνα ).

ε) Το Ερημονήσι

Βάζω πλώρη και κατάρτι και γυρεύω ένα νησί…

1. Ένα κοριτσάκι φεύγει με τη βάρκα του μπαμπά του για το Ερημονήσι. Ο ίδιος ο μπαμπάς τής είχε μιλήσει για αυτό το νησί. Το κοριτσάκι θέλησε να πάει εκεί για να είναι μαζί με το Θεό, που λέει σοφά πράγματα. Μένει κοντά του μέχρι να πεινάσει, οπότε γυρίζει στο σπίτι του (Ηλιάνα). Όταν το κοριτσάκι γίνεται δεκατριών χρονών, αποφασίζει να ζήσει στο Ερημονήσι για πάντα. Οι γονείς του πηγαίνουν με τη βάρκα να το βλέπουν. Όποτε πεινάει, χτυπάει ψάρια μ’ ένα ξύλο, μαζεύει ξύλα κι ανάβει φωτιά με πέτρες για να τα ψήσει. Τον υπόλοιπο καιρό φυτεύει σπόρους από σπάνια φυτά που της φέρνουν οι γονείς της και μαζεύει τα σκουπίδια που βγάζουν τα κύματα στην παραλία του νησιού. Με τα σκουπίδια αυτά φτιάχνει σπίτι για να μείνει, φτιάχνει έπιπλα κι έναν κάδο για τα υπόλοιπα σκουπίδια (Γιάννης Η.). Από αυτά φτιάχνει παιχνίδια και τα στολίζει με κοχύλια. Ένα βράδυ που κοιμάται κουρασμένο, ονειρεύεται τη γιαγιά και τον παππού, γιατί του λείπουν πολύ. Θα τους στείλει δώρο με τη μαμά μια σπάνια πέτρα κι εκείνοι θα έρθουν στο Ερημονήσι με τη βάρκα του μπαμπά, για να την δούν (Σοφία Ν.)

2. Στο μοναδικό σπίτι του νησιού μένει μόνο του ένα παιδάκι, που οι γονείς του έχουν πεθάνει. Η πόρτα του σπιτιού έχει σπάσει κι ο λύκος παραμονεύει για να φάει το παιδάκι. Όταν κοιμάται σκεπασμένο με την κουβερτούλα του, μπαίνει και το τρώει (Αργύρης). Τότε πετάνε πάνω από το σπίτι του παιδιού δυο πεταλούδες που σκορπίζουν χρυσάφι κι ύστερα έρχεται η καταιγίδα. Το νερό μπαίνει στο σπίτι από τη σπασμένη πόρτα κι όλα πλημμυρίζουν. Το σπίτι διαλύεται και τα κομμάτια του σκορπίζονται στην άμμο (Σοφία Τ.). Μετά την καταιγίδα βγαίνει στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο και η μαγική καρδιά του Θεούλη, που εξαφάνισε για πάντα το λύκο, έκανε ένα σπόρο στην άμμο ν’ ανθίσει και με θαύμα ζωντάνεψε το παιδάκι. Από τις δύο πεταλούδες, η μια που ήταν φοβιτσιάρα, έφυγε μακριά ενώ η άλλη έμεινε με το ανθισμένο λουλούδι. Τότε έρχονται με τη βάρκα ο παππούς και η γιαγιά του παιδιού, για να το πάρουν μαζί τους. Παίρνουν πακέτο όλα τα κομμάτια του σπιτιού, για να το φτιάξουν ξανά. Παίρνουν και το λουλούδι σε μια γλάστρα, και το ακολουθεί και η πεταλούδα (Παναγιώτης).

στ) Του Σωτήρος

Έχει μια θάλασσα με φάρους που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

1. Ένα παιδάκι που το σπίτι του βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, έστησε ένα φάρο, για να μην χτυπάνε οι βάρκες των ψαράδων τη νύχτα. Οι ψαράδες που περνούν από κει είναι φίλοι του και του χαρίζουν ένα ταξίδι μακρινό με βάρκα, για να τον ευχαριστήσουν που τους βοήθησε. Αυτό είναι το πρώτο ταξίδι του παιδιού και του αρέσει πολύ (Εύη). Όταν το παιδάκι μεγαλώνει,  γίνεται μάστορας. Φτιάχνει σπίτια και φάρους για τους ψαράδες (Χριστίνα). Το κάνει αυτό, επειδή του το ζήτησε ο Θεός. Κατέβηκε από τον ουρανό με τα φτερά του, τον βρήκε και του μίλησε φιλικά, με καλοσύνη. Του ζήτησε να τα φτιάξει όλα αυτά, για να προστατευτούν οι ψαράδες, επειδή ο ουρανός θα ρίξει μαύρη βροχή (Ειρήνη).

Τις αλυσίες όλες σπάει και μ’ ανοιχτές φτερούγες πάει

2. Ο Χριστός βλέπει από τον ουρανό τα παιδάκια που παίζουν έξω από το σπίτι τους στο δάσος. Κατεβαίνει εκεί με το φωτοστέφανό του, για να τους πει ότι τα αγαπάει, επειδή είναι καλά (Ιωάννα). Τα παιδάκια έχουν δει κι άλλες φορές το Χριστό. Ξάπλωναν στα λουλούδια και κοιτούσαν τον ουρανό, για να τον δουν. Τους άρεσε να τον κοιτάζουν, επειδή ήταν τόσο δυνατός. Γυμναζόταν όλη την ημέρα μόνος του, για να χτυπάει με δύναμη τους εχθρούς του, τους κακούς. Όταν τους χτυπάει, πεθαίνουν (Παύλος). Τη νύχτα όταν βγαίνουν τα αστέρια, πετάνε στον ουρανό τα άγια πουλιά, για να μην τα βλέπει κανένας. Μόνον τα παιδάκια του δάσους τα βλέπουν στο όνειρό τους. Όταν τα άγια πουλιά γυρίζουν στη φωλιά τους, ο Χριστός πηγαίνει στο μπαμπά του, για να του μιλήσει για τα παιδάκια (Σοφία Τ.). Του λέει ότι τα παιδιά εύχονται να αποκτήσουν μεγάλη δύναμη, για να αφανίζουν τους κακούς ανθρώπους. Ο Θεός θα τους δώσει αυτό που επιθυμούν κι έτσι δεν θα κινδυνεύουν από τους κλέφτες (Παναγιώτης).

ζ) Το Βεγγαλικό

Κι άξαφνα μες στον ουρανό κάηκε σα βεγγαλικό

1. Η Παναγίτσα με το μικρό Χριστούλη κοιτάζουν ένα αστέρι στον ουρανό. Εκείνο τους μιλάει, λέει ότι τους αγαπά. Όμως δεν καταλαβαίνουν ποιος τους μιλά και τρομάζουν (Κωνσταντίνος Λ.). Ξημερώνει και το αστέρι χάνει τη λάμψη του. Η Παναγίτσα με το Χριστούλη δεν μπορούν πια να το βλέπουν αλλά ακόμη ακούν να τους μιλάει. Τους λέει να περιμένουν ξανά τον άγγελο που κάποτε είχε πάει στην Παναγίτσα (Κωνσταντίνος Κ.).

2. Τα αστεράκια κατέβηκαν στη γη, για να βρεθούν κοντά σ’ ένα παιδάκι που ήταν φίλος τους. Με το παιδάκι αυτό τα αστεράκια πήγαιναν άλλοτε μαζί σχολείο, γιατί κι αυτά ήταν παιδιά, ώσπου μια νεράιδα τα μάγεψε κι έγιναν αστέρια, επειδή το ήθελαν τα ίδια. Σαν αστέρια νιώθουν τέλεια,  κατεβαίνουν όμως πού και πού και στη γη, για να παίζουν με τους φίλους τους. Όσοι τα βλέπουν, λένε: «Αυτά τα αστέρια είναι μαγικά» (Γιάννης Σ.) Μπορούν να εξαφανίζουν πράγματα, όπως τις αρρώστιες των ανθρώπων. Και μπορούν να βλέπουν το Θεό και το Χριστούλη, αφού βρίσκονται στον ουρανό (Ηλιάνα). Όταν βγαίνει ο ήλιος σ’ ένα μέρος, φεύγουν από εκεί και πηγαίνουν αλλού, που είναι βράδυ. Ποτέ δεν κοιμούνται, γιατί δεν χρειάζονται ύπνο. Τους αρέσει όμως να βλέπουν τα παιδιά που κοιμούνται στα σπίτια τους (Νίκος).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ

Εισαγωγή

Ο προβληματισμός σε σχέση  με τον οποίο σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε το πρώτο μέρος του προγράμματος αφορά στο είδος και την ποιότητα των βιβλίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σ’ ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βασικό στόχο την ανάπτυξη θετικής στάσης για την ανάγνωση από το σύνολο των μαθητών που συμμετέχουν σε αυτό. Σε όλα τα σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα που έχουμε πραγματοποιήσει έως τώρα, χρησιμοποιήθηκαν βιβλία λογοτεχνικά, η αισθητική ποιότητα και η αφηγηματική αρτιότητα των οποίων είχε κριθεί αρχικά από ενηλίκους αναγνώστες, συνήθως τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Επιλέγονταν μάλιστα όχι μόνο έργα που απευθύνονται ειδικότερα στο παιδικό αναγνωστικό κοινό αλλά και άλλα που θεωρήθηκαν κατάλληλα για τα παιδιά-αναγνώστες, αν και δεν έχουν αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (βλ. τις δημοσιεύσεις της ιστοσελίδας με τους τίτλους «Τα Ελληνάκια ταξιδεύουν…», «Η Αιολική Γη πάει…Νηπιαγωγείο», «Ήταν η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου»). Η τακτική αυτή βασιζόταν στο σκεπτικό ότι η ποιότητα των έργων εξασφαλίζει την αναγνωστική απόλαυση. Έτσι μεγιστοποιείται η πιθανότητα  τα παιδιά  που έρχονται σε επαφή με τα αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα  να αποκτήσουν τη συνήθεια της ανάγνωσης.

Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα που πραγματοποιούμε κατά το σχ. έτος 2012-2013 η πρωτοβουλία της επιλογής δίνεται αποκλειστικά στους μαθητές, οι οποίοι ενθαρρύνονται να φέρει ο καθένας στην τάξη το «αγαπημένο του βιβλίο», εκείνο που θεωρεί το πιο αγαπημένο μεταξύ όλων όσων έχει διαβάσει . Ταυτόχρονα έχει ζητηθεί από τους γονείς να μην παρέμβουν κατά κανένα τρόπο στην επιλογή των βιβλίων.

Στόχοι του προγράμματος:

Α) Καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας

Β) Ουσιαστική επικοινωνία και δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των μελών της σχολικής τάξης

Γ) Καλλιέργεια της δημιουργικής σκέψης

Δ) Καλλιέργεια της λεκτικής έκφρασης των μαθητών

Ε) Καλλιέργεια της δημιουργικής εικαστικής έκφρασης των μαθητών

ΣΤ) Ανάπτυξη της ικανότητας της ακρόασης και της επικοινωνίας

Ζ) Κατανόηση της σύνδεσης ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο, της ιδιότητας του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό

Η) Άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία

Μεθόδευση

Η διαδικασία που ακολουθήσαμε κατά την υλοποίηση του προγράμματος περιλαμβάνει τρία στάδια: 1ο. Επιλογή του  βιβλίου που θα παρουσιαστεί, 2ο. Παρουσίαση του βιβλίου, 3ο. Έκφραση εντυπώσεων  για το βιβλίο.

1ο στάδιο: Στον πίνακα με τα ονόματα των μαθητών που βρίσκεται σταθερά αναρτημένος  στη σχολική αίθουσα, κάποιο από τα παιδιά (διαφορετικό κάθε φορά) εντοπίζει δίπλα στο όνομά του ένα μικρό αυτοκόλλητο. Αυτό συνιστά ένδειξη ότι το συγκεκριμένο παιδί θα επιλέξει μεταξύ των αγαπημένων βιβλίων των συμμαθητών του εκείνο που επιθυμεί να παρουσιαστεί. Στη συνέχεια όλα τα αγαπημένα βιβλία (εκτός βέβαια από όσα έχουν ήδη παρουσιαστεί) τοποθετούνται στα τραπεζάκια των εργασιών, συνοδευόμενα από  καρτέλες όπου αναγράφεται το όνομα του παιδιού που έχει φέρει στην τάξη το κάθε βιβλίο. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης ενός ρυθμικού μοτίβου, το οποίο εκτελείται από τη δασκάλα και τους μαθητές με κρουστά όργανα του Orff, το παιδί που έχει το ρόλο να επιλέξει το βιβλίο που θα παρουσιαστεί,  αποφασίζει ποιο θα προτιμήσει.

2ο στάδιο: Το παιδί του οποίου το αγαπημένο βιβλίο έχει επιλεγεί , παρουσιάζει στην ολομέλεια το περιεχόμενό του, ευρισκόμενο σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον εκάστοτε αφηγητή. Η παρουσίαση έχει τη μορφή αφήγησης μιας ιστορίας ακόμη και όταν δεν πρόκειται για βιβλίο αφηγηματικό αλλά γνώσεων, χρηστικό ή οτιδήποτε άλλο. Ο δάσκαλος που είναι ήδη ενημερωμένος για το περιεχόμενο των βιβλίων, διακόπτει συχνά, θέτοντας συγκεκριμένες ερωτήσεις αναφορικά με την ιστορία, για τις οποίες δεν υπάρχει απάντηση στο βιβλίο. Επιδιώκει έτσι να δώσει στο μαθητή την ευκαιρία να προσθέσει δικά του στοιχεία και γενικότερα να διαφοροποιηθεί από το πρωτότυπο αφηγηματικό κείμενο. Ο δάσκαλος καταγράφει την αφήγηση καθισμένος σε σημείο όπου να μπορεί να τον παρακολουθεί και ο αφηγητής και οι ακροατές. Μετά την ολοκλήρωσή της αφήγησης από το μαθητή, ο δάσκαλος την διαβάζει και οι συμμαθητές έχουν την ευκαιρία να εκδηλώσουν τη θετική τους εντύπωση για την ιστορία που άκουσαν, χειροκροτώντας.

3ο στάδιο: Κάθε παιδί εικονογραφεί την ιστορία μέσα από την οποία ο συμμαθητής του παρουσίασε το αγαπημένο του βιβλίο. Στη συνέχεια οι ζωγραφιές παρουσιάζονται στην ολομέλεια από τους δημιουργούς τους και τοποθετούνται όλες σε έναν κοινό φάκελλο.

Στην καρτέλα με το όνομα του παιδιού που έχει ολοκληρώσει την παρουσίαση του αγαπημένου του βιβλίου, αναγράφονται  έπειτα η αρίθμηση με βάση τη σειρά που παρουσιάστηκε, ο τίτλος του βιβλίου και το όνομα του μαθητή που το επέλεξε να παρουσιαστεί. Οι καρτέλες αναρτώνται  γύρω από το χώρο όπου γίνεται η παρουσίαση.

Προκαταρκτική φάση

Πριν από την έναρξη του προγράμματος έχουν προηγηθεί εκπαιδευτικές δραστηριότητες ώστε όλοι οι μαθητές να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα ονόματα του συνόλου των συμμαθητών τους, προκειμένου κατά την επιλογή του βιβλίου να γνωρίζουν σε ποιον ανήκει. Επίσης έχει προηγηθεί δραστηριότητα με τίτλο «η ώρα των βιβλίων», κατά την οποία οι μαθητές είχαν σε καθημερινή βάση την ευχέρεια να ξεφυλλίζουν τα αγαπημένα βιβλία που συγκεντρώνονταν, να εξοικειώνονται με το περιεχόμενό τους και να σχηματίζουν τις πρώτες εντυπώσεις τους για αυτά, ώστε να διευκολυνθούν στην επιλογή τους όταν ο καθένας τους θα έπρεπε να αποφασίσει ποιο βιβλίο θα επιθυμούσε να παρουσιαστεί.

Τελική φάση

Τα αφηγηματικά κείμενα και η εικονογράφησή τους αξιοποιούνται και αναδεικνύονται ποικιλότροπα. Συγκεκριμένα, το μέρος αυτό του προγράμματος ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των παιδικών κειμένων με τη μορφή ανοιχτής θεατρικής παράστασης, όπου οι ίδιοι οι μαθητές υποδύονται τους ήρωες των ιστοριών τους. Στο τέλος της παράστασης κάθε μαθητής παραλαμβάνει ως «πρωτοχρονιάτικο» δώρο το φάκελλο με τις ζωγραφιές των συμμαθητών του, οι οποίες αναφέρονται στην ιστορία που έχει αφηγηθεί για το δικό του αγαπημένο βιβλίο. Ο μαθητής-αφηγητής προσφέρει με τη σειρά του στο συμμαθητή του που επέλεξε το βιβλίο του και του έδωσε την ευκαιρία να το παρουσιάσει, τη  ζωγραφιά που έφτιαξε ο ίδιος για την ιστορία του.

Οι εργασίες των νηπίων, κείμενα και ζωγραφιές, εκτός από την ιστοσελίδα δημοσιεύονται επίσης σε τοπικό πολιτιστικό περιοδικό, σε περιοδικό Παιδικής Λογοτεχνίας και παρουσιάζονται σε συνέδρια και ημερίδες με θέμα τη φιλαναγνωσία. Τέλος, φωτοτυπημένα αντίγραφα με το σύνολο των κειμένων των παιδιών προσφέρονται σε  φιλανθρωπικό παζάρι που διοργανώνεται από το Δήμο, προκειμένου τα έσοδα από την πώλησή τους να διατεθούν για κοινωνικούς σκοπούς.

Χρονοδιάγραμμα

Το πρώτο μέρος του προγράμματος, αυτό δηλαδή που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη δημοσίευση, ξεκινά με την προκαταρκτική φάση από την πρώτη διδακτική εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Συνεχίζεται με τις παρουσιάσεις των βιβλίων και την εικονογράφησή τους από το τέλος Σεπτεμβρίου έως το τέλος Νοεμβρίου. Ολοκληρώνεται με την προετοιμασία και την πραγματοποίηση της παράστασης μέσα στο Δεκέμβριο (για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται στο θεατρικό κείμενο μια εισαγωγή, με στόχο να προσδώσει στην παράσταση χριστουγεννιάτικη διάσταση).

Σύνδεση προγράμματος με γνωστικά αντικείμενα

Μέσα από τις καρτέλες με την αρίθμηση που αντιστοιχούν στα διάφορα βιβλία και την επικόλληση επάνω στο βιβλίο του ίδιου αριθμού, πραγματοποιείται η εξοικείωση των μαθητών με τα αριθμητικά σύμβολα και η αντιστοίχηση των συμβόλων με τα σχετικά σύνολα (Μαθηματικά).

Επίσης μέσα από την επαφή με τα βιβλία, την αφήγηση ιστοριών σε σχέση με αυτά, την παρουσίαση των σχετικών με τις ιστορίες ζωγραφιών, την ανάρτηση των καρτελών στη σχολική αίθουσα με τα ονόματα και τους τίτλους των βιβλίων και τα ονοματεπώνυμα των μαθητών που τα παρουσίασαν και τέλος με την καταγραφή των αφηγουμένων κειμένων από το δάσκαλο και με τη δημοσίευσή τους, αναπτύσσεται η προφορική επικοινωνία, η ανάγνωση και η γραπτή εκφραση  (Γλώσσα).

Συσχέτιση στόχων με στοιχεία προγράμματος

Α) Ο στόχος της φιλαναγνωσίας επιδιώκεται με την επαφή με τα βιβλία μέσα από τη διαμεσολάβηση των συμμαθητών τόσο κατά την επιλογή όσο και κατά την παρουσίασή τους.

Β) Ο στόχος της επικοινωνίας και της δημιουργίας ισχυρών φιλικών δεσμών επιδιώκεται να επιτευχθεί καθώς οι συμμαθητές μοιράζονται τις αναγνωστικές εμπειρίες τους τόσο κατά την παρουσίαση της ιστορίας όσο και κατά την παρουσίαση της εικονογράφησής τους. Επίσης στην ανάπτυξη φιλικών σχέσεων συμβάλλει η διαδικασία της ανταλλαγής των εικόνων που έχουν ζωγραφίσει για τις ιστορίες που αναφέρονται στα αγαπημένα βιβλία των συμμαθητών τους.

Γ) Ο στόχος της καλλιέργειας της δημιουργικής σκέψης επιδιώκεται καθώς τα βιβλία παρουσιάζονται μέσα από την αναδιήγηση της πρωτότυπης ιστορίας από τα ίδια τα παιδιά στους άξονες της δημιουργικής μίμησης, της τροποποίησης ή ακόμη και της ανατροπής της.

Δ) Ο στόχος της καλλιέργειας της λεκτικής έκφρασης των μαθητών επιδιώκεται μέσα από την αφήγηση από τα παιδιά της πρωτότυπης ιστορίας και την παρουσίαση στην ολομέλεια των εικόνων που ζωγράφισαν για τις ιστορίες που άκουσαν από τους συμμαθητές τους.

Ε) Ο στόχος της καλλιέργειας της δημιουργικής εικαστικής έκφρασης επιδιώκεται με την εικονογράφηση από τους μαθητές των ιστοριών για τα αγαπημένα βιβλία των συμμαθητών τους.

ΣΤ) Ο στόχος της ανάπτυξης της ικανότητας της ακρόασης και της επικοινωνίας επιδιώκεται μέσα από την εικονογράφηση, εφόσον οι ζωγραφιές στηρίζονται στις ιστορίες για τα αγαπημένα βιβλία των συμμαθητών και ουσιαστικά αποτελούν αναγνωστικές προσεγγίσεις τους.

Ζ) Ο στόχος να κατανοήσουν οι μαθητές την ιδιότητα του γραπτού λόγου να αναπαριστά τον προφορικό επιδιώκεται με την καταγραφή των παιδικών αφηγήσεων και την ανάγνωσή τους από το δάσκαλο .

Η) Ο στόχος του ανοίγματος του σχολείου στην κοινωνία επιδιώκεται με την ανάδειξη και αξιοποίηση των εργασιών των παιδιών μέσα από την ανοιχτή θεατρική παράσταση και τις διάφορες δημοσιεύσεις τους, καθώς και με τη διάθεση αυτών των εργασιών τους για κοινωνικούς σκοπούς.

Συμπεράσματα και επισημάνσεις

Αρκετά από τα βιβλία που έφτασαν στην τάξη ως «αγαπημένα» είναι μεταφρασμένα. Έχουν πρωτοεκδοθεί από ξένους εκδοτικούς οίκους. Είτε πρόκειται για φτηνές εκδόσεις είτε για εκδόσεις που δίνουν μεγάλη έμφαση στην εμφάνιση, αντιμετωπίζουν εμφανώς το βιβλίο πρώτιστα ως καταναλωτικό προϊόν. Κάποτε μάλιστα το όνομα του συγγραφέα δεν αναγράφεται καν ή το βρίσκουμε μόνο στις εσωτερικές σελίδες. Στην πλειοψηφία τους τα «αγαπημένα» βιβλία συνιστούν εκδόσεις της τελευταίας δεκαετίας.

Αναφορικά με την επιλογή από τους συμμαθητές των προς παρουσίαση βιβλίων, διαπιστώνεται ότι για την πλειοψηφία των μαθητών το κριτήριο ήταν η σχέση τους με τον κάτοχό του. Επέλεγαν δηλαδή το αγαπημένο βιβλίο του φίλου τους, για να του προσφέρουν την ικανοποίηση να το παρουσιάσει. Δεύτερο μεταξύ των κριτηρίων επιλογής αναδείχτηκε η προϋπάρχουσα εξοικείωση των μαθητών με ένα συγκεκριμένο ήρωα. Βιβλία για δημοφιλείς ήρωες, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα ή ο Ηρακλής επελέγησαν από τα πρώτα. Τα κορίτσια επέλεξαν για παρουσίαση συνήθως βιβλία με ηρωίδες, π.χ. Σταχτοπούτα,  Κοκκινοσκουφίτσα, ενώ τα αγόρια προτίμησαν αγόρια-λογοτεχνικούς ήρωες, π.χ. Ηρακλής, Ταρζάν.

Μέσα στην πρώτη εβδομάδα συγκεντρώθηκαν πάνω από τα μισά αγαπημένα βιβλία ενώ σε τρεις εβδομάδες είχαν φτάσει στην τάξη είκοσι τρία αγαπημένα βιβλία σε σύνολο είκοσι πέντε παιδιών.

Από το πρώτο βιβλίο που παρουσιάστηκε στο πρόγραμμα, άρχισαν τα παιδιά να εκδηλώνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τα «αγαπημένα» βιβλία τα δικά τους και των συμμαθητών τους αλλά και για τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης. Περνούσαν πλέον αρκετό χρόνο της «ελεύθερης απασχόλησης» στη γωνιά της βιβλιοθήκης ενώ και κατά τη διάρκεια άλλων δραστηριοτήτων, όσοι κάθονταν κοντά στη βιβλιοθήκη δεν έχαναν ευκαιρία να ξεφυλλίζουν βιβλία.

Ακολουθούν τα κείμενα των παιδιών, συνοδευόμενα από ζωγραφιές συμμαθητών τους:

– Είμαι ένα παιδάκι, που δεν είχα αδερφάκια. Όμως θα ήθελα πολύ στο σπίτι μας ένα μωράκι, ένα μικρό αδερφάκι. Έκλαιγα, επειδή δεν το είχα και το ήθελα οπωσδήποτε. Έτσι σκέφτηκα να ζητήσω τη βοήθεια του Αϊ-Βασίλη. Ζωγράφισα σ’ ένα χαρτόνι ένα μωράκι και το άφησα κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι μας.

Ο Αϊ-Βασίλης ήρθε κρυφά την Πρωτοχρονιά κι άφησε στο δωμάτιό μου το δώρο του, το μωράκι που του είχα ζητήσει. Έτρεξα να το πω στους γονείς μου. Μου είπαν πως θα βρούμε χώρο στο σπίτι για να το βάλουμε. Πήραν ένα κρεβατάκι-κούνια στο δωμάτιό τους κι έβαλαν εκεί το μωρό. Το αγαπάμε και το φροντίζουμε πολύ όλοι μας. Εγώ το παίρνω αγκαλίτσα, του δίνω γάλα και το κοιμίζω. Οι γονείς μου εκτός από την κούνια του μωρού, πήραν και μια κούνια στην αυλή για μένα.   (Έλενας Χ. Στανιού, Το πρωτοχρονιάτικο δώρο του Άρη, εκδ. Ψυχογιός 2009)

 

 – Ο Άγιος Βασίλης τη μέρα που γιόρταζε, μοίραζε σε εμάς τα παιδιά δώρα. Σε μένα έφερε ένα αρκουδάκι, που μου άρεσε. Αυτή τη νύχτα είχα ξυπνήσει νωρίς, γιατί ήθελα να πιω νερό. Όπως πήγαινα στην κουζίνα, συνάντησα τον Αϊ-Βασίλη μέσα στο σπίτι μου. Του είχε ανοίξει την πόρτα η μαμά. Είχε μαζί του μια μεγάλη κόκκινη τσάντα, γεμάτη δώρα για τα παιδιά.

Το άλλο πρωί πήγα δίπλα στο σπίτι του φίλου μου του Βασίλη, για να μιλήσουμε για τον Άγιο Βασίλη. Τον είχε δει κι εκείνος και του ευχήθηκε Καλή Χρονιά. Ο Άγιος Βασίλης ξέρει ποια παιδιά είναι καλά, γιατί τα βλέπει με τα μάτια του από πάνω. Όλα τα παιδιά τα αγαπάει αλλά σε κάποια δεν φέρνει δώρα, ώσπου να γίνουν καλά. Όλα τα παιδιά μας κάνει να είμαστε καλά το γάλα. Το ζεσταίνουν οι μαμάδες και μας το δίνουν. Όταν το πίνουμε χαμογελάμε κι έτσι γινόμαστε καλά παιδιά.   (Το αστέρι των Χριστουγέννων, εκδ. Παπαδόπουλος, 2010)

 

 – Είμαι το μικρό σκυλάκι του Αϊ-Βασίλη. Δίψασα και βγήκα έξω, για να βρω νερό, επειδή το νερό στο σπίτι μας είναι για να πίνουν μόνο ο Αϊ-Βασίλης και τα ξωτικά του. Εμένα μου έχουν πει, όποτε διψάω, να πηγαίνω στο ποτάμι. Επειδή όμως είμαι πολύ μικρό, έχασα το δρόμο μου μέσα στη νύχτα.

Στο πρώτο φωτισμένο παράθυρο που συνάντησα, είδα κάτι κουνελάκια που στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους. Πήρα έναν άλλο δρόμο κι έφτασα έξω από ένα παράθυρο, που έβλεπα κάτι αρκούδες να τραγουδάνε Τα τρίγωνα κάλαντα. Άλλαξα δρόμο και βρέθηκα έξω από ένα σπίτι που έμεναν αλεπούδες, μικρές και μεγάλες. Έφυγα και από εκεί και πέρασα σ’ ένα σπίτι που έμενε ο τάρανδος του Αϊ-Βασίλη. Μου έδειξε το δρόμο για το σπίτι μας κι έτσι ξαναγύρισα. Ο Αϊ-Βασίλης μου έκανε δώρο ένα κόκκινο κουδουνάκι, για να το φοράω στο λαιμό μου. Μου είπε πως όταν χάνομαι, θα το ακούει και θα έρχεται εκείνος να με βρίσκει.  (Μια χιονισμένη νύχτα, απόδ. Φίλιππος Μανδηλαράς, εκδ. Πατάκη, 2005)

 

  Το παιδάκι μου ο μικρός Χηνούλης είναι ένα παπάκι, που παλιά φοβόταν το κρύο νεράκι. Δεν μπορούσε να διώξει το φόβο του. Του άπλωνα τη φτερούγα μου για να την πιάσει και να μπει στο νερό, του έλεγα να παίξουμε με το βαρκάκι που του είχε φέρει δώρο ένας άνθρωπος που φύλαγε τα ζώα, όμως ο Χηνούλης δεν έμπαινε στο νερό. Τότε του έδειξα ένα βάτραχο που πηδούσε και του είπα να παίξουν μαζί.

Όταν πήδηξε ο Χηνούλης μου, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έπεσε στο ποτάμι. Τότε κατάλαβε ότι το νερό δεν ήταν κρύο, όπως νόμιζε. Από τότε έπαιζε συνέχεια με το βατραχάκι κι έμπαινε μαζί μου στο νερό. Κολυμπούσε και χωρίς εμένα και μια μέρα το ποτάμι τον πήρε μακριά μας. Γνώρισε άλλες πάπιες και μεγάλωσε μαζί τους, μακριά από μένα. Για να με βρει ξανά, κολύμπησε σε όλα τα ποτάμια και τις θάλασσες της χώρας. Τελικά βρήκε το δρόμο και ξαναγύρισε κοντά μου. Του ζήτησα να μην ξαναφύγει ποτέ.  (Ιζαμπέλλα Καμίνο, Παραμύθια με ζωάκια, μτφρ. Στέλλα Βαρελλά, εκδ. Μίνωας, 2000)

 

  Είμαι ένα μωρό, που δεν μπορώ ακόμη να διαβάζω. Κάθε μέρα που περνάω στο δρόμο με τη μαμά μου, βλέπω στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα μεγάλο παιδί, που κρατάει μια ταμπέλα. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι γράφει. Μια μέρα η μαμά με προσέχει από τα αυτοκίνητα την ώρα που περνάω απέναντι. Φτάνω στο παιδί με την ταμπέλα. Στέκεται δίπλα σε ένα σούπερ μάρκετ. Μιλάω μωρουδίστικα  και δείχνω την ταμπέλα στο μεγάλο παιδί. Εκείνο μου λέει: «Γράφει ότι πρέπει να τρώμε λαχανικά».

Κάθε μέρα θα πηγαίνουμε με τη μαμά μου στο σούπερ μάρκετ να ψωνίζει, για να μου μαγειρεύει φαγητό, να τρώω και να μεγαλώνω. Το μεγάλο παιδί κάθε μεσημέρι πηγαίνει στο σπίτι του να φάει, για να έχει δύναμη να κρατάει την ταμπέλα. Γιατί το φαγητό μας δίνει δύναμη!   (Ειρήνης Μαραζιώτη, Χτίζω σωστά εμένα, ΦΑΓΕ)

 

 Εσείς πιστεύετε ότι είμαι μια οδοντόβουρτσα. Για τον οδοντογιατρό το Λουκά όμως είμαι η τριχονεράιδα του. Από τότε που ο Λουκάς ήταν μικρό αγοράκι, τον βοηθούσα να μην χαλάσουν τα δόντια του. Ο οδοντογιατρός του τού χάρισε εμένα, που έχω μπλε ανοιχτό χρώμα, γιατί αυτό είναι το αγαπημένο χρώμα του Λουκά. Καθαρίζαμε τα δόντια του κάθε πρωί, κάθε βράδυ κι όποτε μέσα στη μέρα ο Λουκάς έτρωγε τούρτες, γλυκά και κέικ από το ζαχαροπλαστείο. Τα καθαρίζαμε κι όταν έτρωγε καραμέλες, που του έδινε η φίλη του στην παιδική χαρά.

Τώρα που ο Λουκάς έχει γίνει γιατρός, οι γονείς που τα παιδάκια τους δεν πλένουν τα δόντια τους ποτέ, τα πηγαίνουν στο Λουκά με το ζόρι. Εκείνος ρωτά τα παιδιά ποιο είναι το αγαπημένο τους χρώμα και τους μοιράζει οδοντόβουρτσες, δηλαδή τριχονεράιδες με το χρώμα που αγαπάνε. Οι τριχονεράιδες που διαλέγουν τα κορίτσια είναι ροζ, κόκκινες, κίτρινες και πορτοκαλί. Οι τριχονεράιδες των αγοριών είναι πράσινες, μαύρες, άσπρες και μπλε. Έτσι όλα τα παιδιά που πηγαίνουν στο Λουκά, μαθαίνουν να βουρτσίζουν συνέχεια  τα δόντια τους.  (Εμμανουέλα Νικολαϊδου, Η μαγική δύναμη της τριχονεράιδας του Λουκά,  Aim/kids)

  Είμαι η Λουκία. Αγόρασα γλυκά από ένα ζαχαροπλαστείο και τα πήγα δώρο στη μαμά και στο μπαμπά μου που γιορτάζουν. Τα σερβίραμε στους καλεσμένους μας, αυτοί όμως δεν τα δοκίμασαν. Μας εξήγησαν ότι τα φτιάχνει μια κακιά μάγισσα που φοράει μαύρα ρούχα και έχουν πολύ άσχημη γεύση.

Έτσι εγώ τα πήγα δώρο στη θεία μου, για να της κάνω πλάκα. Εκείνη μου είπε ότι της άρεσαν και τα έτρωγε. Έτσι συνέχισα να της πηγαίνω. Η μάγισσα που έφτιαχνε τα γλυκά επίτηδες άσχημα, παραξενεύτηκε όταν της είπα ότι άρεσαν στη θεία μου. Νομίζω ότι η θεία μου κρύβει τα γλυκά στο ντουλάπι της και με κοροϊδεύει όταν μου λέει ότι τα τρώει. Εγώ πάντως θα συνεχίσω να της πηγαίνω τα γλυκά της μάγισσας όσο θα λέει ότι της αρέσουν.    (Ευγένιου Τριβιζά, Η Δόνα Τερηδόνα και το μυστικό της γαμήλιας τούρτας, εκδ. Καλέντης, 2001)

 

  Είμαι η Ραπουνζέλ. Ένα βράδυ που έβλεπα τηλεόραση, η μαμά μου ήταν στην κουζίνα και ο μπαμπάς μου έλειπε ταξίδι με το φορτηγό του, με άρπαξε μια μάγισσα που έμενε δίπλα στο σπίτι μας και με έκλεισε σε έναν μακρινό πύργο. Ήταν κακιά και ήθελε να με κάνει δικό της κοριτσάκι. Μεγάλωνα μαζί της χωρίς να με αφήνει να βλέπω κανέναν άλλον άνθρωπο.

Όπως ήμουνα φυλακισμένη, είδα μια φορά έναν πρίγκιπα που έτρεχε στο δάσος, γιατί τον κυνηγούσαν οι φρουροί να τον φυλακίσουν. Με είδε και σκαρφάλωσε στον πύργο, για να κρυφτεί. Όταν όμως έφτασε στο δωμάτιό μου, τρόμαξα και τον χτύπησα με ένα μαύρο τηγάνι. Ύστερα φώναξα τη μάγισσα κι εκείνη τον πέταξε κάτω. Αυτός όμως δεν πέθανε. Επειδή ήταν όμορφος, τον αγάπησα. Έδενα τα μαλλιά μου και κατέβαινα από τον πύργο, για να βγαίνω βόλτα μαζί του ενώ η μάγισσα έλειπε ταξίδι. Όταν γύρισε, μας βρήκε και τους δύο μέσα στον πύργο. Όμως τα μαλλιά μου βοήθησαν να δραπετεύσουμε και οι δυο. Είχαμε ανάψει φωτιά για να ζεσταθούμε. Η μάγισσα με έσπρωξε στη φωτιά. Ο πρίγκιπας στενοχωρήθηκε πολύ που κάηκαν τα μαλλιά μου κι έριξε τη μάγισσα στη φωτιά.    (Ραπουνζέλ,  Brijbast Art Press, 2012)

  Είμαι η Σταχτοπούτα. Μου έχουν δώσει αυτό το όνομα, επειδή άρεσε στη νουνά  μου. Όταν η μαμά μου αρρώστησε με την καρδιά της και πέθανε, ο μπαμπάς παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα, που ήταν κακιά και την έλεγαν Βίβιαν. Είχε από τον προηγούμενο γάμο της δίδυμες κόρες, που ήταν ίσα με μένα. Αυτές με έβαζαν να πουλάω τις κολοκύθες, να καθαρίζω το σπίτι ενώ οι ίδιες δοκίμαζαν στολές και νυφικά, επειδή ήθελαν να παντρευτούν τον πρίγκιπα. Κι εγώ όμως ήθελα να τον παντρευτώ, όπως κι όλες οι κοπέλες. Έτσι φόρεσα το ροζ φόρεμα που είχα αγοράσει και τα γυάλινα γοβάκια της μαμάς μου, για να πάω στο χορό του κάστρου. Η μητριά μου και οι δίδυμες μου έσκισαν το φόρεμα κι ο μπαμπάς μου δεν ήταν κοντά μου για να με βοηθήσει. Είχε πάει στην Αφρική, για να μοιράσει φαγητό στα φτωχά παιδάκια. Έτσι με βοήθησε η μαμά μου, που είχε γίνει άγγελος. Μου είπε όμως να προσέχω, γιατί τα μαγικά που έκανε με το μαγικό ραβδί που της είχε δώσει ο Θεός, θα άντεχαν μόνο μέχρι τα μεσάνυχτα. Πήγα λοιπόν στο χορό αλλά έφυγα τα μεσάνυχτα. Ο πρίγκιπας την άλλη μέρα έψαχνε σ’ όλα τα διαμερίσματα, για να με βρει. Είχε μαζί του το γοβάκι, που όταν το βρήκε στο τελευταίο σκαλοπάτι του κάστρου, είπε «μωρέ αυτό πρέπει να είναι της κοπέλας!» Με βρήκε στον τελευταίο όροφο.

Όμως τότε αρρώστησα με την καρδιά μου και πήγα στον ουρανό μαζί με τη μαμά μου. Ο πρίγκιπας φώναξε τότε στο Θεό: «Θεέ μου φέρε μου πίσω την κοπέλα μου!» Ο Θεός, για να μην λυπάται ο πρίγκιπας και φωνάζει όλη τη νύχτα, με έστειλε  κοντά του. Τότε παρακάλεσα το Θεό, να στείλει πίσω και τη μαμά μου, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ η φωνή της και ήθελα να την ακούω. Η μαμά μου όταν ξαναγύρισε στη ζωή, μου είπε: «Σταχτοπούτα μου είσαι ένας άγγελος!»  Μετά η μαμά ζήτησε απ’ το Θεό να ξαναφέρει στη ζωή και τον άντρα της, που είχε πνιγεί όταν γύριζε από την Αφρική. Όταν ξαναγύρισε κι εκείνος στη ζωή, γέννησαν άλλο ένα κοριτσάκι. Εγώ παντρεύτηκα τον πρίγκιπα και η αδερφή μου παντρεύτηκε τον αδερφό του. Η Βίβιαν έκανε τότε όλες τις δουλειές. Αποκτήσαμε ένα κατοικίδιο, ένα σκυλάκι που βρήκα στο δρόμο. Πήραμε και μια οικογένεια παπάκια, για τη λιμνούλα του κάστρου. Γέννησα ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι, που το βάζουμε τιμωρία κι εγώ και η δασκάλα του, γιατί είναι τεμπέλης και δεν γράφει το όνομά του.   (Η Σταχτοπούτα, μτφρ.-επιμ. Στέλλα Ζούπα, εκδ. Σαββάλας, 2006)

  Όλα τα κορίτσια περιμέναμε τη Σταχτοπούτα να έρθει με την άμαξα στο σχολείο μας, γιατί θέλαμε πολύ να μας καλέσει στο χορό. Ο χορός γινόταν το ίδιο βράδυ στο κάστρο της Σταχτοπούτας. Ευχαριστήσαμε όλες μας τη Σταχτοπούτα που μας κάλεσε και το βράδυ ανεβήκαμε στην άμαξα που είχε στείλει  και φτάσαμε στο κάστρο. Στο χορό χορέψαμε μία-μία με τη Σταχτοπούτα. Εκείνη μας κέρασε καραμέλες και σοκολατάκια και έπαιξε μαζί μας Μικρή Ελένη. Ύστερα παίξαμε την Κοκκινοσκουφίτσα και η Σταχτοπούτα έκανε το λύκο. Όταν η άμαξα μάς γύριζε στα σπίτια μας, συζητούσαμε πόσο άρεσαν σε όλες μας τα σοκολατάκια  και τι ωραία που ήταν τα παιχνίδια που παίξαμε.

Η Σταχτοπούτα έρχεται επίσκεψη στο σχολείο για να μας βλέπει. Εμείς δεν χρειάζεται να ξαναπάμε στο κάστρο, επειδή το έχουμε ήδη δει.  (Disney. Αληθινά Όνειρα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008)

  Είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα. Βοήθησα τη μαμά μου να φτιάξει κεϊκάκια, σουπίτσα και τα βάλαμε σ’ ένα καφέ καλαθάκι. Ύστερα φόρεσα την κάπα μου, έβαλα την κουκούλα γιατί έκανε κρύο, πήρα το καλαθάκι και ξεκίνησα για το σπίτι της γιαγιάς. Είναι λίγο μακριά αλλά εγώ πήγαινα μόνη μου, γιατί η μαμά είχε δουλειά και ο μπαμπάς ήταν στο περιβόλι και ράντιζε. Για να φτάσω εκεί έπρεπε να περάσω από ολόκληρο το δάσος, να βρω λουλούδια, μούρα και σταφύλια για τη γιαγιά.

Στη διαδρομή είδα το λύκο αλλά κάθε φορά τον συναντάω κι έτσι δεν φοβήθηκα. Ο λύκος πολλές φορές με ρωτάει πού πηγαίνω. Το ίδιο με ρώτησε κι αυτήν τη φορά. Μου έδωσε κι άλλα λουλούδια, μούρα και σταφύλια για τη γιαγιά. Ύστερα συνάντησα πουλάκια, ελαφάκια κι όλα με ρωτούσαν πού πηγαίνω και μου έδιναν νεκταρίνια, ροδάκινα και μήλα για τη γιαγιά μου.

Όταν έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς, ο λύκος την είχε κλειδώσει στη ντουλάπα κι είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Δεν κατάλαβα πως ήταν ο λύκος, γιατί είχε χρώμα γκρίζο, όπως τα μαλλιά της γιαγιάς. Άκουσα όμως τη φωνή της από τη ντουλάπα: «Βοήθεια Κοκκινοσκουφίτσα!» Εκεί που άνοιγα τη ντουλάπα, ο λύκος με άρπαξε. Περνούσε όμως ένας κυνηγός, πυροβόλησε το λύκο και τον σκότωσε. Κοιμήθηκα μαζί με τη γιαγιά και το βράδυ ήρθε ο μπαμπάς να με πάρει. Έμαθε την περιπέτειά μας από τον κυνηγό. Πήγαμε στο σπίτι μας κι η γιαγιά έμεινε μόνη της. Δεν φοβόταν αφού ο κυνηγός είχε σκοτώσει το λύκο. (Κοκκινοσκουφίτσα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1998)

 

  Η μαμά μου με αγαπά πολύ και με φιλά μπροστά στους φίλους μου. Κι εγώ την αγαπάω, δεν μου αρέσει όμως να με φιλάει μπροστά τους, γιατί μου λένε «είσαι μωρό» και γελάνε μαζί μου. Έχω πει στη μαμά μου να μην με φιλάει μπροστά τους αλλά αυτή συνεχίζει. Έτσι κατέστρωσα ένα σχέδιο, για να φύγω από το σπίτι όταν θα πηγαίναμε βόλτα με το αμάξι. Δεν αποφάσισα όμως να φύγω, γιατί θα με ανακάλυπτε. Σκέφτηκα λοιπόν να το σκάσω με το ποδήλατο όταν αυτή κοιμόταν στον καναπέ. Τελικά πήρα στο καλαθάκι κάτι για να φάω, το κόλλησα στο ποδήλατό μου κι έφτασα όσο μακριά μπορούσα.

Όμως η μαμά μου με ακολουθούσε χωρίς να το έχω καταλάβει. Όταν το ποδήλατό μου κόλλησε σε μια λακκούβα, η μαμά κατέβηκε από το αμάξι της και τότε την είδα. Έτρεξα όσο μπορούσα μακριά της, για να μην μου καταστρέψει τη ζωή. Επειδή κόλλησε στη λακκούβα και το αυτοκίνητο της μαμάς, άρχισε να τρέχει κι αυτή με τα πόδια πίσω μου. Δεν μπόρεσε να με φτάσει κι έτσι γύρισε στο σπίτι μας και πήρε τηλέφωνο την αστυνομία. Οι αστυνομικοί δεν πίστεψαν όσα τους είπε και έβαλαν τη μαμά φυλακή. Ο μπαμπάς προσπάθησε να τους πείσει ότι είναι αθώα και τον έβαλαν κι αυτόν φυλακή.

Το βράδυ που γύρισα σπίτι, ένιωθα όμορφα. Όμως είχε τελειώσει το φαγητό, ήμουνα κουρασμένη κι όταν αποκοιμήθηκα είδα κακά όνειρα και ξύπνησα. Κανένας δεν ήταν κοντά μου για να μου δώσει φιλάκι και να μου πει να μην φοβάμαι. Φοβήθηκα ακόμη πιο πολύ όταν είδα τη σκιά του κρεβατιού μου και τη σκιά τη δικιά μου. Φώναξα «Μαμά! Μπαμπά!» αλλά κανείς τους δεν ήταν εκεί. Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και τους ζήτησα να μιλήσω μαζί τους. Τότε τους άφησαν ελεύθερους. Όταν γύρισαν στο σπίτι τους είπα: «Μαμά και μπαμπά σας αγαπώ!»  (Κέιτ Φάιφερ, Η μαμά μου προσπαθεί να μου καταστρέψει τη ζωή, μτφρ. Ρένα Ρώσση-Ζαϊρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2009)

 

 Είμαι η Φραουλίτσα και με κάλεσε στο σπίτι της η καλύτερη φίλη μου, η Πορτοκαλίτσα, για να ετοιμάσουμε για το πιτζάμα πάρτι της. Βάλαμε μπαλόνια, γιρλάντες και χάρτες. Βοήθησα την Πορτοκαλίτσα, γιατί ζει μόνη της. Τους γονείς της τους σκέπασε το κύμα και βουλιάξανε. Από τότε η Πορτοκαλίτσα κοιμάται μόνη της. Διαβάζει ιστορίες μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Δεν την φοβίζει το σκοτάδι.

Σκέφτηκε να κάνει το πιτζάμα-πάρτι, επειδή είναι Άνοιξη και οι πορτοκαλιές στον κήπο της είναι ανθισμένες. Εκτός από μένα κάλεσε και την Τουρτίτσα και τη Μπισκοτίτσα. Θα αγοράσουμε τούρτα, θα φτιάξουμε φραντζολάκια, πίτσες, βραχιόλια και θα διαβάσουμε ιστορίες από τα βιβλία της Πορτοκαλίτσας. Ύστερα θα κάνουμε πιτζάμα-πάρτι και στα σπίτια των άλλων κοριτσιών.   (S. Ciminera, Πιτζάμα πάρτι, Modern Times)

  Είμαι από ένα βρωμοχώρι, που το λένε Βρωμοχώρι. Το χωριό μου παλιά μύριζε άσχημα, σκουπίδια και καπνό. Η βρώμα έφτανε στα γειτονικά χωριά και δεν άρεσε καθόλου στους κατοίκους τους. Έμεναν μέσα στα σπίτια τους και δεν μπορούσαν να βγουν καθόλου έξω.

Όμως εμείς οι Βρωμοχωρίτες είχαμε μάθει από τις γιαγιάδες μας να φτιάχνουμε κάτι γυαλιά, που παίρναμε από αυτά οξυγόνο κι έτσι όταν τα φορούσαμε, δεν μυρίζαμε τις άσχημες μυρωδιές. Επειδή όμως κι αυτά τα γυαλιά βρώμισαν, εμείς τα παιδιά στο Βρωμοχώρι είχαμε μια ιδέα, για να νιώσουμε καλύτερα. Βάζαμε μπαλόνια στις καμινάδες, για να μπαίνει εκεί ο μαύρος καπνός. ΄Ετσι οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών δεν μύριζαν πια άσχημες μυρωδιές. Οι πυροσβέστες που είχαν έρθει στο Βρωμοχώρι, για να δουν τι συμβαίνει, γύρισαν στα χωριά τους και είπαν τι είχαν δει. Έτσι έβαλαν και τ’ άλλα χωριά μπαλόνια στις καμινάδες τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς οι Βρωμοχωρίτες καλύτερα.     (Σοφίας Ζαραμπούκα, Το Βρωμοχώρι, εκδ. Κέδρος, 1977)

  Σε αυτόν τον κήπο είμαστε πολλά δέντρα με ελιές. Η οικογένεια που μένει εδώ έχει τρία παιδιά. Εμάς και τα λουλούδια που υπάρχουν εδώ, μας φροντίζει ο παππούς. Κάποτε ο παππούς φύτεψε ένα κουκούτσι ελιάς που ήταν μαγικό, χωρίς όμως να το ξέρει. Έτσι γεννήθηκα εγώ, που δεν είμαι δέντρο συνηθισμένο. Έχω πρόσωπο κοριτσίστικο, τα κλαριά μου είναι σαν χέρια και τα φύλλα μου μοιάζουν με μαλλιά.

Τα παιδιά χαίρονται που μπορούν να παίζουν μαζί μου. Τους κάνω σκιά, για να παίζουν από κάτω τη μικρή Ελένη και κρέμονται  από τα κλαδιά μου. Ο παππούς με βάφτισε Μελίτσα, επειδή έχω τους πιο γλυκούς καρπούς.

Επειδή μπορώ να μιλάω με κοριτσίστικη φωνή, λέω στα παιδιά να προσέχουν το Καλοκαίρι τον ήλιο και να κάθονται στη δροσιά μου. Τους λέω και ιστορίες για τους παραολυμπιακούς αγώνες.   (Μαρίας Βιγγοπούλου-Χύτα, Μελίτσα. Μια μικρή ελίτσα, εκδ. Άθως 2010.)

 

 Είμαι το Καλοκαίρι. Όταν έφτασα στην Ελλάδα, πρώτα με κατάλαβαν τα παιδιά. Ήξεραν ότι θα έρθω και με περίμεναν. Τους αρέσει να κολυμπάνε στη θάλασσα, να κάνουν ποδήλατο, να παίζουν με την άμμο.

Θα μείνω πολύ καιρό εδώ κι όταν φύγω, θα έρθει το Φθινόπωρο. Χαίρομαι όταν βλέπω το Φθινόπωρο. Μόλις έρχεται, εγώ φεύγω και πηγαίνω στην Αμερική, στην έρημο, σ’ όλο τον κόσμο. Δεν μου αρέσει να μένω στο ίδιο μέρος, προτιμώ να ταξιδεύω και να πηγαίνω παντού, γιατί όλα τα παιδιά με περιμένουν.   (Οι τέσσερις εποχές, εκδ. Πατάκη, 2004)

 

  Το όνομά μου είναι Αλαντίν. Μια μέρα όταν ήρθε το βράδυ, το έσκασα από το σπίτι μου και έφυγα μακριά. Έφτασα στην Αμερική, γιατί είχα ακούσει ότι υπάρχουν σοκολατένιοι άνθρωποι και ήθελα να τους γνωρίσω. Εκεί είδα ένα μικρό παιδί σοκολατένιο και πήγα κοντά του. Τότε ένας σοκολατένιος άνθρωπος με σημάδεψε με το πιστόλι του και μου είπε: «Ακίνητος». Όμως εμφανίστηκε η αστυνομία και συνέλαβε αυτόν τον άνθρωπο. Ζήτησα από τους αστυνομικούς να με γυρίσουν σπίτι μου. Η μαμά μου με πήρε αγκαλιά και μου είπε να μην το ξανασκάσω ποτέ.    (Το λυχνάρι του Αλαντίν, εκδ. ΚΑΛΟΚΑΘΗ, 2008)

 

  Είμαι ο Ηρακλής. Κάποτε, που ήμουν μωρό η μαμά μου μαγείρευε και ο μπαμπάς δούλευε στο περιβόλι μας. Μπήκαν από την εξώπορτα που είχε μείνει λίγο ανοιχτή, δύο φίδια και βρέθηκαν στο δωμάτιό μου. Εγώ τότε σκέφτηκα: «Ας τα πνίξω». Μπήκε τότε μέσα η μαμά μου, είδε τα πνιγμένα φίδια στην κούνια και ένιωσε πάρα πολλή χαρά, που ο γιος της ήταν τόσο δυνατός.

Όταν μεγάλωσα κι έγινα άντρας, φόρεσα μια στολή λιονταριού που είχα αγοράσει στα Jumbo, έβαλα φωτιά στο τόξο μου, μπήκα στο δάσος και σκότωσα όλα τα φίδια. Όποτε έβγανα, φορούσα τη στολή του λιονταριού, γιατί πάντα κάτι σκότωνα. Σκότωσα ένα αγριογούρουνο, σκότωσα ακόμα και το λιοντάρι της Νεμέας. Οι άνθρωποι με αγαπούν πολύ και με αγκαλιάζουν, αφού σκοτώνω τα κακά ζώα της ζούγκλας κι έτσι αυτά δεν τους κάνουν κακό. Μια φορά συνάντησα έναν άλλον γίγαντα, που ήταν πιο μεγάλος από εμένα. Είχε πάρει τα μήλα από κάποια κορίτσια που τα έλεγαν Εσπερίδες. Εγώ τα πήρα από τον γίγαντα και τα έδωσα σ’ ένα αγόρι που του άρεσαν. Δεν έφαγα κανένα, γιατί δεν μου αρέσουν τα φρούτα. Μου αρέσει να τρώω ρεβύθια, σπανακόρυζο, χυλοπίτες και πιο πολύ απ’ όλα μου αρέσει το γάλα, γιατί με δυναμώνει.    (Οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή, εκδ. Παπαδόπουλος, 2005)

  Πήγα στη Χώρα του Πουθενά, για να δω τον Πήτερ Παν. Έχω πάει κι άλλες φορές με όλη μου την οικογένεια. Ταξιδεύουμε έως εκεί με αεροπλάνο. Φεύγουν από παντού αεροπλάνα για τη χώρα του Πουθενά όμως πηγαινοέρχονται αδειανά. Μόνο εγώ και τ’ αδέρφια μου θέλουμε να ταξιδεύουμε εκεί. Οι άλλοι άνθρωποι φοβούνται τον κάπταιν Χουκ κι έτσι δεν πηγαίνουν ποτέ. Όμως εγώ δεν τον φοβάμαι, γιατί είμαι πολύ γενναία.

Ο Πήτερ Παν μας περιμένει πάντα στο αεροδρόμιο. Μας πηγαίνει στην παιδική χαρά της χώρας του. Αγαπάει πολύ να κάνει κούνια. Όταν διψάμε, μας πηγαίνει στο σπίτι του για νερό. Στο δωμάτιό του δεν έχει παράθυρα, γιατί δεν του αρέσει ο ήλιος, τον ζεσταίνει. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι αυτοκόλλητα σε διάφορα σχήματα. Βγάζουμε τα παπούτσια μας κι ανεβαίνουμε στο κρεβάτι του και χοροπηδάμε. Το βράδυ φεύγουμε από τη Χώρα του Πουθενά.    (J. M. Barrie, Πίτερ Παν, μτφρ. Μάριος Βερέττας, εκδ. Άγκυρα, 1994)

  Είμαι ο Ταρζάν. Ταξιδεύαμε κάποτε με τη μαμά μου με αεροπλάνο. Πηγαίναμε να ζήσουμε με το μπαμπά. Η μαμά με είχε πάρει μακριά του, επειδή είχαν μαλώσει. Όμως της ζήτησα να γυρίσουμε κοντά του και να του πει συγγνώμη. Εκείνη συμφώνησε μαζί μου. Στη διαδρομή τελείωσαν τα καύσιμα και το αεροπλάνο μας έπεσε στη ζούγκλα. Ευτυχώς που είχε κάτι αλεξίπτωτα, για να μην σκοτώνονται οι άνθρωποι κι έτσι επιζήσαμε όλοι οι επιβάτες. Κάναμε κάμπινγκ στη ζούγκλα και τρώγαμε ξηρά τροφή.

Όμως εμένα με άρπαξε μια πιθηκίνα και με πήρε μακριά από τους άλλους, γιατί εγώ δεν έμοιαζα με τα πιθηκάκια της, ήμουν πιο όμορφος. Έτσι μεγάλωσα με τους πιθήκους. Σκαρφάλωνα στα δέντρα σαν κι εκείνους κι έτρωγα από το φαγητό τους. Δεν έκλαιγα ποτέ, όπως κλαίνε καμιά φορά τα παιδιά. Έβγαζα μόνο πολύ δυνατές κραυγές, κοφτές, όπως οι πίθηκοι. Θα ζήσω για πάντα εδώ. Καμιά φορά θυμάμαι τη μαμά μου. Όταν έρχονται στο μυαλό μου οι αναμνήσεις που ήμαστε μαζί, πιάνομαι απ’ τα ψηλά κλαριά και πηδάω πολύ-πολύ μακριά. (Ο άρχοντας της ζούγκλας, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

  Είμαι ο ΤυΡεξ, δηλαδή ο τυραννόσαυρος με το όνομα Ρεξ, ο βασιλιάς των δεινοσαύρων, ακόμα κι εκείνων που έχουν τόσο μακριά ουρά όσο δέκα τρένα στη σειρά και είναι τόσο ψηλοί, που μπορούν να δουν τη στέγη τους. Ζούσα σε μια σπηλιά κάτω από ένα ηφαίστειο.

Τη μέρα που η γυναίκα μου γεννούσε, είδε τη λάβα να βγαίνει. Έτσι πήρε τα τρία νεογέννητα μωρά μας κι έτρεξε μακριά απ’ τη σπηλιά, για να σωθούν.

Εμένα με ξέχασαν στη σπηλιά. Κοιμόμουν και με ξύπνησε η έκρηξη. Έψαχνα να τους βρω μέχρι που βρήκα μια άλλη δεινοσασαυρίνα. Φτιάξαμε μια καινούρια οικογένεια. Έχουμε δύο δεινοσαυράκια που πηγαίνουν στην παιδική χαρά και βρίσκουν τα φιλαράκια τους.     (Τζούντυ Νάγιερ, Οι δεινόσαυροι στα χέρια σου, εκδ. McClanahan Book Company)

  Είμαι στην έρημο και ψάχνω για αρχαία πράγματα, όπως κόκκαλα δεινοσαύρων. Αυτά τα στέλνουμε στα μουσεία, για να τα βλέπουν οι άνθρωποι. Κάποτε υπήρχε πολύς κόσμος εδώ. Όσο πιο βαθιά σκάβαμε στην έρημο με τα φτυάρια μας τόσο περισσότερα κόκκαλα βρίσκαμε. Κάποια στιγμή δεν βρίσκαμε πια άλλα κόκκαλα, γιατί είχαν βρεθεί ήδη.

Εγώ όμως δεν θέλω να σταματήσω ποτέ να ψάχνω, γιατί περιμένω ότι κάτι ακόμη θα βρω. Όταν μου τελείωσαν το νερό και το φαγητό, ήμουν ολομόναχος και αβοήθητος. Πήρα μια καμήλα και με πήγε σε μια όαση. Εκεί βρήκα δυο-τρεις ανθρώπους, που έγιναν υπηρέτες μου κι έκαναν ό,τι  τους έλεγα, επειδή με συμπάθησαν. Με βοηθούσαν σε όλα. Έσκαβαν για μένα κι εγώ πήγαινα με την καμήλα και τους έφερνα νερό. Όμως μετά από δύο μήνες έφυγαν, γιατί έπρεπε να φτιάξουν κάποια σπίτια. Έτσι έμεινα πάλι μόνος μου με την καμήλα. Η ζωή μου είναι λίγο βαρετή πια. Σκάβω όλο και πιο αραιά και μένω περισσότερο στην όαση. Όμως είμαι αποφασισμένος να μείνω για πάντα στην έρημο ακόμα κι αν δεν συναντήσω ποτέ πια κανέναν άνθρωπο. (Δεινόσαυροι και προϊστορική ζωή, εκδ. Susaeta ΕΛΛΑΣ Α. Ε.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

Π Ο Ρ Τ Ρ Ε Τ Α : η Πεντάμορφη και το Τέρας

Ε ι σ α γ ω γ ή : Στο νηπιαγωγείο μας παρουσιάσαμε το παραμύθι της Ζαν-Μαρί Λεπρένς ντε Μπομόν «Η Πεντάμορφη και το Τέρας», το οποίο γράφτηκε το 1757, σε πιστή απόδοση από το γαλλικό κείμενο (το έργο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Ερευνητές, σε  εικονογράφηση από την Αν  Ρόμπι  και  απόδοση στα Ελληνικά από τη  Μαρίνα Τουλγαρίδου). Ποτέ το πασίγνωστο αυτό κλασικό παραμύθι, στο οποίο η αφηγηματική υπόθεση ξεκινά με την οικονομική καταστροφή μιας εύπορης οικογένειας, δεν ήταν περισσότερο επίκαιρο από σήμερα, που η οικονομική κρίση πλήττει την παγκόσμια κοινότητα και προκαλεί ανασφάλειες και αδιέξοδα.
Για τις ανάγκες της διδασκαλίας χωρίσαμε το έργο σε κεφάλαια, στα οποία δώσαμε επιμέρους τίτλους.  Μετά την ανάγνωση κάθε κεφαλαίου οι μαθητές του κλασικού τμήματος της σχολικής χρονιάς 2008-2009 καλούνταν να συνεχίσουν την ιστορία, εκφράζοντας έτσι τις προσδοκίες και τις επιθυμίες τους για την εξέλιξη της πλοκής, τη στάση που διαμόρφωναν για τα διάφορα λογοτεχνικά πρόσωπα και συνακόλουθα τις προσωπικές τους εμπειρίες και ευαισθησίες.
Προκειμένου να επιτύχουμε την καθολική συμμετοχή των νηπίων, χρησιμοποιήσαμε το παιχνίδι και τη διαδικασία της εμψύχωσης. Τα νήπια, χωρισμένα σε  πέντε  υποομάδες, που παρέμειναν αμετάβλητες σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, αναζητούσαν στους φακέλους που τους μοιράζαμε τα «μαγικά λόγια». Πρόκειται για έναν ή δύο στίχους από δημοτικά τραγούδια, που περιλαμβάνονται στην πλέον διαδεδομένη συλλογή του Νικολάου Γ. Πολίτη «Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού» (δίπλα σε κάθε στίχο αναγράφεται εδώ η αρίθμηση της σελίδας του βιβλίου του Πολίτη, όπου μπορεί ο στίχος αυτός να αναζητηθεί). Τους στίχους τους είχαμε επιλέξει με κριτήριο τη νοηματική σχέση τους με το περιεχόμενο του αντίστοιχου κεφαλαίου. Ολόκληρη η τάξη αποστήθιζε τα μαγικά λόγια, ώστε στη συνέχεια να απαγγελθούν τρεις φορές από κάθε ομάδα, ως προϋπόθεση  για να εισέλθουν τα μέλη της στο σύνολό τους στον κόσμο της ιστορίας και να παρουσιάσουν τη δική τους αφηγηματική εκδοχή. Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, εκτός από την εκφορά του στίχου, ζητούσαμε από τα νήπια και τη γραφή του ανά ομάδα, προκειμένου να περάσουν στη συνέχεια στο στάδιο των αφηγήσεων. Το παιγνιώδες αυτό πλαίσιο αποδείχθηκε εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο για το σύνολο των μαθητών.

Οι ομάδες επέλεξαν μόνες τα ονόματά τους, που είναι τα ακόλουθα:
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
ΠΟΥΛΑΚΙ
ΤΙΓΡΙΣ
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΛΟΥΛΟΥΔΙ

1. Κεφάλαιο: Η Πεντάμορφη στην εξοχή

Π ε ρ ί λ η ψ η: Η οικογένεια της Πεντάμορφης καταστρέφεται οικονομικά και αναγκάζεται να μετακομίσει στην εξοχή, όπου γνωρίζει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Η Πεντάμορφη, που πάντα ξεχωρίζει για την ευγένεια και την καλοσύνη της, προσαρμόζεται με δυσκολία μεν αλλά πρόθυμα εκεί ενώ οι αδερφές της αρνούνται επίμονα να προσαρμοστούν και να συνεργαστούν.

Μαγικά Λόγια: « Βουνά μου και λαγκάδια μου και κάμποι με τα ρόδα» (σ. 214 ).

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Το σπίτι στην εξοχή έχει μια μικρή κουζινούλα. Για να χωράνε όλοι, όλα εκεί μέσα είναι μικρά, το τραπέζι, οι καρέκλες, τα πιατάκια.  Ο μπαμπάς τους μαγειρεύει μακαρόνια και σούπες. Μόνον η Πεντάμορφη του λέει ότι της αρέσει το φαγητό ενώ οι αδερφές της του λένε «δεν πεινάω». Το δωμάτιο της Πεντάμορφης είναι γεμάτο λουλούδια, που τα μαζεύει απ’ τον κήπο της. Τα περισσότερα βιβλία της η Πεντάμορφη τα έχει αφήσει στην πόλη, γιατί δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει. Μαζί της έχει πάρει μόνο το παραμύθι της Σταχτοπούτας, που είναι το αγαπημένο της.

2. Κεφάλαιο : Περιμένοντας τα δώρα του πατέρα

Π ε ρ ί λ η ψ η : Η οικογένεια της Πεντάμορφης παίρνει την πληροφορία ότι ένα από τα πλοία τους που θεωρούσαν κατεστραμμένο, έφτασε σώο στον προορισμό του και πουλήθηκε το φορτίο του. Οι δύο μεγαλύτερες αδερφές, ενθουσιασμένες για την οικονομική τους ανάκαμψη, παραγγέλνουν στον πατέρα τους ακριβά ρούχα και κοσμήματα ενώ η Πεντάμορφη του εκφράζει την επιθυμία να της φέρει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

Μαγικά λόγια: «Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω» (σ. 170).

ΠΟΥΛΑΚΙ: Η Πεντάμορφη θέλει ο μπαμπάς της να της φέρει ένα τριαντάφυλλο κι ένα μπουκάλι λευκό κρασί, για να πιουν με την κοτόσουπα που θα του φτιάξει τη μέρα που τον περιμένουν, γιατί αυτό είναι το αγαπημένο του φαγητό. Αλλά εκείνος δεν γύρισε τη μέρα που τον περίμεναν. Τα κορίτσια έμαθαν από το στρατηγό της αστυνομίας ότι είχε μπει φυλακή. Τον φυλάκισαν επειδή πέρασε με κόκκινο στο δρόμο, γιατί βιαζόταν να φάει τον κοτόσουπα. Η Πεντάμορφη φόρεσε την κουκούλα της επειδή έβρεχε και γύρισε όλες τις φυλακές μέχρι να τον βρει. Τον απελευθέρωσαν γιατί την λυπήθηκαν.

ΛΟΥΛΟΥΔΙ: Ο μπαμπάς της Πεντάμορφης βρίσκεται στην έρημο, γιατί το καράβι που ταξίδευε, χτύπησε στο βράχο και βούλιαξε. Στην έρημο μόνος και αβοήθητος περιμένει να περάσει άλλο πλοίο. Η Πεντάμορφη με τις αδερφές της πηγαίνουν με άλλο καράβι να τον βρουν. Κάνουν καταδύσεις με μάσκες, εντοπίζουν ένα κομμάτι από το ναυαγισμένο καράβι κι εκεί κοντά τον ψάχνουν. Όταν βρίσκουν τον πατέρα τους, αυτός δεν έχει καθόλου χρήματα, γιατί του έχουν πέσει στη θάλασσα. Τα κορίτσια τον ανεβάζουν στο καράβι και η Πεντάμορφη του φτιάχνει ψαρόσουπα, επειδή είναι άρρωστος και βήχει.

3. Κεφάλαιο: Το φως στο δάσος

Π ε ρ ί λ η ψ η : Ο έμπορος παίρνει το δρόμο της επιστροφής χωρίς να μπορεί να ικανοποιήσει τις ακριβές επιθυμίες των μεγαλύτερων κοριτσιών του. Διασχίζοντας το δάσος μέσα στη νύχτα, διακρίνει ένα φως. ΄Οταν πλησιάζει, διαπιστώνει πως πρόκειται για ένα μεγαλόπρεπο πύργο, όπου θα καταφύγει για να προστατευτεί  από τις άσχημες καιρικές συνθήκες και τα άγρια ζώα.

Μαγικά λόγια: «Εκεί ’ναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα δερβένια
Και σένα παίρνουν κόρη μου και μένα με σκλαβώνουν» ( σ. 201).

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Στο παλάτι βρίσκεται το τέρας. Είναι καλό, βοηθάει τους ανθρώπους. Όταν βρίσκονται στο δάσος, τους ανοίγει το κάστρο του για να μην φοβούνται. Εκείνοι νομίζουν πως είναι κακό, γιατί μένει μόνο του. Δεν έχει κανέναν να το φροντίζει. ΄Ολοι στην οικογένειά του έχουν πεθάνει. Τα πουλάκια μόνο κάθονται στο χερούλι της καρέκλας του, για να του κάνουν παρέα.

ΛΟΥΛΟΥΔΙ: Ο μπαμπάς της Πεντάμορφης φτάνει στο παλάτι και του μυρίζει κρέας ψητό. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο, που η τηλεόραση δείχνει μια εικόνα με αίματα. Στο δωμάτιο βρίσκεται ένα τέρας που το έχει πάρει ο ύπνος. Ο μπαμπάς τρώει, παίρνει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από το βάζο και φεύγει. Το τέρας ξυπνάει πεινασμένο, βλέπει ότι λείπει το φαγητό και νευριάζει. Ακολουθεί τις πατημασιές του αλόγου και φτάνει στο σπίτι της Πεντάμορφης. Την βλέπει που γυρίζει από τα ψώνια και της προτείνει να πάνε μαζί στο κάστρο του. Εκείνη δέχεται αμέσως γιατί έχει δει το τριαντάφυλλο που έφερε ο πατέρας της και ξέρει ότι υπάρχουν στο παλάτι του πάρα πολλά υπέροχα τριαντάφυλλα.

ΚΟΚΚΙΝΟ:΄Οταν ο μπαμπάς πήγε να χτυπήσει την πόρτα του πύργου, εκείνη άνοιξε μόνη της, γιατί ήταν πάρα πολύ παλιά, χωρίς σύρτη. Ανέβηκε τη σκάλα και είδε ένα τέρας να κοιμάται. Προχώρησε στις μύτες, για να μην το ξυπνήσει. Είχε τα χέρια του γύρω απ’ το κεφάλι. ΄Ηταν  μεγάλα, με μακριά νύχια. Μόλις άρχισε να φωτίζει, ο μπαμπάς έκοψε ένα τριαντάφυλλο και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο σκεφτόταν πως αν τον διώξουν οι κόρες του, θα ξαναγυρίσει, για να ζήσει σ’ αυτό το παλάτι και θα πάρει μαζί του την Πεντάμορφη να της δείξει τα υπέροχα τριαντάφυλλα που υπάρχουν εκεί.

4. Κεφάλαιο: Ο ιδιοκτήτης του πύργου


Π ε ρ ί λ η ψ η : Ο πατέρας στο παλάτι φιλοξενείται άψογα. Βρίσκει φαγητό, θαλπωρή, καινούρια ρούχα, χωρίς ωστόσο να συναντήσει κανέναν. Το πρωί πριν φύγει για το σπίτι του, κόβει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τον κήπο του πύργου για την Πεντάμορφη. Τότε παρουσιάζεται μπροστά του ένα τεράστιο και τρομακτικό στην όψη πλάσμα, εξοργισμένο απέναντί του και τον κατηγορεί για αγνωμοσύνη. Το τέρας απειλεί να τον σκοτώσει, εκτός εάν ο έμπορος αποφασίσει να του στείλει κάποια από τις κόρες του για να ζήσει μαζί του.

Μαγικά λόγια:«Κι από το θλιβερό σκοπό, το θλιβερό τραγούδι
Και το γεφύρι ράγισε και το ποτάμι στάθη»   (σ. 163)

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Το τέρας κάλεσε στο παλάτι τις κακές αδερφές, για να δουν την Πεντάμορφη. Όμως μόλις τις γνώρισε, δεν την ήθελε πια αλλά ήθελε εκείνες, γιατί ξετρελαθήκανε με την ασχήμια του. ΄Εστειλε την Πεντάμορφη για πάντα πίσω στον πατέρα της. ΄Υστερα το μετάνιωσε, γιατί του έλειπε. Ζητούσε από τις κακές αδερφές να φύγουν για να ξαναγυρίσει η Πεντάμορφη αλλά αυτές δεν έφευγαν από κοντά του.

ΤΙΓΡΙΣ: Το τέρας κυνήγησε το μπαμπά της Πεντάμορφης που έκοψε το τριαντάφυλλο και τον πήρε πίσω στο κάστρο του. Το τριαντάφυλλο έπεσε από τον άνθρωπο και το βρήκε μια από τις κακές κόρες του. Το έκανε κομματάκια και άφησε μόνο το κοτσάνι, επειδή μύριζε πάρα πολύ άσχημα. Όλα τα τριαντάφυλλα που είχε το τέρας στον κήπο του, ήταν μαγικά. Μύριζαν ωραία στην Πεντάμορφη και στο μπαμπά της που ήταν καλοί και μύριζαν άσχημα στους κακούς. Το τέρας ζήτησε απ’ το μπαμπά μια από τις κόρες του κι εκείνος διάλεξε να του πάει την Πεντάμορφη, γιατί άκουγε πάντα τον πατέρα της και θα και αγαπούσε το τέρας, όπως  αγαπούσε όλο τον κόσμο.

5. Κεφάλαιο:    Μ ι α    γ ε ν ν α ί α    α π ό φ α σ η


Π ε ρ ί λ η ψ η: Ο έμπορος μετά τη συνάντησή του με το τέρας και την απαίτηση του τελευταίου να του παραδώσει κάποια από τις κόρες του, φτάνει σπίτι του σε απόγνωση. Οι αδερφές της Πεντάμορφης την κατηγορούν ότι αιτία γι’ αυτήν την τραγική εξέλιξη ήταν η παραγγελία της για το τριαντάφυλλο. Η Πεντάμορφη για να δώσει διέξοδο, παίρνει τη γενναία απόφαση να πάει η ίδια στον πύργο του τέρατος. Ο πατέρας της που την συνοδεύει, αναγκάζεται από το τέρας το επόμενο πρωί να την αποχαιρετήσει και να επιστρέψει στο σπίτι του.

Μ α γ ι κ ά   λ ό γ ι α:
«…πώς δε ραγίζουν τα βουνά, δε πέφτει  τ’ άστρι κάτου»

( σ. 210).

ΛΟΥΛΟΥΔΙ: Ο μπαμπάς έχει θυμώσει με την Πεντάμορφη, επειδή του είπε πως αγαπάει το τέρας. Το τέρας της είχε τηλεφωνήσει και η φωνή του της φάνηκε ωραία και λυπημένη κι έτσι τον αγάπησε. Ο μπαμπάς της είπε: «Να φύγεις απ’ αυτό το σπίτι». Όταν εκείνη έφτασε μπροστά στο κάστρο του τέρατος, η εξώπορτα άνοιξε μαγικά. Προχώρησε κι έφτασε στην άλλη πόρτα, που και αυτή άνοιξε μόνη της. Τα σκυλάκι του τέρατος πήγε και τον ξύπνησε. Εκείνος μόλις είδε την Πεντάμορφη, ένιωσε δυνατή αγάπη και καλοσύνη. Κι η Πεντάμορφη μπροστά του έδειχνε ακόμη πιο όμορφη.

ΠΟΥΛΑΚΙ: Το τέρας δεν είναι πολύ άσχημο. Είναι ψηλό, αδύνατο, με μεγάλο πρόσωπο αλλά καλοσυνάτο. Όποτε κοιτάζει την Πεντάμορφη, τα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη. Όταν ο μπαμπάς της πήγε την Πεντάμορφη στο παλάτι του, το τέρας του είπε: «Θα την κρατήσω για λίγο, επειδή την αγαπάω και μετά θα την ξαναφέρω σε σένα. Μετά το φαγητό το τέρας με την Πεντάμορφη βγήκαν βόλτα στο δάσος, για να της δείξει τους φίλους του, τα πουλάκια. Το τέρας έφυγε για λίγο από κοντά της, για να της μαζέψει φρούτα και μέλι. Η Πεντάμορφη το περίμενε και το τέρας δεν γύριζε. Όπως το τέρας περπατούσε, έπεσε σε μια παγίδα που του είχε στήσει ο μπαμπάς της Πεντάμορφης. Μόλις βγήκε το φεγγάρι, ο μπαμπάς πήγε στο δάσος να πάρει την κόρη του. Αυτή όμως ήθελε να περιμένουν το τέρας, γιατί ανησυχούσε. ΄Ετσι ο μπαμπάς της είπε πού βρισκόταν το τέρας και η Πεντάμορφη του ζήτησε να πάνε να το βοηθήσουν. Όταν το ελευθέρωσαν, το τέρας πήρε την Πεντάμορφη και γύρισαν στο παλάτι. Ο μπαμπάς της πήγε στο σπίτι του και δεν έβλαψε ποτέ ξανά το τέρας, επειδή φοβήθηκε μήπως τον φάει, αφού αυτό είχε μάθει από την Πεντάμορφη ποιος του είχε στήσει την παγίδα.

6. Κεφάλαιο :     Η ζωή κοντά στο Τέρας

Π ε ρ ί λ η ψ η :  Η Πεντάμορφη ζώντας κοντά στο Τέρας, διαπιστώνει την ευγένεια και την καλοσύνη του. Εκείνο της προτείνει διακριτικά να παντρευτούν και μολονότι υποφέρει με την άρνησή της, σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να επιτύχει το σκοπό του. Η Πεντάμορφη αναγνωρίζει τις αρετές του Τέρατος και τις καλές προθέσεις του απέναντί της, του δηλώνει ωστόσο με ειλικρίνεια ότι δεν το αγαπά και δεν επιθυμεί να το παντρευτεί.

Μαγικά Λόγια:«Σύρνουν τα πόδια της δροσιά και
Τα  μαλλιά της μόσκο,
Σύρνουν τα πασουμάκια της του Μάη
Τα λουλούδια»  ( σ. 149)

ΤΙΓΡΙΣ : Ο μπαμπάς της Πεντάμορφης πήγε στο κάστρο του Τέρατος για να δει την κόρη του. Το τέρας μπήκε στο δωμάτιό του, για να τους αφήσει μόνους. Τότε ο μπαμπάς ρώτησε την Πεντάμορφη αν θέλει να ξαναγυρίσει στο σπίτι τους κι εκείνη του είπε όχι. Θα μείνει για πάντα με το Τέρας, επειδή της άρεσε πολύ το παλάτι του. Η Πεντάμορφη με το Τέρας δεν βγαίνουν έξω, για να μην το βλέπουν οι άνθρωποι και φοβούνται. Η Πεντάμορφη ανησυχεί μην του επιτεθούν πολλοί μαζί με μαχαίρια. Δεν θέλει το Τέρας της να πεθάνει, κι έτσι αποφεύγουν τους ανθρώπους.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Η Πεντάμορφη με το Τέρας και το μπαμπά της τρώνε μαζί στο κάστρο. Από την πρώτη στιγμή που έφτασαν, η Πεντάμορφη σκέφτηκε να μείνει εκεί. Το Τέρας δεν της φάνηκε άσχημο. Φορούσε ωραία ρούχα και στο πρόσωπό του είχε βάλει κόκκινο χρώμα, που του πήγαινε. Αυτά τα έκανε, για να μην τρομάξει την Πεντάμορφη. Μετά από λίγο καιρό όμως έφυγε το μακιγιάζ του Τέρατος και δεν άρεσε πια στην Πεντάμορφη. Πήγε λοιπόν στον πατέρα της που κοιμόταν και του είπε πως ήθελε να φύγουν. Το Τέρας τους το επέτρεψε, τους ζήτησε όμως να ξανασυναντηθούν, για να μην πεθάνει από τον καημό του. ΄Ετσι ο μπαμπάς έστειλε τις άλλες κόρες του στο Τέρας. Εκείνες δέχτηκαν, επειδή το Τέρας είχε κότες που γεννούσαν μαγικά ραβδιά. Τα ήθελαν για να τους κάνουν όλους βάτραχους. Θα μεταμορφώνουν το Τέρας για να διασκεδάζουν. Η Πεντάμορφη με το μπαμπά της θα επιστρέψουν κάποτε στο παλάτι και θα μεταμορφώσουν και το Τέρας και τις κότες σε ανθρώπους. Το Τέρας θα μεταμορφώσει ύστερα σε κότες τις αδερφές της Πεντάμορφης, για να τις τιμωρήσει για την κακία τους.

7. Κεφάλαιο : Μια επιθυμία εκπληρώνεται

Π ε ρ ί λ η ψ η :  Το Τέρας φροντίζει να εκπληρώσει την επιθυμία της Πεντάμορφης να βρεθεί κοντά στον άρρωστο πατέρα της, αν και γνωρίζει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να μην την ξαναδεί ποτέ, γεγονός που θεωρεί ολέθριο για τη ζωή του. Ουσιαστικά δηλαδή θυσιάζεται, προκειμένου η Πεντάμορφη να νιώθει ευτυχισμένη.

Μαγικά Λόγια: «Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
Και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω»

( σ. 200).

ΚΟΚΚΙΝΟ: Η Πεντάμορφη πηγαίνει με την άμαξα να δει τον πατέρα της, που έχει απομείνει μόνος. Το Τέρας θα την συνοδέψει, για να την προστατέψει. Η Πεντάμορφη άρχισε να τρέχει γρήγορα την άμαξα, για να κρατήσει ισορροπία, επειδή είχε μόνο δύο ρόδες. Όμως το Τέρας ζαλίστηκε και έκανε εμετό. Συνάντησαν έναν τροχονόμο και τους είπε ότι δεν μπορούσαν να περάσουν χωρίς να πληρώσουν διόδια. Η Πεντάμορφη απάντησε: «Συγγνώμη αλλά είμαι πολύ φτωχή». Και τότε είπε το Τέρας «Θα πληρώσω εγώ τα χρήματα». Το εμπόδιο σηκώθηκε και πέρασαν. Στο σπίτι της η Πεντάμορφη φιλοξένησε το Τέρας στο δωμάτιο που έμεναν οι αδερφές της, που τώρα είχαν παντρευτεί. Μετά από λίγες μέρες το Τέρας θα φύγει για να ετοιμάσει το παλάτι. Η Πεντάμορφη θα επιστρέψει αργότερα με την άμαξά της, που θα οδηγεί ο πατέρας της αυτή τη φορά, γιατί θα ζήσει κι εκείνος κοντά τους.

8. Κεφάλαιο : Ένα καταχθόνιο σχέδιο

Π ε ρ ί λ η ψ η :  Η Πεντάμορφη παγιδεύεται από τις αδερφές της που ισχυρίζονται ότι υποφέρουν με την ιδέα ότι θα την αποχωριστούν και πάλι, οπότε αποφασίζει να παρατείνει τη διαμονή της στο πατρικό της σπίτι. Η στάση των δύο αδερφών πηγάζει από τη ζήλια τους για την Πεντάμορφη. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι αν την παρασύρουν να αθετήσει την υπόσχεσή της στο Τέρας ότι θα επιστρέψει σύντομα κοντά του, εκείνο θα εξοργιστεί μαζί της και θα την σκοτώσει.

Μαγικά Λόγια: «Από τα ξένα όπου βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
Με τη δροσιά της ΄Ανοιξης, την πάχνη του Χειμώνα»

( σ. 199).

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Ο μπαμπάς της Πεντάμορφης πήγε στο παλάτι του Τέρατος να το ειδοποιήσει ότι η κόρη του δεν θα γυρίσει εκεί. Θα περιμένει τις αδερφές της. Το Τέρας της έστειλε ένα δωράκι. Μια μέρα που η Πεντάμορφη είχε πάει να ψωνίσει μπανάνες, πέρασε από το παλάτι για να αφήσει μερικές για το Τέρας. Το βρήκε στο κρεβάτι του άρρωστο. Είχε πιει δηλητηριασμένο γάλα για να πεθάνει, επειδή δεν ερχόταν η Πεντάμορφη. Εκείνη ειδοποίησε το γιατρό και το Τέρας έγινε καλά. ΄Επειτα το Τέρας ειδοποίησε το μπαμπά της Πεντάμορφης αν θέλει να πάει να ζήσει μαζί τους, γιατί η κόρη του δεν μπορούσε να περπατήσει. Την πονούσαν τα πόδια της από τη μέρα που έτρεχε για να φέρει το γιατρό στο Τέρας.

ΤΙΓΡΙΣ: Το Τέρας πήγε να πάρει την Πεντάμορφη από το σπίτι της. Είπε στο μπαμπά της ότι την είχε αγαπήσει κι εκείνος του έδωσε την άδεια να την παντρευτεί. Οι αδερφές της εκνευρίστηκαν πολύ και σκέφτηκαν να δηλητηριάσουν αμέσως την Πεντάμορφη. Της έφτιαξαν κοτόπουλο κι έριξαν μέσα σκόνη δηλητήριο. Εκείνη στην αρχή δεν το έτρωγε, είπε «μυρίζει σαν φάρμακο». Οι αδερφές της είπαν ότι δεν έχει τίποτα κακό κι έτσι η Πεντάμορφη το δοκίμασε και αμέσως πέθανε. Όταν την είδαν ο μπαμπάς της με το Τέρας, της έριξαν μαγικό νερό από τη λίμνη κι η κοπέλα ζωντάνεψε. Την αγκάλιασαν και τιμώρησαν τις κακές αδερφές.

ΠΟΥΛΑΚΙ: Η Πεντάμορφη δεν άκουσε τις αδερφές της που ήθελαν να την κρατήσουν στο σπίτι και επέστρεψε στο Τέρας. Εκείνο είχε λουστεί, γιατί την περίμενε, κι έψαχνε την κολόνια του. Η Πεντάμορφη τριγύριζε παντού και το φώναζε. ΄Ομως το Τέρας χωρίς κολόνια δεν έβγαινε από την τουαλέτα, για να μην μυρίζει άσχημα.  Αφού την βρήκε κι έριξε και στα μαλλιά του, βγήκε να την υποδεχτεί.

9. Κεφάλαιο : Η ώρα της επιστροφής

Π ε ρ ί λ η ψ η :  Μόλις η Πεντάμορφη παραβαίνει την υπόσχεσή της στο Τέρας να επιστρέψει κοντά του την καθορισμένη μέρα, το ονειρεύεται να βρίσκεται πεσμένο στο έδαφος με τα μάτια του κλειστά. Η ηρωίδα ξυπνά πολύ αναστατωμένη και αποφασίζει να επιστρέψει αμέσως κοντά του, γιατί ανησυχεί για τη ζωή του. Αισθάνεται τρομερές τύψεις, καθώς θεωρεί ότι το ενδεχόμενο να κινδυνεύει το Τέρας είναι συνέπεια της δικής της στάσης. Αφού η Πεντάμορφη γυρίζει παντού στο παλάτι, καλώντας το Τέρας και δεν το συναντά πουθενά, η αγωνία της κορυφώνεται. Τελικά το βρίσκει στον κήπο, ακριβώς όπου και όπως το ονειρεύτηκε. Είναι εξαντλημένο από την ασιτία, επειδή επέλεξε να πεθάνει παρά να ζει χωρίς εκείνη. Η Πεντάμορφη το αγκαλιάζει με απόγνωση, καθώς τώρα αντιλαμβάνεται ότι αυτό που αισθάνεται για το Τέρας δεν είναι απλή συμπόνια αλλά είναι αγάπη.

Μαγικά λόγια: «Είδα τον ουρανό θολό και τ’ άστρα ματωμένα» (σ. 128).

ΤΙΓΡΙΣ :Η Πεντάμορφη έχει γυρίσει στο παλάτι. Νύχτωσε και ακόμη δεν έχει συναντηθεί με το Τέρας. Ψάχνει παντού. Το βρίσκει στον κήπο, ξαπλωμένο δίπλα στο ποτάμι. Είχε φορέσει μια όμορφη μάσκα και τα καλά του ρούχα για την Πεντάμορφη. Την περίμενε στον κήπο αλλά ζαλίστηκε κι έπεσε στο χορτάρι. Εκεί το βρήκε η Πεντάμορφη και του έφερε νερό απ’ το ποτάμι, για να συνέλθει. Εκείνο της έκανε πρόταση γάμου και της χάρισε ένα δαχτυλίδι με χρυσόσκονη. Η Πεντάμορφη δέχτηκε αλλά στο γάμο άλλαξε γνώμη γιατί το Τέρας έβγαλε τη μάσκα που είχε φορέσει για να φαίνεται όμορφο. ΄Ετσι η Πεντάμορφη δεν το παντρεύτηκε και το Τέρας πέθανε απ’ τον καημό του.

ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ: Η Πεντάμορφη έφτασε στο παλάτι και βρήκε το Τέρας άρρωστο. Είχαν ρίξει δηλητήριο  οι αδερφές της στη  σκόνη σοκολάτα που του έστειλαν.  Όταν το Τέρας έγινε καλά, αρρώστησε ο μπαμπάς της Πεντάμορφης. Το Τέρας κουβάλησε με την άμαξά του το πιάνο στο σπίτι της, για να παίζει εκείνη και να τραγουδάει στον άρρωστο. Ο μπαμπάς έλεγε συνέχεια στην κόρη του: «Πεντάμορφη αυτός είναι καλός άντρας για σένα». Έτσι εκείνη αποφάσισε να το παντρευτεί.

ΛΟΥΛΟΥΔΙ Το Τέρας έμοιαζε τώρα πιο όμορφο, επειδή ήταν χαρούμενο που η Πεντάμορφη είχε δεχτεί να το παντρευτεί. Όταν όμως έφτασε η ώρα του γάμου, τα λουλούδια που πήρε η Πεντάμορφη για το Τέρας ήταν ψεύτικα ενώ αυτά που της πρόσφερε το Τέρας ήταν αληθινά. Η Πεντάμορφη είχε μετανιώσει για την απόφασή της να παντρευτεί το Τέρας, γιατί  έπαιρνε την οδοντόβουρτσά της.

ΠΟΥΛΑΚΙ :Η Πεντάμορφη είναι πεσμένη πάνω στο Τέρας και προσπαθεί να το ξυπνήσει. Ξυπνάει όταν εκείνη του λέει: «Σας δίνω το χέρι μου». Όμως το Τέρας φοβάται μην γίνει ρεζίλι στο γάμο για την εμφάνισή του και σκέφτεται να παντρευτούν νύχτα, να έχουν μόνο μικρά φωτάκια και να είναι μόνοι τους. Η Πεντάμορφη καλεί τη νουνά της που είναι νεράιδα, για να κάνει πυροτεχνήματα.

10. Κεφάλαιο : Η μεταμόρφωση

Π ε ρ ί λ η ψ η :  Τη στιγμή που η Πεντάμορφη φανερώνει τα αισθήματά της για το Τέρας, ο ουρανός φωτίζεται και το Τέρας τής φαίνεται πανέμορφο. Η μεταμόρφωσή του σε νεαρό πρίγκιπα, όπως ο ίδιος της εξηγεί, οφείλεται στην αγάπη της, που έλυσε τα μάγια εξαιτίας των οποίων είχε έως τότε αυτήν την τρομακτική όψη.

Μαγικά λόγια΄Ελαμψ΄ο γιαλός, λάμψαν τα περιγιάλια (σ. 145).

ΛΟΥΛΟΥΔΙ : Η Πεντάμορφη δεν πήγαινε ποτέ μόνη της στο σπίτι του μπαμπά της, επειδή το Τέρας φοβόταν να μην την φάει ο λύκος. Η μοναδική φορά που έφυγε μόνη της, ήταν όταν είδε το Τέρας πεθαμένο και φοβήθηκε. Το Τέρας πέθανε όταν ήπιε το φίλτρο που του έδωσε μια μάγισσα. Της το είχε ζητήσει, για να γίνει όμορφο και να αρέσει στην Πεντάμορφη. Όμως μόλις το ήπιε, πέθανε. Η Πεντάμορφη γύρισε με το μπαμπά της στο παλάτι αλλά εκεί που πριν ήταν το Τέρας πεθαμένο, τώρα είδαν ένα όμορφο παιδί. Τού είπαν «Ποιος είσαι εσύ;» κι αυτός τους είπε πως είναι το Τέρας. Έτσι αποφάσισαν να παντρευτούν.


ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ : Η Πεντάμορφη βλέπει μπροστά της τον πρίγκιπα. Είναι το Τέρας, που τον έχει μεταμορφώσει σε πρίγκιπα το ουράνιο τόξο, που ήταν ο καλύτερος φίλος του. Τον μεταμόρφωσε γιατί το Τέρας είχε γεράσει πολύ και κινδύνευε πια να πεθάνει. Την ώρα του γάμου του πρίγκιπα με την Πεντάμορφη έγινε σεισμός και η Πεντάμορφη έσπασε το χέρι της. Το σεισμό τον είχαν προκαλέσει οι αδερφές της νύφης, για να χαλάσουν το γάμο.

11. Κεφάλαιο : Δικαιοσύνη


Π ε ρ ί λ η ψ η :  Στη λαμπρή γαμήλια τελετή που ακολουθεί, η νεράιδα που προστατεύει την Πεντάμορφη, απονέμει δικαιοσύνη, μετατρέποντας σε αγάλματα τις ζηλιάρες αδερφές της.

Μαγικά λόγια: «Το δρόμον όπου πέρασα δεν τον ξαναδιαβαίνω»  (σ. 208).

ΠΟΥΛΑΚΙ : Η νεράιδα έχει πετρώσει τις αδερφές της Πεντάμορφης κι εκείνη ανεβαίνει κάθε μέρα σε μια σκάλα και τους δίνει νερό. Μια φορά τους έδωσε ένα φίλτρο που είχε φτιάξει η νεράιδα κι εκείνες έγιναν αμέσως καλές και γύρισαν στους άντρες τους.

Συμπεράσματα για τις μορφές, τις δράσεις και τα συναισθήματα των ηρώων του παραμυθιού στα κείμενα των νηπίων:

Στο σημείο αυτό θα συνοψίσουμε τις εκδοχές των νηπίων για τη μορφή, τη δράση και τα συναισθήματα των ηρώων του έργου, όπως αυτές αποτυπώνονται στο σύνολο των κειμένων τους. Διαπιστώνουμε ότι δίνεται έμφαση στη δράση των ηρώων, από την οποία κυρίως προκύπτουν τα συναισθήματά τους. Παρατηρείται δε μεγάλη σχέση ανάμεσα στα εξωτερικά χαρακτηριστικά των προσώπων, την εμφάνισή τους και τον ψυχικό τους κόσμο, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια, όπου κυριαρχεί η ταύτιση του καλού με το όμορφο και του κακού με τα άσχημο. Ωστόσο τα στοιχεία των συγκεκριμένων λογοτεχνικών προσώπων που αποδίδονται από τα διάφορα νήπια, αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους. Το Τέρας για παράδειγμα, σε κάποιες αφηγήσεις κατασπαράζει τον πατέρα της Πεντάμορφης ενώ σε άλλες τον φοβάται και μόνο γι’ αυτόν το λόγο συμπεριφέρεται καλά στην κόρη του. Επίσης κάποτε επιδιώκει να σκοτώσει την Πεντάμορφη και άλλοτε επιθυμεί να την υπηρετεί χωρίς να προσδοκά τίποτα περισσότερο από αυτήν. Όταν πάλι το Τέρας με την Πεντάμορφη γίνονται ζευγάρι, έχει προηγηθεί σύγκλιση των χαρακτηριστικών τους. Είτε δηλαδή το Τέρας παύει να είναι άσχημο, φροντίζοντας τα μαλλιά, το μακιγιάζ και τα ρούχα του είτε η Πεντάμορφη έχει γίνει κακιά και άσχημη είτε και οι δυο τους είναι κανονικοί άνθρωποι, που μεταμφιέζονται, φορώντας μάσκες τεράτων, για να τρομάζουν τον κόσμο. Επιπλέον τα χαρακτηριστικά των ηρώων στις αφηγήσεις των νηπίων δεν  παραμένουν σταθερά. Συνήθως μεταβάλλονται με την επίδραση του μαγικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, άλλοτε η Πεντάμορφη μετατρέπεται ξαφνικά σε κακό πλάσμα και άλλοτε οι αδερφές της γίνονται καλές, επειδή μαγεύονται από κάποια μάγισσα ή επειδή πίνουν κάποιο φίλτρο.  Κάποτε πάλι η ζήλια που οι αδερφές νιώθουν απέναντι στην Πεντάμορφη, τροφοδοτείται από τη διαφορετικότητα της, που όταν αίρεται, η ζήλια εξαφανίζεται. Στην αντίληψη των νηπίων στο βαθμό που η Πεντάμορφη εμφανίζεται αδύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της όταν απειλείται από τις αδερφές της, συχνά το Τέρας και ο πατέρας της αναλαμβάνουν ρόλο τιμωρού απέναντί τους, συμμαχώντας μάλιστα κάποτε μεταξύ τους οι δυο τους.

Χαρακτηριστικό των αφηγήσεων των νηπίων συνιστά ότι τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές που εκδηλώνουν οι ήρωες, είτε είναι θετικά είτε αρνητικά, οδηγούν τις εξελίξεις σε αίσιο τέλος. Για παράδειγμα, η ζήλια των αδερφών της Πεντάμορφης, τής δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθεί την αγάπη του Τέρατος, που προσπαθεί να την προστατεύσει από εκείνες. Επίσης, όταν το Τέρας είναι ανεπιθύμητο στην Πεντάμορφη, η προσπάθεια των αδερφών της να το κατακτήσουν, την απαλλάσσει από την ενοχλητική πολιορκία του.
Σε αρκετών νηπίων τα κείμενα οι διαφορές στους χαρακτήρες των προσώπων αμβλύνονται, οι ήρωες δεν εμφανίζονται εξιδανικευμένοι, απόλυτα καλοί ή κακοί, αλλά περισσότερο πραγματικοί. Για παράδειγμα, αν και η Πεντάμορφη γνωρίζει την ευεργετική επίδραση που θα έχει το φιλί της στο Τέρας, τη δύναμή του να το μεταμορφώσει, αρνείται να το φιλήσει, για να το τιμωρήσει, επειδή εκείνο δεν της επιτρέπει να επισκεφτεί τον πατέρα της. ΄Η αποφασίζει να παντρευτεί μαζί του, μόνο και μόνο για να αντιμετωπίσει  τη δεινή οικονομική  κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικογένειά της.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4

Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ Fan Club


Ο κόσμος στο πέρασμα των χρόνων αλλάζει. Ωστόσο κάποια στοιχεία του παραμένουν αναλλοίωτα, σταθερά. Ένα από αυτά είναι ευτυχώς η παιδική φύση. Τα παιδιά εξακολουθούν να αγαπούν το παιχνίδι, να συμπεριφέρονται παρορμητικά με κίνητρο την περιέργειά τους να γνωρίσουν τον κόσμο και να κάνουν σκανταλιές. Τέτοιος ακριβώς είναι και ο ήρωας του ομώνυμου έργου της Πηνελόπης Δέλτα  «Τρελαντώνης», όπως μαρτυρεί  το παρατσούκλι    που του έχουν προσδώσει. Ο αφηγητής του λογοτεχνικού αυτού έργου εμφανίζεται ως προσεκτικός παρατηρητής, που καταγράφει γεγονότα και συμπεριφορές χωρίς να εκφέρει προσωπική κρίση. Αν και δεν επιχειρεί σε καμία περίπτωση να νουθετήσει το μικρό αναγνώστη, ή μάλλον ακριβώς επειδή δεν το κάνει, το έργο τής Δέλτα έχει αδιαμφισβήτητα τεράστια παιδαγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, η συμπάθεια και ο θαυμασμός των τριών αδερφών του Τρελαντώνη αλλά και η έμπρακτη αναγνώριση των αρετών του από τα ενήλικα μέλη της οικογένειάς του, παρόλο που συχνά ταλαιπωρούνται από τα παθήματα που τού προκαλεί ο ζωηρός χαρακτήρας του, έχει ως συνέπεια τα παιδιά-αναγνώστες να ταυτίζονται μαζί του. Ο μικρός Αντώνης συνιστά για εκείνα ένα λαμπρό λογοτεχνικό πρότυπο. Έτσι το σύνολο των θετικών χαρακτηριστικών του, στα οποία περιλαμβάνονται η φιλαλήθεια, η ειλικρίνεια, η ανάληψη της ευθύνης για τις πράξεις του και η αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τη σχέση του με  τα αδέρφια του παρά το γεγονός ότι στη ζωή τους κυριαρχεί ο φόβος της τιμωρίας από τους ενηλίκους, μας υποβάλλονται αβίαστα.

Στο νηπιαγωγείο μας οι μικροί μαθητές της σχολικής χρονιάς 2009-2010 απόλαυσαν τις αταξίες τού  συγκεκριμένου ήρωα και τις προσάρμοσαν  στις δικές τους εμπειρίες κι επιθυμίες ενώ επινόησαν πολλές ακόμη νέες περιπέτειες. Οι εμπνευσμένες αφηγήσεις τους -είτε ομαδικές είτε ατομικές- που τις μοιραζόμαστε μαζί σας, αποδεικνύουν πως ο Τρελαντώνης παραμένει ελκυστικός και προσιτός, όπως και για τις γενιές που προηγήθηκαν και προφανώς και για εκείνες που θ’ ακολουθήσουν. Θα μπορούσαμε λοιπόν άνετα να τον χαρακτηρίσουμε  διαχρονικό, κλασικό λογοτεχνικό ήρωα.

Των κειμένων των νηπίων που παρουσιάζονται στο Α΄ μέρος, προηγείται ο τίτλος τού κεφαλαίου στο οποίο αναφέρονται, μια φράση-κλειδί του αντίστοιχου αποσπάσματος που συνοψίζει όσο είναι δυνατόν το περιεχόμενό του, καθώς και μια πολύ σύντομη περίληψή του. Τα παρατιθέμενα μαθητικά κείμενα συνοδεύονται από το όνομα της ομάδας  ή του  ατόμου που τα δημιούργησε.
Στο Β΄ μέρος οι μαθητές μας αποδίδουν πρωτότυπα επεισόδια που φαντάστηκαν, με ήρωα πάντα τον Τρελαντώνη.  Τις αφηγήσεις τους, καθώς  αναφέρονται σε συγκεκριμένες γιορτές, επετείους, εποχές, με βάση τις ημερομηνίες που δημιουργήθηκαν, τις  μεταφέραμε στο α΄ ενικό πρόσωπο και τις δημοσιεύουμε  με μορφή ημερολογίου.

Πηνελόπης Δέλτα, Τ Ρ Ε Λ Α Ν Τ Ω Ν Η Σ , εκδ. Εστία
Σημείωση: Οι εικόνες της δημοσίευσης προέρχονται από την εικονογράφηση του μυθιστορήματος, με την προσθήκη χρώματος.

Μέρος Α΄

Οι βόλοι
«Μια μέρα, η Πουλουδιά βρήκε έναν αληθινό θησαυρό, βόλους, βόλους μαύρους, πολλούς σκόρπιους, μικρούς, ολοστρόγγυλους.» (σ. 17)
Περίληψη: Η Πουλουδιά βρίσκει στο δρόμο βόλους και ενθουσιάζεται. Παίζει με αυτούς και τους παίρνει μαζί της στο σπίτι. Δεν πτοείται καθόλου από το γεγονός ότι τα αδέρφια της δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό της για το εύρημά της και δεν επιθυμούν να το μοιραστούν μαζί της.

Ο Τρελαντώνης δεν παίρνει βόλους για το σπίτι, γιατί δεν θέλει να παίζει βόλους με τα κορίτσια, επειδή τον κερδίζει πάντα η Αλεξάνδρα. Ούτε η Αλεξάνδρα με τον Αλέξανδρο παίρνουν, επειδή δεν τους αρέσει το χρώμα τους. Έτσι τους παίρνει όλους μαζί της η Πουλουδιά, που το αγαπημένο χρώμα της είναι το μαύρο. (Ελίνα)

Οι κατσίκες
«-Καλέ, τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι βρώμες στην αυλή μας; Ποιος έμπασε κατσίκες εδώ;» (σ. 25)
Περίληψη:  Όταν η θεία βρίσκει στην αυλή τους βόλους τής Πουλουδιάς, αναρωτιέται πότε μπήκαν εκεί κατσίκες. Έτσι αποκαλύπτεται στα παιδιά τι ήταν εκείνοι οι βόλοι. Η Πουλουδιά αισθάνεται ντροπή για το πάθημά της και ταυτόχρονα φόβο μήπως η θεία την τιμωρήσει, αν μάθει πως εκείνη ευθύνεται για το λέρωμα της αυλής.

Ο Τρελαντώνης παίζει στο δωμάτιό του. Κάνει πύργους και κάστρα με τους κύβους του. Βρίσκεται εκεί, γιατί η θεία τον έχει βάλει τιμωρία. Νoμίζει ότι αυτός έφερε τους βόλους στην αυλή και τον έβαλε να τους μαζέψει. Ο Τρελαντώνης είπε στη θεία ότι το έκανε η Πουλουδιά αλλά η θεία δεν τον πίστεψε. (Χρώματα)

Όταν ο Γιάννης πηγαίνει στα ξαδέρφια του, μετά το παιχνίδι ο Αντώνης τού δείχνει τους βόλους της Πουλουδιάς, που τους έχουν πετάξει στα σκουπίδια. Ο Γιάννης, που έχει κατσίκες στην αυλή του, εξηγεί στα παιδιά τι είναι αυτοί οι βόλοι. (Βαγγέλης)

Ο Αντώνης κοροϊδεύει την Πουλουδιά για τους βόλους της. Η Πουλουδιά θυμώνει με τον Τρελαντώνη κι εκείνος τότε για να την ηρεμήσει, τής κάνει αστείες γκριμάτσες. Έτσι η Πουλουδιά γελάει και δεν του κρατά πια μούτρα. Τους βόλους τους παίρνει ύστερα από τα σκουπίδια ο μικρός Αλέξανδρος και παίζει  μαζί τους (Αστέρι)

Οι κατσίκες είναι μέσα στην αυλή. Τις βρήκε ο Τρελαντώνης στο δάσος και τις έφερε εκεί, για να παίζει μαζί τους. Έφαγαν χορταράκι και κοιμήθηκαν. Όταν τις είδε η θεία, τις έδειρε με τη μαγγούρα, για να φύγουν. Όμως τα παιδιά τις θέλουν κι έτσι η θεία θα τις κρατήσει τελικά με τη συμφωνία να καθαρίζει ο Τρελαντώνης την αυλή. Η μαγείρισσα φτιάχνει παγωτό για τα παιδιά με το γάλα που κάνουν οι κατσίκες στην αυλή. Τα παιδιά νιώθουν πολύ καλά τώρα που πίνουν κατσικίσιο γάλα κι όλοι λένε μπράβο στον Τρελαντώνη. (Ουράνιο Τόξο)

Ο Γιάννης
« – Εγώ, σα μεγαλώσω, θα πάρω το Γιάννη!» (σ. 71)
Περίληψη: Ο Γιάννης κάνει ακροβατικά στη βροχή και τα μικρότερα ξαδέρφια του που τον παρακολουθούν πίσω από το τζάμι, εντυπωσιάζονται εξαιρετικά. Η Πουλουδιά πάνω στον ενθουσιασμό της δηλώνει στ’ αδέρφια της ότι όταν θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί το Γιάννη, προκαλώντας ειρωνικές αντιδράσεις, καθώς την θεωρούν ανάξια να αποκτήσει τόσο σπουδαίο σύζυγο.

Η Πουλουδιά με το Γιάννη συζητάνε στην αυλή ψιθυριστά. Τα πρόσωπά τους δείχνουν χαρούμενα. Την επόμενη μέρα ο Γιάννης έρχεται κρυφά απ’ όλους, για να συναντήσει την Πουλουδιά. Εκείνη που πριν ντρεπόταν, τώρα πήρε θάρρος και είπε στο Γιάννη γιατί την κορόιδευαν τ’ αδέρφια της. Ο Γιάννης ούτε θύμωσε ούτε την κορόιδεψε που ήθελε να τον παντρευτεί. ( Ουράνιο Τόξο )

Όταν ο Γιάννης πάει στα ξαδέρφια του, εκείνα του λένε ότι κάτι τον θέλει η Πουλουδιά. Επειδή όμως εκείνη ντρέπεται, του ζητάει μόνο να την βοηθήσει να μαζέψει τα παιχνίδια της. Μετά ο Γιάννης της ζητάει να βοηθήσει κι εκείνον να μαζέψει τα δικά του παιχνίδια. Κι η Πουλουδιά λέει στ’ άλλα παιδιά «Τι σας φαίνεται παράξενο που μας βλέπετε μαζί; Αφού είμαστε ξαδέρφια». (Χριστίνα)

Η Πουλουδιά μυρίζει τα τριαντάφυλλα του κήπου. Κόβει ένα και ο Αντώνης τη ρωτάει τι θα το κάνει. Η Πουλουδιά απαντάει πως είναι για το Γιάννη. Ο Αντώνης θυμώνει, επειδή η Πουλουδιά θέλει ακόμη να παντρευτεί το Γιάννη. Ο Αντώνης το συζητάει με την Αλεξάνδρα και αποφασίζουν να το πουν στο Γιάννη. Εκείνος λέει στην Πουλουδιά πως δεν τη θέλει. Η Πουλουδιά όμως πιστεύει ότι ίσως αλλάξει γνώμη όταν μεγαλώσει. (Αθηνά)

Ο ναργιλές
« Είναι αναμμένος. Θέλεις να κάνω, όπως κάνει ο θείος, φούσκες στο νερό;» (σ. 83)
Περίληψη: Ο Αντώνης παίζει το θείο Ζωρζή και κάνει φούσκες με το ναργιλέ, όπως έχει δει εκείνον όταν καπνίζει. Όμως το κάπνισμα τού προκαλεί εμετό. Η θεία δεν τον τιμωρεί για την αταξία του, επειδή την ομολογεί ο ίδιος.

Ο Τρελαντώνης κάνει φούσκες με το ναργιλέ. Τότε μπαίνει στο σπίτι η θεία. Ο Τρελαντώνης τρέχει ν’ αφήσει το ναργιλέ στη θέση του. Όμως η θεία τον προλαβαίνει και τον δέρνει στο πισινό. Τότε ο Τρελαντώνης κάνει εμετό επί τόπου. Η θεία ανησυχεί και του πιάνει το μέτωπο. Ύστερα τον παίρνει αγκαλιά και τον πηγαίνει στο κρεβάτι του. Ο Τρελαντώνης δεν θα ξαναπάρει ποτέ πια το ναργιλέ, για να μην κάνει εμετό. Όμως η θεία θα του αγοράσει αυτό το μπουκαλάκι, που φυσάς και φεύγουν φούσκες  (Λεγεώνα)

Ο Τρελαντώνης βρίσκει στην άμμο ένα λάστιχο και με αυτό κάνει μπουρμπουλήθρες στη θάλασσα. Του αρέσει να κάνει μπουρμπουλήθρες. Μια φορά είχε κάνει με το ναργιλέ του θείου. Ο θείος είχε πάει στη λαϊκή να ψωνίσει, για να μαγειρέψει η θεία. Η θεία ήταν στην κουζίνα και τα κορίτσια είχαν πάει στις κούνιες το μικρό Αλέξανδρο. Έτσι ο Αντώνης που ήταν μόνος, μπήκε στο δωμάτιο του θείου και πήρε το ναργιλέ. Όμως όταν έκανε φούσκες, έτρεξε στο μπάνιο του θείου και έκανε εμετό. Για να καθαρίσει, τα δοκίμασε όλα, τη σφουγγαρίστρα, το σφουγγάρι και τελικά τα κατάφερε. Το μπάνιο έγινε λαμπερό και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα.  (Μαρία 1)

Μπάτης ο γουρλής
« Πήρε τη φόρα του, έτρεξε, πήδηξε… κι έπεσε, πλουφ! μέσα στη στέρνα» (σ. 118)
Περίληψη: Ο Τρελαντώνης παίζει με τα ξαδέρφια του στον κήπο τους. Η Κλειώ τον προκαλεί, λέγοντάς του ότι δεν μπορεί να πηδήξει πάνω απ’ τη στέρνα. Εκείνος δοκιμάζει και πέφτει μέσα στο νερό. Η καλή του άσπρη φορεσιά γίνεται χάλια. Τα ξαδέρφια του γελάνε με το πάθημά του ενώ τα αδέρφια του ανησυχούν, επειδή πιστεύουν ότι η θεία θα τον τιμωρήσει αυστηρά.

Η θεία έπλυνε και σιδέρωσε την καλή στολή του Αντώνη κι έγινε καινούρια. Της ζήτησε να τη φορέσει και να πάει με τους φίλους του για παγωτό. Υποσχέθηκε να μην τη λερώσει κι έτσι η θεία το δέχθηκε. Μετά το παγωτό όμως σκέφτηκαν να πάνε στη θάλασσα. Ο Αντώνης έβγαλε τα ρούχα του και τα ακούμπησε στην ψάθα, για να κολυμπήσει. Τα ρούχα όμως τσαλακώθηκαν. Γύρισε στο σπίτι και μπήκε απ’ το παράθυρο, για να μην τα δει η θεία. Είδε όμως το μαγιώ του, που το είχε απλώσει στον ήλιο και τα κατάλαβε όλα. Έτσι τον τιμώρησε να μην ξαναπάει για μπάνιο όλο το Καλοκαίρι. (Χρώματα)

Την πιο κρύα μέρα του Φθινοπώρου ο Αντώνης φορά το μπουφάν, το κασκόλ και το σκουφάκι του και πηγαίνει κρυφά στο σπίτι του Γιάννη, όπου δεν είναι κανείς. Μπαίνει στον κήπο και πηδάει πάνω από τη στέρνα. Έβαλε όλη του τη δύναμη κι έτσι αυτήν τη φορά τα κατάφερε. Το είπε μόνο στα αδέρφια του, που του υποσχέθηκαν να μην τον μαρτυρήσουν στο θείο και στη θεία. (Λεγεώνα)

Η μάχη
«… -Πώς θα πολεμήσομε; ΄Η ΄Ελληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι!» (σσ. 136-137)
Περίληψη: Ο Αντώνης με τον Αλέξανδρο στήνουν τα στρατιωτάκια τους, για  να παίξουν μάχη. Το παιχνίδι εξελίσσεται σε κανονική μάχη, που συμμετέχουν όλα τα αδέρφια.

Πρώτος ρίχνει το βόλο του ο Αντώνης και πέφτουν κάτω τα μισά στρατιωτάκια του Αλέξανδρου. Περνάει τότε από κει η Πουλουδιά και λέει στον Αλέξανδρο «Καλή επιτυχία», γιατί θέλει να κερδίσει εκείνος. Όμως το χεράκι του Αλέξανδρου ήταν ιδρωμένο και ο βόλος του γλίστρησε και κύλησε χωρίς να χτυπήσει κανένα στρατιώτη του Αντώνη. Δεν θα νικήσει κανένας, γιατί η Πουλουδιά μπαίνει συνέχεια στη μέση και δεν τους αφήνει να παίξουν. Δεν θέλει με τίποτα να νικήσει ο Αντώνης, γιατί ύστερα κάνει τον έξυπνο. (Ευαγγελία)

Επειδή όποτε παίζουν κυνηγητό, δεν μπορούν να πιάσουν τον Αντώνη, ο Αλέξανδρος ζητάει να παίξουν με τα στρατιωτάκια. Τα δυο κορίτσια κάθονται δίπλα στον Αλέξανδρο, επειδή θέλουν να νικήσει εκείνος. Όμως νικάει ο Αντώνης. Αλλά δεν στεναχωριούνται, γιατί αμέσως μετά το παιχνίδι ο Αντώνης πηγαίνει κι αγοράζει μια καρδούλα κι ένα ροζ μπαλόνι για την Πουλουδιά, που έχει τα γενέθλιά της. Της Πουλουδιάς της αρέσει πολύ η έκπληξη και δίνει σε όλους από ένα φιλάκι στο μάγουλο.  (Μαρία 2)

Η βάρκα


« – Να ‘χεις μια τέτοια βάρκα… και να ‘σαι καπετάνιος! σκέφτηκε με λαχτάρα» (σ. 165).
Περίληψη: Ο Αντώνης με το φίλο του λύνουν μια βάρκα και ξανοίγονται στη θάλασσα. Όμως ο καιρός αγριεύει, τα κύματα παίρνουν τα κουπιά κι η ζωή τους κινδυνεύει. Οι δικοί τους τούς εντοπίζουν και τους σώζουν.

Ο θείος έχει ανέβει σ’ ένα καράβι και περιμένει τη θεία και τα παιδιά, για να ταξιδέψουν στο νησί. Πηγαίνουν εκεί σε μια φάρμα, για να αγοράσουν αυγά, επειδή στο θείο αρέσουν πολύ οι ομελέτες. Ο Αντώνης πηγαίνει μαζί, για να χαϊδεύει τις κότες. Ο θείος στο ταξίδι ψαρεύει με καλάμι. Η θεία κοιτάζει τη θάλασσα και τα παιδιά παίζουν με τα παιχνίδια που φέρνουν από το σπίτι τους. Όταν φτάνουν στο νησί, παίζουν με την άμμο.  (Χρώματα)

Ο Τρελαντώνης έχει βάλει τη βάρκα του στη μπανιέρα. Την σπρώχνει με το χέρι του πέρα δώθε. Η Πουλουδιά τον ρωτάει αν μπορεί να πάρει κι αυτή τη βάρκα της να παίξουν μαζί. Όμως η βάρκα της Πουλουδιάς δεν προλαβαίνει τη βάρκα του Αντώνη, που είναι πιο γρήγορη. Τότε παίρνει τη βάρκα του και μπαίνει στο παιχνίδι κι ο Αλέξανδρος. Η Αλεξάνδρα τους ψάχνει. Θέλει να τους δείξει ένα μικρό καραβάκι που είχε βρει. Το είχε ο μπαμπάς τους, όταν ήταν παιδάκι. Το δοκίμασαν κι αυτό ήταν το πιο γρήγορο απ’ όλα.  (Αστέρι)

Ο Τρελαντώνης πετάει πέτρες στη θάλασσα. Εκεί τον βρίσκει ο φίλος του ο Αλέκος και του λέει «μπαίνουμε στη βάρκα;» Αλλά έκανε φουρτούνα, το σχοινί κόπηκε κι η βάρκα βρέθηκε μακριά από τη στεριά. Τα παιδιά φοβήθηκαν να μην πνιγούν. Τότε είδαν τα κουπιά στον πάτο της βάρκας. Τα πήραν κι άρχισαν να κάνουν κουπί. Πέρασαν κάτω από μια γέφυρα. Κάποιος που ψάρευε από κει τους φώναξε: «Παιδιά, πώς βρεθήκατε μέσα;» Εκείνοι του ζήτησαν βοήθεια. Ο άνθρωπος ειδοποίησε ένα φίλο του που έχει ζωολογικό κήπο κι αυτός βρήκε μια άλλη βάρκα και πήγε και τους έσωσε.  (Λεγεώνα)

Τα δυο παιδιά, ο Αντώνης με τον Αλέκο είναι μέσα στη βάρκα. Τα κύματα πηγαίνουν τη βάρκα μακριά από τη στεριά. Με τα κουπιά τους δεν μπορούν να την σταματήσουν κι ο Αλέκος αρχίζει να κλαίει. Τα κύματα τούς παρασύρουν όλο και πιο βαθιά. Τώρα θέλει να κλάψει και ο Αντώνης. Όμως ο καιρός ξαφνικά γύρισε. Τα κύματα πήγαιναν προς την παραλία κι έβγαζαν σιγά-σιγά και τη βάρκα τους. Έτσι σώθηκαν. Όταν γύρισαν στα σπίτια τους κανένας δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί.  (Ευαγγελία)

Μέρος Β΄

Από το Ημερολόγιο του Τρελαντώνη

2 Ιανουαρίου
Όταν η θεία βγήκε από το σπίτι και ο θείος έπλενε κάτω το αμάξι,  κλείστηκα στο δωμάτιό μου για να μην με δουν τ’ αδέρφια μου και έσπασα το παιχνίδι που μού έφερε δώρο ο Αϊ-Βασίλης. Ο Άγιος Βασίλης γύρισε τότε από την καμινάδα και μού είπε ότι θα το σκεφτεί πολύ αν θα μού ξαναφέρει ποτέ δώρο. Έμεινα στο δωμάτιο κι έκλαιγα. Αυτό που έγινε το κράτησα απ’ όλους μυστικό. Κι όταν τ’ αδέρφια μου με ρώτησαν τι έχω, τους είπα ότι χτύπησα μ’ ένα παιχνίδι. (Ουράνιο τόξο)

28 Ιανουαρίου
Bαρέθηκα να βλέπω τηλεόραση και πήγα να παίξω με τ’ αυτοκινητάκια μου. Ένα αυτοκινητάκι μπήκε κάτω απ’ το κρεβάτι και δεν μπορούσα να το πιάσω. Πήρα ένα μεγάλο ξύλο της θείας και το έπιασα. Όμως, όπως πήγα να το πιάσω, μού έπεσε το βάζο με τα λουλούδια κι έσπασε. Μάζεψα όλα τα γυαλιά και τα λουλούδια και τα έριξα στα σκουπίδια. Όταν γύρισε η θεία, με ρώτησε τι έγινε το βάζο. Εγώ της είπα ότι έπεσε όταν πήρα το ξύλο, για να χτυπήσω τους κακούς, που θα έρχονταν στο σπίτι. Έτσι η θεία μού είπε μόνο: «Μπράβο αγοράκι μου!»  (Γιώργος)

23 Φεβρουαρίου


Παίζω στο δωμάτιό μου με τα παιχνίδια μου, γιατί είμαι άρρωστος. Αρρώστησα από τις κάμπιες. Η θεία πήγε και μου αγόρασε φάρμακο. Επειδή μένω μέσα, μένουν κοντά μου τ’ αδέρφια μου, για να μου κάνουν παρέα. Έκανα εμετό κι η θεία τον καθάρισε χωρίς να με μαλώσει. Μου είπε ότι έκανα εμετό από την πίτσα. Έτσι δεν θέλω να ξαναφάω ποτέ πίτσα.  (Αστέρι)

15 Μαρτίου
Έπαιζα μπάλα. Σκέφτηκα όμως να γελάσω λιγάκι. Παράτησα τη μπάλα και ντύθηκα βρυκόλακας. Πήγα στην Αλεξάνδρα. Ήταν στο δωμάτιό της μόνη και ζωγράφιζε. Μόλις με είδε, βγήκε τρέχοντας για να ζητήσει τη βοήθεια της θείας. Της είπε να πάρει τη σκούπα, για να διώξει το βρυκόλακα. Όταν η Αλεξάνδρα έφυγε, έβγαλα τη στολή του βρυκόλακα, την έκλεισα στη ντουλάπα και πήγα να κρυφτώ στην αυλή. Η θεία έψαχνε να βρει τι τρόμαξε την Αλεξάνδρα. Έπαιζα μπάλα, για να μην με καταλάβει. Εκείνη όμως με έστειλε στο δωμάτιό μου για ολόκληρη τη μέρα. Είναι σίγουρη πως το έχω κάνει εγώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Η θεία ήρθε μέσα. Έμοιαζε σαν βρυκόλακας και μου έριξε τη δυνατότερη μπάτσα. Της είπα «θεία δεν ήμουνα εγώ», αλλά εκείνη συνέχισε τις μπάτσες. Μέτρησα πεντακόσιες. Ξύπνησα και  τότε μόνο κατάλαβα ότι όλα αυτά έγιναν στ’ όνειρό μου, ήταν ένας εφιάλτης. Σκέφτομαι πως αυτή είναι η χειρότερη μέρα της ζωής του. Ποτέ δεν είχα φάει περισσότερο ξύλο. Συνήθως έτρωγα δυο-τρεις  μπάτσες.  (Λεγεώνα)

1 Απριλίου
Είπα στους φίλους μου ότι μια φορά ένας ρινόκερος μπήκε στην αυλή μας και πάτησε ένα κόκορα απ’ το κοτέτσι μας. Έσπασε το ποδαράκι του και του βάλαμε ψεύτικο, που κουνιόταν με τηλεκοντρόλ. Οι φίλοι μου με πίστεψαν και ζήτησαν να τούς τον δείξω. Τους πήγα στην αποθήκη, που είναι στην πίσω μεριά του σπιτιού αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη κι έτσι έφυγαν. (Λεγεώνα)

Μετά είχα πάει με το θείο μου βόλτα στο δάσος. Για να κάνω φάρσα στη θεία μου, επειδή είναι Πρωταπριλιά, της είπα ότι συντήσαμε ένα λύκο και φοβήθηκα πολύ. Η θεία τρόμαξε και ρώτησε το θείο: «Είδατε λύκο;» Αυτός της είπε για πλάκα «ναι». Η θεία τον πίστεψε και ανησύχησε τόσο για μένα, που τού την άστραψε του θείου, για να μην με ξαναπάει στο δάσος.  (Αστέρι)

14 Μαΐου
Η θεία μού έφτιαξε γλυκό βατόμουρο, γιατί είπε, είμαι πολύ καλό παιδί σήμερα. Ο Γιάννης  ήρθε να μας επισκεφτεί. Παίξαμε «σκοτεινό δωμάτιο». Κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο κι είπαμε ψέματα ότι έχουμε αρρωστήσει. Η θεία μάς πίστεψε, γιατί με το πιστολάκι που στεγνώνουν τα μαλλιά είχαμε κάνει ζεστό το κούτελό μας. Όταν η θεία έφυγε για τη δουλειά, πήραμε τα κουζινικά, για να παίξουμε μουσική. Επειδή άρεσε πολύ στο Γιάννη, του τα έδωσα να τα πάρει σπίτι του, για να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι. Μόλις η θεία επέστρεψε και ανακάλυψε ότι τα κουζινικά λείπουν, με ρώτησε κι εγώ είπα ψέματα στην αρχή ότι τα έκλεψαν, ύστερα όμως είπα ότι τα έδωσα στο Γιάννη.  (Χρώματα)

22 Ιουλίου
Τ’ αδέρφια μου φεύγουν από την παραλία. Ακούγεται ο θόρυβος από τα βοτσαλάκια που τα πατάνε. Εγώ έχω βγει από τη θάλασσα και κάθομαι στα βότσαλα. Βρήκα ένα μικρό κοχύλι. Θα τρέξω στο σπίτι, για να το δείξω σε όλους. Θα το φυλάξω στο συρτάρι του κομοδίνου μου.  Θα μαζέψω κι άλλα, για να φτιάξω ένα κολιέ για τη μαμά μου. Θα της το δώσω όταν έρθει από την Αλεξάνδρεια.  (Λεγεώνα)

23 Δεκεμβρίου
Στο σπίτι της θείας ετοιμάσαμε για τα Χριστούγεννα. Στολίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σκέφτηκα να παίξω μπάλα με τα στολίδια του δέντρου, γιατί η μπάλα μου έσκασε και πάει… Πρώτη με είδε η Πουλουδιά. Πήγε να το πει στη θεία αλλά ευτυχώς εκείνη δεν ξύπναγε.  (Φεγγάρι)

24 Δεκεμβρίου
Το πρωί η θεία είδε το δέντρο και μας φώναξε όλους να μας το δείξει. Σκέφτηκε ότι το έκαναν οι καλικάντζαροι. Όμως η Πουλουδιά είπε ότι με είδε το βράδυ να πετάω τις μπάλες του δέντρου. Η θεία τότε μού έδωσε ένα μπάτσο. (Αστέρι)

31 Δεκεμβρίου
Στο σπίτι ετοιμάζαμε γλυκό σοκολάτα. Λέρωσα τους τοίχους, τα έπιπλα, όλο το σπίτι με σοκολάτα. Η θεία θύμωσε πολύ και είπε ότι θα μας αφήσει χωρίς γλυκό για την Πρωτοχρονιά.  Με κλείδωσε στο δωμάτιο και στ’ αδέρφια μου έδωσε μπανάνες. Τελευταία στιγμή μετάνιωσε και μας έφτιαξε μια τούρτα με φράουλες. Μού έδωσε το πιο μικρό κομμάτι.  (Λεγεώνα)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5

Η «Αιολική Γη» πάει… Νηπιαγωγείο!

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στις μέρες μας το «παιδικό βιβλίο» γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι ενήλικοι προετοιμάζουν με προορισμό τα παιδιά έναν τεράστιο όγκο βιβλίων από τον οποίο οι ίδιοι ή τα παιδιά επιλέγουν εκείνα που θα διαβάσουν. Αυτό που ιδιαίτερα φροντίζουν είναι να δώσουν στα βιβλία ελκυστική μορφή και ταυτότητα «παιδικού βιβλίου», ώστε οι ενδιαφερόμενοι να τα επιλέξουν.

Στο πλαίσιο του προβληματισμού και των πειραματισμών μας σχετικά με την  καταλληλότητα για παιδιά αξιόλογων λογοτεχνικών έργων, που δεν έχουν ωστόσο αξιοποιηθεί εκδοτικά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, επιλέξαμε για λογοτεχνική διδασκαλία στα νήπια την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη. Στο βιβλίο ένα αγόρι αφηγείται τη ζωή του στη μικρασιατική ύπαιθρο την περίοδο έως τους διωγμούς του ’14. Στο διάστημα μέχρι τα Χριστούγεννα ολοκληρώθηκε η διδασκαλία του πρώτου κεφαλαίου, με τίτλο «Κιμιντένια» και του τρίτου, με τον τίτλο «Τα πεινασμένα τσακάλια». Από τα συγκεκριμένα κεφάλαια διαβάστηκαν αποσπάσματα. Μετά από την ανάγνωση κάθε αποσπάσματος, τα παιδιά το εικονογραφούσαν. Στη συνέχεια επέλεγαν μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών τους και ανέπτυσσαν την αφήγησή τους για το αντίστοιχο απόσπασμα, με σημείο αναφοράς τη ζωγραφιά που είχαν επιλέξει.

Έτσι ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη παρεμβαλλόταν ο «άλλος» αναγνώστης, ο διάλογός μας με το λογοτεχνικό κείμενο διευρυνόταν. Το σύνολο των παιδιών είχαν συνεπώς ουσιαστικό κίνητρο να παρακολουθήσουν προσεκτικά την ανάγνωση του κειμένου και κατά συνέπεια την ευκαιρία να το απολαύσουν, καθώς στη συνέχεια θα παρουσίαζαν την αναγνωστική τους ανταπόκριση στην ομάδα ανάγνωσης, που ήταν η σχολική τάξη. Επίσης τα νήπια επιμελούνταν ιδιαίτερα τις ζωγραφιές τους, ώστε αυτές να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των συμμαθητών τους και να χρησιμοποιηθούν στις αφηγήσεις τους.

Στη συνέχεια παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα και ακολουθούν ορισμένες από τις αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που αναφέρονται σε αυτά.

Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε στο 1ο Νηπιαγωγείο Ασπροπύργου με τους μαθητές του κλασικού τμήματος 2010-2011.

Κ Ι Μ Ι Ν Τ Ε Ν Ι Α

Α) Οι πρόγονοί μου δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ’ τα Κιμιντένια.Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας.Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε από τα Κιμιντένια κι η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τα’ αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του Καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.

Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξιδεύαν (σ. 30)

1. Το παιδάκι με τη μαμά του δεν έχουν φύγει για το κτήμα του παππού, γιατί δεν έχουν ακόμη λιώσει τα χιόνια στα Κιμιντένια. Όσο μένει στην πόλη, μαζεύει κοχύλια, για να κάνει κατασκευές όταν θα είναι στο κτήμα. Έτσι περνάει τον καιρό του στην εξοχή και όταν επιστρέφει στην πόλη, πουλά τις κατασκευές του στους φίλους του. Τα χρήματα που κερδίζει, τα δίνει στον παππού, για ν’ αγοράζει εργαλεία για το κτήμα (Γιάννης 1)

2. Τα Καλοκαίρια το παιδάκι μένει στο κτήμα του παππού. Σκάβουν μαζί με τον παππού το χώμα και βρίσκουν θησαυρούς, βραχιόλια και κολιέ, αντρικά και κοριτσίστικα παπούτσια. Αυτούς τους θησαυρούς τους έχει αφήσει ένας γίγαντας που έχει το παλάτι του ψηλά στα Κιμιντένια. Ο παππούς με το παιδάκι πηγαίνουν τους θησαυρούς στη γιαγιά. Ο γίγαντας είχε κι άλλους πολύτιμους θησαυρούς σ’ ένα μπαούλο στο παλάτι του. Κάποτε όμως μπήκαν άνθρωποι και τους έκλεψαν. Ο γίγαντας δεν μπόρεσε να τους εμποδίσει, γιατί κρατούσαν όπλα (Σοφία 1)

3.Τα Καλοκαίρια το παιδάκι με τον παππού μένουν κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Ανεβαίνουν συχνά στο βουνό και βρίσκουν σπηλιές, που είναι γεμάτες νυχτερίδες. Σ’ αυτές μένουν ήρεμοι γίγαντες. Ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος, που ενώ είναι κακός, κάνει τον καλό. Θέλει να φάει το παιδάκι σούπα αλλά δεν θα τα καταφέρει, γιατί ο παππούς που είναι κυνηγός, παίρνει πάντα μαζί του ντουφέκι (Χριστίνα)

4. Στα παιδιά αρέσει πολύ το σπίτι του παππού, γιατί έχει όμορφα χρώματα. Συχνά πηγαίνει και παίρνει από εκεί τα παιδιά ένας πειρατής. Τα βάζει στο καράβι του και ταξιδεύουν σ’ ένα ελληνικό νησί. Ο πειρατής δεν είναι άγριος, δεν αρπάζει θησαυρούς και δεν τον φοβάται κανένας. Έχει αυτό το καράβι, για να πηγαίνει τους ανθρώπους για μπάνιο. Επειδή είναι φίλος του παππού, όταν πηγαίνει το σπίτι του, του έχουν δικό του δωμάτιο και τον φιλοξενούν (Ορέστης)

Β) Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Κίτρινου.

-Τ’ άκουσες επιτέλους;.. ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ’ άκουσες;

-Αχ, τ’ άκουσα! Μουρμουρίζω κι εγώ με ταραχή. Τι να ‘ναι;

-Τα σπαθιά ξυπνούνε…, λέει εκείνη.

Μα τότε ξυπνά κι η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονών κι είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.

-Τι έχετε εσείς εκεί; Ρωτά σιγανά.

-Ανθίππη, άκου!…λέει η Άρτεμη, κι είναι η φωνή της σαν να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξυπνήσαν στο Κίτρινο!..

Η Ανθίππη ακούει κι ύστερα λέει ατάραχη:

-Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε! (σ. 34-35).

1. Τα σπαθιά ξυπνούν, για να πολεμήσουν τους κακούς, που έχουν φτάσει έξω από το σπίτι του παππού. Ο παππούς θα τους νικήσει, οι κακοί όμως θα ξαναγυρίσουν και θα είναι περισσότεροι. Έτσι θα νικήσουν τον παππού και θα μπουν στο σπίτι. Θα τους πάρουν όλους, επειδή θέλουν τα χρήματά τους. Μετά από είκοσι μέρες, θα σκοτώσουν τον παππού και τη γιαγιά και θα αφήσουν τα παιδιά ελεύθερα (Γιάννης 2)

2. Έχει ανεμοστρόβιλο και ο παππούς με τη γιαγιά δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι. Σε ένα ειδικό μέρος, σε ψηλές ντουλάπες έχουν σπαθιά, για να προστατεύονται από τους κλέφτες. Μέσα στον ανεμοστρόβιλο μπαίνουν κλέφτες κρυφά στο σπίτι, παίρνουν τα χρήματα και φεύγουν μακριά. Ο παππούς και η γιαγιά θα καταλάβουν ότι τα σπαθιά δεν μπορούν να τους προστατέψουν. Θα βάλουν κάμερες και από τότε δεν θα τους κλέβει κανείς (Νίκος)

ΤΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ

Α) Έρχονταν άλλες νύχτες, κι αυτές ήταν οι πιο πολλές, που ο Μεγάλος Δράκος, αποκάνοντας να φιλεύει και να κοιμίζει τα τσακάλια, τα’ άφηνε να ξεχυθούν στον κάμπο, στην οργωμένη γη, να φάνε και να χορτάσουν. Την άνοιξη, όταν οι καρποί ακόμα δεν είχαν γίνει, η επιδρομή τους ήταν ακίνδυνη, και κανένας στο κτήμα δε νοιαζόταν γι’ αυτή. Ακούγαμε τ’ άγρια ουρλιαχτά τους μακριά στο βάθος, αδύνατα στην αρχή, και τα περιμέναμε με αγωνία και φόβο.

-Θα ‘ρθουν άραγες ίσαμε δω;.. (σ. 51-52)

1. Τα παιδιά παίζουν έξω από το σπιτάκι του παππού. Όταν βραδιάζει, ακούν τα τσακάλια να ουρλιάζουν. Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι, για να κοιμηθούν. Τα τσακάλια συνεχίζουν να ουρλιάζουν μέχρι να τα ακούσει ο Μεγάλος Δράκος και να πάει να τα ταϊσει. Ο Δράκος καμιά φορά κοιμάται και δεν τα ακούει. Τα τσακάλια ουρλιάζουν για να τον ξυπνήσουν. Τότε πηγαίνει δίπλα στο σπίτι των παιδιών και δίνει στα τσακάλια τροφή. Τα παιδιά όποτε βλέπουν το Δράκο, τρομάζουν (Παύλος)

2. Το παιδάκι έφαγε μακαρόνια και πήγε στο δωμάτιό του να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε το Μεγάλο Δράκο να μπαίνει στο σπίτι τους. Ξύπνησε τρομαγμένο και χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι του, για να μην το βρει ο Δράκος. Εκεί το ξαναπήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, τα είχε όλα ξεχάσει και δεν φοβόταν πια (Εύη)

Β) Ερχόταν όμως ο καιρός που ωριμάζαν οι καρποί, και τα μισογινωμένα τσαμπιά κρέμονταν απ’ τα κλήματα. Τότες το να μας ριχτούνε τα τσακάλια δεν ήταν χωρίς κίνδυνο όπως την άνοιξη. Αν τόσο μεγάλα κοπάδια πεινασμένα αγρίμια μπαίναν για μία μονάχα νύχτα μες στο κτήμα, την άλλη μέρα δεν θα βρισκόταν πια καρπός.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι κοιτάζαν πώς να πολεμήσουνε το κακό και ν’ αντισταθούνε. Όλοι όσοι δουλεύανε στο υποστατικό, γυναίκες κι άντρες, χωρίζονταν σε τρεις βάρδιες. Η πρώτη ίσαμε τις δέκα τη νύχτα, η άλλη ίσαμε τα μεσάνυχτα,κι η τρίτη ως τις πρωινές ώρες. Περιμέναμε και, μόλις τα τσακάλια έρχονταν κοντά, χύνονταν όλοι κατά τα σύνορα του υποστατικού, βγάζοντας άγριες φωνές και χτυπώντας ντενεκέδες ή τούμπανα. Αν η νύχτα ήταν σκοτεινή, πολλοί βαστούσανε αναμμένες σκίζες δαδιά στα χέρια. Τ’ αγρίμια τρομαγμένα τραβιόνταν πίσω, λυσσασμένα ουρλιάζοντας, και χιμούσαν σ’ άλλα γειτονικά υποστατικά (σ. 54)

1. Η  Άρτεμη είναι στο σπίτι του παππού και ζωγραφίζει τα τσακάλια. Ύστερα κολλά τη ζωγραφιά στον τοίχο και φωνάζει τον παππού και τη γιαγιά να τους την δείξει. Ο παππούς προειδοποιεί την Άρτεμη να μην πλησιάσει ποτέ τα τσακάλια, γιατί θα της κάνουν κακό. Η Άρτεμη δεν το πιστεύει αυτό. Πηγαίνει σε μια σπηλιά, για να δει τα τσακάλια από κοντά. Ένα τσακάλι είναι πεινασμένο και την δαγκώνει. Όμως επειδή είναι παιδάκι, τα τσακάλια την αφήνουν να φύγει. Τώρα πια η Άρτεμη είναι σίγουρη πως τα τσακάλια είναι καλά και θα το πει στα αδέρφια της (Σοφία 2.)

2. Τα παιδιά παίζουν με τα καραβάκια που έχουν φτιάξει από πεύκο. Όταν νυστάζουν, πηγαίνουν για ύπνο. Το πρωί βρίσκουν στην αυλή τενεκέδες και τύμπανα και παίζουν μουσική. Ο παππούς με τη γιαγιά που πίνουν αυτήν την ώρα καφέ, ενοχλούνται από το θόρυβο και φωνάζουν τα παιδιά μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά ρωτάνε πώς βρέθηκαν όλα αυτά στην αυλή και ο παππούς τους λέει για τον πόλεμο με τα τσακάλια, που νίκησαν οι άνθρωποι. Τα παιδιά στεναχωριούνται, γιατί θα ήθελαν να είχαν νικήσει τα πεινασμένα τσακάλια (Παναγιώτης)

3. Το παιδάκι βλέπει από το παράθυρό του τα τσακάλια, που τρώνε καρπούς από τα δέντρα. Ύστερα ο παππούς βγαίνει έξω, για να τους ρίξει κόκαλα από το φαγητό που μαγείρεψαν εχθές, επειδή τα τσακάλια δεν έχουν χορτάσει. Το παιδάκι βγαίνει μαζί του. Ο παππούς τού έχει μάθει να μην φοβάται να ταϊζει τα τσακάλια. Τα ζώα χόρτασαν και έφυγαν και τότε ο παππούς στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ύστερα σήκωσε το παιδάκι στην αγκαλιά του κι εκείνο έβαλε το αστέρι στην κορφή του δέντρου. Κι όλοι μαζί τραγούδησαν το τραγούδι «Αστεράκι μου λαμπρό» (Ιωάννα)

4. Τα κοριτσάκια παίζουν έξω με τις κούκλες τους. Όταν βλέπουν από μακριά τα τσακάλια να πλησιάζουν, τρέχουν μέσα στο σπίτι. Τα τσακάλια ψάχνουν στο κτήμα του παππού, για να βρουν τροφή. Έχουν κατέβει από το βουνό, επειδή εκεί δεν υπάρχει τίποτα να φάνε. Ευτυχώς στο κτήμα του παππού βρίσκουν πολλά κόκαλα. Ο παππούς ήξερε ότι τα τσακάλια θα έρθουν και το είχε πει στο παιδάκι. Έτσι εκείνο σκόρπισε κόκαλα, για να φάνε τα τσακάλια. Τα κορίτσια που τα είδαν όλα αυτά απ’ το παράθυρο, πήγαν και βρήκαν τον αδερφό τους στο δωμάτιό του κι έκαναν όλοι μαζί μια αγκαλιά (Σοφία 1)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6

2012… ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΕΣ. Εκπαιδευτικό πρόγραμμα

Εισαγωγή:  Τα παρακάτω κείμενα τα αφηγήθηκαν μαθητές του Νηπιαγωγείου μας των σχολικών ετών 2010-2011 και 2011-2012. Στην παρένθεση που ακολουθεί κάθε κείμενο παρατίθεται το όνομα του νηπίου που το αφηγήθηκε. Οι αφηγήσεις προέκυψαν με ερέθισμα το εγκιβωτισμένο απόσπασμα της Αιολικής Γης του Ηλία Βενέζη (σελίδες 76-77) όπου παρουσιάζεται μια διαφορετική αφηγηματική εκδοχή του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας. Στην εκδοχή αυτή τα στοιχεία του κλασικού παραμυθιού εμπλουτίζονται και διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις εμπειρίες του παππού του έργου, ο οποίος αφηγείται συχνά την παραλλαγμένη ιστορία στα εγγόνια του. Στην εκδοχή του είναι έκδηλη η αγάπη του για το φυσικό περιβάλλον όπου ζει. Η «Κοκκινοσκουφίτσα του παππού» χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τους μαθητές μας, προκειμένου να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες αφηγήσεις. Τα νήπια αξιοποίησαν στοιχεία της κλασικής Κοκκινοσκουφίτσας , η οποία τούς ήταν ήδη γνωστή, καθώς και στοιχεία της Κοκκινοσκουφίτσας του Βενέζη, προχώρησαν δε σε τροποποιήσεις και ανατροπές τους, που αναδεικνύουν την ποιότητα της δημιουργικής σκέψης που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ηλικία. Στα κείμενά τους καταγράφονται τα  συναισθήματα, οι επιθυμίες και τα ερεθίσματα που δέχονται, αφομοιώνουν και αξιοποιούν δημιουργικά.

Τα κείμενα  3-15 που ανήκουν στους μαθητές της περσινής χρονιάς προέκυψαν αναλυτικότερα ως εξής. Μετά από την ανάγνωση του αποσπάσματος της Αιολικής Γης, ζητήθηκε από τα παιδιά η εικονογράφησή του. Στη συνέχεια κάθε νήπιο επέλεγε μία από τις ζωγραφιές των συμμαθητών του και με βάση αυτήν ανέπτυσσε τη δική του αφηγηματική εκδοχή.

Όλα τα υπόλοιπα παιδικά κείμενα (εκείνα των φετινών μαθητών), προηγήθηκαν  από τις ζωγραφιές που αναφέρονταν σε αυτά. Αφού δηλαδή κάθε νήπιο ολοκλήρωνε την αφήγησή του, στη συνέχεια οι συμμαθητές του την εικονογραφούσαν.

Τα κείμενα των νηπίων παρουσιάζονται από τα ίδια ως θεατρική παράσταση στην ανοιχτή χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του Νηπιαγωγείου μας. Για το λόγο αυτό τα συνδέσαμε στο παρακάτω έργο με την Πρωτοχρονιά, οπότε ο Άγιος Βασίλης φροντίζει  για την εκπλήρωση των επιθυμιών των παιδιών.

Οι ζωγραφιές, κάποιες από τις οποίες συνοδεύουν εδώ ενδεικτικά τα αντίστοιχα κείμενα, εκτίθενται  στην αίθουσα όπου πραγματοποιείται η χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του Νηπιαγωγείου μας.                                                                                                       .

Σχεδιασμός προγράμματος- Σύνταξη δημοσίευσης- Επιμέλεια θεατρικού κειμένου:

Ελένη Α. Ηλία

                                  

2012… ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΕΣ

(Θ ε α τ ρ ι κ ό)

Μαμά: Φάε, γιατί αλλιώς θα φωνάξω τον κακό το λύκο.

Παιδάκι: Μαμά είναι κακός ο λύκος;

Μαμά.: Η Κοκκινοσκουφίτσα ξέρει. Ρώτησέ την.

Παιδάκι:  Θα ρωτήσω και το λύκο. Αλλά πού να τους βρω;

Μαμά:  Παρακάλεσε τον Άι-Βασίλη να τους στείλει εδώ.

Ακούγονται τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και στη σκηνή εισέρχονται τα νήπια ντυμένα Κοκκινοσκουφίτσες και Λύκοι. Κάθε νήπιο αφηγείται μία από τις ιστορίες που ακολουθούν. 

 

1.     

Η μικρή βελανιδιά που είναι φίλη μου, με γλίτωσε από το λύκο. Με πήγε στο      Μεγάλο Δάσος με τις βελανιδιές, ψηλά στα Κιμιντένια. Τα σκληρά κλωνάρια τους γέρναν σαν χέρια πάνω μου. Τα φύλλα τους έπεφταν σαν χρυσή βροχή. Μου φώναζαν: «Μείνε μαζί μας Κοκκινοσκουφίτσα!» Θα το κάνω και θα γίνω το μοναδικό ελάφι του δάσους. [Η Κοκκινοσκουφίτσα του παππού στην Αιολική Γη]

2.   Θα ήθελα να είχα αδερφάκια αλλά δεν έχω. Έτσι κάνω παρέα με τη γιαγιά μου. Παίζουμε μαζί επιτραπέζια. Η γιαγιά δεν τα ξέρει καλά κι έτσι την κερδίζω συνέχεια. Όταν φτάσω είκοσι χρονών, θα γίνω ελαφάκι. Οι βελανιδιές θα με μεταμορφώσουν, γιατί μέσα στο δάσος δεν υπάρχει κανένα ελαφάκι. Θα χοροπηδάω ανάμεσά τους, θα σκαρφαλώνω πάνω τους, θα κόβω τα φύλλα τους και θα τα ρίχνω κάτω. Όταν θα έχω γίνει ελαφάκι, θα πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς, εκείνη όμως δεν θα με γνωρίζει. Θα με ταϊζει σποράκια, θα μου δίνει νεράκι και θα με χαϊδεύει. Επειδή θα είναι στεναχωρημένη που θα της λείπω, θα φροντίζει το ελαφάκι κι έτσι θα παρηγοριέται(Χριστίνα)

3.

Είμαι στο δάσος με τις βελανιδιές και μαζεύω λουλούδια, για να τα πάω στη γιαγιά μου. Ο λύκος με ακολούθησε. Άρχισε να τρέχει καταπάνω μου, για να με πιάσει. Όμως τρέχω κι εγώ κι όλο του ξεφεύγω, γιατί πριν έρθω στο δάσος είχα φάει καλά. Ενώ ο λύκος είναι πεινασμένος και κουράζεται. Έτσι δεν μπορεί να με φτάσει (Σοφία)

4.  Περπατάω στο δάσος. Οι βελανιδιές μου ζητάνε να μείνω μαζί τους για πάντα. Μου αρέσει εδώ αλλά δεν μπορώ να μένω συνέχεια. Θέλω να πηγαίνω να βλέπω τη γιαγιά μου. Μια φορά τη βρήκα γρατζουνισμένη απ’ το λύκο. Ήθελε να την φάει, όμως δεν μπορούσε γιατί είχε πιει πολύ νερό κι η κοιλιά του ήταν φουσκωμένη. Έτσι τη γρατζούνισε μόνο για να με τρομάξει. Ήθελε να είμαι λυπημένη, για να με πιάσει εύκολα. Είχε δέσει ένα σχοινί, για να σκόνταφτα όπως γύριζα από τη γιαγιά, να έπεφτα και να ορμούσε καταπάνω μου(Ειρήνη)

5. 

Έφαγα τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας και  φούσκωσε η κοιλιά του. Πήγα να πιω νερό στο ποτάμι, για να χωνέψω κι εκεί με βρήκε ένας κυνηγός κι άρχισε να με πυροβολεί. Τραυματίστηκα. Η Κοκκινοσκουφίτσα έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς κι έψαχνε να τη βρει. Ύστερα ήρθε στο ποτάμι. Εγώ έκανα ψέματα πως είμαι πεθαμένος. Η Κοκκινοσκουφίτσα τρόμαξε κι έφυγε τρέχοντας. Μπήκε στο δάσος με τις βελανιδιές, για να ξεκουραστεί. (Κωνσταντίνος 1)

6.  Ο κυνηγός μου άλλαξε τα μυαλά, για να μην φάω την Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα έπαιζε με τη βελανιδιά έξω από το σπίτι της. Έτρεχε συνέχεια γύρω της ώσπου έγινε ελάφι. Ο κυνηγός δεν ξέρει ότι τώρα η Κοκκινοσκουφίτσα έχει γίνει ελάφι. Έτσι το ελαφάκι κινδυνεύει από τον κυνηγό. Στοχεύει το ελάφι αλλά εκείνο του ξεφεύγει και μπαίνει στο δάσος με τις βελανιδιές, όπου δεν πηγαίνουν κυνηγοί. Κι έτσι γλιτώνει. (Παύλος)

7.                                                                            

Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς κι αντί για τη γιαγιά μου βρίσκω εκεί το λύκο. Αρχίζω να τρέχω για να γλιτώσω. Στο δρόμο μου πέφτει ένα βελανίδι. Χοροπήδησε και το έπιασα. Το βελανίδι είναι μαγικό, κάνει ευχές. Έτσι ευχήθηκε και για μένα, να τρέξω πάρα πολύ γρήγορα, για να μην με φτάσει  ο λύκος. Πρόλαβα και μπήκα στο σπίτι μου και σώθηκα. (Σοφία)

8.  Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας είναι στην κουζίνα και πίνει ένα ποτήρι γάλα. Εγώ πηγαίνω τότε και πέφτω στο κρεβάτι της. Εκείνη τη στιγμή φτάνει η Κοκκινοσκουφίτσα, που έχει φέρει στη γιαγιά της ένα κέικ. Με βλέπει, τρομάζει και βγαίνει έξω από το σπίτι. Βγαίνω κι εγώ πίσω της. Της ζητάω το κέικ κι εκείνη μου το δίνει. Το τρώω και τότε η Κοκκινοσκουφίτσα ξαναμπαίνει στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά της λέει ότι της έλειψε πολύ και της δίνει ένα ποτήρι γάλα. Έπειτα ξαπλώνουν μαζί στο κρεβάτι για να κοιμηθούν, γιατί η Κοκκινοσκουφίτσα είναι κουρασμένη από το δρόμο. (Νικόλας)

9.  Το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας είναι ανάμεσα στις βελανιδιές. Κρύβομαι εκεί και την περιμένω. Οι βελανιδιές ειδοποιούν την Κοκκινοσκουφίτσα να μην βγει από το σπίτι. Τότε εγώ ανεβαίνω στα κεραμίδια κι από κει στα κλαδιά μιας βελανιδιάς. Τρώω όλα της τα βελανίδια. Ύστερα ανεβαίνω και σ’ άλλη βελανιδιά και τρώω τα βελανίδια. Χορταίνω και φεύγω χωρίς να φάω την Κοκκινοσκουφίτσα. (Γιάννης)

10.  Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας έχει πάει να ψωνίσει κι εγώ κρύβομαι δίπλα στο κρεβάτι της. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι απέξω και παίζει. Όταν γυρίζει η γιαγιά, έχει φέρει γάλατα, ζάχαρη, καφέδες και ξύλα, για ν’ ανάψει το τζάκι. Μένω κρυμμένος χωρίς να κάνω καθόλου φασαρία. Επειδή είναι κουρασμένη, ξαπλώνει να κοιμηθεί χωρίς να με δει. Τότε εγώ την τρώω. Μετά μπαίνει μέσα η Κοκκινοσκουφίτσα κι αρχίζει να μου πετά τα ξύλα για να με σκοτώσει. Ανοίγει την κοιλιά μου μ’ ένα ψαλίδι κι ελευθερώνει τη γιαγιά της. (Αργύρης)

11.  Μια κακιά μάγισσα μαγεύει την Κοκκινοσκουφίτσα κι εκείνη γίνεται πρόβατο. Όταν σκοτεινιάζει γυρίζει στο σπίτι της αλλά οι γονείς της δεν την αναγνωρίζουν και την διώχνουν. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν έχει φωνή, για να τους πει ποια είναι. Συναντάω το πρόβατο αλλά δεν το πειράζω, γιατί είμαι καλός λύκος. Όμως το προβατάκι τρομάζει από το κακό φεγγάρι και μπαίνεισε μια στάνη με πολλά πρόβατα. (Κωνσταντίνος 2)

 

12.                                                                          

Η φίλη μου τη βελανιδιά μου είπε για το λύκο που ζει στα Κιμιντένια ότι είναι κακός και μπορεί να με φάει. Έτσι φοβόμουν ν’ ανέβω στο βουνό. Τώρα όμως που έγινα πέντε χρονών, ανέβηκα στο βουνό, για να δω μόνος μου πόσο κακός  είναι ο λύκος. Όταν τον είδα, κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, για να μην με δει κι αυτός. Σκέφτηκα ένα σχέδιο για να τον εμποδίσω να φτάσει στο καλυβάκι της γιαγιάς. Τον φώναξα και του είπα αν θέλει να φάει κάτι από το καλαθάκι μου. Αυτός τα έφαγε όλα. Τότε άρχισα να τρέχω γύρω-γύρω κι εκείνος έτρεχε πίσω μου, για να με φάει κι εμένα. Έτσι ζαλίστηκε κι εγώ βρήκα χρόνο να φτάσω πρώτη στη γιαγιά και να κλειδώσω την πόρτα. (Ηλιάνα)

13.  Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει λουλούδια, για να τα χαρίσει στον ήλιο. Ανεβαίνει στην κορυφή της βελανιδιάς, για να φτάσει στον ουρανό και δίνει στον ήλιο τα λουλούδια, επειδή μας χαρίζει το φως. Ύστερα η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει όλα τα βελανίδια, για να παίζει όταν είναι στο σπίτι της. Στο σπίτι της γιαγιάς της δεν πηγαίνει ποτέ, γιατί με φοβάται. Η γιαγιά μένει συνέχεια κλειδωμένη στο σπίτι της, για να μην της κάνω κακό. Έτσι η Κοκκινοσκουφίτσα όταν θέλει ν’ ακούσει παραμύθια, τα διαβάζει στα βιβλία της (Κώστας)

14.  Κάθε μεσημέρι η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας την παίρνει από το σχολείο και πηγαίνουν στο σπίτι της μέχρι να τελειώσει η μαμά της τη δουλειά και να πάει να την πάρει. Μια μέρα τις περίμενα στο δρόμο. Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο, για να βγω ξαφνικά μπροστά στην Κοκκινοσκουφίτσα και να τη φάω. Η γιαγιά της τότε μου έριξε μία με την ομπρέλα, ζαλίστηκα κι έπεσα στο δρόμο. Τότε πέρασε κι ένας σκαραβαίος και με χτύπησε. Έτσι μου ξέφυγαν η Κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της. (Παναγιώτης)

15.  Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας, γιατί θέλω να δω τηλεόραση. Η πόρτα είναι ανοιχτή, γιατί η γιαγιά περιμένει την Κοκκινοσκουφίτσα. Μπαίνω στο σπίτι και σπάω την τηλεόραση κατά λάθος. Τότε ξεσπάει φωτιά. Έρχεται η Κοκκινοσκουφίτσα και ειδοποιεί την αστυνομία. Με πηγαίνουν στο νοσοκομείο, γιατί έχω χτυπήσει το κεφάλι μου. Θα με βάλουν στο αναπηρικό καροτσάκι και θα με γυρίσουν στη φωλιά μου. (Μάριος)

16.  

Για να πάω στο σπίτι της γιαγιάς, πήρα το δρόμο με τα κακά ζωάκια, γιατί με κορόιδεψε ο λύκος. Μου είπε ότι αυτός ο δρόμος ήταν καλύτερος κι εγώ που είμαι μικρή, τον πίστεψα. Όταν περνούσα, τα κακά ζωάκια κοιμόντουσαν. Εγώ περπατούσα στις μύτες των ποδιών, για να μην τα ξυπνήσω. Έτσι άργησα να φτάσω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν κατάλαβα ότι ο λύκος την είχε κλειδώσει στη ντουλάπα κι είχε φορέσει τα ρούχα της. Πήγα να της ετοιμάσω φαγητό. Όταν βγήκα από την κουζίνα, ο λύκος είχε βγάλει τα ρούχα της γιαγιάς. Όπως τον είδα κανονικό, τρόμαξα κι έκλεισα τα μάτια μου. Τότε ακούστηκε η γιαγιά από τη ντουλάπα, να φωνάζει «Βοήθεια!». Ένας κυνηγός που περνούσε, την άκουσε, σκότωσε το λύκο κι έτσι ελευθέρωσα τη γιαγιά (Αγγελική)

 

 

 

17. Ζω μόνος στο σπίτι μου στο δάσος και περιμένω να περάσει η Κοκκινοσκουφίτσα, για να την φάω. Πριν δοκίμασα να φάω το μπαμπά της αλλά μόλις μπήκα στο σπίτι του από το ανοιχτό τζάμι, γύρισε να πάρει το όπλο του και φοβήθηκα κι έφυγα. Η Κοκκινοσκουφίτσα με βλέπει κι αρχίζει να τρέχει αριστερά και δεξιά ώσπου τη χάνω. Είναι κρυμμένη πίσω από τα δέντρα. Ψάχνω και θα την βρω. Μετά έχουν σειρά η μαμά κι ο μπαμπάς της, γιατί πεινάω πολύ. Αλίμονό μου όμως αν με δει κανένας κυνηγός. Θα γεμίσει την κοιλιά μου πέτρες και θα πνιγώ. (Χρήστος)

 

 

18. 

Το χαϊδευτικό μου όνομα είναι Σκουφίτσα. Έχω ένα κουταβάκι, που το φροντίζω μόνη μου, γιατί η μαμά έχει πολλές δουλειές. Το πλένω, του δίνω φαγητό και νεράκι και το παίρνω στην αγκαλιά μου, για να το πάω βόλτα στο δάσος. Μια μέρα στο δάσος ήταν ο λύκος και κοιμόταν. Το κουταβάκι μου γάβγισε και τον ξύπνησε. Ο λύκος μου ζήτησε τη ζακέτα μου, γιατί κρύωνε. Φοβήθηκα ότι αυτό που πραγματικά ήθελε, ήταν να φάει το κουταβάκι μου. Έτσι άρχισα να τρέχω, για να του ξεφύγω. Όταν έφτασα στο σπίτι μου, έκλεισα τα παράθυρα, για να μην βλέπει το κουταβάκι το λύκο, επειδή φοβόταν. Ύστερα ο λύκος έφυγε και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς. Εκείνη έκρυψε αμέσως το φαγητό της, για να μην το φάει ο λύκος. Κι έτσι ο λύκος κοιμήθηκε πάλι νηστικός (Ευδοκία)

19.  Είμαι πέντε χρονών. Η μαμά μου με στέλνει να πάω το φαγητό στη γιαγιά, που μένει στην άλλη άκρη του δρόμου. Σήμερα συνάντησα δύο λύκους. Ο ένας είχε κατέβει απ’ το βουνό κι ο άλλος είχε φύγει απ’ το δάσος. Άρχισαν να τσακώνονται για μένα. Όταν έφυγα απ’ το σπίτι της γιαγιάς, οι λύκοι μου είπαν: «Πού πας κοριτσάκι;» Τότε εγώ που ξέρω καράτε,  τους έπιασα έναν-έναν απ’ τα πόδια και τους πέταξα μακριά. Οι λύκοι φοβήθηκαν τόσο πολύ, που δεν ξαναφάνηκαν στο δρόμο μου (Ζωή)

20.  Πηγαίνω στο Νηπιαγωγείο. Μία φορά με το μπαμπά μου είδαμε το λύκο που έφαγε μια πασχαλίτσα κι ύστερα πέθανε από την πείνα. Ο μπαμπάς μου αγαπά τα άλογα, τα προβατάκια, τις αγελάδες αλλά όχι τους λύκους. Ούτε και εγώ ταϊζω λύκους, γιατί μια φορά που πήγα να ταϊσω κάποιον, αυτός παραλίγο να μου δαγκώσει το δάχτυλο. Ταϊζω όμως το ελαφάκι που έχει παρέα η γιαγιά μου. Το είχε βρει σ’ ένα δέντρο κοντά στο σπίτι της. Ήταν τραυματισμένο στο πόδι. Το είχε τσιμπήσει μέλισσα. Η γιαγιά το έκανε καλά κι έγιναν φίλοι (Άννα)

 

21.                                                                         

Είμαι στο δάσος και περιμένω την Κοκκινοσκουφίτσα. Ο Θεούλης έχει θυμώσει μαζί μου, επειδή ξέρει ότι θέλω να την φάω κι έτσι ενώ παντού είναι μέρα, εδώ που βρίσκομαι εγώ έχει ρίξει σκοτάδι. Αλλά έχω τόσο πολύ καιρό να φάω. Όλα τα ζώα έχουν τρομάξει κι έχουν φύγει από το δάσος. Έχουν πάει στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας, για να την προσέχουν. Όταν ήταν στο δάσος κι έψαχναν να βρουν φαγητό, τα άρπαζα ένα-ένα, τα πήγαινα στο σπίτι και τα τρώγαμε μαζί με το μπαμπά μου (Χρήστος)

22.  Μια φορά που χιόνιζε φόρεσα ένα κόκκινο σκουφάκι, για να πάω φαγητό στη  γιαγιά μου που είχε πάθει γρίπη. Μου αρέσει πολύ το χιόνι κι έτσι σταμάτησα, για να φτιάξω ένα χιονάνθρωπο. Όπως σκάλιζα το χιόνι με τα χέρια μου, βρήκα δύο λύκους. Ο ένας ήταν κακός. Το κατάλαβα από τα δόντια του, που ήταν κοφτερά. Ο άλλος φαινόταν καλός. Έτσι τον πήρα και τον πήγα μέσα σ’ ένα μαγικό κήπο, που τον ζέσταινε ο ήλιος. Όταν ο λύκος ξεπάγωσε, έγινε άγριος. Όμως εκεί που περπατούσε, γλίστρησε πάνω στη μαγική σκόνη του κήπου και μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα. Τον άλλο λύκο που ήταν κακός, τον βρήκε ένας κυνηγός μες στο χιόνι και τον σκότωσε. (Έλενα)

23.   Έχω πολλές αδερφές, που είναι πιο μεγάλες από μένα και παίζουμε όλες μαζί χιονοπόλεμο το Χειμώνα ενώ το Καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα και πετάμε η μια στην άλλη νερό. Εμένα με φωνάζουν Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί όταν κάνει κρύο, φοράω κόκκινο σκούφο. Μια μέρα που πήγα μόνη μου στο σπίτι της γιαγιάς, είχα βγει στον κήπο της να μαζέψω μαργαρίτες. Τότε  μπήκε κρυφά μες στο σπίτι ένας λύκος και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι, που κοιμόταν η γιαγιά. Όταν γύρισα μέσα, είδα το λύκο στην κρεβατοκάμαρα. Πήρα ένα δηλητήριο απ’ την κουζίνα, τον ψέκασα και ο λύκος λιποθύμησε. (Κατερίνα)

24.                                                                          

Είμαι έξω από το σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας. Την περιμένω για να την φάω.  Ανοίγει την πόρτα της, για να δει αν βρέχει. Είμαι κρυμμένος πίσω από τα δέντρα και δεν με βλέπει. Την αρπάζω και την τρώω. Οι γονείς της ψάχνουν ανάμεσα στα δέντρα για να τη βρουν. Έχουν ανησυχήσει και βάζουν τα κλάματα. Κάποιος που τα είδε όλα, τους στέλνει στη φωλιά μου. Τους τρώω κι αυτούς. Αν περάσει κάποιος με πιστόλι, θα με πυροβολήσει. Τότε από την τρύπα θα βγουν και η Κοκκινοσκουφίτσα και οι γονείς της. (Βαγγέλης)

 

25.   Δεν φοβόμουν να μπαίνω στο δάσος, γιατί ο μπαμπάς μου είχε πει ότι σκότωσε όλους τους λύκους. Όμως μια μέρα  που μάζευα φράουλες, έχασα το δρόμο μου κι έφτασα κοντά σ’ ένα βράχο. Ήταν το σπίτι του λύκου, που με περίμενε, για να με φάει. Δεν έφευγε μακριά από τη φωλιά του, γιατί φοβόταν μην τον σκοτώσουν κι αυτόν. Έτρεξα στο σπίτι να ειδοποιήσω το μπαμπά μου. Όμως κι ο λύκος έτρεξε γρήγορα σαν τον άνεμο, πέρασε κολυμπώντας το ποτάμι και έφτασε από την άλλη μεριά του δάσους. Ο μπαμπάς μου φτιάχνει ένα καράβι και περνάει κι αυτός μετά από λίγο καιρό το ποτάμι. Ψάχνει το δάσος και βρίσκει το λύκο μαζί με άλλους τέσσερις λύκους να κάνουν πάρτι. Τους σκοτώνει όλους, για να μην κινδυνέψω ξανά. (Ελένη)

26.                                                                         

Η Κοκκινοσκουφίτσα έχει ένα φακό, για να βλέπει το δρόμο όταν πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της, που είναι στο βουνό, κοντά στο δικό μου σπίτι. Εγώ θέλω αυτός ο φακός να γίνει δικός μου. Θέλω δικό μου και το ρολόι της γιαγιάς. Ό,τι έχουν οι άλλοι, τα ζηλεύω όλα και τα θέλω δικά μου. Έτσι όταν βλέπω την Κοκκινοσκουφίτσα, γίνεται πανικός. Όμως αυτή προλαβαίνει και φωνάζει «μαμά, μαμά!». Εκείνη την ακούει και με κυνηγάει με μια ζουγκράνα της γιαγιάς. Παίρνω το αυτοκίνητό μου, για να φύγω πολύ γρήγορα αλλά το τρακάρω και με πιάνει η αστυνομία. (Θοδωρής)

27.   Το σπίτι μου βρίσκεται στην πόλη, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Στη διαδρομή για το σπίτι της γιαγιάς συναντάω τις φίλες μου και πηγαίνουμε όλες μαζί εκεί, για να παίξουμε. Μια φορά η γιαγιά μας έκανε πλάκα. Όταν παίζαμε σκοτεινό δωμάτιο, η γιαγιά φόρεσε μια στολή αρκούδας και μπήκε μέσα να μας τρομάξει. Μετά την πρώτη τρομάρα, σκεφτήκαμε πως θα ήταν η γιαγιά. Τη ρωτήσαμε κι εκείνη απάντησε με τρομαχτική φωνή: «Δεν είμαι η γιαγιά, είμαι μια αρκούδα.» Τότε γελάσαμε πολύ. Ύστερα μας χτύπησε ο λύκος την πόρτα, γιατί πεινούσε. Του πετάξαμε κρέας μαγειρεμένο στην κατσαρόλα. Αυτός το άρπαξε και γύρισε στο δάσος. (Δήμητρα)

28.                                        

Κάθε μέρα μπαίνω στο σπίτι της Κοκκινοσκουφίτσας από το παράθυρο όταν λείπουν όλοι και ψάχνω τα ντουλάπια. Βρίσκω πατάτες, αγγούρια, ντομάτες, ψωμί του τοστ και φτιάχνω σάντουιτς και σαλάτες. Τα τρώω και γυρίζω στο δάσος να κοιμηθώ. Μια μέρα που έλειπαν στο σούπερ μάρκετ, έφτιαχνα μπισκότα. Τους άκουσα που γύρισαν και πήδησα αμέσως από το παράθυρο. Μου είχε χυθεί αλεύρι και άφησα το σπίτι λερωμένο, δεν πρόλαβα να το καθαρίσω. Έτσι κατάλαβαν ότι κάποιος μπαίνει μέσα κι έβαλαν στο σπίτι κάμερα. Από τότε δεν μπορώ να πηγαίνω. Τώρα πια πάω και τρώω στο σπίτι της γιαγιάς. Αν με ανακαλύψουν, ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας που είναι κυνηγός, θα έρθει στο δάσος να με σκοτώσει. (Τζόνυ)

29.   Πηγαίνω στο Γυμνάσιο. Η στολή του σχολείου μου έχει κόκκινο φόρεμα και κόκκινο καπέλο. Έτσι η γιαγιά μου με φωνάζει Κοκκινοσκουφίτσα. Έχω βρει μια ροζ πεταλούδα και την έχω κάνει κατοικίδιο. Την παίρνω μαζί μου στο μάθημα. Της δίνω φαγητό και νεράκι. Τρώει όλα τα λουλούδια, ακόμη και τα δηλητηριώδη. Στο σπίτι έχουμε κι άλλα ζωάκια που τα φροντίζει ο μπαμπάς μου, κοτοπουλάκια, πάπιες, αλογάκια και μοσχαράκια. Ο μπαμπάς μου είναι και κυνηγός. Σκοτώνει τους λύκους κι επειδή δεν μου αρέσει να τους βλέπω σκοτωμένους, τους ρίχνει σ’ ένα μπουντρούμι. (Κωνσταντίνα)

30.                                    

Ο μπαμπάς της Κοκκινοσκουφίτσας μου χάλασε το σπίτι μ’ ένα σφυρί. Θύμωσε γιατί είχα πάει στο μαντρί του και του πήρα το φαγητό. Επειδή φοβόμουν να μην με σκοτώσει, πήρα το καράβι και πήγα στο νησί. Όμως αυτός ακολούθησε τα χνάρια μου και έφτασε στο νησί με το επόμενο πλοίο. Εδώ κάνουν διακοπές η Κοκκινοσκουφίτσα με τη γιαγιά της. Πήγε να τις ρωτήσει αν είναι καλά και τους είπε να μην φοβούνται, γιατί θα με σκοτώσει (Μάνος)

31.   |Περνάω από το δάσος και πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν φοβάμαι, γιατί στο δάσος δεν υπάρχουν άγρια ζώα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν περνάει από το δάσος, γιατί όλοι νομίζουν ότι έχει λύκους. Μόνον εγώ έχω πάει εκεί και ξέρω την αλήθεια. Όποτε με βλέπουν να μπαίνω στο δάσος, μου λένε ότι θα με δαγκώσουν οι λύκοι. Συνέχεια τους απαντάω ότι δεν υπάρχουν λύκοι, μα αυτοί το ξεχνάνε. Τι έχουν μέσα στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι; Πιστεύω όταν περάσει καιρός να καταλάβουν. (Κατερίνα)

32.                                                    

Εγώ μαζί με άλλους τέσσερις λύκους ανοίγουμε δρόμους,  για να περάσει η Κοκκινοσκουφίτσα από το δάσος και να πάει στη γιαγιά της. Αλλά δεν έχουμε προλάβει να φτιάξουμε το δρόμο μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. Εκεί μπροστά είναι χαλασμένος, έχει κοπεί. Εγώ μέχρι να φτάσει η Κοκκινοσκουφίτσα,  κλειδώνω τη γιαγιά στη ντουλάπα, για να πέσω στο κρεβάτι της. Όταν η Κοκκινοσκουφίτσα με βρίσκει, με έχει πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι της γιαγιάς. Μου παίρνει το κλειδί, ανοίγει τη ντουλάπα και  ελευθερώνει τη γιαγιά. Την περνάει με δυσκολία από τον κομμένο δρόμο μ’ ένα καρότσι και φτάνουν στο σπίτι της. Εγώ θα μείνω για πάντα εδώ. Έρχονται και οι άλλοι λύκοι που φτιάχνουμε μαζί τους δρόμους, για να ξεκουράζονται κι αυτοί. (Γιάννης 1)

33.   Εγώ με τους γονείς μου μένουμε στο σπίτι μας στο δάσος. Έχουμε πισίνα και μια λιμνούλα με πάπιες και κύκνους. Δεν φοβόμουν να βγαίνω μόνη μου στο δάσος, γιατί δεν ήξερα ότι υπάρχει λύκος. Οι γονείς μου δεν μου το είχαν πει, για να μην τρομάξω. Αυτοί δεν ήξεραν ότι πήγαινα μόνη μου έξω στο δάσος. Πήγαινα κρυφά όταν ήταν μεσημέρι κι οι γονείς μου κοιμούνταν. Μια μέρα με πλησίασε ένα μικρό λυκάκι. Γίναμε αμέσως φίλοι. Το πήρα να μείνει στο σπίτι κοντά μου. Τότε οι γονείς μου κατάλαβαν ότι έβγαινα μόνη μου. Μου είπαν από δω και πέρα να βγαίνω μόνο μαζί με το λυκάκι. Το ζωάκι θα βγαίνει και μόνο του, για να πηγαίνει στο μπαμπά του. Δεν θέλει να του μιλήσει για την Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί φοβάται να μην της κάνει κακό. Όμως μια φορά ξεχνιέται και του το λέει. Ο λύκος προσκαλεί στο δάσος την Κοκκινοσκουφίτσα με τους γονείς της. Όποτε δεν βρίσκει φαγητό, πηγαίνει εκείνος και τρώει στο σπίτι της.  (Ελευθερία)

34.                                                                         

Πηγαίνω στην πλατεία να παίξω με τα παιδιά. Βαρέθηκα να είμαι μόνος μου. Φοράω καπέλο για να μην με ενοχλεί ο ήλιος. Με το καπέλο δεν φαίνομαι καθόλου τρομαχτικός. Φωνάζω τα παιδιά γύρω μου και τους διαβάζω το παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια». Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είμαι καλός, γιατί χαμογελάω. Τα παιδιά με αγκαλιάζουν. Η Κοκκινοσκουφίτσα έρχεται στην πλατεία κι έτσι έχουμε γνωριστεί. Το βράδυ κοιμόμαστε παρέα στο σπίτι της. Όταν τα παιδιά είναι στο σχολείο, πηγαίνω σ’ ένα στάβλο και παίζω με τα προβατάκια. (Γιώργος)

35.  Αυτό το βράδυ είμαστε βόλτα με τις φίλες μου απ’ το σχολείο. Μας έχει πάει ο μπαμπάς μου σ’ ένα άλλο χωριό με το αυτοκίνητο. Λύκοι δεν υπάρχουν πουθενά, γιατί ο μπαμπάς μου είναι κυνηγός και τους έχει σκοτώσει όλους. Όταν γυρίζουμε τ’ άλλα κορίτσια στα σπίτια τους, εγώ με το μπαμπά συνεχίζουμε τη βόλτα μας. Πηγαίνουμε να δούμε τα βαρελότα που πέφτουν στο Δημαρχείο. Αμέσως μετά αρχίζει μια συναυλία κι εκεί ακούω το αγαπημένο μου τραγούδι. (Ευαγγελία)

36.  Βρίσκομαι στο δρόμο και οδηγώ τα αυτοκίνητα που περνάνε. Βοηθάω τους οδηγούς να μην χαθούν. Κι έτσι όλοι με συμπαθούν. Από εδώ περνάνε η Κοκκινοσκουφίτσα με το αυτοκίνητο που οδηγεί η γιαγιά της, κάθε Παρασκευή που κλείνουν τα σχολεία. Επειδή το σχολείο της Κοκκινοσκουφίτσας είναι δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς, η Κοκκινοσκουφίτσα μένει μαζί της. Τα Σαββατοκύριακα όμως τα περνάνε με τους γονείς της. Όταν δεν βρίσκω φαγητό, πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς. Μου μαγειρεύει χοιρινό με πατάτες ή παστίτσιο, επειδή είμαστε φίλοι. Έχω κι άλλους φίλους. Έτσι δεν κινδυνεύω να μείνω ποτέ νηστικός. (Γιάννης 2)

Μαμά:   Τι κατάλαβες απ’ όλα αυτά; Ο λύκος είναι καλός ή κακός;

Παιδάκι:    Θα το σκεφτώ και θα σου πω όταν μεγαλώσω.

Τ Ε Λ Ο Σ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7

Ήταν η Γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου. Εκπαιδευτικό πρόγραμμα

Εισαγωγή Α΄ και Β΄ μέρους:  Ελένη Α. Ηλία

Η παρούσα δημοσίευσή μας αναφέρεται στη διδασκαλία στο κλασικό τμήμα του νηπιαγωγείου μας κατά τη σχ. χρονιά 2011-2012, δύο συνεχόμενων αποσπασμάτων από το έργο του Ηλία Βενέζη, Αιολική Γη. Στα αποσπάσματα  αυτά μέσα από τις αφηγηματικές τεχνικές της αναδρομής και του εγκιβωτισμού περιγράφεται η μορφή της Γοργόνας και παρατίθεται ο σχετικός θρύλος για τον αδερφό της το Μέγα Αλέξανδρο και για το αθάνατο νερό. Μετά από την ανάγνωση του συγκεκριμένου μέρους από το έργο του Βενέζη στην ολομέλεια, τα νήπια κλήθηκαν να δημιουργήσουν σχετικά αφηγηματικά κείμενα, στους άξονες της δημιουργικής μίμησης, της τροποποίησης ή της ανατροπής του λογοτεχνικού προτύπου, καθώς και να τα εικονογραφήσουν. Ακολουθεί η παρουσίαση κάθε αποσπάσματος από την Αιολική Γη και στη συνέχεια παρατίθενται τα αναφερόμενα σε αυτό κείμενα των νηπίων καθώς και η εικονογράφησή τους από τους συμμαθητές τους. Εδώ κάθε κείμενο συνοδεύεται ενδεικτικά από μία μόνο σχετική ζωγραφιά. Επιδιώκουμε βέβαια  σε κάθε περίπτωση η ζωγραφιά που επιλέγουμε να ανήκει όχι στο νήπιο που αφηγήθηκε το κείμενο αλλά σε κάποιον συμμαθητή – ακροατή. Έτσι αποδεικνύεται το ενδιαφέρον και η προσήλωση με τα οποία τα νήπια παρακολούθησαν τις αφηγήσεις των συμμαθητών τους και κατ’ επέκταση η μεταξύ τους ουσιαστική επικοινωνία και  αλληλεπίδραση, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ο τίτλος της παρούσας δημοσίευσης προέρχεται από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης». Το απόσπασμα στο οποίο περιλαμβάνεται η συγκεκριμένη φράση είναι το ακόλουθο: Ανέβαινε, κατέβαινε, βούλιαζε μέσα του η Κρήτη. Δεν ήταν νησί, ήταν ένα θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα, ήταν η Γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξαντρου, που θρηνούσε και καταχτυπούσε την ουρά της και φουρτούνιαζε το πέλαγο. (σ. 93) Επιλέξαμε την παραπάνω φράση, επειδή είναι ευρύτερα γνωστή, ειδικότερα όπως μελοποιήθηκε από το Μάνο Χατζιδάκη. Η φράση αυτή συνιστά τον τίτλο και της ανοιχτής θεατρικής παράστασης που πραγματοποιείται κατά τη λήξη του σχολικού έτους, όπου τα νήπια, υποδυόμενα Γοργόνες, ναυτικούς και το Μεγαλέξανδρο, αποδίδουν τα ίδια τα κείμενά τους. Για τη μουσική επένδυση της παράστασης χρησιμοποιήθηκε ασφαλώς το αντίστοιχο τραγούδι του Χατζιδάκη.

Μέρος Α΄:  απόσπασμα από την Αιολική Γη «Ήταν μια φοβερή ώρα του Αιγαίου…τραβηχτήκαν κατά τα δυτικά» ( εκδ. Εστία, 2009, σσ. 119 – 121)

Περίληψη: Στο κείμενο ένα από τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας που συνομιλούν με θέμα τα φαντάσματα, αναφέρεται στην εμφάνιση της Γοργόνας,  θρυλικού πλάσματος της νεοελληνικής παράδοσης, διαδεδομένου και σε άλλους πολιτισμούς, που περιγράφεται με γυναικείο πρόσωπο και σώμα, το οποίο καταλήγει σε ουρά ψαριού. Το πλάσμα αυτό  συνδυάστηκε στην αντίληψη του ήρωα με την εμπειρία μιας φοβερής καταιγίδας και τρικυμίας, που βίωσε όταν ήταν δεκάχρονο αγόρ, οπότε έκανε το πρώτο του θαλασσινό ταξίδι μαζί με τον πατέρα του. Όταν ακούστηκε η φωνή του πατέρα του, καπετάνιου του σκάφους, να  διαβεβαιώνει ότι ζει ο Μεγαλέξανδρος, η Γοργόνα βυθίστηκε στη θάλασσα, που γαλήνεψε ενώ ταυτόχρονα καθάρισε και ο ουρανός.

Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές φράσεις από το σχετικό σημείο του έργου του Βενέζη:

«…Η βροχή έγινε χαλάζι που έδερνε με βία τα ξύλα και τα κορμιά. Τα σύννεφα χαμηλώσαν, τίποτα δεν ξεχώριζες σε λίγα μέτρα τόπο. Μοναχά η φοβερή βουή που ερχόταν πίσω απ’ το πούσι έλεγε πως πίσω κει ήταν το πέλαγο… Το ξύλο τινάχτηκε ψηλά στο κύμα, στην κορφή του, έκαμε να χιμήξει κάτω στο χάος που σπάραζε, όταν άξαφνα κάτι σα χλαπαταγή ακούστηκε μες στη βουή της φουρτούνας. Κ’ ύστερα η φωνή του καπετάνιου που ούρλιαζε, μιλώντας στο κύμα:

Ζει; Ζει ο μεγάλος βασιλέας! Ζει ο Μεγαλέξαντρος!

… Το αγοράκι… θυμάται τότε πως είδε πλάι στη μάσκα του καϊκιού, μες στη θολούρα του νερού, μια ψαροουρά σα δελφινιού. Ύστερα είδε ολάκερο το ψάρι. Απ’ τη μέση κι απάνου σα να ’ χε κορμί γυναίκας…»

Σημείωση: Στα παιδικά κείμενα που ακολουθούν αναφορικά με το παραπάνω απόσπασμα, είναι εμφανής στη μορφή της Γοργόνας η επίδραση της Μικρής Γοργόνας του Άντερσεν και ακόμη περισσότερο της φιγούρας της Άριελ από τα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϋ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μετά το 1837, οπότε κυκλοφόρησε το έργο του μεγάλου Δανού συγγραφέα και μέχρι σήμερα, δεν έχουν πάψει να γράφονται λογοτεχνικά βιβλία με θέμα τη Γοργόνα ενώ   στις μέρες μας υπάρχουν και σχετικά παιχνίδια, κούκλες κ.λπ., που καθιστούν τη φιγούρα της γοργόνας ιδιαίτερα οικεία στον παιδικό πληθυσμό.

Ως προς τη στάση της Γοργόνας απέναντι στους ανθρώπους, για τα νήπια είναι κυρίως θετική. Σε πολλές από τις αφηγήσεις τους εκείνη εμφανίζεται στα καράβια που ταξιδεύουν, μόνο και μόνο επιδιώκοντας την επαφή με τους ανθρώπους. Ενδιαφέρεται να αντιγράψει τις ανθρώπινες συμπεριφορές και να υιοθετήσει στοιχεία του ανθρώπινου τρόπου ζωής.

Τέλος, μια μερίδα παιδικών αφηγήσεων επικεντρώνεται απλώς σε θαλασσινά ταξίδια και περιπέτειες, από τα οποία η μορφή της Γοργόνας απουσιάζει εντελώς.

Ας απολαύσουμε λοιπόν τα κείμενα των μαθητών μας και την εικονογράφησή τους  (Η ζωγραφιά προηγείται του αντίστοιχου κειμένου).

1. Μέσα στο λιμάνι βρίσκεται ένα μεγάλο καράβι, που γύρισε από ταξίδι. Με αυτό ταξίδεψε μια οικογένεια με το παιδάκι της στη θάλασσα όπου υπάρχουν πολλές Γοργόνες, επειδή ήθελαν το παιδάκι να δει μια Γοργόνα. Τελικά είδε δύο. Η μια είχε ξανθά μακριά μαλλιά και η άλλη ήταν καστανή. Οι ουρές τους ήταν πράσινες. Οι Γοργόνες ήταν πολύ χαρούμενες που τις είδαν οι άνθρωποι. Ζουν στη θάλασσα αλλά μερικές φορές το κύμα τις βγάζει στη στεριά. Όταν δεν έχει κόσμο περπατάνε στην παραλία με τα χέρια. Δεν βγαίνουν όμως αν υπάρχουν παιδάκια που σκάβουν στην άμμο, γιατί μπορεί να ρίξουν την άμμο πάνω τους και να τις λερώσουν. Τις νύχτες κοιμούνται πολύ αργά, σε πλοία που έχουν βουλιάξει (Ε. Α.)

2. Ένα καράβι γεμάτο κόσμο ταξιδεύει για το νησί. Οι επιβάτες του πηγαίνουν για καλοκαιρινές διακοπές. Ο καπετάνιος του είναι νέος, ψηλός και ντυμένος με άσπρη στολή. Όταν φτάνουν στο νησί, ο κόσμος κατεβαίνει και το καράβι φεύγει αμέσως για να φέρει στο νησί κι άλλο κόσμο. Όμως φυσά πολύ δυνατά και σηκώνονται κύματα. Τότε εμφανίζεται μια γοργόνα και η θάλασσα ηρεμεί. Πρώτα φαίνεται η ουρά της και ύστερα το κεφάλι της. Έχει μαύρα μακριά μαλλιά κι είναι πολύ όμορφη. Λέει στον καπετάνιο  να φύγει αμέσως το πλοίο, για να μην τον προλάβουν οι καρχαρίες. Η γοργόνα παρακολουθεί όσους ταξιδεύουν και φροντίζει όλους τους καλούς να μην πάθουν κανένα κακό. (Ε. Π.)

3. Ο ουρανός γέμισε σύννεφα κι άρχισε να βρέχει. Μετά έκανε καταιγίδα και στη θάλασσα σηκώθηκαν κύματα. Ένα παιδάκι τα έβλεπε από το παράθυρό του και φοβόταν. Στο σπίτι ήταν μόνο του. Ο μπαμπάς του ήταν καπετάνιος σ’ ένα μικρό καράβι και ταξίδευε. Η μαμά του έλειπε στη δουλειά της. Όταν ο μπαμπάς γύρισε, τους είπε ότι την ώρα της φουρτούνας είδε μια πράσινη ουρά ψαριού. Από το χρώμα της νομίζει πως ήταν Γοργόνα. Η ουρά χάθηκε στο κύμα πριν προλάβουν να δουν το πρόσωπο και το σώμα της. Το κύμα δεν την άφησε να πάει πιο κοντά τους και να τους μιλήσει. Το παιδάκι από τότε φοβόταν τη θάλασσα και έκανε πια μπάνιο μόνο σε πισίνα. (Γ. Π.)

4. Ένα καράβι μωβ, ροζ, κίτρινο και άλλα χρώματα ταξιδεύει για το μεγάλο νησί. Με αυτό το καράβι ταξιδεύουν ένα μικρό παιδάκι και ο μπαμπάς του, που πηγαίνουν στο νησί να δουν τη γιαγιά. Κοντά στο νησί αρχίζει φουρτούνα. Το παιδάκι φοβάται και μπαίνει μέσα στην καμπίνα του. Διαβάζει ένα βιβλίο. Τότε ο μπαμπάς το φωνάζει, για να δει μια γοργόνα, που έχει εμφανιστεί στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η ουρά της εντυπωσιάζει το παιδάκι. Οι ναύτες βοηθάνε τη γοργόνα να ανέβει στο καράβι και τότε τα κύματα σταματάνε αμέσως. Έτσι όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό που ήθελε η γοργόνα ήταν να ανέβει στο καράβι. Όταν το καράβι φτάνει στο νησί, η γοργόνα βγάζει την ουρά της και κατεβαίνει στη στεριά. Θέλει να μείνει με τους ανθρώπους, για να τους γνωρίσει. Εκεί θα καταλάβει ότι μπορεί να ζήσει για πάντα στη στεριά. (Ε. Ν.)

5. Ένα αγοράκι με το μπαμπά του κάνουν διακοπές σ’ ένα νησί. Κολυμπάνε στη θάλασσα δυο φορές τη μέρα και κάνουν κουπί μαζί. Μια μέρα το παιδάκι κουράστηκε να κωπηλατεί και σταμάτησαν για λίγο να ξεκουραστεί. Ο μπαμπάς άρχισε να ψαρεύει. Έπιασε ένα ψάρι, που τέτοιο δεν είχαν δει άλλη φορά. Ήταν μεγάλο, ίσα με το μπαμπά, είχε κεφάλι γυναικείο και καστανά, μακριά μαλλιά. Ήταν μια γοργόνα, που τους είπε «γεια σας, πώς σας λένε;» Στην αρχή οι άνθρωποι τρόμαξαν λίγο, μετά όμως συστήθηκαν. Πήραν τη γοργόνα μαζί τους. Από εκείνη την ημέρα πήγαιναν παρέα να κολυμπήσουν. Όταν οι διακοπές τους τελειώνουν, η γοργόνα γυρίζει στη θάλασσα. Θα συναντηθούν πάλι του χρόνου, που θα πάνε ξανά στο νησί για διακοπές. (Χ. Τ.)

6. Ένα πολύ μεγάλο καράβι, που έχει μέσα αυτοκίνητα και μηχανάκια, ταξιδεύει. Όσο πιο βαθιά πηγαίνει τόσο σηκώνονται ψηλότερα κύματα. Το βράδυ στο καράβι γίνεται πυρκαγιά. Όμως αρχίζει βροχή και σηκώνονται ακόμη πιο τεράστια κύματα, που σβήνουν τη φωτιά. Αλλά το καράβι έχει μείνει χωρίς φώτα κι ένα άλλο καράβι έρχεται ανάποδα και συγκρούονται. Οι πιο πολλοί άνθρωποι σώζονται εκτός από δύο, που πήγαν μαζί με τα καράβια στο βυθό και τους έφαγαν οι καρχαρίες. (Γ. Κ.)

7. Ένα μεγάλο καράβι πηγαίνει στο νησί τον κόσμο που θέλει να περάσει τις διακοπές του εκεί. Η θάλασσα είναι ήρεμη, ο ουρανός καθαρός και το ταξίδι όμορφο. Όταν το καράβι φτάνει στο νησί, αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο, που όλοι τους σκέφτονται ότι δεν θέλουν να φύγουν ποτέ πια από κει. Το καράβι ρίχνει άγκυρα στ’ ανοιχτά. Όμως κάποιος γίγαντας της θάλασσας το καταστρέφει όπως περνάει για να βγει στην παραλία, που θα συναντήσει το φίλο του, το γίγαντα της στεριάς. Έτσι οι άνθρωποι που έφτασαν στο νησί με το καράβι, μένουν εκεί για πάντα. (Κ. Β.)

8. Η θάλασσα έχει κύματα και είναι γεμάτη καράβια, που γυρίζουν τον κόσμο στα σπίτια του από τις καλοκαιρινές διακοπές. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν βλέπουν να βγαίνει από το νερό μια Γοργόνα. Της φωνάζουν να γυρίσει πίσω στο σπίτι της, για να σταματήσουν τα κύματα. Εκείνη όμως δεν φεύγει. Θέλει να πάρει μαζί της κι ένα παιδάκι. Ένα αγόρι πηγαίνει κοντά της. Στο σπίτι της Γοργόνας είναι πολύ ωραία. Έτσι το αγόρι θα γίνει Γοργόνος και θα μείνει εκεί για πάντα. (Π. Κ.)

9. Μια άσπρη βαρκούλα με έντεκα επιβάτες φτάνει σ’ ένα νησάκι. Εκεί υπάρχει ένα βουνό, που στην κορφή του καίει μια φωτιά. Την έχει ανάψει για να ζεσταθεί ο μοναδικός του κάτοικος που ανέβηκε εκεί, για να θαυμάσει από κοντά την πέτρινη κορφή. Ο άνθρωπος ευχόταν η πέτρα να γίνει άνθρωπος, για να ‘χει ένα φίλο, να μην είναι πια μόνος. Τότε βλέπει τη βάρκα που έχει έρθει στο νησί. Ένας από τους επιβάτες της γίνεται φίλος του κι έτσι έχει πια συντροφιά. Φεύγουν μαζί από το νησί με τη βάρκα, επιστρέφουν όμως συχνά, για να βλέπουν την αγαπημένη τους πέτρα. (Β. Τ.)

10. Η Γοργόνα έχει βγει στο νησί. Έβγαλε την ουρά της και περπατάει κανονικά. Έχει πάει στη γιαγιά της που ζει εκεί. Κάποτε η Γοργόνα ήταν κοριτσάκι. Βρήκε σ’ ένα συρτάρι μια ζώνη, που ήταν κόκκινη και της άρεσε. Την φόρεσε, πάτησε την εγγράφα της ζώνης και μεταμορφώθηκε σε Γοργόνα. Όμως τότε δεν το κατάλαβε. Φώναξε τη γιαγιά της για να της δείξει τη ζώνη κι εκείνη της είπε μόνο «ωραία ζώνη». Μόλις όμως το κοριτσάκι μπήκε στη θάλασσα για να κολυμπήσει, είδε πως είχε γίνει Γοργόνα. Ταξίδεψε μακριά, έφτασε στο βυθό κι είδε ένα βυθισμένο καράβι, που είχε σπάσει στα βράχια. Όταν γύρισε στο σπίτι, η γιαγιά της τη ρώτησε «Πού ήσουνα; Πείνασες καθόλου;» Κάποια φορά μπήκαν μαζί στη θάλασσα για μπάνιο και τότε κατάλαβε η καθεμιά πως και η άλλη ήταν Γοργόνα. Τη ζώνη αυτή την είχε φορέσει παλιότερα και η γιαγιά χωρίς να ξέρει τίποτα το κοριτσάκι. Στο πρώτο ταξίδι που έκαναν μαζί, πήγαν στο ναυάγιο. (Χ. Φ.)

11. Ένα καράβι ταξιδεύει με φουρτούνα. Πέφτει δυνατή βροχή και σηκώνονται μεγάλα κύματα. Απ’ την ταραγμένη θάλασσα βγαίνει μια γοργόνα με μαύρο μαλλί, λαμπερά μάτια και χρωματιστή ουρά, πορτοκαλί, πράσινη, κίτρινη, ροζ και μαύρη. Θέλει να κάνει βουτιά στο κύμα, δεν το φοβάται. Διαλέγει το μπλε χρώμα που παίρνει η θάλασσα στην τρικυμία και όχι το γαλανό που έχει στη γαλήνη. Έτσι βγαίνει και κάνει βουτιές μόνον όταν έχει τρικυμία. Μόλις η θάλασσα ηρέμησε και πήρε χρώμα γαλανό, η Γοργόνα δεν ξαναβγήκε και το καράβι συνέχισε το ταξίδι του. (Ζ. Α.)

12. Ο μπαμπάς με το παιδάκι του ταξιδεύουν με τη βάρκα τους για το νησί που βρίσκεται το εξοχικό τους σπίτι. Όταν φτάνουν, τραβάνε τη βάρκα στην αμμουδιά και ο μπαμπάς μπαίνει στην καμπίνα για να ξεκουραστεί από το ταξίδι. Τότε το παιδάκι βλέπει μια γοργόνα που κολυμπάει προς την παραλία πολύ γρήγορα, κουνώντας την ουρά της. Όταν φτάνει στη στεριά, βγάζει την ουρά της και κάθεται στη βάρκα. Το παιδάκι στέκεται και την κοιτάζει. Η γοργόνα το ρωτάει για το νησί.Ο μπαμπάς  προτείνει στη γοργόνα να τη φιλοξενήσει στην καμπίνα του ενώ εκείνος με το παιδάκι ανεβαίνουν στο σπίτι τους. Η γοργόνα που βαρέθηκε το βυθό, θα καλέσει κοντά της τις άλλες γοργόνες, για να παίξουν μαζί με τους ανθρώπους τα καλοκαιρινά παιχνίδια. (Ε. Κ.)

13. Μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα ταξιδεύουν δυο αδερφάκια και ο μπαμπάς τους με το καράβι τους. Ξαφνικά σηκώνονται κύματα σαν γιγάντια βουνά. Τότε τα δυο παιδάκια βλέπουν στο πλάι του καραβιού μια καφέ ουρά ψαριού. Το κοριτσάκι λέει «μήπως είναι κάποιο σπάνιο ψάρι;» Ύστερα το καράβι πέφτει πάνω σ’ αυτήν την ουρά. Ο μπαμπάς τους εξηγεί πως είναι μια γοργόνα. Έχει μακριά μαύρα μαλλιά και στην ουρά της μικρές κίτρινες βουλίτσες. Τα μάτια της είναι μπλε. Η γοργόνα πριν ξαναβουτήξει στη θάλασσα, προλαβαίνει να δει τον καπετάνιο και να τον ερωτευτεί. Θέλει να γίνει άνθρωπος, για να μείνει κοντά του. Βρίσκει ένα σπάνιο κοράλλι, το τρίβει και φτιάχνει με αυτό ένα μαγικό φίλτρο. Το πίνει και μεταμορφώνεται σε κανονική γυναίκα. Βγαίνει στην παραλία, ψάχνει σ’ όλα τα σπίτια και βρίσκει τον καπετάνιο της στο τελευταίο. Εκείνος την αναγνωρίζει αμέσως από μια λεπτομέρεια, έχει παπούτσια με κίτρινες βουλίτσες. Γίνεται γυναίκα του καπετάνιου, γιατί τη μαμά των παιδιών την είχε αρπάξει ένα γιγάντιο ψάρι κάποτε που είχε πάει να κολυμπήσει. (Α. Τ.)

14. Ένα παιδάκι με το μπαμπά του ταξιδεύουν με το καραβάκι τους. Η μαμά δεν πήγε μαζί τους, γιατί περίμεναν φουρτούνα και φοβόταν τα κύματα. Όταν αρχίζει η τρικυμία ο μπαμπάς δένει το παιδί πάνω του μ’ ένα μεγάλο σχοινί, για να μην  το πάρει το κύμα. Έχουν μια τεράστια, βαριά άγκυρα και τη ρίχνουν στο βυθό, για να μην κινδυνέψουν. Όταν η φουρτούνα σταματάει κι έχει μικρά κυματάκια, εμφανίζεται μπροστά τους ένα περιστέρι. Τους λέει να το ακολουθήσουν, για να φτάσουν στο νησί, όπου θα κολυμπήσουν. Το περιστέρι τούς δίνει την κάρτα του, για να το καλέσουν όποτε το χρειαστούν να τους οδηγήσει ξανά στον προορισμό τους. (Γ. Μ.)

15. Ο μπαμπάς με το αγοράκι του πηγαίνουν στη θάλασσα να ψαρέψουν με καλάμι. Όμως σηκώνονται μεγάλα κύματα, σπάνε το καλάμι τους κι έτσι αναγκάζονται να πάρουν βάρκα με δίχτυα για να ψαρεύουν. Μια μέρα ανοίγονται στη θάλασσα, ρίχνουν τα δίχτυα και πιάνουν ένα πολύ μεγάλο ψάρι. Την επόμενη φορά παίρνουν στο ψάρεμα και τη μαμά και πιάνουν πάρα πολλά ψάρια. Κάποτε πιάνουν μια θαλάσσια χελώνα και την αφήνουν ελεύθερη. Όμως μια φορά που έχουν ανοιχτεί πολύ, σηκώνονται μεγάλα κύματα και τους παίρνουν τα δίχτυα. Τότε σταματάνε να ψαρεύουν και με τα χρήματα που έχουν μαζέψει, ανοίγουν ένα μαγαζί. Στη θάλασσα πηγαίνουν πια μόνον όταν είναι ήρεμη, για να κολυμπήσουν. (Τ. Ζ.)

16. Στη θάλασσα πιάνει φουρτούνα. Ένας άνθρωπος που ταξιδεύει με τη βάρκα του βλέπει μια Γοργόνα να βγαίνει απ’ το κύμα. Είναι αγριεμένη, γιατί νομίζει ότι αυτός ο άνθρωπος την απειλεί, ότι θέλει το κακό της. Έτσι η Γοργόνα φωνάζει «βοήθεια». Τότε εμφανίζονται καρχαρίες, που ρίχνουν τον άνθρωπο στη θάλασσα. (Θ. Μ.)

17. Δυο καράβια ταξιδεύουν στη θάλασσα. Ο καιρός είναι άσχημος και το ένα καράβι  χτυπά στα βράχια και βουλιάζει. Οι επιβάτες ανεβαίνουν στο άλλο καράβι εκτός από έναν που δεν προλαβαίνουν να τον σώσουν. Στο καράβι που βούλιαξε πηγαίνουν πολλοί καρχαρίες, για να βρουν φαγητό. Όποτε περνά κάποια βάρκα από εκεί, την χτυπάνε οι καρχαρίες και βουλιάζει. (Χ. Π.)

18. Μια μέρα που ο καιρός ήταν πολύ καλός, ήρθαν πολλά βαρκάκια στο νησί. Βρέθηκε εκεί μια Γοργόνα του βυθού με μπλε ουρά και τα βαρκάκια έφταναν για να την δουν. Τα μαλλιά της ήταν πολύ μακριά, καστανά και τα μάτια της γαλάζια. Της άρεσαν πολύ τα βαρκάκια κι έτσι το πρόσωπό της φαινόταν πολύ χαρούμενο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε ανθρώπους και είχε πολύ καλές εντυπώσεις από αυτούς. Αφού η Γοργόνα έμεινε κάμποσο στα ρηχά μαζί τους, γύρισε πίσω στο βυθό της θαλάσσιας λίμνης που ζούσε με τις φίλες της. Διηγήθηκε στις άλλες Γοργόνες όσα είδε και είπε ότι θέλει πολύ να ξαναβρεθεί με τους ανθρώπους. Όμως εκείνες τής ζήτησαν ποτέ άλλη φορά να μην φύγει από κοντά τους. Φοβούνται τους ανθρώπους, επειδή ποτέ μέχρι τότε δεν τους έχουν γνωρίσει. (Α. Β.)

19. Μια μανούλα που ταξίδευε με καράβι μαζί με την οικογένειά της, τραυματίστηκε στο πόδι όταν σηκώθηκε δυνατό κύμα στο ταξίδι. Η θάλασσα είχε θυμώσει, επειδή τα καράβια περνούσαν πάνω της. Δεν της αρέσει να την πατάνε. Όπου την πατούσαν τα καράβια, το νερό ήταν κακό. Το υπόλοιπο νερό ήταν καλό, επειδή σ’ αυτό κολυμπούσε μια Γοργόνα. Η Γοργόνα είναι η φίλη της θάλασσας κι έτσι όταν τής λέει να σταματήσει το κύμα, για να μην βουλιάζουν τα καράβια, εκείνη την ακούει. Τώρα που η Γοργόνα ζητάει από τη θάλασσα να γαληνέψει, για να φτάσει το καράβι γρήγορα στο λιμάνι και να πάει η μανούλα στο γιατρό, το κύμα πέφτει αμέσως. (Μ. Φ.)

20. Μια βάρκα πηγαίνει ένα κοριτσάκι με τους γονείς του στο εξοχικό τους σπίτι. Το κοριτσάκι, όπως η βάρκα τους ταξιδεύει στα βαθιά, ακούει έναν παράξενο ήχο. Τον έχει ακούσει κι άλλες φορές παλιότερα. Τη βάρκα την σπρώχνει ένα μικρό κυματάκι κι έτσι φτάνει γρήγορα στον προορισμό της. Κάνουν διακοπές για πέντε μέρες και ύστερα παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Εκεί στα βάθη της θάλασσας τους περιμένουν Γοργόνες, για να δώσουν στο κοριτσάκι ένα χάρτη. Τον έχει φτιάξει η βασίλισσα-Γοργόνα, που άκουσε μέσα της τη φωνή του κοριτσιού. Ο χάρτης δείχνει το δρόμο που φτάνει σ’ έναν πύργο, θαμμένο κάτω από την άμμο, στην παραλία ενός άγνωστου νησιού. Τώρα το κοριτσάκι ξέρει από πού έρχεται ο παράξενος ήχος. Όταν φτάσει στο νησί, θ’ ακολουθήσει κάτι χνάρια και θ’ αρχίσει να σκάβει, για να βρει τον πύργο. (Κ. Μ.)

21. Μια καφέ βαρκούλα αρμενίζει στην ήρεμη θάλασσα. Μέσα είναι ένας μπαμπάς με το παιδί του, που πηγαίνουν σ’ ένα νησί με όμορφες αμμουδιές, για να κολυμπήσουν. Ο μπαμπάς βλέπει ένα πτερύγιο και καταλαβαίνει ότι τους κυνηγάει καρχαρίας. Αυτό έχει γίνει κι άλλες φορές κι έτσι ο μπαμπάς έχει μαζί του ένα σχοινί για να  αντιμετωπίζει τους καρχαρίες. Όταν πετάει το σχοινί στον καρχαρία, εκείνος φεύγει μακριά. Κοντά στην παραλία το παιδάκι δείχνει στο μπαμπά του μια Γοργόνα που κολυμπά. Την πλησιάζουν και τη ρωτάνε πώς ήρθε από τα βαθιά. Εκείνη είπε πως ήρθε πάνω στη ράχη του καρχαρία, επειδή ήθελε να δει τους ανθρώπους. Της αρέσουν τα ρούχα και ζητάει από το μπαμπά να της δώσει κάτι να φορέσει. Εκείνος  της αγοράζει ένα ροζ μπλουζοφόρεμα. Η Γοργόνα θα το φορέσει και θα γυρίσει στο σπίτι της, για να τη δει η φίλη της, που είναι κι αυτή Γοργόνα. Θα το φοράνε πότε η μια και πότε η άλλη και θα κολυμπάνε μ’ αυτό. (Δ. Π.)

22. Στην ήρεμη θάλασσα ταξιδεύουν τέσσερα καράβια. Σ’ ένα από αυτά βρίσκεται ένας επιβάτης με άσπρα ρούχα, που έχει ταξιδέψει στους πιο μακρινούς ωκεανούς, έχει περάσει όλη τη θάλασσα και τώρα γυρίζει πίσω στην πόλη του, για να ξαναβρεί τους φίλους του. Πηγαίνει στο παλιό του σπίτι και βγαίνει στα μαγαζιά της θάλασσας, για να αγοράσει κανένα ρούχο. Το φοράει και συναντά όλους τους φίλους του, εκτός από έναν που έχει φύγει απ’ την πόλη. Όλοι μαζί πηγαίνουν να φάνε και να πιουν ό,τι θέλουν, για να γιορτάσουν τη συνάντησή τους. Ο άνθρωπος που ήρθε από τους ωκεανούς μπαίνει να κολυμπήσει. Εκεί κάτι νιώθει, νομίζει ότι τον ακουμπά ένα ψάρι. Όταν όμως αυτό υψώνεται, βλέπει πως δεν είναι απλό ψάρι αλλά μια Γοργόνα με ροζ ουρά, που τα μαλλιά της είναι μπλε, όπως το θαλασσινό νερό και τα μάτια της πράσινα. Το βλέμμα της είναι χαρούμενο, γιατί γνωρίζει αυτόν τον άντρα. Τον είχε συναντήσει στα ταξίδια του στους ωκεανούς κι είχε φτάσει ως εκεί, ακολουθώντας το καράβι του. Ο άντρας την πήρε στα χέρια του, την έβγαλε από το νερό και μόλις την ακούμπησε στη στεριά η Γοργόνα έγινε κανονικός άνθρωπος. Οι φίλοι του τότε τον άφησαν κι έφυγαν. Θύμωσαν μαζί του, γιατί ο κανόνας έλεγε ότι οι Γοργόνες απαγορεύεται να βγαίνουν από το θαλασσινό νερό, γιατί η ουρά τους δεν θα ξαναγίνει ποτέ. Όταν το βράδυ ο άντρας κοιμήθηκε, η Γοργόνα εξαφανίστηκε. Το πρωί όμως ξαναγύρισε, για να ζήσει για πάντα κοντά του. (Λ. Δ.)

Μέρος Β΄ : απόσπασμα «Ήρθε το βράδυ…πως όχι, ο Μεγαλέξαντρος δεν πέθανε» (Ό.π., σσ. 121-122).

Σύμφωνα με το θρύλο της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε ανάμεσα από τα δυο βουνά που ανοιγοκλείνουν αδιάκοπα με τόσο μεγάλη ταχύτητα που ούτε ένας σταυραετός δεν προλαβαίνει να περάσει. Έπειτα σκότωσε τον ακοίμητο δράκο με τα εκατό μάτια που φυλούσε την πηγή με το αθάνατο νερό, για να μην το αποκτήσουν οι άνθρωποι. Έτσι κατάφερε μόνος αυτός από τους θνητούς να πάρει το αθάνατο νερό. Όταν γύρισε σπίτι του όμως, η αδερφή του η Γοργόνα έχυσε το νερό πάνω σε μια άγρια κρεμμυδιά. Ο Μέγας Αλέξανδρος εξαιτίας αυτού του γεγονότος την εκδίωξε. Έτσι κατά το θρύλο έγινε γοργόνα είτε νεράιδα και ζούσε μέσα στη φύση, στη θάλασσα ή στα ποτάμια αντίστοιχα. Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση που περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα της Αιολικής Γης, ο ήρωας του Βενέζη αποδίδει ελεύθερα το θρύλο, δίνοντας έμφαση στην οργή του Μεγαλέξαντρου απέναντι στην αδερφή του και στις δικές της τύψεις για το κακό που άθελά της προξένησε στον αδερφό της.

Περίληψη:  Ο καπετάνιος Λύρας,  με ερέθισμα την εμφάνιση της Γοργόνας στην τρικυμία, απευθυνόμενος στο μικρό γιο του, αναφέρει ότι η Γοργόνα, ανυποψίαστη ήπιε το αθάνατο νερό που έφερε ο αδερφός της από τις εκστρατείες του, στερώντας του άθελά της τη δυνατότητα να παραμείνει αθάνατος. Την ιδιότητα της αθανασίας την απέκτησε εκείνη, που παραμένει από τότε στη θάλασσα, όπου την έριξε ο Μέγας Αλέξανδρος, εξοργισμένος για το ανεπανόρθωτο λάθος της. Καθώς οι τύψεις δεν την αφήνουν να ησυχάσει, εμφανίζεται στους ναυτικούς, προκειμένου να πληροφορηθεί τις συνέπειες της πράξης της. Όταν εκείνοι την διαβεβαιώνουν πως ο αδερφός της ζει, για να κατευνάσουν την ταραχή της, η Γοργόνα ηρεμεί προσωρινά και τότε συνεχίζουν ανενόχλητοι το ταξίδι τους. Αντίθετα όταν της απαντούν την αλήθεια, υποφέρει τόσο, που βουλιάζει το πλοίο και πνίγει το πλήρωμά του.

Ακολουθεί ένα μικρό μέρος του αποσπάσματος:

«-Να το θυμάσαι αυτό που είδες γιε, μουρμούρισε ο καπετάνιος…Πάλι, σε λίγο, σα φόβος που ήρθε άξαφνα κ’ έπρεπε να φύγει: Πρόφταξες να το δεις; Είπε. Μπας και δεν πρόφταξες;

-Τι ήταν πατέρα; Ήταν σα ψάρι με μαλλιά…

-Ήταν το στοιχειό της θάλασσάς μας. Ήταν η κυρα-Γοργόνα, είπε ο καπετάνιος…

-Να το θυμάσαι, είπε, και να τ’ αγαπάς. Αυτό γλιτώνει τους γεμιτζήδες, αν είναι γραφτό τους να τους φανερωθεί…

η Γοργόνα ζει μες στο πέλαγο. Τα μάτια της είναι στρογγυλά, έχει φίδια στα μαλλιά της, τα χέρια της είναι χάλκινα και στις πλάτες έχει χρυσά φτερούγια. Απ’ τη μέση και κάτω είναι ψάρι κι όλα τ’ άλλα ψάρια του πελάγου την έχουν για βασίλισσά τους…»

Σημείωση: Στα κείμενα των μαθητών που παρατίθενται στη συνέχεια, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η στάση τους απέναντι στην έννοια της αθανασίας. Αν και ο Μεγαλέξανδρος εμφανίζεται στο απόσπασμα που διδάχθηκαν να διεκδικεί και να αποκτά το αθάνατο νερό αποκλειστικά για τον εαυτό του, η προσέγγιση της μεγάλης πλειοψηφίας των νηπίων απέχει κατά πολύ από τη δική του στάση. Συγκεκριμένα, όταν επικεντρώνονται στον ίδιο το Μεγαλέξαντρο, αισθάνονται την ανάγκη να ερμηνεύσουν την απόφασή του να χρησιμοποιήσει μόνον ο ίδιος το αθάνατο νερό, ως αποτέλεσμα της διαπίστωσής του πως η Γοργόνα δολίως επιδιώκει να τον βλάψει.  Άλλοτε ωστόσο τον εμφανίζουν να το μοιράζεται μαζί της ή να το προσφέρει όλο σε κείνην.

Όταν τα νήπια παρουσιάζουν τη Γοργόνα ως αποκλειστική κάτοχο του αθάνατου νερού, συχνά επιλέγουν η ίδια να το μοιράζει σε όλους τους ανθρώπους που την συναντούν στα ταξίδια τους, οπότε η αθανασία γίνεται κοινή κατάσταση όλων των έως τότε θνητών. Συνήθως όμως στις παιδικές αφηγήσεις, οι άνθρωποι που μαζικά ή μεμονωμένα πίνουν το αθάνατο νερό, δεν έχουν επίγνωση γιατί πρόκειται, το πίνουν επειδή απλώς η Γοργόνα τους παγιδεύει. Αν έχουν τη δυνατότητα οι ίδιοι να αποφασίσουν, επιλέγουν να μην το πιουν, θεωρώντας το θάνατο πιο φυσιολογικό από μια ζωή χωρίς τέλος. Όσοι ζουν αθάνατοι, αισθάνονται δυστυχισμένοι εκτός αν έχουν κάποιον πολύ ιδιαίτερο λόγο να ζήσουν παντοτινά.

Ας παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό αναλυτικά τα παιδικά κείμενα:

1. Το αθάνατο νερό το βρίσκει ένας καπετάνιος να πλέει σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι. Το παίρνει στο καράβι του, δοκιμάζει κι επειδή είναι γλυκό, καταλαβαίνει πως είναι το αθάνατο νερό. Το πηγαίνει στο λιμάνι για να δώσει στο φίλο του, που είναι κι αυτός καπετάνιος. ΄Υστερα το κλείνουν σ’ ένα ντουλάπι, για να πιουν κι οι υπόλοιποι φίλοι τους όταν φτάσουν εκεί. Πριν από εφτακόσια χρόνια ένας άνθρωπος είχε ανακαλύψει τη λίμνη που έχει το αθάνατο νερό. Είχε γεμίσει το μπουκάλι και το έριξε στη θάλασσα, για να πιουν κι άλλοι άνθρωποι που βρίσκονταν μακριά και να γίνουν κι εκείνοι αθάνατοι. (Γ. Π.)

2. Το αθάνατο νερό ήταν θαμμένο στο βυθό της θάλασσας. Το βρήκε ένας νέος ψαράς κατά τύχη και ήπιε όλο το μπουκάλι χωρίς να ξέρει τι είναι κι έτσι έγινε αθάνατος. Κι άλλοι ψαράδες είχαν δει το μπουκάλι αλλά επειδή δεν διψούσαν, δεν το είχαν πιει. Ο ψαράς που το ήπιε, δεν το ξέρει ακόμη. Θα το καταλάβει, επειδή δεν θα πεθάνει. Ζει μόνος του, γιατί από τότε που ήπιε το αθάνατο νερό, δεν αγαπάει τις γυναίκες κι ούτε οι Γοργόνες τον θέλουν γι’ άντρα τους. Όταν αυτός ο άντρας θα γίνει πολύ γέρος και δεν θα μπορεί να πεθάνει, θα μετανιώσει που έχει πιει το αθάνατο νερό αλλά δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα.         (Χ. Τ.)

3. Το αθάνατο νερό  το πουλάει ένα μανάβικο. Οι άνθρωποι που το αγοράζουν, δεν ξέρουν ακόμη αν είναι στ’ αλήθεια αθάνατο, όμως το αγοράζει πολύς κόσμος, γιατί δεν είναι ακριβό. Ο μανάβης το παίρνει από τη Γοργόνα. Εκείνη του δίνει, επειδή της λέει ψέματα ότι ο αδερφός της ζει. Έτσι η Γοργόνα αφήνει όλα τα καράβια και περνάνε ελεύθερα. Μια φορά ένας ναυτικός λέει στη Γοργόνα την αλήθεια για το Μεγαλέξανδρο κι εκείνη ρίχνει το μανάβη στη θάλασσα. (Κ. Β.)

4. Το αθάνατο νερό ήταν κλεισμένο σ’ ένα μπαούλο στο βυθό της θάλασσας. Εκεί το βρήκε τυχαία ο Μεγαλέξανδρος και πήρε ένα μικρό μπουκάλι. Το έχουν βρει όμως και οι Γοργόνες και γι’ αυτό είναι αθάνατες. Όταν περνάνε καράβια, οι Γοργόνες βγαίνουν στην επιφάνεια και δίνουν το αθάνατο νερό στους ανθρώπους, χωρίς να τους λένε τι είναι. Εκείνοι νομίζουν ότι είναι απλό νερό και το πίνουν για να ξεδιψάσουν. Όταν οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι έχουν γίνει αθάνατοι, φτιάχνουν ένα ποτό με χρυσόσκονη που παίρνουν από την άμμο και το δίνουν με τη σειρά τους στις Γοργόνες που συναντούν, για να τις κάνουν κοπέλες κι έτσι να τους ξεπληρώσουν το καλό που τους έχουν κάνει αυτές. Έτσι οι Γοργόνες μπορούν να ζουν πια μαζί τους. Υπάρχουν όμως πάντα Γοργόνες, γιατί κάποιες δεν θέλουν να γίνουν κοπέλες. (Ε. Κ.)

5. Το αθάνατο νερό το έκλεισε η Γοργόνα σ’ ένα μπουκάλι και το άφησε στη θάλασσα, για να το βρει ο αδερφός της, να το πιει και να γίνει αθάνατος. Ο Μεγαλέξανδρος το βρίσκει και το πίνει. Έτσι, όταν η Γοργόνα θα ρωτάει τους ναυτικούς αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, εκείνοι θα της λένε την αλήθεια ότι «ζει και βασιλεύει». Τότε η Γοργόνα θα χαίρεται και θα αφήνει τα καράβια να περνάνε. (Ε. Ν.)

6. Το αθάνατο νερό το έδωσε στη Γοργόνα ο βασιλιάς της θάλασσας κι αυτή το έκρυψε σ’ ένα νησί, για να το βρει ο αδερφός της. Όμως ο Μεγαλέξανδρος δεν το πίνει, γιατί δεν ξέρει πως η Γοργόνα το έχει στείλει για κείνον. Έτσι μετά από καιρό το βρίσκει και το πίνει η άλλη αδερφή τους, που είναι κι αυτή Γοργόνα και γίνεται αθάνατη. Όταν  οι δυο Γοργόνες μαθαίνουν από τους ναυτικούς τι έχει γίνει, δεν  βουλιάζουν τα καράβια ούτε πνίγουν τους ναύτες αλλά βρίσκουν μια μαγική σκόνη σ’ ένα μαργαριτάρι και εύχονται να ζωντανέψουν όλοι οι νεκροί. Έτσι θα ζωντανέψει κι ο αδερφός τους. (Κ. Μ.)

7. Φυσούσε πολύ δυνατός άνεμος και σήκωνε τεράστια κύματα. Στη θάλασσα ταξίδευε ένα πλοίο. Οι ναύτες του είδαν ένα μπουκάλι να επιπλέει. Ξαφνικά ένα πιο τεράστιο κύμα άνοιξε το μπουκάλι και έσπασε το καράβι τους. Το νερό που ήταν στο μπουκάλι χύθηκε στη θάλασσα κι έτσι ήπιαν από αυτό οι ναύτες που το καράβι τους βυθίστηκε. Πέρασε μια βάρκα, τους μάζεψε και τους πήγε όλους στο νοσοκομείο. Όσο ήταν εκεί, η Γοργόνα έβγαλε την ουρά της και πήγε να τους δει. Είχε βρει το ανοιγμένο μπουκάλι και κατάλαβε πως έγιναν αθάνατοι. Τους το είπε κι εκείνοι λυπήθηκαν πολύ. Ήθελαν να είχαν μείνει κανονικοί άνθρωποι, μα η Γοργόνα δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Στο καράβι τους που είχε βουλιάξει, χτύπησε ένα άλλο καράβι κι όλο το πετρέλαιο χύθηκε στη θάλασσα. Τότε η Γοργόνα έφυγε από εκεί και πήγε να ζήσει σε άλλη θάλασσα. (Γ. Κ.)

8. Ένας μπαμπάς πήγε στην παραλία, για να δει αν είχε καλό ή κακό καιρό, ώστε να φύγει με την οικογένειά του διακοπές. Τότε είδε στα ρηχά μια ουρά σαν δελφινιού. Αμέσως πετάχτηκε και το σώμα. Ήταν γυναικείο, λεπτό, με ξανθά μαλλιά. Στα χέρια κρατούσε ένα γυάλινο μπουκάλι, που είχε μέσα ένα υγρό σκούρο μπλε. Ο μπαμπάς κατάλαβε αμέσως πως ήταν το αθάνατο νερό, γιατί ένας επιστήμονας του είχε πει τι χρώμα έχει. Η Γοργόνα του μίλησε πρώτη και του είπε να μην ανοίξει το καπάκι κι ύστερα του έδωσε το μπουκάλι να το φυλάξει, επειδή στο βυθό ζούσε ένα κακό ψάρι που ήθελε να χυθεί το αθάνατο νερό στη θάλασσα, για να γίνει τρικυμία. Τα κύματα τότε θα παράσερναν τα ψάρια μακριά κι η Γοργόνα θα απέμενε μόνη της. Ο άνθρωπος πήγε σπίτι του το μπουκάλι με το νερό και είπε στη γυναίκα και τα τρία παιδιά του να μην το πειράξουν. Κάποτε ένας ψαράς ψάρεψε αυτό το κακό ψάρι και  το πούλησε. Τότε η Γοργόνα πήρε πίσω το αθάνατο νερό και  χάρισε στο μπαμπά που της το φύλαξε ένα ωρολόι φτιαγμένο από κοχύλια. Ο μπαμπάς και η οικογένειά του δεν ήπιαν από το αθάνατο νερό, γιατί δεν ήθελαν να γίνουν αθάνατοι. (Α. Τ.)

9. Μια οικογένεια με ένα παιδάκι ψαρεύουν με τη βάρκα τους. Ο μπαμπάς έριξε  τα δίχτυα και έπιασε έναν ξιφία. Τότε εμφανίστηκε η Γοργόνα. Γνώριζε το μπαμπά που ψάρευε εκεί συχνά. Της είχε πει μια φορά πως η γυναίκα του είναι άρρωστη. Η Γοργόνα τους έδωσε ένα φάρμακο που έφτιαξε για αυτήν. Η μαμά το ήπιε και μέχρι να ξημερώσει είχε γίνει καλά. Όμως επειδή στο φάρμακο η Γοργόνα έριξε αθάνατο νερό, η μαμά έχει γίνει αθάνατη. Ο μπαμπάς με το παιδάκι, όποτε αρρωσταίνουν, πίνουν φάρμακα που τους δίνει ο γιατρός και όχι η Γοργόνα. Έτσι αυτοί κάποτε θα πεθάνουν. (Ε. Π.)

10. Ο Μέγας Αλέξανδρος κολυμπάει. Πηγαίνει να πάρει το αθάνατο νερό, γιατί ήρθε η ώρα να το πιει. Το έχει φυλαγμένο σ’ ένα μπαούλο στο βυθό πάρα πολλά χρόνια. Εκείνος μόνο έχει το χάρτη που δείχνει το δρόμο για το αθάνατο νερό και το κλειδί για το μπαούλο. Έτσι θα πιει και θα γίνει αθάνατος. Η αδερφή του που έχει για μαλλιά μεγάλα φίδια δηλητηριώδη ζει στο δικό της σπίτι σε μια μακρινή θάλασσα. Έχει δύο καρχαρίες για κατοικίδια. Ο Μεγαλέξανδρος έχει δύο κροκόδειλους.  Κάποτε πηγαίνει στο σπίτι της Γοργόνας για να τη δει. Εκείνη έχει αρρωστήσει. Θέλει να της δώσει  να πιει αθάνατο νερό, για να γίνει καλά αλλά δεν έχει πάρει μαζί του το χάρτη που δείχνει το δρόμο. Θα στείλει ένα πουλάκι να του τον φέρει για να πάρει ένα μπουκάλι για την αδερφή του. Θα δώσουν και στους κροκόδειλους και στους καρχαρίες και όλοι θα γίνουν αθάνατοι. (Γ. Μ.)

11. Ο Μεγαλέξανδρος έχει κλειδωμένο το αθάνατο νερό σ’ ένα κλουβί στο βυθό. Έχει δώσει κλειδί και στην αδερφή του τη Γοργόνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήπιε μια φορά, για να γίνει αθάνατος και ύστερα γύρισε στο σπίτι του. Η Γοργόνα όμως αφού δοκίμασε το αθάνατο νερό, αποφάσισε να μείνει για πάντα στη θάλασσα, επειδή της αρέσει πολύ η γεύση του και να πίνει κάθε μέρα. Το αθάνατο νερό έχει χρώμα μωβ και είναι σαν το χυμό του σταφυλιού. Η Γοργόνα πίνει κάθε φορά από λίγο, για να αργήσει να τελειώσει. (Ε. Α.)

12. Ο Μέγας Αλέξανδρος έχει κρύψει το αθάνατο νερό στο βυθό της θάλασσας για να μην το βρει η αδερφή του η Γοργόνα. Εκείνη τον ρώτησε πού είναι το μπουκάλι και της απάντησε ψέματα ότι το έχει κρύψει στη λίμνη. Όμως η Γοργόνα τον έχει δει. Θα πάρει ένα φακό και θα πάει στη θάλασσα να το βρει. Θα το πάρει και στη θέση του θα βάλει ένα άλλο μπουκάλι, που το έχει γεμίσει με νερό από τη λίμνη. Έτσι θα ξεγελάσει το Μεγαλέξανδρο, που νομίζει ότι θα πιει το αθάνατο νερό και θα γίνει αθάνατος. Η Γοργόνα το έκανε αυτό, γιατί δεν αγαπάει τον αδερφό της, επειδή κάποτε την είχε χτυπήσει. Ο Μέγας Αλέξανδρος σκεφτόταν ότι αν χυνόταν μια λάβα, δεν θα μπορούσε να τη σβήσει και επειδή νευρίασε, χτύπησε την αδερφή του. (Μ. Φ.)

13. Στη θάλασσα έχει τρικυμία, γιατί την ανακατεύει η Γοργόνα. Θέλει να ρίξει τους ναυτικούς στη θάλασσα, που έχει χύσει το αθάνατο νερό, για να το πιουν και να γίνουν αθάνατοι. Ούτε οι ναυτικοί αλλά ούτε ο Μεγαλέξανδρος θα ήθελαν να γίνουν αθάνατοι, επειδή τους αρέσει να πάνε κοντά στο Χριστούλη. Η Γοργόνα όμως δεν ήθελε να πεθάνουν. Αλλά είχε σκοτώσει τη γυναίκα του Μεγαλέξανδρου, επειδή την  ζήλευε  που φορούσε ωραία τακούνια ενώ η Γοργόνα έχει ουρά κι έτσι δεν μπορεί να φορά τακούνια. (Ζ. Α.)

14. Ο Μεγαλέξανδρος έφερε το αθάνατο νερό από τη λίμνη που είναι από την άλλη μεριά της θάλασσας. Όταν έφτασε στο σπίτι του, που είναι μέσα στη θάλασσα, μπήκε από την πίσω πόρτα, για να μην το δει η Γοργόνα. Το έκρυψε στο δωμάτιό του. Μετά βγήκε για παιχνίδι. Κάποια άλλη στιγμή, που η Γοργόνα ήταν μακριά, ο Μεγαλέξανδρος έκρυψε το  αθάνατο νερό κάπου αλλού κι έφτιαξε ένα χάρτη, για να μπορεί να το βρίσκει. Η Γοργόνα μια φορά βρήκε αυτό το χάρτη που είχε πέσει του Μγαλέξανδρου χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Ακολούθησε την πορεία που έδειχνε ο χάρτης κι έφτασε στο αθάνατο νερό. Επειδή νευρίασε με το Μεγαλέξανδρο, που της το είχε κρύψει, ήπιε όλο το νερό και δεν θα μετανιώσει που δεν άφησε καθόλου για το Μεγαλέξανδρο κι έτσι εκείνος θα πεθάνει. (Τ. Ζ.)

15. Η Γοργόνα βρήκε στη θάλασσα το αθάνατο νερό. Ήταν μέσα σε μια βάρκα, σ’ ένα μπουκάλι. Ο άνθρωπος που είχε τη βάρκα, ήταν μέσα αλλά είχε γίνει σκελετός. Το νερό το βρήκε η Γοργόνα, το ήπιε κι έγινε αθάνατη. Άφησε μόνο λίγο για το Μεγαλέξανδρο. Αυτός είδε το μπουκάλι που το είχε φέρει στο σπίτι η Γοργόνα και επειδή μάζευε καπάκια, έβγαλε το καπάκι και το κράτησε. Θα σκόρπιζε τα καπάκια στο πέρασμά του, για να έβρισκε η Γοργόνα τα ίχνη του αν θα χανόταν. Όταν η Γοργόνα γύρισε στο σπίτι, βρήκε το αθάνατο νερό χυμένο. Στο μέρος όπου χύθηκε το αθάνατο νερό, άνοιξε μια τεράστια τρύπα που έφτασε μέχρι τη θάλασσα. Ένα ψάρι που βρέθηκε εκεί, μεταμορφώθηκε σε τέρας από το αθάνατο νερό και πήγε να φάει τη Γοργόνα. Αλλά το τέρας δεν τα κατάφερε, γιατί εκείνη είχε πιει αθάνατο νερό και ήταν αθάνατη. (Χ. Π.)

16. Ο Μεγαλέξανδρος ταξίδευε με το μπαμπά του με πλοίο στους μακρινούς δρόμους της θάλασσας, για να βρουν το αθάνατο νερό. Η Γοργόνα ταξίδευε με την ουρά της στο νερό. Επειδή οι δυο τους ανησυχούσαν για τη Γοργόνα, γυρνούσαν γρήγορα πίσω στην Ελλάδα. Κάθε πρωί ο Μεγαλέξανδρος με το μπαμπά του ταξίδευαν, το βράδυ όμως η Γοργόνα δεν τους επέτρεπε να ταξιδεύουν, γιατί ήταν ώρα ύπνου και έπρεπε να κοιμούνται. Μια μέρα όταν συναντήθηκαν οι τρεις τους, ο Μεγαλέξανδρος είχε βρει το μπουκάλι με το αθάνατο νερό. Αισθάνθηκαν όλοι τέλεια, επειδή ήπιαν και ξεδίψασαν, αφού ήταν πολύ κουρασμένοι και διψασμένοι. (Λ. Δ.)

17. Το αθάνατο νερό το βρήκε ο Μεγαλέξανδρος σε μια λιμνούλα, μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά. Πήρε το νερό, για να το πάει στη Γοργόνα, που του το είχε ζητήσει. Δεν μπορούσε να το πάρει μόνη της, αφού η σπηλιά αυτή ήταν έξω από τη θάλασσα. Ο Μεγαλέξανδρος δεν πίνει καθόλου από το νερό αυτό, αφού δεν θέλει να γίνει αθάνατος. Η Γοργόνα αποφάσισε να γίνει αθάνατη όταν μπήκε για πρώτη φορά μέσα στη θάλασσα. Της άρεσε τόσο, που πήγε σ’ ένα μαγικό φύκι και απόκτησε ουρά ψαριού. Ο Μεγαλέξανδρος της δίνει το νερό, η Γοργόνα το πίνει κι έτσι ζει για πάντα μέσα στη θάλασσα. (Α. Β.)

18. Η Γοργόνα παίρνει το νερό απ’ τα χέρια του Μεγαλέξανδρου. Εκείνος της το δίνει, για να γίνει αθάνατη. Ήθελαν να είναι και οι δύο αθάνατοι, για να μην χωριστούν ποτέ. Από τότε που ήταν μικροί, ζούσαν οι δυο τους, αφού οι γονείς τους είχαν πνιγεί όταν ταξίδευαν με το καράβι. Τα παιδιά τούς θυμούνται από μια φωτογραφία. (Δ. Π.)

19. Ο Μεγαλέξανδρος κατεβαίνει απ’ το βουνό, για να πάρει το καράβι και να πάει στη γιαγιά του. Η Γοργόνα πηγαίνει εκεί κολυμπώντας. Η Γοργόνα της δίνει το αθάνατο νερό αλλά η γιαγιά δεν το πίνει, γιατί δεν είναι διψασμένη. Έτσι πηγαίνει στον ουρανό. Η Γοργόνα κι ο Μεγαλέξανδρος θα πιουν όλο το αθάνατο νερό κι έτσι δεν θα ξαναδούν τη γιαγιά τους ποτέ. Θα ζήσουν για πάντα ο καθένας στο βασίλειό του. (Χ. Φ.)

ΤΕΛΟΣ

Ο ρόλος των ιστολογίων στην προσέγγιση σχολείου και κοινωνίας, μέσα από την ανάδειξη των επιτευγμάτων στις σχολικές τάξεις. Ένα παράδειγμα (Εισήγηση σε συνέδριο) και Παράρτημα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7
Κύλιση προς τα επάνω