Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Τα κινέζικα πορτρέτα, περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Σημειωματάριο της Γ. Λ. Σ., του 2009, με θέμα Αν ήμουν… :
Η Πεντάμορφη και το Τέρας έχουν μόλις τελειώσει το δείπνο τους. Εκείνος πριν αποσυρθεί, την ρωτά, όπως κάθε βράδυ, αν θέλει να γίνει γυναίκα του. Η Πεντάμορφη έχει αρχίσει να συνηθίζει την ασχήμια του. Άλλωστε είναι εξαιρετικά ευγενικός και φιλότιμος. Προκειμένου λοιπόν να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά της απέναντί του και ταυτόχρονα να διαπιστώσει τα δικά του για την ίδια, του ζητά να παίξουν τα “κινέζικα πορτρέτα”.
– Πέστε μου, Τέρας, αν ήμουν κτήριο, τι θα ήμουν;
– θα ήσαστε σχολείο, που οι νεράιδες θα έφερναν τα μικρά τους.
– Και τώρα η σειρά σας, είπε η Πεντάμορφη στο Τέρας βαθιά ικανοποιημένη από την πρώτη απάντησή του.
– Αν ήμουν τοπίο, καλή μου Πεντάμορφη, πώς πιστεύετε ότι θα ήμουν;
– Θα ήσαστε νησί με απόκρημνα βράχια και γαλαζοπράσινα νερά. Ανάμεσα στα κοράλλια του βυθού του θα κολυμπούσαν ψάρια με τα χρώματα της ίριδας.
Έπειτα το λόγο πήρε και πάλι η Πεντάμορφη. Ρώτησε το Τέρας πώς θα ήταν, αν ήταν ουρανός. Αυτός της απάντησε ότι θα ήταν ηλιόλουστος. Πού και πού η απεραντοσύνη του γαλανού θα διακοπτόταν από μικρά μπαμπακένια σύννεφα, που θα ταξίδευαν τα νεανικά όνειρα. Ανάμεσά τους θα πετούσαν λευκοί γλάροι-χορευτές.
Στην επόμενη ερώτηση του Τέρατος, εάν ήταν δέντρο, ποιο θα ήταν, η Πεντάμορφη απάντησε δρυς, περιτριγυρισμένος από δεκάδες ανθρώπους, οι οποίοι τραγουδώντας και χορεύοντας, θα χαίρονταν τη σκιά του.
Το παιχνίδι τους συνεχίστηκε έως το πρωί. Η Πεντάμορφη ένιωθε πλέον ελεύθερη και δυνατή και το Τέρας γοητευτικό και συναρπαστικό. Η μεταμόρφωσή τους είχε συντελεστεί.
– Δέχομαι με μεγάλη χαρά και συγκίνηση την πρότασή σας Τέρας, είπε στο τέλος η κοπέλα. Εκείνο της υποσχέθηκε πως δεν θα μετανιώσει ποτέ γι’ αυτήν της την απόφαση. Κι έλαμψαν και οι δυο από ευτυχία.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο, με τίτλο “Ανοιχτή Επιστολή”, περιλαμβάνεται στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (Γ. Λ. Σ.) του 2006, με θέμα Και είχα τόσα να σου πω…, εκδ. Αστήρ:
Θα ‘θελα τόσα να σου πω, αναγνώστη… Κι αν όμως επικοινωνήσουμε με τη σιωπή, ίσως το σφύριγμα του ανέμου, όπως ακούγεται σ’ ένα πέτρινο φάρο σκαρφαλωμένο σε κάποιο βράχο απόκρημνο που για αιώνες τον δέρνουν αγριεμένα κύματα, να ψιθυρίσει τα μυστικά μας. Ίσως στην εικόνα των γλάρων που αιωρούνται με τις φτερούγες τους διάπλατα ανοιγμένες, να καθρεφτίζονται οι ψυχές μας. Ίσως ακόμη στη μεθυστική ευωδιά των εφήμερων μοσχομπίζελων με τους ανεξάντλητους χρωματικούς συνδυασμούς, ν’ ανακαλύψουμε τον παράδεισό μας. Ίσως κολυμπώντας στο ρυθμό της θάλασσας, ν’ απλώσουμε τα όριά μας όπου εκτείνεται το γαλαζοπράσινο σώμα της. Ίσως τέλος να κατακτήσουμε το χρόνο, ακολουθώντας με τη σκέψη μας στο μοναχικό ταξίδι του το φλογισμένο ήλιο του δειλινού, που μαγνητίζει τα βλέμματά μας. Έτσι, σιωπώντας, θα γνωρίσουμε πιο ξεκάθαρα τον εαυτό μας και θα νιώσουμε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον…
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Η βροχή και τ’ αδιάβροχα περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2005, με θέμα Αν αύριο δε βρέξει… εκδ. Αστήρ:
Αν αύριο δεν βρέξει, τ’ αδιάβροχα θ΄ απομείνουν στα σκοτεινά, διπλωμένα μέσα σε τσάντες και ντουλάπες. Μόνο με τη βροχή βγαίνουν στο φως, επιτελούν τον προορισμό τους, αγκαλιάζουν τ’ ανθρώπινα σώματα, για να τα προστατέψουν.
Κι αύριο ωστόσο, κάπου θα βρέξει. Ίσως να βρέξει καταρρακτωδώς πάνω σε κάποια μυρωδάτα μαξιλάρια, για να διαλυθούν τα σύννεφα πριν απ’ το νυχτερινό ύπνο ή πάνω στις σελίδες βιβλίων που αφηγούνται πονεμένες ιστορίες ή και σε χώρους δουλειάς, ανάμεσα σε εκρηκτικές συνομιλίες και κουδουνίσματα τηλεφώνων… Μπορεί ακόμη να “ψιχαλίσει” κάπου στην εξοχή, σ’ έρημες παραλίες ή κορφούλες, καθώς τα τραγούδια μοναχικών περιπατητών, μεθυσμένων απ’ τη θαλάσσια αύρα ή από τ΄ αρώματα των φυτών, θα συνοδεύονται απ’ το φλοίσβο των κυμάτων ή το θρόισμα των φύλλων.
Μα όπου κι αν αύριο βρέξει, όπου κι αν χυθούν δάκρυα, αδιάβροχα σκούρα ή ανοιχτόχρωμα οι ανθρώπινες ψυχές θα ξεδιπλωθούν και θ’ ανασάνουν. Κι όταν πια θα έχουν γίνει μούσκεμα απ’ την καταιγίδα των δακρύων, θα χαλαρώσουν ανακουφισμένες κάτω από τις ηλιαχτίδες που ρίχνουν πάνω τους φωτεινά βλέμματα και ζεστά χαμόγελα.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Πού με πηγαίνει αυτός ο δρόμος; περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2010, με θέμα Ο δρόμος εκείνος… , εκδ. Κέδρος:
Το δρόμο εκείνο τον αντικρίζεις σε κάθε τόπο που βλέπει τη θάλασσα. Όποτε η σελήνη υψώνεται πάνω απ’ το πέλαγος, ανοίγεται μπροστά σου. Ποτέ δεν τον βρίσκεις στην ίδια θέση. Κι αφού γίνεται ορατός από διαφορετικό κάθε φορά σημείο, φαντάζει μαγικός.
Οι Γάλλοι τον αποκαλούν “το μονοπάτι του έρωτα”. Συχνά όμως μοιάζει με λεωφόρο, κάποτε και με πλατεία. Ποτέ δεν είναι ίδιος. Αλλάζει σε κάθε χαμόγελο της Σελήνης. Ξεκινά ακριβώς μπροστά από τα πόδια σου χωρίς ποτέ να σου επιτρέπει να τον πατήσεις. Και καθώς όσο τον πλησιάζεις τόσο απομακρύνεται, προξενώντας την αίσθηση του ανέφικτου, φαντάζει μαγικός.
Ωστόσο εγώ τον έχω διαβεί νοερά άπειρες φορές. Σε αυτήν την πορεία μου η πανδαισία των χρωμάτων και η μεθυστική ευωδιά των μοσχομπίζελων, οι στρατιές από πασχαλίτσες και οι μελωδίες των τζιτζικιών στις ακακίες του κήπου των παιδικών μου χρόνων ανασταίνονται ξανά στις αισθήσεις μου. Έτσι φτάνω έως το τέρμα του δρόμου. Εκεί είναι ένας κόσμος ιδανικός, όπου δεν υπάρχουν ανεκπλήρωτες επιθυμίες, βάσανα και εμπόδια. Όπου η ψυχή νιώθει ελεύθερη και τη σκέψη δεν την απασχολεί ο θάνατος.
Ο δρόμος εκείνος που λαμπυρίζει όταν το φως της σελήνης πέφτει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, μου προσφέρει την ελπίδα, την ασφάλεια, τη βεβαιότητα ότι αυτός ο ιδανικός κόσμος υπάρχει…
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Τα μαγικά κλειδιά που ξεκλειδώνουν τα πάντα περιλαμβάνεται στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2007, με θέμα Τα κλειδιά του κόσμου, εκδ. Αστήρ:
Κλειδιά σπιτιών, δωματίων, καταστημάτων, γραφείων, σχολείων… Κωδικοί κινητών τηλεφώνων, αυτόματων τηλεφωνητών, πιστωτικών καρτών, καρτών αναλήψεως χρημάτων… Με τα κλειδιά παντός τύπου δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Μου προκαλούν μάλλον άγχος παρά αίσθημα ασφάλειας. Με βαραίνουν παρά με διευκολύνουν.
Μοναδική εξαίρεση τα ποικίλα “μαγικά” κλειδιά, αυτά που γίνονται ορατά ή αόρατα κατά την επιθυμία μου, που έχουν την ιδιότητα μονάχα να ξεκλειδώνουν. Ενθύμια που ξεκλειδώνουν το παρελθόν. Φυσικά τοπία που ξεκλειδώνουν τη δημιουργικότητα. Ποιήματα και μελωδίες που ξεκλειδώνουν τα συναισθήματα. Βλέμματα που ξεκλειδώνουν τις καρδιές. Χαμόγελα που ξεκλειδώνουν τις αγκαλιές. Ανάσες που ξεκλειδώνουν τα μυστικά. Αγγίγματα που ξεκλειδώνουν τα όνειρα…
Ο δρόμος μου, τα συρτάρια και τα τετράδιά μου, οι τσέπες μου και οι χούφτες μου είναι γεμάτα με μαγικά κλειδιά, που φτάνει να επιλέγω να τα χρησιμοποιήσω, για να δραπετεύω από το άγχος μου για τα προβλήματα της καθημερινότητας, για να απελευθερώνομαι από τα δεσμά τής μοναξιάς και της συνήθειας, για να ανοίγω την πόρτα της ευτυχίας!
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2001, με θέμα Μικρά Χαμόγελα, εκδ. Αστήρ:
Για το χαμόγελο συνηθίζουμε να λέμε ότι “ανθίζει” στ’ ανθρώπινα χείλη και ότι “φωτίζει” το πρόσωπο, αποδίδοντας έτσι την αποτελεσματικότητά του ως μέσου έκφρασης, επαφής, επικοινωνίας. Η μνήμη μου ξεχειλίζει από χαμόγελα χαρούμενα ή θλιμμένα, νοσταλγικά ή αμήχανα, στιγμιαία ή διαρκή, συχνά ή σπάνια. Άπειρες φορές ευτύχησα να δω το δικό μου χαμόγελο να “καθρεφτίζεται” σε γνώριμα ή άγνωστα γύρω μου πρόσωπα κι άλλες τόσες ένιωσα ν’ απλώνεται στα δικά μου μάτια και χείλη το χαμόγελο του διπλανού μου. Όσο για τις ελάχιστες περιπτώσεις που το χαμόγελό μου έσβησε, γιατί δεν βρήκε ανταπόκριση, ή που άφησα να “μαραθεί” ένα χαμόγελο που μου απεύθυναν, θα προτιμούσα να τις ξεχάσω. Κι αν ξεχωρίζουν ανάμεσα στα χαμόγελα που έζησα, εκείνα που μου τα χαρίζουν κάποια λογοτεχνικά κείμενα, είναι επειδή τα συγκεκριμένα χαμόγελα έχουν την ιδιότητα της αθανασίας, τα βρίσκω όποτε τα αναζητήσω και μου είναι εντελώς αδύνατοί να τους αντισταθώ.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Το πρόσωπο της φωτογραφίας περιλαμβάνεται στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2011, με θέμα Μια παλιά φωτογραφία, εκδ. Κέδρος:
Ο χρόνος… Στιγμές που περνούν και χάνονται. Τίποτα δεν τις διασώζει καλύτερα από τις φωτογραφίες. Όταν οι απρόοπτες, δυσάρεστες εξελίξεις που σε αφθονία επιφυλάσσει η ζωή, ανατρέπουν τον προγραμματισμό και κλονίζουν την ισορροπία στο παρόν, οι παλιές φωτογραφίες αποτελούν το ιδανικότερο, το ασφαλέστερο καταφύγιο.
Εκείνη όμως η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι κάτι πολύ περισσότερο. Την αντίκρυσα σ’ ένα μουσείο που τη συγκεκριμένη περίοδο φιλοξενούσε λαογραφικά εκθέματα από την Όλυμπο της Καρπάθου. Απεικόνιζε ένα μόνο πρόσωπο, που το πλαισίωνε η μαντίλα της καθημερινής παραδοσιακής φορεσιάς, αφήνοντας να φαίνονται μπροστά τα μαλλιά. Στη νεανική επιδερμίδα ήταν εμφανής η έκθεση στον ήλιο και στην παγωνιά. Στο βλέμμα συνταιριάζονταν η αγνότητα με τη σοφία, η παιδικότητα με την ωριμότητα. Έτσι όπως η ψυχή , απλωνόταν στο βλέμμα, στο πρόσωπο αυτό χωρούσε ολόκληρος ο φυσικός και ο μεταφυσικός κόσμος.
Δεν ξέρω τίποτα άλλο για την ταυτότητα τού προσώπου της φωτογραφίας εκτός από τον τόπο όπου έζησε. Όμως, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, μου μεταγγίζει την αισιοδοξία και τη δύναμη της φυσικής ζωής, με λυτρώνει από τους φόβους και τις ανασφάλειες που προκαλεί η επίγνωση πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι φθαρτή και πεπερασμένη.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο, με τίτλο Αλλαγή προορισμού περιλαμβάνεται στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2008, με θέμα Το ταξίδι που δεν έγινε, εκδ. Αστήρ:
Εργάζομαι πυρετωδώς, καθώς θέλω οπωσδήποτε να απαλλαγώ από τις υποχρεώσεις μου μέχρι το Πάσχα, για ν’ απολαύσω ξένοιαστη το ταξίδι που έχω προγραμματίσει για τη δεύτερη εβδομάδα των δεκαπενθήπερων διακοπών μου. Τα έχω σχεδιάσει όλα με κάθε λεπτομέρεια. Θα ξεκινήσουμε την Τρίτη το πρωί και ασφαλώς θα εκμεταλλευτούμε και την ερχόμενη Δευτέρα, που γιορτάζεται η Πρωτομαγιά. Θα εξερευνήσουμε όλη την περιοχή απ’ άκρη σ’ άκρη: Στραβά, Μυλοκοπή, Στέρνα, Σκαλωσιά, Αϊ-Νικόλας, Μαλαγάρι…
Οι προσπάθειές μου να μην αφήσω εκκρεμότητες πριν ξεκινήσω, αποδεικνύονται μάταιες. Αν και γράφω ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα, δεν καταφέρνω να τελειώσω ούτε καν την εισήγηση που θα εκφωνήσω στις αρχές του Μάη. Ωστόσο δεν πρόκειται να θυσιάσω το ταξίδι μου. Είμαι αποφασισμένη να μην το αναβάλω ούτε για μια μέρα.
Την Τρίτη του Πάσχα το πρωί βλέπω τ’ αραιά αυτοκίνητα που προσπερνάμε και τους γλάρους που πετούν από πάνω μας στην Αττική οδό, καθισμένη δίπλα στον οδηγό του ασθενοφόρου, που μεταφέρει τη μητέρα μου από το νοσοκομείο που εισήχθη εκτάκτως το περασμένο βράδυ, σε κάποιο άλλο, για μια κρίσιμη εξέταση.
Η Λαμπροβδομάδα πλησιάζει στο τέλος της ενώ εγώ ατενίζω από το παράθυρο του δωματίου της κλινικής το βροχερό τοπίο, χωρίς καθόλου να σκέφτομαι το ματαιωμένο ταξίδι μου. Παραμένοντας διαρκώς κοντά στη μαμά μου, ολοκληρώνω πια την εισήγηση και νιώθω πανευτυχής για την εντυπωσιακά θετική εξέλιξη της περιπέτειας της υγείας της.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Σαν να μην έγινε ποτέ… περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2012, με θέμα Και ξαφνικά… όλα γύρισαν ανάποδα, εκδ. Λιβάνη:
Τι ατυχία! Να πάθω πνευμονία τώρα στις αρχές του Καλοκαιριού… Ονειρευόμουν τη στιγμή που θα άκλειναν τα σχολεία, για να εγκατασταθώ στο εξοχικό μου και να κολυμπώ καθημερινά και αντί γι’ αυτό μόλις που εξασφάλισα τη συγκατάθεση του γιατρού μου να μεταφερθώ εκεί, για ν’ ατενίζω τη θάλασσα από το παράθυρο. Ας είναι. Τουλάχιστον έχω το χρόνο να γράψω επιτέλους εκείνο το αφήγημα, που έχω εδώ και καιρό ολοκληρώσει στο μυαλό μου. Ξεκινάω μέρες τώρα μπροστά στο φορητό υπολογιστή μου. Εργάζομαι πυρετωδώς γιατί στο τέλος της ανάρρωσης στοχεύω να έχω ετοιμάσει και το κείμενο, ώστε απερίσπαστη πλέον να ασχοληθώ με όσα έχω αναγκαστικά στερηθεί: κολύμπι, ποδηλασία, εκδρομές, νυχτερινούς περιπάτους…
Τελειώνω και είμαι απόλυτα ικανοποιημένη από την τόσο θετική εξέλιξη. Κλείνω το τελευταίο κεφάλαιο όταν ξαφνικά ολόκληρο το κείμενο στην οθόνη μαυρίζει. Ένα πλαίσιο εμφανίζεται. Δύο οι επιλογές. Το “Ναι” και το “Όχι”. Πανικοβάλλομαι. Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Φυσικά! Δεν θέλω να χαθούν αυτά που έγραψα σήμερα. Δίνω την εντολή βιαστικά, για να προλάβω το κακό. Και τότε το αρχείο απομένει κενό.
Στην αρχή δεν θέλω να το πιστέψω. Δεν θέλω να καταλάβω. Έπειτα θυμάμαι να περιμένω μα αγωνία τον άντρα μου, που γυρίζει εδώ κι εκεί, επιδιώκοντας μάταια την ανάκτηση του χαμένου αρχείου. Ώσπου το παίρνω απόφαση. Έγραφα τόσες μέρες, μόνο και μόνο για να μένω μέσα, ώστε να αναρρώσω πλήρως. Κι όσο για το αφήγημα, κλονίστηκα τόσο, που φοβάμαι ότι θα περάσουν πολλά-πολλά χρόνια για να το ξαναγράψω…
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Μια επιθυμία εκπληρώνεται περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2004, με θέμα Ένα τραγούδι, μια ιστορία…, εκδ. Αστήρ:
Από την τηλεόραση ακουγόταν η γεμάτη πάθος και λυγμό μελωδία και μια μεστή, πηγαία, γυναικεία φωνή που τραγουδούσε τους εμπνευσμένους στίχους: “Παρελθόν μου σκοτεινό, μέλλον μου αμφίβολο, άγχος μου παντοτινό, στο παρόν το δύσκολο μην με κυνηγάτε,..”. Τότε με κυρίευαν διαδοχικά αντιφατικά συναισθήματα απόγνωσης και λύτρωσης. Κατακλυζόμουν από εικόνες, να κολυμπώ με δυσκολία, σε μια έρημη, τρικυμισμένη θάλασσα, ν’ ανεβαίνω μόνη, ασθμαίνοντας, μια ατέλειωτη, παλιά, μαρμαρένια στριφογυριστή σκάλα… Όταν είχε ολοκληρωθεί πια η τηλεοπτική σειρά “Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια”, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη, στους τίτλους της οποίας το παραπάνω τραγούδι ακουγόταν, προσπάθησα μάταια να το βρω στα δισκοπωλεία, καθώς δεν είχα κανένα στοιχείο για τους συντελεστές του.
Αρκετά χρόνια αργότερα επαγγελματικές υποχρεώσεις με οδήγησαν στη Μυτιλήνη, στο νησί όπου διαδραματιζόταν η υπόθεση του γνωστού μυθιστορήματος και είχε γυριστεί η σειρά. “Θα ήμουν πανευτυχής”, ομολόγησα στη γλυκύτατη Μυτιληνιά συνεργάτιδά μου, την κυρία Υακίνθη, “εάν φεύγοντας από εδώ, είχα στις αποσκευές μου εκείνο το τραγούδι”. Το επόμενο μεσημέρι κιόλας, σε μια ψαροταβέρνα στην Παναγιούδα, συναντηθήκαμε εντελώς συμπτωματικά με τη Μυτιληνιά δασκάλα που το είχε τραγουδήσει. Η φίλη μου αμέσως μας συνέστησε και το ίδιο βράδυ επισκέφτηκα την γυναίκα στο σπίτι της. Μου χάρισε μία κασέτα, με το τραγούδι όπως είχε ερασιτεχνικά ηχογραφηθεί σε μια ζωντανή εκδήλωση Μυτιληνιών στην Αθήνα, καθώς και μια χειρόγραφη παρτιτούρα του. Τίτλος του: “Τύψεις”. Η μουσική είναι του Κώστα Χατζηευστρατίου, οι στίχοι του Βαγγέλη Χατζημανώλη και τραγουδά η Μαρία Αγιασώτου. Τους ευχαριστώ…
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Η βερμούδα περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2003, με θέμα Ένα φόρεμα για μένα…, εκδ. Αστήρ:
Το καλοκαιρινό μου ανοιχτό γκρι-μπεζ σύνολο, γιλέκο με παντελόνι, το ξεχώριζα ανάμεσα σ’ όλα μου τα ρούχα, επειδή έτυχε να το πρωτοφορέσω σε μια πολύ σημαντική, εξαιρετική θα έλεγα, ανεπανάληπτη στιγμή της ζωής μου. Η ιδιαίτερη δε προτίμησή μου σε αυτό με οδήγησε στην ασυνήθιστη για μένα απόφαση να το καθαρίσω μόνη μου, ακολουθώντας ασφαλώς πιστά τις οδηγίες του κατασκευαστή. Μετά το πλύσιμο όμως αντιλήφθηκα πως το μήκος του παντελονιού είχε μεταβληθεί ριζικά. Το δοκίμασα λοιπόν εναγωνίως, για να διαπιστώσω πως πράγματι μόλις έφτανε πια έως τη μέση της γάμπας. Μα όχι! Πώς θα το άντεχα να το αποχωριστώ τόσο νωρίς; Στη σκέψη πως δεν θα το ξαναφορούσα, κατέρρευσα. Ξάπλωσα μπρούμυτα και ξέσπασα σε λυγμούς. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση με βρήκε αρκετή ώρα αργότερα η μητέρα μου, η οποία ευτυχώς αντέδρασε ψύχραιμα και πρακτικά, μετατρέποντας το άλλοτε παντελόνι μου σε μια χαριτωμένη βερμούδα, που ακόμη έχω την τύχη να φορώ, συνδυασμένη μάλιστα συχνά με το ίδιο γιλέκο.
Ε. Η.
Το ακόλουθο κείμενο με τίτλο Τι να πρωτοθυμηθώ; περιλαμβάνεται στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο της Γ. Λ. Σ. του 2002, με θέμα Σχολικές Αναμνήσεις, εκδ. Αστήρ:
Μού είναι δύσκολο ν’ αποφασίσω ποιο στιγμιότυπο της μαθητικής μου ζωής θα φιλοξενηθεί σ’ αυτήν τη σελίδα. Να προτιμήσω ν’ αναφερθώ σ’ εκείνη τη φορά που κοιτούσα απόλυτα προσηλωμένη τη φωτογραφία του νεαρού Γάλλου ηθοποιού που είχα τοποθετήσει ανάμεσα στα φύλλα του σχολικού βιβλίου μου, και στάθηκε αιτία να εξεταστώ, αφού η καθηγήτρια υπέθεσε ότι διάβαζα τελευταία στιγμή το μάθημα της ημέρας για πρώτη φορά;
Ή θα ήταν προτιμότερο ν’ αφηγηθώ το πάθημά μου στην ώρα της Βιολογίας, όταν είχα απορροφηθεί εντελώς συζητώντας με τη διπλανή μου, ώστε μόλις χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, κινήθηκα αυτόματα προς την έξοδο, χωρίς να αντιληφθεί ότι ο καθηγητής μας συνέχιζε την παράδοση του μαθήματος; Όπως δε άνοιγα με ορμή την πόρτα, η φωνή του που έλεγε “Σας παρακαλώ” με επανέφερε στην πραγματικότητα, την ίδια στιγμή που οι συμμαθητές μου είχαν μείνει τόσο εμβρόντητοι, που ξέχασαν ακόμη και να γελάσουν.
Ή τότε που ο Γυμναστής, ανησυχώντας από την αργοπορία μας όταν μας είχε στείλει να τρέξουμε ως ένα κοντινό ξωκκλήσι, ήρθε και μας περιμάζεψε με το αυτοκινητάκι του, όπου παραδόξως χωρέσαμε εννέα άτομα;
Μα ό, τι κι αν θα διάλεγα να περιγράψω, το βέβαιο είναι πως η γεύση και το άρωμα των σχολικών αναμνήσεων πάντα προκαλούν αισθήματα νοσταλγικά και σκέψεις αισιόδοξες.
Ε. Η.